Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ - Ζαν Μορεάς ( 15 Απριλίου 1856- 30 Μαρτίου 1910 )

Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του νομικού Αδαμαντίου Παπαδιαμαντόπουλου και εγγονός του πρόκριτου και Φιλικού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στη Γερμανία (Μόναχο) και τη Γαλλία (Παρίσι). Στη Γαλλία εγκατέλειψε τις σπουδές του και μπήκε στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά από τρία χρόνια παραμονής στο Παρίσι επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα για να ανακοινώσει στην οικογένειά του τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Γαλλία. Το 1880 γύρισε στο Παρίσι και από τότε επισκέφτηκε τη γενέτειρά του μόνο δυο φορές, μια το 1897 για να συμμετάσχει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και μια το 1906 για να παρακολουθήσει παράσταση του θεατρικού του έργου Ιφιγένεια εν Ταύροις από το θίασο του ζεύγους Συλβαίν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στο Παρίσι ο Παπαδιαμαντόπουλος έγινε δημοφιλής ποιητής με το ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς, ασπάστηκε αρχικά το συμβολισμό και συνδέθηκε με τους Μαλλαρμέ, Βερλαίν και Όσκαρ Ουάιλντ, εν συνεχεία ωστόσο ίδρυσε τη λεγόμενη Ρομανική Σχολή επιχειρώντας την υλοποίηση νέων ποιητικών οραματισμών, λιγότερο σκοτεινών. Στα γαλλικά δημοσίευσε ποιητικές συλλογές με γνωστότερη τη Στροφές ( που αποτελείται από έξι συνολικά τόμους και αποκαλύπτει ένα νέο προσανατολισμό του ποιητή προς το νεοκλασικισμό), μυθιστορήματα, αισθητικά και λογοτεχνικά δοκίμια, και την τραγωδία Ιφιγένεια εν Ταύροις, διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Goethe. Προς το τέλος της ζωής του πήρε τη γαλλική υπηκοότητα και ήταν υποψήφιος της Γαλλικής Ακαδημίας των Αθανάτων. Πέθανε από ασθένεια του ήπατος στο Παρίσι το 1910, ενώ η σορός του αποτεφρώθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του. Στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με νεανικά ποιήματα και άρθρα, τα οποία δημοσίευσε με το πραγματικό του όνομα στο περιοδικό της εποχής Αττικός Μηνύτωρ, με τις μεταφράσεις του των έργων Φάουστ του Goethe, Η φωλιά των κοράκων του A.Houssay και κάποιων ποιημάτων του Heinrich Heine, με τον πρόλογό του στην έκδοση του έργου του Αλέξανδρου Σούτσου Ατίθασος ποιητής, με τη συμμετοχή του στην κριτική διαμάχη μεταξύ Άγγελου Βλάχου και Εμμανουήλ Ροΐδη το 1877, με κάποια ελληνόφωνα διηγήματά του, όπως Ο χρηματισμός της αθιγγανίδος και κυρίως με τη μοναδική ελληνόφωνη ποιητική συλλογή του Τρυγόνες και Έχιδναι, την οποία υπέβαλε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το 1873 και δημοσίευσε το 1878 σε ηλικία 22 μόλις ετών. Οι Τρυγόνες και Έχιδναι περιλαμβάνουν ποιήματα στην καθαρεύουσα, τη δημοτική και τη γαλλική γλώσσα, τα οποία τοποθετούν τον Παπαδιαμαντόπουλο στη μετάβαση από το ρομαντισμό της Α' Αθηναϊκής Σχολής στην ανανέωση του ποιητικού λόγου και τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.

Εργογραφία
(ελληνόφωνες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τρυγόνες και έχιδναι. Αθήνα, 1876.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Ολίγαι σελίδες επ’ ευκαιρία της μεταξύ των κ.κ. Ροΐδη και Βλάχου αναφυείσης φιλολογικής έριδος. Αθήνα, τυπ. Εφημερίδος των συζητήσεων, 1878.
ΙΙΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Οι Στροφές· Με προλεγόμενα· Μετάφραση Σ.Σκίπη. Αθήνα, 1915.
• Οι Στροφές· Μετάφραση Μ.Μαλακάση. Αθήνα, 1920.
• Οι Στροφές· μεταφραστής Τέλλος Άγρας. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Εκλογή από το ποιητικό του έργο• Les syrtes - Les cantilenes - Le pelerin passione – Poemes et sylves. Μεταφραστής Τέλλος Άγρας με πρόλογον. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
• Στροφές· Μετάφρασις Ελένης Κεσίσογλου. Αθήνα, 1933. 
• Στροφές του Ζαν Μωρεάς• Μεταφρασμένες από τον Κλέωνα Β. Παράσχο μ’ ένα μελέτημα για το έργο κ’ ένα σημείωμα για τη μετάφραση. Αθήνα, 1964.


Jean Moréas, portrait by Antonio de La Gandara.


ΣΤΡΟΦΕΣ
1, ΧΙΙ

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι κι οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε,
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι κι οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε,
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που, όσες φορές το χέρι μου σ’ αδράξει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ώ λύρα μου απολλώνια.
μτφρ. Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

http://ebooks.edu.gr/

L' insidieuse nuit'

Απόψε η πλανερή νυχτιά με μέθυσε πολύ ώρα!
Στο παραθύρι σκεφτικός,
Ω, γλυκύτατη αυγή, αγρυπνώ να σε προσμένω τώρα,
μη αργήσης να φανής, ω φως!

Έλα! Μέσα μου η λάμψη σου που θα χυθή σα γαλήνια
στοιχείο ήσυχο μοιάζει.
Σε δέχεται έτσι το νερό έτσι κ' η σκοτείνια
των φύλλων σ' αποστάζει.

Ακινητήστε ω φως, ω αχτίδες, στα σκοτεινιασμένα
τα μάτια μου καθρεφτιστά.
Τώρα που με τον κάθε χτύπο της η καρδιά μου εμένα
σιμώνει τις σκιές πιστά.
Μεταφρ. Μαρία Πολυδούρη


TU SOUFFRES TOUS LES MAUX...

Ἡ μοῖρα σου πάντα σκληρή, μα  εσύ τη  δυστυχία
περιφρονεῖς, ἀναγελᾶς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη  λύρα κρούεις, ἀντιπερνᾶς.

Ποιητή, οἱ ἄνθρωποι θἄλεγαν πως εἶναι οἱ στίχοι σου ἕνα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το  πιστεύεις. Ἔχουνε ὁ Ἀπόλλωνας για σένα
κ’ οἱ Μοῦσες ἔπαθλο ἱερό.

Ἄφισε να γεννιοῦνται αὐτοῦ, κοίταξε ἐκεῖ να σβύνουν
οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ πονηροί,
ἀφοῦ ὅλα γύρω γίνονται μονάχα για να   δίνουν
στα  ποιήματά σου μια ἀφορμή!
Μεταφρ: Κώστας Καρυωτάκης

Το Ίον

Ὅπου ἐγείρει χλοερά ὁ λόφος τα πλευρά του,
υγρόν το   ῥόδον προκαλεῖ την λάλον ἀηδόνα,
ἀλλ' αφανές και  ταπεινόν  παρά τον   ῥύακά του,
τὸ ἴον θάλλ' εἰς τον λειμῶνα.

Λεπτή ἡ δρόσος τῆς αὐγῆς το στέλεχος καλύπτει,
και στίλβει εἰς τα φύλλα του ὡς δάκρυ εἰς το ὄμμα,
σιγὰ ὡς πάσχων ποιητής το μέτωπόν του κύπτει,
προς το  υγρόν τοῦ χόρτου στρῶμα.

Σιγά  ὡς πάσχων ποιητής το μέτωπόν του κύπτει,
κ' ἐνῷ το πᾶν ἀγάλλεται μόνον αὐτό δεν  χαίρει,
ἡ τρυφερά καρδία του μακράν ὀδύνην κρύπτει,
και σκυθρωπόν αὐτά  προφέρει:

«Ἂν μ' ἔδρεπε, ποία χαρά, ἂν ἤθελεν ἡ μοῖρα
ν' ἀφήσω εἰς το στῆθός της τον τελευταῖον στόνον.»
- Ἀλλὰ παρῆλθ' ἡ νεανίς και ἔτεινε την χεῖρα
προς τῆς ῥοδῆς τον κλῶνα μόνον.

Ὅπου ἐγείρει χλοερά ὁ λόφος τα πλευρά του
και  πλέκεται ὁ ἴασμος με το   εὐῶδες κλῆμα,
μίαν αὐγήν, εὗρον ξηρόν, παρά τον   ῥύακά του,
το ἴον τῆς φλογός του θῦμα.


Η δύναμις του έρωτος

Σε  δένδρο κατακίτρινο, κατάξερο κλωνάρι,
ἤμουν λουλούδι ἀμύριστο, λουλούδι χωρίς χάρη,
δεν εἶχα χρῶμα οὔτε δροσιᾶς σταλαγματιά, κἀνένα
δεν ἤρχουνταν ποτέ πουλί να τραγουδῇ για 'μένα.
Μ' ἀπό  σιμά μου ἐπέρασες, μὲ κύτταξες γλυκά,
και 'χύθηκε στα φύλλα μου και  χρῶμα και  εὐωδία· -
ὅμως το ξέρεις πῶς χωρίς ἐκείνη τη ματιά,
θα ἤμουνα ἀνθός ξερός, Μαρία!

Εἶχα φαρμάκι στην καρδιά, φαρμάκ' εἶχα στο στόμα,
και  ἐσερνόμουν ζωντανός στοῦ τάφου μου το χῶμα·
χωρίς ἐλπίδα, με θολό και   δακρυσμένο μάτι
στοῦ Χάρου ἐγύρευα να 'μπῶ το  μαῦρο μονοπάτι·
μα ἔξαφνα ἐκύτταξα με  ἀγάπη τη  ζωή,
σαν κόλλησες τα χείλη σου στα χείλη μου τα κρύα· -
ὅμως το  ξέρεις πῶς χωρίς ἐκεῖνο το  φιλί,
θα  ἤμουν σήμερα νεκρός, Μαρία.

Ηώς

Ἠχεῖ το  ἄλσος ὑπό  ᾀσμάτων,
εἶναι πρωία ἐαρινή·
εἰς την ἀγκάλην ψυχρῶν ὑδάτων
ἡ Νύμη λούεται ῥαδινή.

Ἀκτίς ἡλίου διολισθαίνει,
δια τῶν θόλων κλάδων πυκνῶν,
κ' ἡ Πρόκνη ψάλλει θερμαινομένη,
ψίθυρος φύλλων, ψόφος φωνῶν.

Ἐντόμων σμῆνος βομβεῖ ἠρέμα,
ὅπου οἱ κλῶνες δροσοσταγεῖς,
ἀτάκτως πλέκουν ποικίλον στέμμα,
κυρτοί, διήκοντες μέχρι γῆς.

Ὁ κυνηγέτης βαίνει ποδάρκης
δια τῶν δένδρων και τῶν φραγμῶν,
και ἐνεδρεύων φέρει τας ἄρκυς,
κατά το   λάσιον τῶν δρυμῶν.

Ὀρχοῦντ' αἱ θέαιναι κατά  στοῖχον
και ψάλλει πέραν ἡ Ὀρειάς,
και ἂν ἀκούσῃ βημάτων ἦχον,
κύπτει φιλόγελως ἡ Δρυάς.

Ὅπου δε μέρος βοτάνης πλῆρες,
ὅπου σπηλαίου κρυπτή  ὀπή,
ἐκεῖ το βῆμα φέρει μονῆρες
ἡ Κοσκινόμαντις σκυθρωπή.

Παρά το Κύμα

Μίαν ἑσπέραν – ἔκτοτε πολύς παρῆλθε χρόνος –
ἐστήριξες το σῶμά σου εἰς τον βραχίονά μου·
την νεκρικήν  διέκοπτε σιγήν τοῦ σκότους μόνος
ὁ κρότος τῶν βημάτων μας ἐπί  τῆς λείας ἄμμου.

Ὑπέρ το  ὄρος ἔλαμπεν ὡραία ἡ σελήνη,
και  ὅμως εἰς το  χρῶμά της διέκρινες τον πόνον·
μήπως ἐρᾷ και δι’αὐτὸ το μέτωπόν της κλίνῃ,
ἢ μη  θρηνῇ τον ἄνθρωπον ἐν μέσῳ τῶν ἀγώνων;

Ἡ κυανῆ Μεσόγειος ἡπλοῦτο γαληνία·
εἱς την ἁκτήν θραυόμενον το κῦμα ἐστονάχει,
και ὡς φασμάτων, πένθιμος, σιωπηλὴ χορεία,
ὑψοῦντο τοῦ αἰγιαλοῦ οἱ γυμνωμένοι βράχοι.

Αἴφνης ἐν μέσῳ τῆς μακρᾶς ἐκείνης ἠρεμίας,
ὅτε τα σκότη τῆς νυκτός κιρνᾷ το  ἄστρον τρέμον,
εἰς την μορφήν σου ἤστραψεν ἀκτίς μελαγχολίας,
ὡς νέφος ὅπερ ἔφερεν ἡ βία τῶν ἀνέμων.

Συ  ἄλλοτε την κόμην σου με ῥόδα στεφανοῦσα,
και εἰς τον οἶνον βάφουσα το χεῖλός σου φλεγμαῖνον,
ἡ Ἑστιάς τοῦ ἔρωτος, τοῦ ᾄσματος ἡ Μοῦσα,
ᾐσθάνθης δάκρυ πύρινον το βλέφαρον ὑγραῖνον.

Και εἶπες: ἀγαπώμενοι, φαιδροί ἀκόμη νέοι
ταυτίζομεν τους πόθους μας έδῶ εἰς την σκοτίαν·
και  ὅμως πῶς παρέρχονται οἱ χρόνοι οἱ ὡραῖοι,
καἰ βλέπεις καταπίπτουσαν την νέαν ἡλικίαν.»

«Ἰδέ, ἓν ἄστρον σβέννυται ἐν μέσῳ τῆς σκοτίας!
Ἐλθέ  εἰς τῶν πλοκάμων μου νᾶ μεθυσθῇς τα μύρα,
μέτρει τοῦ στήθους τους παλμούς, τους κτύπους τῆς καρδίας,
προτοῦ ὑπό  τοῦ γήρατος βραδύνωσι τῆν χεῖρα.»

«Ὦ φίλε, ἂν ποτέ  ὠχροί και   ἐξησθενημένοι,
εἰς την ὁδόν τοῦ βίου μας συναντηθῶμεν πάλιν,
τας ὥρας τότε ἡ ψυχή αὐτάς ἐνθυμουμένη,
θα τείνῃ προς το παρελθόν την   καίουσαν ἀγκάλην.»

Κ΄ἐβύθισες το βλέμμα σου ἐντός τῶν ὀφθαλμῶν μου,
καὶ μ’ εἶδες ἀτενίζοντα με  ἀποροῦντος ἦθος,
κ’ ἐπέθεσες ἓν φίλημα ἐπί το   μέτωπόν μου,
κ’ ἐστέναξε κ’ εστέναξε το  τρυφερόν σου στῆθος.

https://el.wikisource.org/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου