Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

TO ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· 
Γ. Σεφέρης 

Edward Hopper
Ομηρος  - Οδύσσεια 

Το προοίμιο(α 1-10)

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.

Αθηναϊκό αγγείο γνωστό ως  Vase Françoise

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ' εμάς.
[Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδ. "Στιγμή" 1992, σ.9]

Γεωμετρικός κρατήρας με απεικόνιση καραβιού. 800-750 π.Χ. 


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -  Ταξίδι νυχτερινό

Ξαναμπαίνω στ’ όνειρο
σαν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Καπνοί στο βουνό∙
σκέφτομαι: «Θα καίνε τα σκουπίδια»
μα πάλι υπάρχει μια υποψία
μάγισσας με κύκλους.
Ό,τι γίνεται
έχει ήδη γίνει
γι’ αυτό η πραγματικότητα
μπορεί και μεταμορφώνεται…
Ταξίδι νυχτερινό
σαν ν’ αποφεύγουμε τα νησιά
λεκέδες ομορφιάς
στο σιωπηλό μαύρο
κι οι μανάδες στις γέφυρες
γιατί φωνάζουν τόσο φριχτά
προς τα παιδιά τους
όταν κι αυτά μαϊμουδίζουν
το άπειρο
και δεν ξέρουν ακόμη
αν τα νερά είναι μέσα
ή γύρω απ’ τα μικρά τους σώματα.
Πλέει κι ο μηχανισμός
της φθοράς∙
αυτό που λείπει τώρα
θα μου λείπει χειρότερα
στο μέλλον
και θα λέγεται ζωή.
Από τη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας


Yuval Yairi art 


 Κρίτων Αθανασούλης  - Ταξίδι

Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
‘Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
‘Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
‘Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατ’ είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δεν βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.

Yuval Yairi art 


Γκιγιώμ Απολλιναίρ - Ο ταξιδιώτης


Ανοίξτε μου αυτή την πόρτα που χτυπώ θρηνώντας
Η ζωή αλλάζει όπως ο Εύριπος

Κοιτούσες ένα σωρό από σύννεφα να κατεβαίνει
Μαζί με τ’ ορφανό πλοίο για τους πυρετούς που θα ’ρθουν
Όλες αυτές τις λύπες αυτές τις μεταμέλειες
Άραγε τις θυμάσαι

Κύματα ψάρια καμπουριασμένα λουλούδια του αφρού
Ήταν μια νύχτα η θάλασσα
Και μέσα της χύνονταν τα ποτάμια

Θυμάμαι θυμάμαι ακόμα
Ένα βράδυ κατέβηκα σ’ ένα θλιβερό πανδοχείο
Κοντά στο Λουξεμβούργο
Στο βάθος της σάλας πετούσε ένας Χριστός
Κάποιος κρατούσε ένα κουνάβι
Ένας άλλος έναν σκαντζόχοιρο
Χαρτοπαίζανε
Κι εσύ μ’ είχες ξεχάσει

Θυμάσαι το ατέλειωτο ορφανοτροφείο των σιδηροδρομικών σταθμών
Διασχίσαμε πολιτείες που όλη μέρα στριφογύριζαν
Και τη νύχτα ξερνούσαν τον ήλιο των ημερών

Ναύτες γυναίκες σκυθρωπές φίλοι μου
Θυμηθείτε

Δυο ναύτες που δεν χωρίστηκαν ποτέ
Δυο ναύτες που δεν κουβέντιασαν ποτέ
Ο πιο μικρός έγειρε πλάι και πέθανε

Αγαπημένοι μου φίλοι
Κουδούνια ηλεκτρικά των σταθμών τραγούδι θεριστριών
Καρότσι του χασάπη στρατιές δρόμων αναρίθμητων
Ιππικό των γεφυρών νύχτες μελανιασμένες απ’ το πιοτό

Θεότρελες ζούσαν οι πόλεις που έχω δει
Θυμάσαι τα περίχωρα και το παραπονιάρικο κοπάδι των τοπίων

Τα κυπαρίσσια τέντωναν τη σκιά τους κάτω απ’ το φως του φεγγαριού
Κείνη τη νύχτα στο τέλος του καλοκαιριού άκουγα
Ένα λιγωμένο πουλί γεμάτο ερεθισμό
Και τον αιώνιο θόρυβο σ’ ένα πλατύ και σκοτεινό ποτάμι

Κι ενώ ετοιμοθάνατα κυλούσανε στις εκβολές
Όλα τα βλέμματα όλα τα βλέμματα απ’ όλα τα μάτια
Έρημες οι όχθες χορταριασμένες σιωπηλές
Κι απέναντί τους το βουνό φαινόταν ολοκάθαρα
Τότε αθόρυβα χωρίς ψυχή να φαίνεται
Περνούσανε μπρος στο βουνό ευκίνητες σκιές
Από τα πλάγια ή ξαφνικά γυρίζανε τ’ αχνά τους πρόσωπα
Και πρότειναν τη σκιά όπως τις λόγχες τους

Πάνω στο κάθετο βουνό οι σκιές
Θέριευαν κι άλλοτε απότομα χαμήλωναν
Αυτές οι σκιές με τη γενειάδα και τ’ ανθρώπινό τους κλάμα
Γλιστρώντας ανεπαίσθητα στο φωτεινό βουνό
Ξέρεις κανέναν σ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες
Θυμάσαι τη μέρα που ’πεσε μια μέλισσα μες στη φωτιά
Θυμάσαι ήταν το τέλος του καλοκαιριού
Δυο ναύτες που δε χωρίστηκαν ποτέ
Ο πιο μεγάλος φορούσε στο λαιμό σιδερένια καδένα
Ο πιο μικρός χτένιζε κοτσίδες τα ολόξανθα μαλλιά του

Ανοίξτε μου αυτή την πόρτα που χτυπώ θρηνώντας

Η ζωή αλλάζει όπως ο Εύριπος
Μετάφραση: Φανή Κισκήρα, Τόλης Καζαντζής



Yuval Yairi art 

 
Νίκος-Αλέξης  Ασλάνογλου - Ωδή στον ταξιδιώτη απ’ το βορρά

Ηρθες μες στο γαλάζιο μεσημέρι
την ώρα που ωριμάζει η οπώρα την άνοιξη
και τα μαλλιά σου χρωματίζουν τον κυματισμό του ανέμου
Ηρθες, απλά και ωραία, γέννημα των αμπελιών και της
θάλασσας του ήλιου
τα λευκά σου δόντια λάμπουν από τραγούδι, η φωνή σου
σπάζει σα κρύσταλλο
κι είναι το γέλιο σου μήνυμα γυμνού καλοκαιριού
κι είσαι θερμή Γαλλία της Μεσημβρίας
τα μάτια σου μια στάλα από φως, καθρέφτισμα
παιδιάστικου χαμόγελου
Κι έτσι που σε συνάντησα μέσα στην πρώτη άνοιξη
άσπρο μεταξωτό που πτυχώνει δίπλα στη θάλασσα
Πάντα να ήσον εσύ που δε θυμίζεις χρόνια της ταπείνωσης
να μείνεις μέσα μου μοντέρνα μουσική
που ο Σηκουάνας κάθε βράδυ ταξιδεύει»
Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954) του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου



 J. Tissot, Οι μετανάστες. 1879-1880.


Γεώργιος Βιζυηνός - Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (απόσπασμα)

― Επήγες εις την Πόλη, ψυχή μου, είπεν ο παππούς, όταν ετελείωσαν αι περιπτύξεις και τα φιλήματα, και εστέγνωσαν τα δάκρυά μου. — Επήγες εις την Πόλη.— Είδες πολύν κόσμον!

― Ναι, παππού. Είδα την Συληβριά με το Παραπόρτι αψηλά αψηλά και με κάτι μύλους που έχουν φτερά και γυρίζουν με τον άνεμο!

― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς. Επέρασες από την χώρα, που ψήv’ ο ήλιος το ψωμί; Και είδες τους Σκυλοκεφάλους;

― Όχι, παππού! Δεν τους είδα. Πού είναι αυτοί οι Σκυλοκέφαλοι;

― Νά, κομμάτι παρ’ εδώ από την χώρα, που ψήν’ ο ήλιος το ψωμί. Είπεν ο παππούς, σημειών το «παρ’ εδώ» εις τον ορίζοντα διά δεικτικής χειρονομίας, ως κάμνουν οι γεωγράφοι, όσοι επεσκέφθησαν τα μέρη περί ων διδάσκουσι.

― Απ’ εμπρός είναι άνθρωποι ―εξηκολούθησεν ο παππούς― και από πίσω σκύλοι. Απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε. Απ’ εμπρός σε καλοπιάνουν και από πίσω σε τρώνε! Γι’ αυτό, ψυχή μου, καλύτερα που δεν επήγες.

― Ω! βέβαια καλλίτερα! είπον εγώ. Καλύτερα που δεν μ’ έφαγαν κ’ επήγα στην Πόλη με το καΐκι. Να ιδής δα, παππού, και την θάλασσα! Έτσι ώς πάνου γεμάτη νερό! και μέσα στο νερό τα καΐκια. Φσσσσσσσ! Φσσσσσσσ περπατούν με τα πανιά φουσκωμένα!

― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς πάλιν. Επέρασες από της θάλασσας τον αφαλό και είδες το νερό που γυρίζει γύρω, γύρω, γύρω, σαν που γυρίζ’ η γιαγιά σου η Χατζίδενα την άρμη στον «μπακήρα», και γίνεται μια τρύπα μέσ’ στην μέση;

― Όχι, παππού, δεν το είδα!

― Ώχ! ψυχή μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν!

― Και πού είναι αυτό, παππού;

― Αυτό είναι, έτσι κομμάτι παρ’ εδώ, είπεν ο παππούς δεικνύων εις τον ορίζοντα διά της χειρός — εκεί όπου ευρίσκεται η Φώκια, η μάνα τ’ Αλεξάνδρου. Αυτήν την είδες κάν την είδες;

Όχι, παππού! δεν την είδα!

Άχ! ψυχή μου, ανεστέναξε βαθύτερον ο παππούς, τίποτε δεν είδες! τίποτε!

― Και πώς είναι η Φώκια, παππού;

― Νά έτσι ―είπεν ο παππούς χειρονομών ούτως, ως εάν είχεν την Φώκιαν ενώπιόν του και μοι ώριζεν ανατομικώς τα μέλη της. ― Από τον αφαλό και πάνου είναι η εμορφότερη γυναίκα, από τον αφαλό και κάτω είναι το φοβερώτερο ψάρι. Κάθεται στον πάτο της θάλασσας. Μα κει που σκιαχθή κανένα καράβι που περνά από πάνω, κάνει μία χοπ! και βγαίνει στην επιφάνεια· κάνει μια χαπ! και αρπάζει το καράβι με το χέρι της και το σταματά. Απαί, φωνάζει τον καπετάνο και τον ερωτά: Αλέξανδρος ο βασιλεύς ζη και βασιλεύει; Τρεις φοραίς τον ερωτά, ψυχή μου, και τρεις φοραίς ο καπετάνος σαν της ειπή πως ζη και βασιλεύει, τον αφήνει και πάγει στην δουλειά του. Σαν της ειπή πως δεν ζη, τον βουλά και τον πνίγει!

Και αναποδίσας την κάλτσαν της γιαγιάς και σείσας αυτήν ούτως, ώστε να πέση το εντός αυτής κουβάριον, μοι έδειξε πώς ναυαγούν τα πλοία ο παππούς, και ―Γιαυτό, επρόσθεσε— καλλίτερα, ψυχή μου, που δεν την είδες.

― Ώ, βέβαια καλλίτερα, παππού! Γιατί, διες, πώς θα επήγαινα στην Πόλη σαν ιπνίγομουν; Να ιδής δα παππού, τί μεγάλη που είναι η Πόλη, και τί λογής λογής άνθρωποι που είν’ αυτού και χανούμισσαις και βασιλοπούλ...

― Άς τ' αυτά!!! διέκοψεν ο παππούς πάλιν, ως εάν ωμίλουν περί πραγμάτων κοινών και τετριμμένων. Είδες τον τόπο, που είναι οι άνθρωποι οι μαρμαρωμένοι;

― Όχι, παππού! Δεν τον είδα!

― Αάχ! ψυχή μου! Τίποτε δεν είδες στην ζωή σου, τίποτε!

― Και πού είν’ αυτό, παππού;

― Αυτό, είπεν ο παππούς ως άνθρωπος συγκεντρών την μνήμην του, αυτό είναι βαθειά μέσα σ’ ένα δάσος. Μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Έτσι καθώς έμβης απ’ αυτήν την μεριά, βλέπεις όλους τους ανθρώπους που έγειναν μάρμαρο. Γιατί αυτού μέσα είναι μια μάγισσα, που όποιον διή πως περνά, και τον αγαπήση, τον παραπλανά να έμβη αυτού μέσα και τον κάμνει μάρμαρο και τον έχει αυτού πέρα στημένο, για να μη της φύγη. Όποτε θέλει αυτή, παίρνει το αθάνατο νερό και του στάζει τρεις κόμβους επάνω στην κορφή, και εκεί στην στιγμή το μάρμαρο μαλακόνει και γίνεται άνθρωπος εμμορφότερος από πρώτα. Τότε κάθεται και τρώγει και πίνει και διασκεδάζει μαζί του· σαν διασκεδάση κ’ ύστερα, μια τον βλέπει καλά καλά στα μάτια και τον κάμνει πάλι μάρμαρο. Γιαυτό, ψυχή μου, καλλίτερα που δεν την είδες!—

Ποτέ δεν αμφέβαλον ότι ο παππούς μου ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Αλλ’ οπωσδήποτε επέστρεφον και εγώ από το μακρότερον ―μετά τον Άγιον Τάφον― ταξείδιον, από την Πόλιν. Είχον ιδεί τόσα και τόσα πράγματα. Ενόμιζον λοιπόν, ότι έφερον μετ’ εμαυτού αφηγητικήν ύλην, ικανήν να ενασχολήση επί τινας τουλάχιστον ημέρας την προσοχήν, αν ουχί τον θαυμασμόν του γέροντος. Αλλ’ ότε τον ήκουσα να προφέρη ούτως ακαταδέκτως και περιφρονητικώς εκείνο το «Άς τ’ αυτά!», να διακόπτη τα σπουδαιότερά μου θέματα, ως εάν ήσαν μηδέν δι’ αυτόν, και να αντικαθιστά ταύτα δι’ ιδίων τόσον θαυμαστών, τόσον αγνώστων εις εμέ διηγημάτων, έπτυξα κατησχυμένος υπό το μέγεθος της ανεξαντλήτου κοσμογνωσίας αυτού και δεν ετόλμησα πλέον να είπω τίποτε.

Μετά πολλήν ώραν σιωπής, καθ’ ην ησθανόμην τον παππούν θριαμβεύοντα επί της απειρίας μου, ύψωσα εκ νέου τους οφθαλμούς προς αυτόν:

― Πολλά ταξείδια θα έκαμες εις την ζωήν σου! τω είπον. Και επρόφερα τας λέξεις μετά θαυμασμού, πολλής μετέχοντος της κολακείας.

Ο παππούς εξαφνίσθη. Προφανώς η ερώτησις τω ήλθεν απροσδόκητος. Επί τινας στιγμάς με ητένισεν ως άνθρωπος σιγηλά διαμαρτυρόμενος κατά τινος συκοφαντίας. Είτα, ― Εγώ; είπεν, Εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα!



Yuval Yairi art 


Ν. Βρεττάκος  - Το ταξίδι του Αρχάγγελου 

Απόσπασμα 

«…Σε  πόλεις αστρικές που τεντωμένες
στῶν οὐρανῶν τὴ ρίζα καθρεφτίζουν
σε  χρυσές λίμνες τα  καμπαναριά τους
σᾶς καρτεροῦνε οἱ κάτοικοι τοῦ Μάη
κι οἱ κάτοικοι τοῦ Μάη συχνορωτοῦνε,
βράδυ κι αὐγή, τον ἥλιο και το   κῦμα:
Μην εἴδατε τούς Ναῦτες μας; με ρόδα
στολίσαμε τ’ ἀκρόβραχα καί ρόδα
στοιχεῶσαν στους ἐξῶστες μας· μ’ ἀκόμα
καμμιά φωτιά στο πέλαγο· κανένας
δὲ μπόρεσε το στόμα του ν’ ἀνοίξει
στη Γῆ που τούς ἀγάπησε!. Μα  ὣς πότε
θἄρχονται τα καράβια και  θα   φεύγουν
κι ἕνα καράβι μόνο, που  ἔχει φύγει
πιο πριν ἀπ’ ὅλα μήτε στην Ἰθάκη
μήτε στην Τροία, καθώς μᾶς παραγγέλνουν
ὅσα καράβια φύγαν, δε θα   φαίνεται;
Ν’ ἀστράψει στο γιαλό, να ρθεῖ στην ὄχθη,
κάτω ἀπ’ τὸ σεληνόφως, κάτω ἀπ’ τ’ ἄστρα,
κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο, μάης, δεκέμβρης, μέρα,
νύχτα, ὅ,τι νἆναι! Ὤ! πότε στολισμένοι
θα σηκωθοῦν στο φῶς και σα μια φλόγα
θα γείρουνε στη θάλασσα οἱ ἐξῶστες;…»


Yuval Yairi art 

Ν. Βρεττάκος - Μες στο ταξίδι είναι η λύπη


Μες στο ταξίδι είναι η λύπη.
Τριγυρίζει τη γη σα βασίλισσα στην άμαξά της,
με μια σκέπη απλή χωρίς περιδέραια χρυσά,
δαχτυλίδια ή άλλα κοσμήματα
μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο μόνο
πάνω στα χείλη της. Τα ταξίδια, γνωρίζει,
είναι μακρά. Η ζωή είναι σύντομη.

Μόλις που πρόφτασα κι αντάλλαξα έναν
θερμόν, είναι αλήθεια, ασπασμό με τον ήλιο.
Αυτό ήταν όλο. Κι η λύπη στην άμαξα.»
(Ν. Βρεττάκος, Ποιήματα, εκδ. Τρία φύλλα)

Yuval Yairi art 

Ιωάννης Γρυπάρης -  Στερνό ταξίδι

Σκεβρό καράβι, πῶς στριγγά τριζοβολοῦν οἱ ἁρμοί σου,
ὥρα την ὥραν οἱ γοφοὶ θα ξεκλειδώσουν λές,
μα συ   ταξίδια μελετᾷς στους  δρόμους τῆς ἀβύσσου,
ἐνῷ οἱ παλιές το σῶμα σου καταδρομοῦν πληγές.

Στηλά τα   μάτια στ᾿ ἄνοιγμα τοῦ λιμανιοῦ ἡ γοργόνα
κρατᾷ, ψυχή ἀκατάλυτη μες στο  φθαρτό κορμί,
στα  πελαγοδρομίσματα και στον   αἰώνιο ἀγῶνα
τη  μαθημένη νιώθοντας να τη   φτερώνει ὁρμή.

Ὤ! Ἀλήθεια! ἀντί  ἀναγέλασμα τῆς ἄστεργής σου μοίρας
να  ρεύεις, σκέλεθρο ἀχαμνό, στην ἄκρια ενός γιαλοῦ,
κι ἂν τοῦ πέλαου να  σε  πιεῖ γραφτὸ ὁ καταποτήρας,
πᾶρε ἕν ἐπίδρομο στερνό για  κάπου πάντ᾿ ἀλλοῦ.



Yuval Yairi art 


Ο Ελύτης -Το τρελοβάπορο


Βαπόρι στoλισμένo βγαίνει στα βουνά 


κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα» 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές 

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο 

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό 

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ 

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο 

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε 

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε 

μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα 

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα! 

(Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας «Το τρελοβάπορο»)




Early Days of Rapid Transit painting by Edward Lamson Henry



Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη 
(απόσπασμα)

«…Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει•
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)




Yuval Yairi art 

Κ.Π.Καβάφης -  Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού - μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

 Charles Rossiter - train passengers

Νίκος Καββαδίας - Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ’πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ’ έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που’ χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! …η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ’ εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.



Yuval Yairi art 


Νίκος Καββαδίας - Mal du Départ 

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, 
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, 
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, 
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, 
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, 
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει, 
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, 
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, 
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, 
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.


Emigrant Passengers On Board, 1851 Oil On Canvas by Felix Schlesinger


Ζωή Καρέλλη  -
Το ταξίδι των μάγων

Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.



Journey Of The Magi by Tissot

Κώστας Καρυωτάκης - Τελευταίο ταξίδι

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ’μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
(Άπαντα Καρυωτάκη, εκδ. Πέλλα),


Angelica Gerih - "Fellow Travelers"

Χρίστος Λάσκαρης  - Ταξιδεύεις ακόμα

Ταξιδεύεις ακόμα βουερό σπίτι της εξοχής
κι ακόμα η τρελή σου ψυχή
επιμένει στο καλοκαίρι.
Ακόμα αντλείς απ΄ το πηγάδι νερό,
ακόμα τις νύχτες
με πάθος ανασαίνεις.
Είσαι μαγική
κι άσβηστη θλίψη,
ακόμα κρατάς
το παιδί
στην καρδιά σου.



Honoré Daumier, Το βαγόνι της τρίτης θέσης. 1862-64.

Χρίστος Λάσκαρης  -  ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Ἄνθρωποι που ταξιδεύουν μόνοι:
κατά κανόνα σιωπηλοί,
πιάνοντας θέση σε παράθυρο.
Δεν ἔχουνε ἀποσκευές,
δεν ἔχουνε κανέναν να τους   περιμένει.
Συνέχεια κοιτάζουν ἔξω.

Ἂν κάποιος τους ρωτήσει ποῦ πηγαίνουνε,
μοιάζουν σα να   ’ρχονται από μακριά•
σα να μην   ἔχουν καταλάβει την ἐρώτηση.




Train In The Snow (1875) Claude Monet


Τάσος Λειβαδίτης - Ταξίδι


Στη  Λοῦλα, που δε θα το   διαβάσει

……Ζοῦσε την τελευταία του ὥρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα  ᾿πέφτε μπροστά του να τελειώνει. Ἄξαφνα, ἀπό μια παλιά   ξεχασμένη παρόρμηση ἀνέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, ὅπως ἄλλοτε, που  ἦταν ἕνα αἰώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ ἔκπληξη, εἶδε τη μικρή   πεθαμένη ἐξαδέλφη να  περπατάει στην ἄλλη γραμμή, ἀπλώνοντας τοῦ το χέρι, για να   κρατηθοῦν, πιὸ στέρεα, πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο.

……Περπάτησαν ὥρα, χαμογελώντας ὁ ἕνας στον ἄλλον, κι ὅταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα  δύο παιδιὰ χειροπιασμένα συνέχιζαν να  προχωρᾶνε πάνω στις ρᾶγες,

……ἐνῷ το  πτῶμα ἑνός ἄντρα κείτονταν πιο  ἐκεῖ.


 "In the Train Compartment" by Paul Gustave Fischer

Τάσος Λειβαδίτης  - ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ



Τ’ απογέματα έβρεχε, η βροχή μπέρδευε τη στάχτη τ’ ουρανού με τα κίτρινα φύλλα
το ποτέ με το πουθενά, εγώ τριγύριζα στις κάμαρες σαν ένας ταξιδιώτης που έχασε το δρόμο του
«ε, ποιος είσαι;» ρωτούσα καμιά φορά «αυτός που δεν πρέπει να θυμάσαι» άκουγα να λέει κάποιος ψιθυριστά, τρόμαζα
έψαχνα παντού -αλλά τι να βρω σ’ έναν κόσμο που είναι όλα απ’ τα πριν χαμένα
εξάλλου είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ, αλλά προς τι τώρα που έφυγε η νεότητά μου
και τα λόγια μας συνήθως παραπλανούν το ανείπωτο κι όμως συνεχίζουμε να μιλάμε. Τι λέμε;
Έτσι προτιμούσα να κρατάω ημερολόγιο για εποχές που δεν γνώρισα -ήταν μια ωραία αναπόληση
ή τη νύχτα τα βήματα ενός περαστικού στο δρόμο μου θύμιζαν πάντα την αιώνια αναχώρηση.
Ω εσείς που ναυαγήσατε σε θάλασσες που δεν ταξιδέψατε ποτέ!


Η Επιβίβαση για τα Κύθηρα - Jean-Antoine Watteau 

Charles Baudelaire  - Ταξίδι στα Κύθηρα

Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.

Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
— Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο· και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!

Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, νά! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.

Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο

ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.

Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.

Μα νά! Καθώς πλευρώνοντας άκρη-άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους·
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.

Όρνια άγρια στο ταΐνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο·
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.

Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.

Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.

Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε

ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ώς απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.

Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.

— Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και νά! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.

Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.
μτφ. Κωστής Παλαμάς



Gabrini Pietro Travellers In The Roman Campagna

Σαρλ Μποντλαίρ - Το ταξίδι

Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν
μονάχα για να φύγουν•ελαφρές καρδιές καθώς
μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν•
Χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε «Εμπρός!»

Εκείνοι που σαν σύννεφα οι απροθυμιές τους μοιάζουν
και που σαν νεοσύλλεκτοι κανόνια λαχταρούν
κι άγνωστες ηδονές τρανές, που πάντοτε αλλάζουν
Και που τι όνομα έχουνε δεν μπόρεσαν να βρουν!

Φρίκη! Σαν σβούρα μοιάζουμε, σαν φούσκα που πηδάει•
Ακόμα και στον ύπνο μας, απάνω μας σιμώνει,
Μας δέρνει η Περιέργεια και μας κυλά στα χάη,
Σαν ένας Άγγελος σκληρός που ήλιους μαστιγώνει.
Μοίρα παράξενη! Ο σκοπός πάντα άλλη θέση παίρνει,
κι αφού δεν είναι πουθενά, μπορεί να ’ναι παντού•
ο Άνθρωπος που ακούραστα η Ελπίδα τόνε σέρνει,
αιώνια ψάχνει αναπαμό με τρέξιμο τρελού.

Πλοίο τρικατάταρτο η ψυχή, ζητάει την Ικαρία•
Κάποια φωνή απ’ την γέφυρα φωνάζει: «Προσοχή!»
Κι από τη σκοπιά μια άλλη φωνή απαντά: « Ευτυχία…
’Έρωτας… Δόξα..» Διάολε! Σκόπελος είν’ εκεί!

Κάθε νησάκι που ο σκοπός του πλοίου μακριά κοιτάζει,
Είν’ Ελδοράδο που μας έχει η Μοίρα υποσχεθεί•
Κι η Φαντασία, που έξαλλη στην κεφαλή οργιάζει,
Βρίσκει μόνο έναν ύφαλο μόλις ο ήλιος βγει.

Ω των χιμαιρικών χωρών ο ποθοπλανταγμένος!
Στα σίδερα ή στη θάλασσα πρέπει να πεταχτεί
Ο οικτρός σκοπός, που Αμερικές βλέπει σαν μεθυσμένος
Κι η πλάνη του το βάραθρο το κάνει πιο βαθύ;

Κι ο γερο- αλήτης έτσι δα στις λάσπες που πατάει,
Χάσκοντας, παραδείσια ονειρεύεται παλάτια•
Σε κάθε τρώγλη που κερί μονάχα την φωτάει,
ανακαλύπτουν Κάπουες τα εκστατικά του μάτια.
(Σαρλ Μποντλαίρ, Από «Τα άνθη του κακού» -«les fleurs du mal»- σε μετάφραση του Γεωργίου Σημηριώτη)



Edward Hopper Painting - Chair Car by Edward Hopper


Ουώλτ Ουίτμαν - Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! (απόσπασμα)

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει•
Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει•
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο,
Ενώ τα μ άτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο:

Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου,
Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.

(μετάφραση Μαρία Θεοφιλάκου)



Thomas Rowlandson “An artist traveling in Wales, 1799”


Κώστας Οὐράνης - Ταξίδι στα Κύθηρα

Τ΄ ωραίο καράβι, έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ΄Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης, – του έρωτα τη θριαμβική θεά,
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κι η χειμωνιά μας βρήκε!…
Οι φανταχτές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ” άνθη εμαραθήκαν
και κάτου απ τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ΄αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.
(Από την ποιητική συλλογή του Κώστα Ουράνη “Νοσταλγίες»)



The Drifter — Jack Vettriano

Κ. Παλαμάς - Πάει το ταξίδι


Πάει το ταξίδι, φτάσαμε. Τ᾿ ὡραῖο νησάκι να το!
Διπλά ἀκρογιάλια. Τ᾿ ἀνοιχτό, φῶς ὅλο, το χιονάτο,
με τα   γραμμένα ἐρείπια και με τα   μαυροπούλια·
και  τ᾿ ἄλλο. Ὢ δάση από μυρτιές, ὢ κῆποι από ζουμπούλια,

και  κάτω από τῆς νεραντζιᾶς τῆς φουντωτῆς τα κλώνια,
ὢ ἴσκιοι! οἱ ἔρωτες μιλοῦνε, ἀντιμιλοῦν τ᾿ ἀηδόνια.
Το  ἕν᾿ ἀκρογιάλι Ἐδῶ! μᾶς λέει, τ᾿ ἄλλο ἀκρογιάλι Νἄμε!
Βαρκούλα, ποῦ θ᾿ ἀράξουμε; Βαρκάρη, ποῦ θὰ πᾶμε;



 (In the Underground). Painting, Berlin, 1930, by Imre Goth


Κωστής Παλαμάς

Σαν των Φαιάκων το καράβ' η Φαντασία,
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,
κυλάει·….
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.


✦✦✦✦

Ταξιδευτής, ηύρα σ' ακύμαντα πελάγη
την Καλυψώ, και την πεντάμορφη Ελένη,
και πήγα και με πότισαν οι Λωτοφάγοι
τη λησμονιά των όλων τη μακαρισμένη.




 A man is travelling in a litter carried by four men in loin cloths. Wood engraving by Max Cowper.

Αλκυόνη Παπαδάκη - Είσαι για ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά;

Είσαι για ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θέλω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσάφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ’ αμπάρι μας με όνειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες
που μας άνοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ’ άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;



Yekaterinburg Railway bronze monument Passengers, bronze sculptural composition, Museum of Railway Station, old station, railway history, Urals


Τίτος Πατρίκιος -  ταξίδι 

Έσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο τον δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.



Alfred Morgan -art 

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Το ευλογημένο καράβι

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Άνεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή.
Θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω.
Βοριάδες, νοτιάδες θα βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί.»

«Κι οι κάβοι αν σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Απάνω σου αν πέσει το κύμα θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

«Ψηλά στο εκκλησάκι του βράχου, που ασπρίζει,
για μένα έχουν κάμει κρυφή λειτουργία·
ορθός ο Χριστός το τιμόνι μου αγγίζει,
στην πλώρη μου στέκει η παρθένα Μαρία.


Salvador Dali art

Φερνάντο Πεσσόα

Μ᾽ αρέσει να ταξιδεύω, ν᾽ αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες,
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.

Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.

Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ᾽ αυτό.
Όλα τα άλλα, γη κι ουρανός.




Rob Gonsalves


Φ. Πεσσόα  - Βιβλίο της ανησυχίας

Τι είναι το ταξίδι και σε τι χρησιμεύει; Όλα τα ηλιοβασιλέματα είναι ηλιοβασιλέματα, δεν υπάρχει λόγος να πάει να το διαπιστώσει κανείς στην Κωνσταντινούπολη. Η αίσθηση της ελευθερίας που γεννούν τα ταξίδια; Μπορώ να τη γευτώ πηγαίνοντας από τη Λισαβώνα στη Μπενφίκα, και μάλιστα πολύ πιο έντονα από αυτόν που έχει πάει από τη Λισαβώνα στην Κίνα, γιατί αν η ελευθερία δεν υπάρχει μέσα μου, δεν υπάρχει, για μένα, σε κανένα μέρος του κόσμου. [...]
Όποιος διέσχισε όλες τις θάλασσες, δεν διέσχισε τελικά παρά την μονοτονία του εαυτού του. Έχω κιόλας διασχίσει περισσότερες θάλασσες απ' όλους. Έχω κιόλας δει περισσότερα βουνά απ' όσα υπάρχουν στη γη. Έχω κιόλας περάσει από πολιτείες περισσότερο υπαρκτές και τα μεγάλα ποτάμια του πουθενά κυλούσαν, απόλυτα, κάτω από το ρεμβαστικό μου βλέμμα. Αν ταξίδευα δε θα αντίκριζα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω. [...]
Τα αληθινά τοπία είναι αυτά που μόνοι μας φτιάχνουμε. [...]
Τοπία, σπίτια, όλα τα είδα, γιατί όλα ήμουν, εν Θεώ ποιημένα από την ουσία της ίδιας μου της φαντασίας.





On The Omnibus Painting by Maurice Delondre


Γιάννης Ποταμιάνος - Ο Τελευταίος σταθμός

Το ταξίδι δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς
τα βράδια
Η θάλασσα πότισε το πετσί σου
κι έφτασε ως την ψυχή
Μα όσο κι αν διαρκέσει το ταξίδι
όσο κι αν είναι γλυκόλαλο
το τραγούδι των Σειρήνων
η επιστροφή στην Ιθάκη
είναι αναπόφευκτη

Απόλαυσε λοιπόν
τον τελευταίο σου σταθμό
στη χώρα των ναυσίκλυτων Φαιάκων
Ευτυχώς η δόξα σου ταξιδεύει
γρηγορότερα από σένα
την τραγουδάει ο Δημόδοκος
στα βασιλικά τραπέζια

Απόλαυσε λοιπόν τον ωραίο επίλογο,
σε καλοδέχτηκαν οι αγχίθεοι Φαίακες

Δεν χρειάζεται πια να φοβάσαι
την ομίχλη,
τους κύκλωπες
και τα θαλάσσια τέρατα
Τα απήδαλα πλοία των Φαιάκων
ξέρουν καλά το δρόμο της Ιθάκης
τον διαβάζουν στα μονοπάτια
της παλάμης μας

Γι αυτό σου λέω
όσο κι αν το ταξίδι δεν σ’ αφήνει
να κοιμηθείς τα βράδια,
τώρα που σταμάτησαν να φυσούν
οι άνεμοι,
ένα ωραίο τέλος
έχει κι αυτό μια κάποια αξία

Απόλαυσε λοιπόν
τον τελευταίο σου σταθμό
δεν χρειάζεται οβολός για το
απήδαλο πλοίο των Φαιάκων
Γαλήνευσε,
πόσους πια κινδύνους
μπορεί να κρύβει μια μικρή Ιθάκη;








Winslow Homer - Breezing Up (A Fair Wind)


Τέος Σαλαπασίδης - NORTHERN SPIRITUAL

     Στη δέσποινα των βρεγμένων
     που μας έγραφε τακτικά τις Κυριακές
     παρηγορώντας μας για τις βροχές
     με γράμματα – ομπρελίτσες.

Το μεγάλο ταξίδι είναι ο άνεμος
Το μεγάλο ταξίδι είναι από δω ώς τα μάτια της;

Από δω ώς τα μάτια της έχει βροχή
Και μεγάλο ταξίδι

Από δω ως τα μάτια της είναι θάλασσα
Πνέει ο κακός αέρας
Το ταξίδι και ο θάνατος κουράστηκαν
Λίγα μίλια έξω από τη Σκιάθο

Από δω ώς τη Σκιάθο έχει σύννεφα
Από δω ώς τη Σαλονίκη είναι Κυριακή
Τις Κυριακές είναι όλο σύννεφα
Είναι όλα κλειστά και δε σου ανοίγουν

Τώρα ώς την άλλη βδομάδα θα πέσει φθινόπωρο
Το φθινόπωρο ρίχνει τα φύλλα
Και επειδή μέσα στις βροχές τα φύλλα είναι έρωτας
Γι’ αυτό βρέχει

Από δω ώς τα μάτια της.




François-Auguste Biard - Mal de mer sur une corvette anglaise (1857)


Γ. Σαραντάρης - ΤΑΞΙΔΙ

Kάτω από ένα πεύκο
O αγέρας δε φυσούσε
Tραγούδαγε τον ύπνο
Mια κοπέλα

Kάτω από τον ύπνο
H αναπνοή μας φύλαγε
H αυγή
Nα περάσει το ρέμα

Ήταν νύχτα
Ποιος ξέρει
Aν δε γεννηθήκαμε
Tότε

Σαν κλείνουμε τα μάτια
Φοβούμαστε και τώρα
Mήπως γίνουμε ξένοι
O ένας στον άλλο

Aλλά τότε δεν έφταιγε
Παρεκτός η καρδιά μας
Mας αγαπούσε η θάλασσα
Mας αγαπούσε ο ύπνος

Σήμερα η μπόρα πέρασε
Θα μας σηκώσει ο Θεός
Θα μας φιλήσει
Θα γίνουμε παιδιά του

Πάνω στη χλόη
O στοχασμός μας τρέχει
Mελαγχολεί σα μέλισσα
Mελαγχολεί και πάει

Kαι καβαλάρης ο άνεμος
Mπροστά του περπατάει
Kαι χαιρετάει τα σύννεφα
Kαι αψηφά τη γη




James Tissot. The Ball on Shipboard. c.1874

Μίλτος Σαχτούρης -Το ταξίδι

(Στον Θάνο Κωνσταντινίδη)

Σταθείτε! φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά

Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας βλέπαν
θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»

«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
νά, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί
«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε το άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό»

(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, 1945-1971, Κέδρος)






 The captain and the mate, 1873 - James Jacques Joseph Tissot 


Γ. Σεφέρης - Πάνω σ᾿ έναν ξένο στίχο

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρ-
ματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν
τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο* ρυθμό, ακατανίκητης σαν
τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά*,
κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι*.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το
φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο* να ξαναδεί τον καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ'
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρό-
νια.

Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά
και το δοιάκι*, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο
Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη απ' ανάμεσό μας·

τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γί-
νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι
στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του
Ερωτόκριτου* με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας
την αντίδικη* μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του κα-
ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ-
χή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυ-
βέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πε-
θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να
δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.



John William Waterhouse - Ulysses and the Sirens [c.1891]

Γ. Σεφέρης - Με τον τρόπο του Γ.Σ.

«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή

μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»•

χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα

μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο

με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε

πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;

O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας»

«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος

«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς

δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια•

περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά•

αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε

κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται

ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια

δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες

που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του

όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει

κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»

είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι

εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν

την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.

Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά

σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης

καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει

ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει•

παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…

Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.»

(Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος)





James Tissot - The Captain's Daughter

Γ. Σεφέρης - Μυθιστόρημα Η'

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών

στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε

χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα

ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.

Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων

δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα

μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα

από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας

τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,

κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας

κι εκείνης της θάλασσας,

χωρίς αφή

χωρίς ανθρώπους

μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας

ούτε δική σας.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά

κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε

λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά

ένα ελάχιστο διάστημα.

(Μυθιστόρημα, Η’, Γιώργος Σεφέρης)





The gallery of hms calcutta james tissot 1876.


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - Το ταξίδι

Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκοτάδι της ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περπατάνε στο μυαλό, μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε προχτές και τα νερά του πλημμυρίζοντας από παντού τη μνήμη – εσύ, κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξεράθηκε το χέρι μου – ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής, τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

Πάνω από τις εποχές

H νύχτα είχε σκεπάσει κιόλας το μισό από μένα κι έλεγα θ’ ανακαλύψω πέτρες και πηγές, άλλα κοιτάσματα να πλουτίσεις το γέλοιο σου – γελούσες κι άκουγα τα χρόνια μου φαγωμένα στους άμμους. O καιρός σκοτείνιαζε, δεν ήμουν μονάχος. Πάνω από τις εποχές ερχόταν εκείνη η αθέατη λάμψη, μ’ ανέβαζε ψηλά, σε βουερά διαστήματα. Kάτω σπασμένη η ζυγαριά κι η σάλπιγγα στο μισοφώτιστο σύνορο.


The Railway Station by William Frith


AΡΓYΡHΣ XIONHΣ - α

Τι το ’θελα αυτό το κατακόρυφο ταξίδι
Δεν θα ’ταν πιο καλά να μείνω εκεί
Μέσα στη σιγουριά του λαβυρίνθου
Μέσα στης μοίρας τ’ άντερα που με χωνεύαν
Αργά αργά κι ανώδυνα τι το ’θελα
Τα μάτια να σηκώνω προς τον ήλιο
Με κέρινο μυαλό να κάνω όνειρα φωτιάς





At the Tram Stop, 1927, by Paul Gustave Fischer



ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ KYΘHΡΑ - ΤΑΙΝΙΑ 

Τίτλος 
Η ιστορία της τέχνης διδάσκει ότι τα Κύθηρα στους εικαστικούς και τους λογοτέχνες δεν πρέπει να εκλαμβάνονται κυριολεκτικά ως το γνωστό τοπωνύμιο, αλλά ως μία υπερβατική γη της Επαγγελίας, περίπου όπως η μυθική Αρκαδία (στην οποία εκτυλίσσονταν τα περισσότερα κωμειδύλλια) ή ακόμα και η Ατλαντίδα. Σε αυτό το μέρος της ποιητικής γεωγραφίας κατατάχθηκαν τα Κύθηρα, κυρίως, ύστερα από τους τρεις πίνακες του Antoine Watteau, του διάσημου ροκοκό ζωγράφου, ο οποίος στην «Αποβίβαση στα Κύθηρα» παρουσιάζει ένα πλήθος κομψοντυμένων αστών να αποβιβάζονται σε ένα μυθικό νησί, κατεβαίνοντας από μία χρυσή γόνδολα, την οποία οδηγούν φτερωτοί ερωτιδείς! 
Η μυθική αυτή μετατόπιση των Κυθήρων οφείλεται, εν μέρει, στην κυριολεκτική κατάσταση του νησιού: γεωλογικά είναι προέκταση της Πελοποννήσου, διοικητικά ανήκουν στην Αττική, ενώ, γεωγραφικά, είναι το έβδομο από τα Επτάνησα. Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται ο όρος «Ταξίδι στα Κύθηρα» στον τίτλο, ως επίσκεψη σε μία παράδοξη no man’s land, σε μια πολιτικο-ποιητικής ουτοπία. Οι δύο κεντρικοί ήρωες αυτής της ταινίας πραγματοποιούν ένα ταξίδι στα Κύθηρα, μία περιπλάνηση στο ασυντέλεστο. 

Η ιστορία που αφηγείται η ταινία 
Ένας σκηνοθέτης (Τζούλιο Μπρότζι) πρόκειται να γυρίσει μια ιστορική ταινία. Βρίσκεται σε μία περίοδο αυξημένης ευαισθησίας σε εξωτερικά ερεθίσματα και περιπλανιέται σαν ξένος στο πλατό, μέχρι που συμβαίνει ένα απρόοπτο, για τον ίδιο, αδιάφορο για όλους τους άλλους, γεγονός: ένας γέρος (Μάνος Κατράκης) που πουλάει λεβάντα μπαίνει στο καφενείο του στούντιο. Ο σκηνοθέτης θα δει την είσοδο του γέρου, ενώ στεκόταν αδιάφορα μπροστά από έναν καθρέφτη. Όταν θα γυρίσει το κεφάλι του για να αντικρίσει τον γέρο, θα δούμε στο βλέμμα του τη λάμψη της έμπνευσης. Ο σκηνοθέτης θα ακολουθήσει τον άγνωστο ηλικιωμένο, σε μία διαδρομή μέσα στην πόλη. Ώσπου, σταδιακά, θα «μπει» μέσα στο σενάριο της ταινίας που επεξεργάζεται αυτόν τον καιρό. Στο οποίο σενάριο, ο γέρος είναι ο πατέρας του, ο Σπύρος, ο οποίος επιστρέφει, 30 χρόνια μετά, από την Ουκρανία, όπου είχε εκτοπιστεί, ως πολιτικός πρόσφυγας. Ο σκηνοθέτης και η αδελφή του η Βούλα (Μαίρη Χρονοπούλου, η οποία υποδύεται και την ηθοποιό-ερωμένη του σκηνοθέτη στην «πραγματική ζωή») παραλαμβάνουν τον πατέρα τους από το λιμάνι και τον οδηγούν στο σπίτι, όπου, επί 30 χρόνια, τον περιμένει η γυναίκα του η Κατερίνα (Ντόρα Βολανάκη). Στο σπίτι ετοιμάζεται ένα γλέντι υποδοχής, όμως ο γέρος αντιλαμβάνεται πως το κλίμα δεν τον σηκώνει και σηκώνεται να φύγει. Ο γιος τον ακολουθεί μέχρι το ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα ετοιμάζεται ένα ταξίδι στο χωριό της οικογένειας, σε ένα ορεινό μέρος της Μακεδονίας. Βρίσκουν το πατρικό τους σπίτι και μόλις μπουν μέσα σε αυτό, τους υποδέχεται ένα στρωμένο τραπέζι με φαγητό. Ο Σπύρος μαθαίνει ότι οι κάτοικοι του χωριού θέλουν να το πουλήσουν σε μία εταιρία που θα κάνει όλη την περιοχή χιονοδρομικό κέντρο. Την επόμενη μέρα είναι η υπογραφή της συλλογικής σύμβασης, αλλά ο Σπύρος αρνείται να την υπογράψει και σκάβει επιδεικτικά, μπροστά σε όλους, το χωράφι του, δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να υποκύψει. Ο πρόεδρος του χωριού (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), παλιός πολιτικός αντίπαλος του Σπύρου, με φωνές και φασαρίες θα επιχειρήσει να τον προσβάλλει, καταγγέλλοντας τον ότι με τη συμπεριφορά του ήρθε να βάλει «φωτιά» στο χωριό. Την επόμενη μέρα, θα είναι ο τελευταίος που θα εγκαταλείψει το χωριό, έχοντας φορτώσει πάνω στο γαϊδούρι του μια τηλεόραση. Στο μεταξύ, η αστυνομία αναζητά τον Σπύρο για να τον απελάσει. Τον φορτώνουν σε ένα πλοίο και βγαίνοντας στα διεθνή ύδατα, οι αρχές επιχειρούν να τον εκδώσουν στο πλοίο ενός αγγλόφωνου κυβερνήτη άλλου κράτους, ο οποίος όμως αρνείται να τον παραλάβει. Τελικά, επειδή δεν είναι επιτρεπτή η επιστροφή του Σπύρου στην Ελλάδα, τοποθετείται πάνω σε μία σχεδία και αφήνεται μόνος του, στη μέση της θάλασσας. Μία ομάδα ναυτεργατών που η εκδήλωσή της ακυρώθηκε από τη βροχή θα δώσει μια μικρή συναυλία για τον εκτοπισμένο που βρίσκεται τριακόσια μέτρα από την ακτή. Την επόμενη μέρα, η γυναίκα του η Κατερίνα, βρίσκεται και αυτή στην σχεδία. Του λέει ότι «είναι έτοιμη» και, μόλις εκείνος λύσει τα σκοινιά, η σχεδία με τους δύο ηλικιωμένους αρχίζει να χάνεται σταδιακά στο βάθος του ορίζοντα, μέσα στην ομίχλη. 

Το σενάριο 
Για πρώτη φορά ο Αγγελόπουλος συνεργάζεται με τον Τονίνο Γκουέρα, συνεργάτη του Αντρέι Ταρκόφσκι στα σενάρια των ταινιών του. Σε ένα ταξίδι του Αγγελόπουλου στη Ρώμη, ο Ταρκόφσκι του μιλάει για τον Γκουέρα με τα καλύτερα λόγια. Στο σενάριο συνεργάστηκε επίσης και ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός. Είναι γραμμικό σενάριο, με μόνη «υπέρβαση» το στοιχείο της ταινίας μέσα στην ταινία, με ασαφή για τον θεατή όρια. Κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές υπενθυμίζουν ότι ο Αγγελόπουλος εφαρμόζει την μέθοδο της μπρεχτικής αποδραματοποίησης. 

Η μουσική της ταινίας 
Στο Ταξίδι στα Κύθηρα ξεκινάει η συνεργασία του Αγγελόπουλου με την Ελένη Καραϊνδρου, την οποία η τελευταία έχει χαρακτηρίσει ως μία συνάντηση ψυχής. Η εκπληκτική σύμπνοια των εικόνων του σκηνοθέτη με την αφαιρετική ορχηστρική μουσική της συνθέτιδας έγινε αμέσως αντιληπτή ήδη από αυτή την πρώτη ταινία τους. Το soundtrack της ταινίας έγινε μια παγκόσμια επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ στο εξωτερικό, ιδίως στην Ιαπωνία. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά μουσικά θέματα της ελληνικής ορχηστρικής μουσικής της δεκαετίας του 1980, με απτές τις χατζιδακικές καταβολές της Καραϊνδρου (από τα πιο στοχαστικά έργα του Χατζιδάκη, εννοείται). Αίσθηση έκανε ο πειραματισμός της χρήσης του κεντρικού μοτίβου. Από ορχηστρικό θέμα αξιοποιείται και ως τζαζ ιντερλούδιο, αλλά και ως ζεϊμπέκικο που τραγουδήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Αγγελόπουλος δέθηκε τόσο πολύ με τη μουσική της Καραϊνδρου, ώστε, κατά τη διάρκεια ενός τράβελινγκ (εκείνου που παρουσιάζει την αποβίβαση του Σπύρου από το πλοίο που τον φέρνει από την Ουκρανία), έβαλε την μουσικό να παίζει το μουσικό θέμα με μία μελόντικα δίπλα στον μακινίστα, ο οποίος έσερνε την κάμερα πάνω στις ράγες, μόνο και μόνο, για να έχει τον εσωτερικό ρυθμό της μουσικής της ταινίας




Watteau, Αναχωρώντας για τα Κύθηρα (1709-1710) 


Μουσική και στίχοι: Ελένη Καραΐνδρου από την ομώνυμη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Άρρωστη καρδιά δε βρίσκει γιατρειά στη λησμονιά χάνεται στ' αγιάζι μέσα στο βοριά στα ξένα μακριά κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί το καράβι στο λιμάνι θα φανεί θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας. Σ' άγγιξε ξανά του κόσμου η παγωνιά κι η ερημιά πώς να τη γιατρέψεις την παλιά πληγή βαθιά μες στην ψυχή κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί το καράβι στο λιμάνι θα φανεί θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας.

 J. Tissot, Αποχαιρετισμός στο Mersey. 1881.

Λιούις Κάρρολ -Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων


Το ωραίο αυτό έργο του Άγγλου Λουΐς Κάρρολ γράφτηκε με σκοπό να διασκεδάσει ένα μικρό κοριτσάκι, την Αλίκη. Είναι ένα παιγνίδισμα της φαντασίας, ένα κάτι σαν παραμύθι και σαν όνειρο. 

Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα, στην όχθη ενός ποταμού, ήταν ξαπλωμένο και ρέμβαζε ένα κοριτσάκι, η Αλίκη, ενώ δίπλα της η μεγαλύτερη αδελφή της διάβαζε κάποιο βιβλίο.

Σε μια στιγμή... σηκώθηκε να ξεμουδιάσει. Ήθελε να μαζέψει μαργαρίτες. Εκεί που μάζευε τα λουλούδια βλέπει έκπληκτη ένα κουνέλι, ντυμένο σαν αριστοκράτης κύριος, να περπατάει βιαστικά όρθιο, στα δυο πόδια!

Η Αλίκη αποφάσισε να το παρακολουθήσει... Ώσπου το είδε να χάνεται μέσα σε μια τρύπα. Αλλά και εκεί θέλησε να το ακολουθήσει. Μόλις όμως πέρασε στην τρύπα, αισθάνθηκε να πέφτει στο κενό, ώσπου κάποτε προσγειώθηκε! Χάρις στα πολλά ξεραμένα φύλλα που σκέπαζαν εκεί το μέρος, η Αλίκη δεν έπαθε τίποτα από το πέσιμο. Παρακολουθώντας πάντα το κουνέλι, το είδε να μπαίνει στο διάδρομο ενός σπιτιού. Το ακολουθεί από κοντά. Όλες οι πόρτες όμως που οδηγούσαν από το διάδρομο στα διάφορα δωμάτια, ήταν καλά κλειδωμένες...

Τη στιγμή που η Αλίκη άρχισε ν' απελπίζεται βλέπει πάνω σ' ένα τραπεζάκι κάποιο χρυσό κλειδί. Δοκίμασε μ' αυτό ν' ανοίξει, αλλά δεν ταίριαζε παρά σε μια πόρτα τόσο μικρή, όμως, που ήταν αδύνατο να χωρέσει για να περάσει. Κείνη την ώρα σκεφτόταν πως θα ήταν ευτυχισμένη αν μπορούσε να μικραίνει και να μεγαλώνει κατά βούληση.

Και, ω του θαύματος! Εκεί δίπλα της, ένα μπουκαλάκι, με την επιγραφή "ΠΙΕ ΜΕ" περιείχε κάποιο μαγικό ποτό. Όταν η Αλίκη δοκίμασε το ποτό, αισθάνθηκε τον εαυτό της να... κλείνει σαν τηλεσκόπιο. Έγινε μικροσκοπική 25 πόντους και χώρεσε στην πορτούλα!...

Τότε όμως θυμήθηκε ότι είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι το χρυσό κλειδάκι και γύρισε να το πάρει. Αλλά είχε γίνει τόσο μικρή που δεν έφθανε να το πιάσει. Πάλι σκέφτηκε ότι θα ήταν ευτυχισμένη αν θα της ήταν δυνατό να μεγαλώσει, να γίνει όπως ήταν. Απελπισμένη έχυνε άφθονα δάκρυα, όταν δίπλα της παρατήρησε ένα πραγματάκι που έγραφε πάνω "ΦΑΓΕ ΜΕ". Και, ω του θαύματος! Όταν το έφαγε άρχισε να μεγαλώνει. Έγινε ένα μέτρο και ογδόντα πόντους...

Οι περιπέτειες συνεχίζονται και η Αλίκη άλλοτε μικραίνει και άλλοτε μεγαλώνει.

Στο τέλος, από μια σειρά σπαρταριστά επεισόδια που συμβαίνουν στην περίεργη αυτή χώρα, στη "Χώρα των Θαυμάτων", η Αλίκη καταλήγει κατηγορούμενη μπροστά σε ένα δικαστήριο, όπου δικαστές και ένορκοι είναι... τραπουλόχαρτα! Σε μια στιγμή ακούει την απόφαση του δικαστηρίου! "Κόψτε της το κεφάλι!"

Αλλά η αδελφή της, που διάβαζε καθισμένη δίπλα της, όπως είπαμε, την ακούει να παραμιλάει από τον εφιάλτη και της φωνάζει!
- Αλίκη, ξύπνα Αλίκη!...

Όλη αυτή η ιστορία, όλο το ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων, δεν ήταν παρά ένα περίεργο όνειρο!...  http://www.biblionet.gr/





 john william waterhouse the lady of shalott 1888


Τζόναθαν Σουίφτ - Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ

Αιώνιος τυχοδιώκτης, παθιασμένος με τα θαλασσινά ταξίδια και τις περιπέτειες, ο Γκιούλιβερ ονειρεύεται να εξερευνήσει τους πιο μακρινούς και εξωτικούς τόπους. Στο πρώτο μεγάλο του ταξίδι, με προορισμό τις θάλασσες του Νότου, μια μεγάλη καταιγίδα που προκάλεσε το ναυάγιο του πλοίου του, στάθηκε η αφορμή να φτάσει σε μια χώρα φανταστική. Η χώρα έμοιαζε με κήπο, οι αγροί με παρτέρια γεμάτα λουλούδια κι οι άνθρωποι δεν ξεπερνούσαν σε ύψος τα δεκαπέντε εκατοστά: βρισκόταν στη Λιλιπούτη! Καθώς η δίψα του για νέες περιπέτειες παρέμενε άσβεστη, ο Γκιούλιβερ συνέχισε τα μακρινά ταξίδια… Έτσι βρέθηκε σε μια απέραντη χώρα, όπου οι αγροί ήταν αχανείς, οι καλλιέργειες είχαν εκπληκτικό ύψος και οι άνθρωποι ήταν ψηλοί σαν καμπαναριά! Ήταν στη χώρα των Γιγάντων. Ο Γκιούλιβερ θα εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους και θα ζήσει χίλιες και μια περιπέτειες, που η μια είναι πιο συναρπαστική από την άλλη...
"Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ", το κλασικό μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Τζόναθαν Σουίφτ, παρουσιάζεται σε μια σύγχρονη έκδοση με εντυπωσιακή εικονογράφηση που θα συναρπάσει μικρούς και μεγάλους. Tα πιο απίστευτα πράγματα παρουσιάζονται ως αληθινά, με μοναδικό και απίστευτα γοητευτικό τρόπο.


Bus Leaving Town by Peter Kwangware

ΜΟΥΣΙΚΗ 




Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης & Σπύρος Περιστέρης
Μουσική: Νίκος Μεϊμάρης


Ξεκινάμε, πάμε μακριά Σ' άλλα μέρη, σ' άγνωστα νερά Στο μουράγιο μένεις μόνη εσύ Πάντα ο νους μου θα `ναι στο νησί Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει Κι από τα μάτια σβήνει η στεριά Μες στα κατάρτια πετούνε οι γλάροι Κι εγώ σου λέω «έχε γεια» Γύρω γύρω η θάλασσα γυαλί Μα η σκέψη μου έμεινε θολή Λάμπει ο ήλιος τώρα από ψηλά Στο μυαλό μου έρχονται πολλά Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει Κι από τα μάτια σβήνει η στεριά Μες στα κατάρτια πετούνε οι γλάροι Κι εγώ σου λέω «έχε γεια» Πέλαγος θα σκίσω μακρινό Θάλασσα να βλέπω κι ουρανό Μα η συντροφιά μου θα `σαι εσύ Πάντα ο νους μου θα `ναι στο νησί

A La Gare by Andy Lloyd



Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Κάθε πρωί ποu κίvαγα vα πάω στη δουλειά
φεύγανε σαv πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά

Χρόvια στο μεροκάματο κοπίδι και σφυρί
έφτιαξα έvα σκαρί για το χατίρι σοu
σκάλισα στηv πρυμάτσα του γοργόvα θαλασσιά
κι έγιvα μια βραδιά καραβοκύρης σου

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γουλιά γουλιά

Meir Pichhadze - Portrait with Suitcases, 1996,



Στίχοι :Παρασκευάς Καρασούλος
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου


Δεν έκανα ταξίδια μακρινά τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα που τα 'ντυσε με φύλλα η καρδιά και τ' άφησε ν' ανθίζουν μες την πέτρα Δεν έκανα ταξίδια μακρινά οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν νησιά που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας Δεν έκανα ταξίδια μακρινά ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει σε όνειρα σ' αισθήματα υγρά το μυστικό τον κόσμο ν' ανασάνει Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας

Janet Hill - The Plot Just Thickened For Silvia Monroe



Στίχοι: Νίκος Πορτοκάλογλου
Μουσική: Νίκος Πορτοκάλογλου


Μόνος οδηγάω μόνος
ατέλειωτος ο δρόμος
ατέλειωτες στροφές

Σκόνη μια χώρα μες τη σκόνη
μα πάντα με πληγώνει
κι αρχίζω ανασκαφές

Είδα την άγνωστη πατρίδα
χαμένη Ατλαντίδα
στις χωματερές

Τώρα περιμένει τώρα
με τα κρυφά της δώρα
τους εθελοντές

Μην ψάχνεις πια αλλού
αφού το ξέρεις ήδη
μην ψάχνεις πια αλλού
εδώ είναι το ταξίδι
εδώ είναι το ταξίδι

Φώτα της πόλης μας τα φώτα
σαν τα βαρελότα
που ρίχναμε μικροί

Φιλίες οι παιδικές φιλίες
χαμένες παραλίες
χαμένη διαδρομή

Στάση κορίτσια που ‘χω χάσει
πληγές που ‘χω ξεχάσει
ανοίγουνε ξανά

Βράδια τα εφηβικά μας βράδια
τα πιο πικρά μας χάδια
πατρίδα μας γλυκιά

Μην ψάχνεις πια αλλού
αφού το ξέρεις ήδη
μην ψάχνεις πια αλλού
εδώ είναι το ταξίδι
εδώ είναι το ταξίδι

Κρίμα να μείνεις πάντα θύμα
πάλι το ίδιο ποίημα
για ξένες καλλονές

Μόνος οδηγάω μόνος
κι όλο με βγάζει ο δρόμος
στις ίδιες γειτονιές

Μην ψάχνεις πια αλλού
αφού το ξέρεις ήδη
μην ψάχνεις πια αλλού
εδώ είναι το ταξίδι
εδώ είναι το ταξίδι


Meir Pichhadze 


Δημοτικό 

Πουλιά μου διαβατάρικα,
αυτού ψηλά που πάτε,
λίγο για χαμηλώσετε 
και πάρτε με κι εμένα.
Να πάω στην αγάπη μου,
που βρίσκεται στα ξένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου