Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Ουώλτ Ουίτμαν - Walt Whitman (31 Μαΐου 1819 - 26 Μαρτίου 1892)

Ο Ουώλτ Ουίτμαν (31 Μαΐου 1819 - 26 Μαρτίου 1892) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές. Κυριότερο έργο του αποτελεί η ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass).

Ο Ουίτμαν γεννήθηκε το 1819 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο δεύτερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας με συνολικά εννέα παιδιά. Το 1823 η οικογένειά του αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν όπου ο πατέρας του δουλεύει ως μαραγκός και ο ίδιος φοιτά για έξι χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Από την ηλικία των δώδεκα ετών, εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και στα δεκατέσσερά του γίνεται μαθητευόμενος σε τυπογραφείο. Την ίδια περίπου περίοδο εγγράφεται σε κάποιο αναγνωστήριο βιβλιοθήκης, όπου έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει πολλούς κλασικούς αλλά και νεότερους συγγραφείς. Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ όπου εργάζεται ως δάσκαλος. Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του ως δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, χρονιά που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστεί ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο, αλλά και ως δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως, λαμβάνει ενεργό μέρος στην πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος. Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του στο τυπογραφείο και αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος διαδοχικά στις Daily Aurora και Brooklyn Eagle. Σε αυτό το διάστημα δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με την παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848 διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagle και γίνεται συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για ένα χρόνο στο διάστημα του οποίου ταξιδεύει σχεδόν σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο.
Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), η οποία εκδίδεται το 1855 με προσωπικά έξοδα του Ουίτμαν. Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει την δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των Φύλλων Χλόης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Thayer and Eldridge.

Την περίοδο του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ο Ουίτμαν εργάζεται ως εθελοντής νοσοκόμος και περιθάλπει τραυματισμένους στρατιώτες κυρίως στην περιοχή της Ουάσινγκτον. Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και ειδικότερα στο τμήμα Υποθέσεων των Ινδιάνων. Λίγο αργότερα ωστόσο, ο νέος υπουργός Τζέιμς Χάρλαν (James Harlan), πρώην ιεροκήρυκας των Μεθοδιστών, απολύει τον Ουίτμαν επειδή αποτελεί τον συγγραφέα των Φύλλων Χλόης. Παρόλα αυτά, ένα μήνα αργότερα, διορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το καλοκαίρι του 1866, ο Ουίτμαν επεξεργάζεται την τέταρτη έκδοση των Φύλλων Χλόης κατά τη διάρκεια διακοπών του στο Μπρούκλιν. Στα πλαίσια αυτής της νέας επανεξέτασής τους, διαφοροποιεί ορισμένους τίτλους και προχωρεί σε κάποια αρίθμηση ώστε το έργο να αποκτήσει μια ενότητα. Δημοσιεύεται τελικά το 1867 με προσωπικά του έξοδα. Ακολουθούν άλλες τέσσερις εκδόσεις και το 1891 η τελευταία κατά σειρά, είναι αρκετά ογκώδης περιλαμβάνοντας περισσότερα από τετρακόσια ποιήματα, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από μία ευρύτερη αποδοχή του Ουίτμαν που σταδιακά έχει επιτευχθεί.
Ήδη από το 1870 η υγεία του Ουίτμαν είχε αρχίσει να κλονίζεται σημαντικά. Πέθανε το 1892 και στον τάφο του (που ο ίδιος σχεδίασε) αναγράφεται απόσπασμα από ένα ποίημά του:My foothold is tenon'd and mortis'd in granite;I laugh at what you call dissolution;And I know the amplitude of time.

Έργο

Ποίηση
Drum Taps (1865)
Good-Bye, My Fancy (1891)
Leaves of Grass (1855, -56, -60, -67, -70, -76, -81, -91)
Passage to India (1870)
Sequel to Drum Taps (1865)

Πεζά
Complete Prose Works (1892)
Democratic Vistas (1871)
Franklin Evans; or, The Inebriate (1842)
Memoranda During the War (1875)
November Boughs (1888)
Specimen Days and Collect (1881)

Ελληνικές μεταφράσεις
Τέσσερα τραγούδια για το θεό και για το θάνατο, Paul Verlaine, George Gram Cook, Walt Whitman, Victor Hugo. Μεταφραστής Νίκος Προεστόπουλος, Αθήνα : Σακελλάριος 1929
Ἐκλογή ἀπό τά φύλλα χλόης. Μετάφραση Νίκου Προεστόπουλου. Πεχλιβανίδης [195-] και "Βιβλιοπωλείον της Εστίας" (χωρίς χρονολογία).
Walt Whitman, μετάφραση εισαγωγής Γιώργος Σπανός. Μετάφραση ποιημάτων Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα : Πλέθρον 1986
Επιλογή ποιημάτων, μετάφραση Δημήτρης Χορόσκελης, Θεσσαλονίκη : Εκδοτική 2006
Το τραγούδι του εαυτού μου, μετάφραση Ζωή Ν. Νικολοπούλου. Πρόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος. Αθήνα : Ηριδανός 2006
Αφιερώματα ; Ξεκινώντας από το Πωμανόκ : Ποιήματα, μετάφραση Ζωή Ν. Νικολοπούλου. Αθήνα : Ηριδανός 2007 https://el.wikipedia.org/

Walt Whitman by Robert Lacy

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Έξω από αυτήν τη Μάσκα
(παίρνοντας θέση μπροστά σ' ένα πορτρέτο)

Μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου

1

Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα,
(Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,)
Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν,
(Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ!
Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!)
Αυτό το λούστρο απ' του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό,
Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο,
O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα•
Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας,
Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη•
Αυτή η συμπύκνωση του Σύμπαντος—(μάλιστα, να εδώ το μόνο Σύμπαν,
Εδώ η ιδέα—όλη σ' αυτή τη μυστηριακή αδραξιά σφιγμένη•)
Αυτά τα σκαλισμένα μάτια, που αστράφτουν προς τα σένα, να περαστούν στους μέλλοντες καιρούς,
Να εκτοξευτούν και να στροβιλιστούν πέρα για πέρα στο γειρτό,περιστρεφόμενο διάστημα—από αυτά για να πηγάσει,
Προς Εσένα, όποιος και νά 'σαι—ένα Βλέμμα.


2

Ένας Ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων—ειρήνης και πολέμων,
Νεότητας από καιρό εξοδεμένης, και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει,
(Όπως ο πρώτος τόμος μιας ιστορίας που μελετήθηκε κι αφέθηκε στην άκρη, και αυτός εδώ ο δεύτερος,
Τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, που πάνε για να κλείσουν,)
Αργοπορώντας μια στιγμή, εδώ και τώρα, σ' Εσένα αγνάντια Εγώ γυρίζω,
Όπως στο δρόμο, ή σε μια πόρτα κουφωτή, τυχόν, ή παραθύρι ανοιχτό,
Στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή μου, ειδικά Εσένα χαιρετώ,
Να σύρω και να σφίξω την Ψυχή σου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική μου,
Κι έπειτα να ταξιδέψω, να ταξιδέψω εμπρός.
Ω Εαυτέ μου! Ω Ζωή!

Ω εαυτέ μου! ω ζωή!... των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται•
Των ατελείωτων τρένων των απίστων— πόλεων έμπλεων με τους ανόητους•
Του εαυτού μου αδιάκοπα που μέμφεται τον εαυτό μου, (καθώς ποιός περισσότερο ανόητος από εμένα, και ποιός περισσότερο άπιστος;)
Ματιών που μάταια ποθούν το φως— των επονείδιστων στόχων—του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει,
Των φτωχών εκβάσεων των πάντων— των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων που βλέπω γύρω μου•
Των αδειανών και άχρηστων χρόνων της αδράνειας— με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων,
Το ερώτημα, ω εαυτέ μου! τόσο λυπητερό, επανέρχεται—Τί το καλό μέσα σε αυτά, ω εαυτέ μου, ω ζωή;
Απάντηση.
Ότι είσαι εδώ—ότι ζωή υπάρχει, και ταυτότητα•
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.


Η Τελευταία Επίκληση

Στα τελευταία, με τρόπο μαλακό,
Από τους τοίχους της σθεναρής οχυρωτής εστίας,
Από την πόρπη των πλεγμένων κλειδαριών, από τη φύλαξη των καλά κλεισμένων θυρών,
Άσε με να εκπνευστώ.

Άσε με να γλιστρήσω αθόρυβα προς τα μπροστά•
Με το κλειδί της απαλότητας ξεκλείδωσε τις κλειδαριές—με έναν ψίθυρο,
Θέσε ορθάνοιχτες τις πόρτες ω ψυχή.

Μαλακά—μην ανυπόμονη φανείς,
(Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω σάρκα εφήμερη,
Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω αγάπη).
https://www.vakxikon.gr/





 Το τραγούδι του εαυτού μου, μτφ. Ζωή Νικολοπούλου


6 (απόσπασμα)
Ένα παιδί είπε Τί είναι η χλόη; Φέρνοντάς τη μου στα γεμάτα χέρια του.
Πως μπορούσα να απαντήσω στο παιδί; Δεν ξέρω τι είναι περισσότερο από εκείνο.

Φαντάζομαι πως πρέπει να είναι η σημαία της διάθεσής μου, με ελπιδοφόρα πράσινη
ύλη υφασμένη.

Ή φαντάζομαι είναι το ρινόμακτρον του Κυρίου,
Ένα ευώδες χάρισμα και ενθύμημα σκόπιμα ριγμένο,
Φέρει του κατόχου το διακριτικό κάπου στις άκρες, για να κοιτούμε και να
παρατηρούμε,και να λέμε Ποιανού;

Ή φαντάζομαι η χλόη είναι ίδια ένα παιδί,το σχηματισμένο βρέφος της βλάστησης [...]

21 (απόσπασμα)
Είμαι ο ποιητής του Σώματος και είμαι ο ποιητής της Ψυχής,
Οι απολαύσεις του παραδείσου είναι μαζί μου και οι οδύνες της κόλασης είναι μαζί
μου,
Τις πρώτες τις ενοφθαλμίζω και τις πληθαίνω πάνω μου, τις δεύτερες τις
μεταφράζω σε μια νέα γλώσσα [...]

39 (απόσπασμα)
Ο φιλικός και αυθόρμητος πρωτόγονος, ποιός είναι;
Περιμένει τον πολιτισμό, ή πέρασε και τον γνώρισε; [....]
http://www.poiein.gr/





O CAPTAIN! MY CAPTAIN!

O Captain! my Captain! our fearful trip is done,
The ship has weather’d every rack, the prize we sought is won,
The port is near, the bells I hear, the people all exulting,
While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring;
But O heart! heart! heart!
O the bleeding drops of red,
Where on the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.

O Captain! my Captain! rise up and hear the bells;
Rise up—for you the flag is flung—for you the bugle trills,
For you bouquets and ribbon’d wreaths—for you the shores a-crowding,
For you they call, the swaying mass, their eager faces turning;
Here Captain! dear father!
This arm beneath your head!
It is some dream that on the deck,
You’ve fallen cold and dead.

My Captain does not answer, his lips are pale and still,
My father does not feel my arm, he has no pulse nor will,
The ship is anchor’d safe and sound, its voyage closed and done,
From fearful trip, the victor ship comes in with object won;
Exult O shores, and ring O bells!
But I with mournful tread,
Walk the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.


Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει·
Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει·
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο,
Ενώ τα μάτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο:
Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου,
Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Ορθώσου κι άκου τις καμπάνες·
Ορθώσου – για σένα τη σημαία κυματίζουν – για σένα η σάλπιγγα ηχεί·
Για σένα ανθοδέσμες και μετάξινα στεφάνια – για σένα στις ακτές μαζεύονται τα πλήθη·
Σένα ζητούν, οι μάζες οι παλλόμενες, στρέφοντας τα ανυπόμονα πρόσωπά τους·
Να Καπετάνιε! πατέρα αγαπημένε!
Το χέρι αυτό κάτω από το κεφάλι σου·
Όνειρο είναι πως πάνω στο κατάστρωμα,
Είσαι πεσμένος κρύος και νεκρός.

Ο Καπετάνιος μου δε μ' απαντά, τα χείλη του ακούνητα κι ωχρά·
Ο πατέρας μου το χέρι μου δε νιώθει, σφιγμό δε θα 'χει πια ποτέ ξανά·
Το πλοίο έδεσε άγκυρα σώο και αβλαβές, η πλεύση του ανήκει πια στο χθες·
Από ταξίδι φοβερό, το πλοίο νικητής, εισπλέει με σκοπό επιτυχή·
Πανηγυρίστε, ω ακτές, χτυπάτε, ω καμπάνες!
Όμως εγώ, με πάτημα θρηνητικό,
Γυρνώ τη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.
(μετάφραση Μαρία Θεοφιλάκου)



Όλα είναι αλήθεια


Α εγώ, άνθρωπος χαλαρής πίστης επί μακρόν
Στεκόμενος σε απόσταση, αρνούμενος τα μέρη επί μακρόν,
Μονάχα ενήμερος σήμερα για τη συμπαγή όλως διαχέουσα αλήθεια,
Ανακαλύπτοντας σήμερα πως δεν υπάρχει ψέμα ή μορφή ψέματος,
Και δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά μεγαλώνει τόσο αφεύκτως πάνω στον εαυτό του όσο κι η αλήθεια επάνω στον εαυτό της,
Ή όπως κάνει κάθε νόμος της γης ή κάθε φυσική παραγωγή της γης.
(αυτό είναι περίεργο και ίσως να μη γίνει άμεσα αντιληπτό, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό,
Νιώθω μέσα μου πως αναπαριστώ τα ψεύδη εξίσου με τα υπόλοιπα,
Και πως το σύμπαν κάνει το ίδιο.)

Πού έχει αποτύχει μια τέλεια επιστροφή αδιάφορη για ψέματα ή για αλήθεια;
Στο έδαφος ή στο νερό ή στη φωτιά; Ή στο πνεύμα του ανθρώπου; Ή στο κρέας και στο αίμα;

Διαλογιζόμενος ανάμεσα σε ψεύτες και υποχωρώντας αυστηρώς μες στον εαυτό μου,
Βλέπω πως στο κάτω-κάτω δεν υπάρχουν ούτε ψεύτες ούτε ψέματα,
Και πως τίποτε δεν αποτυχαίνει στην τέλεια επιστροφή του, και πως αυτά που καλούνται ψέματα είναι τέλειες επιστροφές,
Και πως κάθε πράγμα ακριβώς αναπαριστά τον εαυτό του και ό, τι έχει προηγηθεί, και πως η αλήθεια τα περιλαμβάνει όλα, κι είναι συμπαγής όσο συμπαγής είναι ο χώρος,
Και πως δεν υπάρχει ψεγάδι ή κενό στο σωρό της αλήθειας- αλλά πως όλα είναι αληθινά χωρίς εξαίρεση’
Και ως εκ τούτου θα πάω να γιορτάσω ό, τι βλέπω ή είμαι,
Και θα τραγουδήσω και θα γελάσω και δε θα αρνηθώ τίποτα.
Μετάφραση : Θανάσης Αθανάσιος


Δάκρυα

Δάκρυα! Δάκρυα! Δάκρυα!
Μέσ΄ την ερμιά και μέσ΄ τη νύχτα, δάκρυα,Που πέφτουν, πέφτουν στάλα – στάλα στο λευκό ακρογιάλι κι η αμμουδιά τα πίνει,
Δάκρυα και μήτ΄ έν΄ άστρο που να λάμπει όλα άνελπα και μαύρα,
Δάκρυα που τρέχουν απ΄ τα υγρά τα μάτια μιανής μορφής με σκεπασμένο πρόσωπο·
Ω ποια είν΄ αυτή η σκιά; Η οπτασία αυτή που κλαίει μέσ’ τα σκοτάδια;
Ποιος όγκος άμορφος, εκεί, είναι τος σκυφτός στην αμμουδιά;
Κύματα δάκρυα και λυγμοί, αγωνίες που μέσα πνίγονται κραυγές τρελλές.
Μην είσ΄ εσύ, εσύ τάχα, ενσαρκωμένη τρικυμία, που υψώνεσαι έτσι και περνάς στον όρμο βιαστικά!
Ω τρικυμία νυχτερινή, πένθιμη κι αγριωπή, με τον αγέρα σου – όλο σπασμούς κι αλλοφροσύνη!
Ω σκιά τόσο ήρεμη κι αξιόπρεπη τη μέρα, με το γαλήνιο πρόσωπό σου και με την ταχτικιά περπατησά σου
Όμως τη νύχτα, άμα κανένας δε σε βλέπει και ξεσπάς – σε τι αβάσταχτον ωκεανόν μεταμορφώνεσαι,
Από δάκρυα! δάκρυα! δάκρυα!
Από τη συλλογή Φύλλα Χλόης, 1855
Απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης

http://xangelos.blogspot.gr/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου