Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Φρήντριχ Χαίντελ - Friedrich Händel ( 5 Μαρτίου 1685 - 14 Απριλίου 1759 )

O Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (επίσης Χέντελ) (Georg Friedrich Händel, ή George Frideric Handel, 5 Μαρτίου 1685 - 14 Απριλίου 1759) ήταν Γερμανός συνθέτης της ύστερης περιόδου της μπαρόκ μουσικής, που διακρίθηκε κυρίως για τα ορατόριά του. Έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αγγλία και απέκτησε την αγγλική ιθαγένεια το 1726. Συνέθεσε concerti grossi, όπερες και ορατόρια. Το πιο διάσημο έργο του είναι το ορατόριο Μεσσίας. Επηρέασε βαθιά πολλούς από τους μεταγενέστερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, ενώ το έργο του συνέβαλε στη μετάβαση από την εποχή της μουσικής Μπαρόκ στην Κλασσική περίοδο. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν περίπου 50 όπερες, 23 ορατόρια και πολλές συνθέσεις εκκλησιαστικής μουσικής, καθώς και ορχηστρικά κομμάτια.

Ο Χαίντελ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1685 στο Χάλλε της Γερμανίας, την ίδια χρονιά με τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και τον Ντομένικο Σκαρλάττι. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη μουσική, αν και ο πατέρας του, που ήταν κουρέας-χειρουργός στην υπηρεσία του δούκα της Σαξονίας, δεν επιθυμούσε να εξελιχθεί ο γιος του σε μουσικό. Με παρέμβαση του δούκα, που εκτίμησε τα μουσικά χαρίσματα του οκτάχρονου Χέντελ, ξεκίνησε μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου υπό την εποπτεία του συνθέτη Friedrich W. Zachow. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν στην ηλικία των έντεκα ετών και το 1702, από σεβασμό στην επιθυμία του, γράφτηκε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Χάλλε, ενώ εργαζόταν παράλληλα και ως οργανίστας στον καθεδρικό ναό της πόλης. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Αμβούργο, όπου εργάστηκε ως βιολονίστας στην ορχήστρα της τοπικής όπερας, θέση που εγκατέλειψε όμως προκειμένου να περιοδεύσει στην Ιταλία κατά την περίοδο 1706-10. Εκεί ήρθε σε επαφή με μερικούς από τους σπουδαιότερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής, όπως τον Αλεσσάντρο Σκαρλάττι και τον γιο του Ντομένικο. Στην Ιταλία συνέθεσε αρκετά μουσικά έργα και το ύφος του σημείωσε σημαντική εξέλιξη, ενώ την ίδια περίοδο ο Χαίντελ άρχισε να γνωρίζει διεθνή αναγνώριση.
Στα τέλη του 1710 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Αγγλία, ενώ τον επόμενο χρόνο παρουσίασε την όπερα Rinaldo στο Λονδίνο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Εκεί άλλαξε και το όνομά του και το προσάρμοσε, χρησιμοποιώντας το από κει και πέρα επίσημα στην αγγλική γραφή. Το 1712 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία, όπου συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός επιχειρηματίας, αντιμετωπίζοντας ισχυρό ανταγωνισμό. Το 1737 οδηγήθηκε σε χρεοκοπία, γεγονός που συνοδεύτηκε από μία επιδείνωση της υγείας του και προσωρινή παράλυση του δεξιού χεριού του, πιθανώς εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου. Μετά την ανάρρωσή του, ξεκίνησε να συνθέτει το δημοφιλέστερο ορατόριο του, τον Μεσσία, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 13 Απριλίου του 1742 στο Δουβλίνο. Από το 1751 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης που οδηγούσαν σταδιακά στην τύφλωσή του. Υπό αυτές τις συνθήκες, συνέθεσε το 1752 το ορατόριο Ιεφθάε (ο Θρίαμβος του Χρόνου και της Αλήθειας, έργο του 1757, στηρίχθηκε κυρίως σε προγενέστερο υλικό του Χέντελ). Πέθανε το Πάσχα του 1759 και η ταφή του έγινε με τιμές στο Αβαείο Γουέστμινστερ.https://el.wikipedia.org/

Ανακοίνωση για την εκτέλεση
του ορατορίου Μεσσίας του Χαίντελ,
 στις 30 Δεκ. 1860, στη 
Βοστώνη
Μεσσίας

Ο Μεσσσίας (Messiah (HWV 56)) είναι ορατόριο του Γερμανού συνθέτη Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ, το οποίο γράφτηκε το 1741 σε λιμπρέτο του Τσαρλς Τζένενς, συμπεριλαμβάνοντας αποσπάσματα από τη Βίβλο καθώς και Ψαλμούς από το Αγγλικανικό Προσευχητάριο. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Δουβλίνο στις 13 Απριλίου 1742 και έκτοτε είναι ένα το συχνότερα εκτελούμενα χορωδιακά έργα του ρεπερτορίου της δυτικής μουσικής.

Ο Χαίντελ, ήδη εγκατεστημένος στην Αγγλία από το 1712, είχε εδραιώσει τη φήμη του ως συνθέτης όπερας και η στροφή του προς το ορατόριο οφείλεται κυρίως στις αισθητικές επιταγές του αγγλικού κοινού. Εντούτοις, τα ορατόριά του μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία από τη μορφολογία της ιταλικής όπερας, όπως την συνύπαρξη του ρετσιτατίβο, της άριας και των χορωδιακών, παραλείποντας ωστόσο το δραματικό στοιχείο. Ο Μεσσίας χωρίζεται σε τρία μέρη: το α΄ αρχίζει με τις προφητείες του Ησαΐα και τον ευαγγελισμό των ποιμένων· στο β΄ μέρος το κείμενο επικεντρώνεται στο Θείο Πάθος, το οποίο και κλείνει με το περίφημο χορωδιακό Αλληλούια· τέλος, το γ΄ μέρος έχει ως κεντρικό θέμα την Ανάσταση νεκρών και τη δόξα του Ιησού στους Ουρανούς.
Από τεχνικής πλευράς, ο Μεσσίας απαιτεί σχετικά μικρό όγκο τραγουδιστών και μουσικών, ενώ πολλά από τα επιμέρους τμήματά του ενδέχονται εναλλακτικές ενορχηστρώσεις, τονικότητες κλπ. Λόγω της δημοτικότητάς του, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το έργο «παραμορφώθηκε» τρόπον τινά, με χρήση γιγαντιαίων ορχηστρών και χορωδιών, ενώ ανάμεσα στις πολυάριθμες ενορχηστρώσεις και διασκευές συνέβαλλε και με τη δική του εκδοχή ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Στο κατώφλι του 21ου αιώνα η τάση για μια πιο «πιστή στο πρωτότυπο» εκτέλεση οδήγησε εν τέλει στην άνοδο της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτελεστικής πρακτικής. Ο Μεσσίας συνεχίζει απρόσκοπτα στις μέρες να παρουσιάζεται κάθε χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο –ακόμη και σε ημι-σκηνοθετημένη μορφή–, ενώ κυκλοφορούν στο εμπόριο πάμπολλες ηχογραφήσεις και μαγνητοσκοπήσεις, καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα εκτελεστικών προσεγγίσεων.




 Σονάτες για φλάουτο



Water Music



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου