Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ " DEGRADES " Διήγημα

In the garden. Among the irises. Vladimir Gusev (Russian).

Λένε πως τα «dégradés» είναι φέτος στη μόδα· άμα βρεις ένα καπέλο με τρεις διαβαθμίσεις στην ίδια απόχρωση, είσαι «εντάξει». Η αν γαρνίρεις τη φούστα σου με βολάν που φαρδαίνουν ή στενεύουν κανονικά, πάλι είσαι «εντάξει»· μόνο γιατί ’ναι στη μόδα; μου φαίνεται τόσο περίεργο, σα να μου έλεγαν πως φέτος είναι μόδα να πίνεις νερό άμα διψάς... από ό,τι βλέπω κι όσο καταλαβαίνω, η διαβάθμιση είναι συνηθισμένη μορφή, καθημερινή εκδήλωση όλων των φαινομένων του φυσικού και ηθικού κόσμου. Η αγάπη, το χρώμα τ’ ουρανού, η τρικυμία, ο θάνατος, κρύβουν μέσα τους την ιδιότητα του «βαθμηδόν».

Κι εμείς οι δασκάλοι λοιπόν είμαστε κάθε πρωί της μόδας. Δουλεύουμε τα πρωινά έξι ώρες συνέχεια με πέντε διάμεσα διαλείμματα, πέντε κανονικούς σταθμούς, που μας οδηγούνε σιγά-σιγά από την «ευεξία» και το κέφι στη γκρίνια και την εξάντληση. Στον πρώτο σταθμό είμαστε όλοι φλύαροι, όρθιοι ή βηματίζουμε πάνω-κάτω. Δείχνουμε εξαιρετικό ενδιαφέρο στα πολιτικά. Εξιστορούμε πως περάσαμε τη βραδιά μας: ο ένας αγωνίζεται να πει την τραγική συνάντηση με τον άσσο που τον έκαμε να χάσει το τελευταίο του διακοσάρι, ο άλλος θέλει να μεταδώσει τα τελευταία τηλεγραφήματα και τις ειδήσεις από το νιογέννητο γιο του, πως βγάζει τη γλώσσα του και γλείφει στον αέρα και πως σφίγγει «σαν Ηρακλής» ό,τι του πέσει στα δάχτυλα, άλλος πώς τα βρήκε σκούρα με τη γυναίκα του — υποφέρει από χολολίθους — την έπιασε η κρίση στις 2 — μα πως δίχως χρονοτριβές άψε-σβήσε της έκαμε μια ένεση μορφίνης... και λοιπόν είναι πολύ απλό πράμα να κάμεις ένεση... Ο Φυσικός ικετεύει για λίγη ησυχία: «σκάσετε μωρέ, να σας διαβάσω ένα άρθρο αριστούργημα! από το δελτίο «φυσικών επιστημών» περί της αλληλεγγύης εν τω φυσικώ κόσμω». Είμαστε ένα σωστό δημοπρατήριο, που όλοι διαλαλούμε το εμπόρευμά μας, γυρεύοντας αγοραστή. Αν το κάμει η μοίρα μας και ’ρθει κανένας ξαγρυπνισμένος συνάδερφος — οι νέοι έρχονται συχνά έτσι — μουσκλωμένος και μαχμουρλής, πέφτουμε όλοι απάνω του και ζητάμε να ξεπουλήσουμε· κι αυτό μας αφήνει να λέμε, ενώ τρίβει τα μάτια του, τανιέται και χασμουριέται. Στο δεύτερο σταθμό γίνεται μπορετό να συνεννοηθούμε. Τουλάχιστο, να μιλεί ένας και να τον ακούν κάνα δυο. Τα πρώτα μαθήματα μας ήρθαν σαν κρύο νερό στο κεφάλι· μαζεύτηκαν τ’ ατίθασα μυαλά μας· νοικοκυρεύτηκαν, μπήκαν στο ντορό. Είμαστε ακριβώς όπως τα πολυφορτωμένα μουλάρια, που κουτσαίνουν, άμα κινήσουν, τότε που είναι ξεκούραστα, κι άμα βράσουν και ιδροκοπήσουν κανονίζεται και το ζάλο τους.

Στο τρίτο διάλειμμα αρχίζουν οι δασκάλοι να συνερίζουνται τις καρέκλες· αντιλαμβάνονται ξαφνικά πως οι καρέκλες του Γραφείου είναι λιγότερες από το προσωπικό, «αγρία κατάστασις! Να μην έχουμε που να καθίσουμε! Να στείλετε αμέσως έγγραφο, κ. Γυμνασιάρχα, στη σχολική Εφορία, να ζητάτε κι έναν καναπέ... επιτέλους μέσα σε τόσο κόσμο, 700 παιδιά! μπορεί και να λιποθυμήσει κανένας... Προχτές το Μπίστη, που του ‘ρθε η κοτρόνα στο κεφάλι κι έπεσε, τον ξάπλωσαν χάμω για να συνέλθει... » Κι αρχίζουν οι αναβολές: «δεν έγραψα και στο βιβλίο της ύλης, μα δεν πειράζει· αύριο γράφω και τα δυο μαθήματα μαζί...».

Στον τέταρτο σταθμό γίνεται ανασύνταξη δυνάμεων. Μοιάζουν οι δασκάλοι σα στρατάρχες με πείρα, γερασμένοι στα μέτωπα. Τώρα βαδίζουν με πρόγραμμα: παραγγέλνουν τσάγια, καφέδες και κουλούρια και κάνουν οικονομία δυνάμεων. Δε βγάζουν μιλιά η λίγη παρακαταθήκη φωνής που έχουν τα φωνητικά τους όργανα, θα τους χρειαστεί σε λίγο μέσα στην τάξη.

Στο τελευταίο διάλειμμα νέοι και γέροι καταθέτουν τα όπλα. Καλούν απεγνωσμένα βοήθεια. Σείσουν λευκή σημαία ζητώντας ανακωχή αλλά με ποιον; το μάτι τους έχει την έκφραση πνιγμένου, την ώρα που τον σώζουν και τον τραβούν όξω. Δεν καθίζουν στις καρέκλες, πέφτουν απάνω τους. Καμιά επαφή μεταξύ τους, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ο Γυμναστής, στη γωνιά του Γραφείου. κάνει εντριβές στα πόδια του, ο Γυμνασιάρχης, με το νερό που του ’μεινε στο ποτήρι, βρέχει το μέτωπό του και το γυμνό του κρανίο.

- Τι Γολγοθάς αυτή η έχτη ώρα!

- Καθώς ανοίγω την τάξη, μία με δύο, και μπαίνω, λέει κι ο θεολόγος, ράκος εγώ, μέσα στη ζούγκλα των εβδομήντα δεκαπεντάχρονων παιδιών και κλείνω μονάχος μου την πόρτα, έχω την εντύπωση πως μπαίνω σε «κλωβό λεόντων». Το κλείσιμο όμως της πόρτας μου φαίνεται εξωφρενικό! Δηλαδή, όλες τις ώρες έχω την ίδια εντύπωση, πως οι τάξεις είναι «κλωβοί αγρίων θηρίων», μα αν είστε σεις τις πρώτες ώρες θηρία, είμαι κι εγώ αντάξιός σας θηριοδαμαστής, τώρα όμως εγώ ο ίδιος δε μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, μπαίνω τρέμοντας πως θα κατασπαραχτώ· και γυρίζω το πόμολο για να μη δώσω στα παιδιά να καταλάβουν … μα θα προτιμούσα την πόρτα ανοιχτή για να πεταγόμουν πιο εύκολα έξω..

Εγώ, που υποφέρω από τη μονομανία πως δεν αναπνέω κανονικά, ανακαλύπτω στο πέμπτο διάλειμμα πως το Γραφείο είναι στενό, πως δεν αερίζεται πως η ατμόσφαιρα του είναι χειρότερη κι από τη μπόχα των τάξεων. Το μοναδικό του στενό παράθυρο είναι βορεινό και τον πιότερο καιρό μένει κλειστό. Τ’ ανοίγουμε Οχτώβρη — Νοέμβρη που η δροσιά είναι ακόμη ευχάριστη κι απέκει τ’ αμπαρώνουμε ως να ’ρθει πάλι το καλοκαίρι. Κείνους τους δυο μήνες της δροσιάς συνηθίζω να στέκουμαι τα διαλείμματα όρθια — το παράθυρο είναι ψηλά — μπρος τ’ ανοιχτά τζάμια, να κάνω εισπνοές και να βλέπω έξω. Τι βλέπω; σαν και τίποτα· δηλαδή δε βλέπω κείνο που λένε «ωραία θέα», μα εγώ προβαίνω μόνο και μόνο για τον καθαρό αέρα, αυτόν κυνηγώ.

Ωστόσο, άθελά μου, μηχανικά, βλέπω κιόλας: το πίσω μέρος τεσσάρων σπιτιών κι ένα τεράστιο περιβόλι περιμαντρωμένο. Ξέρω να σου πω κάθε πότε κάνουν μπουγάδα σ’ αυτά τα σπιτικά, και ποιο από τα δουλικά είναι πιο σβέλτο κι όμορφο ή ποιο ανεβοκατεβαίνει γρηγορότερα τη σιδερένια σκάλα της απλώστρας ή ποια ρούχα είναι πιο καλοπλυμένα. Από δασκαλίστικη κτηθείσα ταχύτητα βαθμολογώ νοερά τα δουλικά. Παίρνουν όλα προβιβάσιμους βαθμούς, άριστα όμως δεν τους έδωσα ακόμη. Το άριστα, και μάλιστα με θαυμαστικό, το φυλάω μόνο για την κοπέλα που περιποιείται το περιβόλι, γιατί είπαμε πως χώρια από τα σπίτια, κάτω απ’ το γραφείο μας απλώνεται κι ένα περιβόλι μεγάλο. Το βλέπω σ’ όλη του την έκταση — το γραφείο μας είναι στο τρίτο πάτωμα, κι είναι σα να κοιτάζω από αεροπλάνο. Η κοπέλα είναι λιγνή και ψηλόκορμη. Φαίνεται όμορφη, φορεί πάντα πιζάμες, κι ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο καθισμένο σε ξανθές μπούκλες. Άλλοτε τη βλέπω να σκάβει κι άλλοτε να ποτίζει, κι άλλοτε να τριγυρνάει ανάμεσα στ’ αυλάκια, να μεταφυτεύει τις πρασιές. Δείχνει να ’χει στο έργο της τόση αφοσίωση, που λέω πως η θεά Δήμητρα, με την ίδια έγνοια θα παρακολουθούσε τις σπορές και την αύξηση και τ’ άλλα μυστήρια του φυτικού βασίλειου. Γύρω-τριγύρω η μάντρα έχει συρματοπλέγματα, με κοτέτσια και περιστέρια, κι ακόμη καναρίνια και δυο κατσίκες που τα φροντίζει κι αυτά η ξανθή κοπέλα με τις πιζάμες.

- Απόμεινε το μάτι σου με τη Νορβηγίδα.

- Νορβηγίδα είναι;

- Ναι, και δεν ξέρει σκραπ ελληνικά.

- Και πώς συνεννοείται;

- Τι της χρειάζεται η συνεννόηση; Της είπε, λέει, ο άντρας της — έχει πάρει ένα Ρωμιό αξιωματικό — να της φέρει δασκάλα να τη μάθει ελληνικά, μα του ’πε πως της αρέσει να μιλάει μόνο μ’ αυτόν... άλλου είδους γυναίκες...

Την έβλεπα κι εγώ από ψηλά και καταλάβαινα πως πραγματικά δεν ανιούσε. Δούλευε όλη μέρα τραγουδώντας μέσα στον κήπο ή άνοιγε τις πορτούλες κι έμπαινε μέσα στα συρματοπλέγματα και τάιζε τα ζωντανά της, καθίζοντας σ’ ένα σκαμνάκι ή χάιδευε τα περιστέρια της κουβεντιάζοντας τους μέσα στο μούτρο, και όλα φυτά και ζώα «ήκμαζαν» μ’ έναν τρόπο θριαμβευτικό κάτω απ’ τη φροντίδα της. Ύστερα με τον ερχομό του χειμώνα κλεινόταν το παράθυρο, κι εγώ, για να κάμω τις εισπνοές μου, κατάφευγα στα διαλείμματα προς τις ηλιόλουστες πλευρές του σχολειού μας. Με το καλοκαίρι ανοιγότανε πάλι το παράθυρο κι αντίκριζα τη γνώριμη εικόνα: τις αυλές υπηρεσίας με τα δουλικά και την ξανθή Νορβηγίδα με το άυλο κορμί να διαφεντεύει τον κόσμο της. Ποιο ήταν το μυστικό της, που έκανε τον κήπο της να φουντώνει από πρασινάδα και βλάστηση, ενώ σ’ όλα τα τριγύρω ξεραίνονταν τα λουλούδια στις γλάστρες και πέφτανε τα περιβολάκια σε μαρασμό;

Φέτος ανοίγοντας με το ξεκαλοκαίρεμα το παράθυρο, απόρησα. Το ολάνθιστο καταπράσινο περιβόλι ήτανε σα χωράφι αυγουστιάτικο ύστερ’ απ’ το θερισμό. Οι πόρτες του σπιτιού, της κουζίνας κι η άλλη η διπλανή ήτανε κλεισμένες, τα δρομάκια κει μπρος γεμάτα ξερόχορτα και τα συρματοπλέγματα γύρω τριγύρω στη θέση τους, μα αδειανά με όλες τις πορτούλες τους ανοιχτές. Εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης.

- Μπα, έφυγε η Νορβηγίδα! Θ’ άλλαξαν σπίτι... Τι κρίμα!

- Ναι! άλλαξαν σπίτι... Ο αξιωματικός αγόρασε ιδιόχτητη μονοκατοικία «εις τας αιωνίους μονάς».

- Πέθανε! πώς; πότε;

- Ξαφνικά, κι αυτή επειδή ζούσε μαζί του αστεφάνωτη, έφυγε στην πατρίδα της.

Η αλλαγή που γίνηκε στον κήπο φάνηκε σαν απότομη, μα όμως στ’ αλήθεια μεσολάβησαν πολλοί σταθμοί ως το τωρινό κατάντημα. Και η Νορβηγίδα δεν έφυγε αμέσως· κοντοστάθηκε, λέει, αρκετές μέρες· μα μέρα με τη μέρα καταλάβαινε πως τούτος ο κόσμος, που γέμιζε πρωτύτερα την ύπαρξή της, δεν της έφτανε. Άλλοτε ναι, μιλούσε και τραγουδούσε μαζί του όλη μέρα, μα σαν έλειψε ο άνθρωπός της, σαν έπαψε να μιλεί μ’ αυτόν, δεν είχε πια όρεξη να μιλεί μήτε με τα καναρίνια, μήτε με τίποτα. Άρχισε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται· χάρισε δεξιά κι αριστερά τα περιστέρια και τα καναρίνια μαζί με τα κλουβιά, σε φιλικά και γειτονικά σπίτια, κι άδειασε μοναχή της όλα τα συρματοπλέγματα. Κάλεσε και τον αδερφό του αντρός της και του ’δωσε να καταλάβει — αυτός θα κληρονομούσε το περιβόλι — «σε τούτο το τετράγωνο έχω φυτέψει το τάδε, και σε τούτο το τάδε και τούτες οι πρασιές θέλουν μέσα στη βδομάδα μεταφύτεμα.. .».

Τον κήπο, μόλις έφυγε η Νορβηγίδα, τον ανάλαβε ο ήλιος, ο άνεμος και η υγρασία της νύχτας. Φρόντιζαν και τα τρία μαζί, και ξεραίνοντας κάθε μέρα κι από κάμποσα φύλλα, στην αρχή τα παραέξω, ύστερα και τα τρυφερά και τις καρδιές, κατάφεραν σε λιγοστές βδομάδες ν αποχρωματίσουν το περιβόλι από πράσινο κίτρινο. Οι σπαρμένοι σπόροι δε φύτρωσαν και οι πρασιές, που ήθελαν μέσα στη βδομάδα μεταφύτεμα, ξεράθηκαν επί τόπου στριμωγμένες καθώς ήταν. Μα όσο να ’ναι, και τούτη η τελευταία αλλαγή του κήπου δε μπορεί να ’πε κανείς πως έγινε απότομα, χρειάστηκε τις ημέρες της, κι εδώ dégradés








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου