Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ " ΝΙΚΟΣ ΒΕΛΜΟΣ "



Ο όλος φωτιά και πάθος « επαναστάτης των φτωχών » Νίκος Βέλμος· ήταν διδάσκαλος ηθοποιός και ταυτόχρονα αδογμάτιστος επιστήμων · άνθρωπος καθαρά νουάρ συναισθημάτων απ’ την αρχή, με μια θητεία διατεταγμένη, μια πορεία αναγκαστική, μακριά απ’ την κοινοτυπία άρθρων και περιοδικών σε στήλες, ημερομηνίες, θέσεις και απόψεις στον θρίαμβο της τέχνης. Δεν ανήκε στις εικόνες των πραγμάτων, δεν επιτελούσε παριστάνοντας κανένα τελετουργικό σκοπό σε φτιαχτά μονοπάτια άλλων με το υπόλειμμα ενός τριμμένου μολυβιού για μια κατάθεση θεμέλιου λίθου χάριν της δημιουργικής ηδονής στους όρους και τα όρια της ενοχής. 

Ήταν ένας ευλαβικός λειτουργός ιδεών και τελετών σε μια ανώτερη λατρευτική δύναμη που δεν είχε πρεσβυτέριο ούτε θρησκευόμενους· αλλά συγκέντρωνε τον κόσμο όλο στην ψυχή του και τον προσάρμοζε στις ξαφνικές συλλήψεις του για το ίδιο πάλι αενάως ζητούμενο κι ανομολόγητο θαύμα της κάθε εποχής της ζωής του. Είχε όμως αναπάντεχο φινάλε από την επαναστατική φύση της ποίησης στη φωτεινή και ασκίαστη πλευρά του, δηλαδή ένα μέγιστο, διαρκή τρόπο « αυτονομημένο »κοινωνικής συμπεριφοράς που τον αναγνώριζες από μακριά ως τέτοιο, που μετείχες και κοινωνούσες, που τον αποδεχόσουν, αλλά δεν τον συνήθιζες για να είναι η μετάλλαξη λύτρωση ή αναγέννηση. Δεν ήταν ο τόπος του άθικτος, ήταν παράξενα εκκεντρικός, πρωτοποριακός και αντισυμβατικός - πέρα από κωδικοποίησή - και ως αξία, με τον πιο συνεπή και τίμιο και άμεσο τρόπο. 

Μέσα σε υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, στην υψηλή συγκίνηση του ελληνικού θεάτρου, ο προ παντός ηδονιστής και υπερήφανος Νίκος Βέλμος, ήταν ένας ιδιόρρυθμος ερημίτης στην πιο απειλητική σκουριά ενός παρελθόντος, που είχε καθορίσει μόνος τους κανόνες, τους περιορισμούς του και τις εμπνεύσεις του σε οποιοδήποτε οικουμενικό τρόπο. Φορούσε τα συναισθήματα, στο σώμα και τη φωνή και μ’ εκείνα τα γεγονότα – σταθμούς του 19 ου αιώνα που εν πολλοίς καθόρισαν την ύπαρξη και τη δομή της κοινωνίας, αποδίδοντας τους ρόλους με μια εκπληκτικά δραματική ακρίβεια, μα χωρίς να τους βαραίνει, ένα θεατρικό σασπένς από άλλο πόνημα που έκανε την κάθε ερμηνεία ξεχωριστή. Καθόλου, βέβαια, δεν απολαύαμε εξ’ ολοκλήρου το μυστήριό του από στις εναλλαγής σκηνών του, την κινηματογραφική ματιά του…το στυλ της εξωθεατρικής απτής πραγματικότητας στο γαϊτανάκι για την εξέλιξη της αναρχικής ιστορίας του. 

ΝΙΚΟΣ ΒΕΛΜΟΣ : Πρόκειται για έναν υποδειγματικό και αληθοφανέστατο ηθοποιό, που μας γοήτευσε με την ποιητικότητα του, τα καλολογικά του στοιχεία, τα περιστατικά και τις εξελίξεις που ξέφευγαν από την πεπατημένη και μια υποκριτική· είτε με δραματικότητα είτε μέσω του χιούμορ που έρρεε ασταμάτητη, την οποία και κατέπνιγε στην εκφορά της δικής του γλώσσας. Πιστεύω ακράδαντα, ακόμη και τώρα, πως έκρυβε θησαυρούς μέσα του και σίγουρα προοριζόταν για θεατές με απαιτήσεις, απλώς αρνήθηκε, να μας ανοίξει διάπλατα τις πόρτες των δύσκολων και προφητικών «πιστεύω» του, μπλέκοντάς μας σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, η οποία δεν θέλαμε να τελειώσει. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος με πολλά κοινωνικά και ανθρωπιστικά μηνύματα Νίκος Βέλμος, είχε ευρηματικό και διαχρονικό παίξιμο, εξαιρετική δύναμη απεικόνισης σκηνών και μοναδική παρατηρητικότητα, αποδίδοντας όλους τους χαρακτήρες από τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Την ίδια στιγμή στις ορατές και αδιόρατες γραμμές για να επαναφέρει την παρουσία του και τον συμβολισμό του, μπορούσε να σου γεννήσει έντονα και αντιφατικά συναισθήματα, φωτίζοντας κάτι εντελώς απροσδόκητο για να δυσχεράνει ή να ελαφρύνει περισσότερο, ανάλογα το περιστατικό, την κάθε σκηνή του σε αλλεπάλληλα επίπεδα. 

Τότε μπορούσε να σου δείξει, με άφθαστη τέχνη ανατρεπτικής πλοκής, την αποστασιοποίησή του από τα γεγονότα και πράξεις με πάντα με ισχυρά επιχειρήματα, μόνο που τα τελευταία με κάποια κομμάτια προτάσεων της ίδιας της αδυσώπητης κοινωνίας, ακκραγίζονταν ή παρέμεναν θολά, διαφορετικά ή προκλητικά. Οι παραστάσεις του, με τη μεγαλοπρέπεια και την ακρίβεια που τις χαρακτήριζε, ήρθαν για τον ίδιο, έπειτα από αναμονή ετών, σαν ιεροτελεστία, για να εξωτερικεύσει μόνο και να καθιερώσει μια θαυμαστή δραματουργική σύλληψη επεξεργασμένη ώρες, με δεκάδες πρόβες στη πλάτη του κι άγχος να μην χάσει ούτε ατάκα, ούτε ειρμό. Είχε παίξει σύμφωνα με την δική του αλήθεια, αντίστοιχη της μεγάλης βαρύτητας έργου, και προετοιμασμένος τόσο για την πρώτη εμφάνισή του, με τις κινούμενες – θα’λεγε κανείς μάσκες των αριστοκρατών, ήταν αληθινή αποκάλυψη. Μιλούσαν από τα βάθη των αιώνων, υπό τα φύλλα τέχνης, οι μάσκες των αριστοκτατών, χωρίς καμία προηγούμενη θεατρική αναφορά, από τον ας πούμε, χριστιανοκομμουνιστή Νίκο Βέλμο των φτωχών. Και ό, τι έλεγαν έμοιαζε πολύ ανθρώπινο, γιατί απηχούσαν βαθιά στη μεγαλειώδη ηχώ των κάθετων βουνών που αγέρωχα υψώνονταν πάνω από το άσυλο τέχνης και πάνω από το ιερό μνημείο της ψυχή μας. Ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό στοίχημα, έντονης δραματικής πλοκής, με βαθύ ψυχολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο, με κοινωνικούς προβληματισμούς, ποιητικούς ιδεαλισμούς και υπαρξιακές αναζητήσεις, εκφραζόμενος με λυρισμό που άγγιζε συναισθηματικά και πνευματικά. τον υποψήφιο θεατή με έντονο ενδιαφέρον σκοτεινή ατμόσφαιρα εισαγωγής στο ζοφερό σκηνικό, όπλα κρεμασμένα στον τοίχο, πλάι στην κουρτίνα, μεγάλα συρμάτινα «κλουβιά- κελιά» στη σκηνή, μέσα στα οποία εντός ολίγου έλαβε θέση και δράση ο ταγμένος σε μια «μεγάλη αποστολή» Βέλμος, προκειμένου να επαναπροσδιορίσει την αυθεντική έννοια του θείου και των αλλοτριωμένων αξιών, έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, αντιμέτωπος με το εκκλησιαστικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής. 

Ο Νίκος Βέλμος χωρίς πολυλογίες, για λόγους πουριτανισμού και δήθεν καθωσπρεπισμού υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, του οποίου κάθε κομμάτι φωτιζόταν λίγο περισσότερο όσο προχωρούσε η πλοκή μέσω ερμηνειών, ιλαροτραγικών, θεατρικών διαλόγων, λιτών και περιεκτικών δράσεων, όλα ισορροπημένα και σε πλήρη συμμετρία, με σφιχτό και γρήγορο ρυθμό, αναδεικνύοντας το λόγο και την ποίηση που αυτός απέπνεε, αλλά και όλα τα δίπολα πάνω στα οποία στηρίζονταν ο πάντα ευφάνταστος και ιδιαίτερα προσεγμένος νοηματικός ιστός, η πορεία και η ανέλιξη των χαρακτήρων του τόπου και του χρόνου μεταξύ ρετρό και σύγχρονης ατμόσφαιρας, αφήνοντας χώρο στον θεατή να ταυτίσει μόνος του με τον τρόπο θα στοιχημάτιζε ο αληθινός μποέμ Βέλμος με τον εαυτό του για ένα πνευματικό ψυχογράφημα σύνθετου και πολύπλοκου ανθρώπου. Μέσα σε τούτο το μυστήριο, ο πόθος του ήταν πόθος της ηδονής, στη υποστασιακή σημασία της λέξης, το φλογερό όραμα, από τον ηθοποιό, λογοτέχνη, ζωγράφο εκδηλωνόταν, τονιζόταν μάλιστα, ο σωματικός πόνος, η άλλη αφετηρία στην ιδέα της αποκατάστασης των αδικημένων κι έτσι το εικονοστάσι των φτωχών αγίων του χωρούσε μορφές κι από τις τρεις αυτές τέχνες, αλλά και ταβερνιάρηδες, ζητιάνους, τον Μπετόβεν, την πόρνη που έπεσε από την Ακρόπολη και της βρήκανε στη τσάντα δύο δραχμές. Είναι αλήθεια πως ο Βέλμος, παρά τη στενή ιδεολογική σχέση με το χώρο της αναρχικής αριστεράς, περιέβαλε πάντα χωρίς προκαταλήψεις με ανυπόκριτη στοργή την εκκλησιαστική παράδοση, αγάπησε ίσως όσο κανείς άλλος αναρχικός ηθοποιός και λογοτέχνης τον Χριστό – ίσως ενστερνίστηκε όσο κανείς επίσης με γνήσια συγκίνηση στοιχεία της λαϊκής θρησκευτικότητας – αυτό μαρτυρούν οι μαρτυρίες των λόγων του – και έδωσε με το θεατρικό του παράδειγμα το στίγμα του αληθινού ηθοποιού. Τι θέλησε άραγε ο έξοχος αυτός πατριώτης της φτώχειας της κοφτερής του γλώσσας, επιδιδόμενος σε μια διαρκή συνομιλία μαζί της, για να στηλιτεύσει και να τονίσει με αυτή την τραγική ειρωνεία ομηρικές μάχες και λατρεμένες φυσιογνωμίες σε ασπρόμαυρες κορνίζες ως βαριά τιμήματα μιας μεγάλης θρησκευτικής- ανθρωπιστικής ιδέας ; 

Σκέφτηκα μήπως η κεντρική ιδέα της ηθοποιίας του, ήταν ένας λυρικός τρόπος αποχαιρετισμού του Βέλμου στην αθωότητα των πρώτων μας χρόνων, με τις πιο πολύτιμες αναμνήσεις, με τη σφυρηλάτηση της θεότρελης και κλειστοφοβικής περιπέτειας μας, από τρόπους που σκαρώσαμε, λάθη, φορτία, ψέματα και ψυχές που μας χαράμισαν, ρυτιδιασμένα πρόσωπα με κλειστά στόματα και ροζιασμένα χέρια του χρόνου αφημένα πάνω μας σαν ξεχωριστά χρώματα πεταμένα άναρχα, αναμνήσεις μιας απομονωμένης ζωής γεμάτης από βαθιά τραύματα ανυπολόγιστης συνέπειας, όλα αφημένα μέσα μας για να μπορούμε να τα βρίσκουμε κάθε φορά που το μελαγχολικό παρόν δεν φτάνει για να καλύψει ορμητικά το απομακρυσμένο κενό. H αρματωσιά του αστραφτερή τον έδειχνε μακριά μπροστά στη τίμια μάχη για την λευτεριά σε δραστήριο μέρος που η ζωή του προσέφερε τα πνευματικά της – και δόξα – στην αρετή, στο λαό, στον άνθρωπο. Στο θρίαμβο του ομόφωνα, λαέ μου, μπροστά βάδιζε ο Βέλμος ίσιος με το υπέροχο γενναίο του βήμα και με το χαμόγελο στο πρόσωπό του είχε στο ώμο όχι τουφέκι παρά – τι ωραίο – ένα μαντολίνο του διαχρονικού χαρακτήρα των ζωικών αξιών, που γεφυρώνει το μεταμοντέρνο παρόν με το παραδοσιακό παρελθόν, αναδείχνοντας το συνέχεια και μαζί την αναλογία, όχι μίμηση – της μεταμοντέρνας κουλτούρας προς την παραδοσιακή..Γιατί το μυθικό σύμπαν του Βέλμου μέσω της απλής κραυγής του σταδιακά διευρυνόταν και πλουτιζόταν από το ιστορικό βίωμα, ενσωματώνοντάς μας σε μια διαχρονική πολιτισμική σύνθεση την εσωτερική πίστη και την θρησκευτική αγάπη, το ψυχικό σθένος και την πνευματική αγρύπνια, τη σύγχρονη πραγματικότητα και τη λαϊκή παράδοση, τον πολιτισμό και τη φύση. Αυτή η σύνθεση ποιητικού και αναγεννησιακού μύθου, που τον συντηρούσε και τον ανανέωνε, ήταν από τα σημαντικότερα στοιχεία της δημιουργικής προσφοράς του Βέλμου, καθώς δεν επέτρεψε, στο μέτρο που το αναλογούσε, να παγιωθεί, σε μια κρίσιμη περίοδο για το μέλλον του τόπου και του κόσμου, μια δήθεν αυτονόητη διάζευξη ανάμεσα στην κουμουνιστική ιδεολογία και στην χριστιανική ελληνική πραγματικότητα, διάζευξη που θα ευνοούσε την πολιτισμική αλλοτρίωση των πιο ζωντανών σε κείνη τη συγκυρία δυνάμεων του ελληνισμού. 

.Με το εκπληκτικό και ευφρόσυνο έργο του είχε κερδίσει τον ανώτατο τίτλο της ζωής, όχι ηθοποιός, ή συγγραφέας ή καλλιτέχνης ή διανοητής με την ακτινοβολία της εκφραστικής του παρουσίας, στη διαμόρφωση ενός κλίματος που θα απέφερε δεκαετίες αργότερα μια λυτρωτική - αν και παρεξηγημένη - χειραφέτηση σε σχέση με την πολιτική και ερωτική βίωση της ζωής. Ήταν κάτι παραπάνω στη βουλητική δύναμη του τεχνίτη, του δεξιοτέχνη κατασκευαστή, του προδήλως νέορωμαντικού πυρακτωμένου μετεωρίτη κι όχι μόνο στα πνευματικά του συνθήματα παρά και στην ίδια ψυχοσωματική του υπόσταση από κάποιο επεξεργασμένο αστικό σύστημα, αμαρτωλό και χειροπιαστό, ξεκομμένο με θόρυβο, ανούσιο και απέριττο, που αποτελείται από «κούφιους» ανθρώπους στα τρομακτικά προμηνύματα για τους καιρούς που έρχονται. Βάλαμε τον χαρακτηρισμό του Βέλμου ως «γυιού της απωλείας» μέσα μας. Καμιά αναπαράσταση. Ίσως μόνο κάποιοι υπαινιγμοί. Για να κρατήσει το νήμα και τη σκοτεινή μουσική της αφήγησης ενός πένθους που λήγει, αλλά για να κοντοσταθεί και να αναδείξει τη λάμψη των λέξεων, στίχων και αισθήσεων. Για να μείνει μετέωρο το ερώτημα : ποιος είναι ο Νίκος Βέλμος που έρχεται να ξαναδιηγηθεί τον κόσμο ανασυνθέτοντάς τον. Ένας άνδρας υιός του ανθρώπου «αεί γεωμετρεί», που τεχνουργούσε και οικοδομούσε την υποκριτική του, μαζί και τον εσω -εξωτερικό εαυτό του, με προεξάρχουσα την πνευματική ιδιότητα της βούλησης, με την ήρεμη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία – απαύγασμα αυτής της ιδεολογικής συνέπειας. Δυστυχώς όμως η ιδεολογική συνέπεια αυτή, πολλές φορές πληρώνεται με άλλες θυσίες. Θυσίες ανεπιθύμητες από τον θεατή, που πάνω απ’ όλα έβαζε την ποιότητα κι εχθρεύεται το περιττό. Ο σκεπτόμενος αντικονφορμιστής των άκρων Νίκος Βέλμος, μία από τις πιο ιδιότυπες και κοινωνικά μορφές των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με πρώι­μες εμπειρίες περιπλανώμενου αλήτη και αισθαντικού παραβάτη του ποινικού νόμου· δεν έπαυε ολιμερής κι όλη τη νύχτα να ερμηνεύει Σαίξπηρ, να διαβάζει Μπωντλαίρ, αν καθοδηγεί, να μιλάει πάντοτε στην λαϊκότερη ακανθώδη γλώσσα και προπαντός να κατακρίνει τους πλούσιους και το κράτος τους, τους πολιτικούς και τους δεσποτάδες και τους κρατικοδίαιτους, ενώ εγκωμίαζε τους μη σπουδασμένους καλλιτέχνες και λογοτέχνες που πέθαναν φτωχοί ή παραγνωρισμένοι στον συρμό και τη μικροαστική νοοτροπία και πρακτική. 

Οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, οι άρρωστοι, εξεγείρονταν εναντίον των πλουσίων βλέποντας τη δυστυχία των φτωχών και έφερναν όλο και πιο κοντά την καταστροφή και το λογικό, λυτρωτικό τέλος, ως οργισμένο ξέσπασμα με βάθρο την πεποίθησή του Βέλμου από την ψυχική ανακατωσούρα που άρχιζε να γίνεται πιο έντονη καθώς σουλατσάρει μέσα μας, δεν εντάσσεται πουθενά, δεν πειθαρχεί, δεν γονατίζει, καταλαβαίνει κι όσο κατανοεί τόσο επαναστατεί κι αντιδρά. Αυτό είναι άλλο ένα θετικό χαρακτηριστικό του αναρχικού και κοινωνικού επαναστάτη, του σφοδρά πολέμιου υπερρεαλιστή του αστικού κατεστημένου και διαπύρου υποστηρικτή των ταπεινών και καταφρονεμένων λαϊκών τάξεων, που αγωνίστηκε με πάθος και φραστικές ακρότητες για κοινωνική δικαιοσύνη μέσω του περιοδικού του όλα δοσμένου σωστά, ρεαλιστικά, εκλογικευμένα «Φραγκέλιο», το οποίο, αν και συνάντησε την περιφρόνηση και την εχθρότητα του πνευματικού και καλλιτεχνικού κατεστημένου, αρκετοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες τίμησαν τον με τη συνεργασία τους σε τολμηρή αντιπαράθεση με κατεστημένα στερεότυπα ενώ παράλληλα με μια προσέγγιση αξιοθαύμαστη που συνδύασε πολλά και εν μέρει… σοκαριστικά, με κυρίαρχο στοιχείο την ευλογημένη έμπνευση, εξύφαινε « ο επαναστάτης των φτωχών » μια πολυσύνθετη, απρόβλεπτη, δυνατή πλοκή που καθήλωνε, γεννούσε ερωτήματα και συναισθήματα, διέγειρε βαθιά το μυαλό, απολαμβάνοντας την ποιητικότητα του λόγου ακόμα και σε ρεαλιστικούς διαλόγους. Ένας, ως άλλος «Εσταυρωμένος» Νίκος Βέλμος σε σημεία της πλοκής σχεδόν υπαινικτικά, με θαυμάσιο λεπτό χειρισμό, κερδίζοντας σε δύναμη και ουσία. τη διέγερση του θυμικού με μελοδραματικά στοιχεία, που απαιτούσε αυστηρή προσήλωση για την κατανόηση σε βάθος της μεγαλοσύνης του και αναδεικνύοντας διαχρονικά, τις μεθοδεύσεις των κατά καιρούς εξουσιαστών για τη χειραγώγηση της μάζας, μέσα από τον καθοριστικό επηρεασμό της κοινής γνώμης. 

Ο ηθοποιός, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και ζωγράφος Νίκος Βέλμος, υπήρξε ο κυριότερος και ένας από τους λίγους ένθερμους υποστηρικτές του Αναρχισμού στον τομέα της λογοτεχνίας. Γ εννήθηκε το 1890 στη συνοικία Πλάκα της Αθήνας από φτωχούς γονείς και πέθανε το 1930 από τροφική δηλητηρίαση. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Βογιατζάκης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε ηλικία δεκαέξι ετών και στη συνέχεια στο Βασιλικό Θέατρο με σκηνοθέτη το Θωμά Οικονόμου. Το 1916 δημιούργησε το θίασο Στρατιωτικό Θέατρο. Την ίδια χρονιά κατέληξε στις φυλακές Αβέρωφ λόγω των αναρχοσοσιαλιστικών του ιδεών. Σχεδόν ασπούδαχτος και αυτοδίδακτος είχε μια φυσική αίσθηση του κάλλους και ασχολήθηκε μ' επιτυχία με πολλά είδη τέχνης όπως, βασικά, το θέατρο -σαν ηθοποιός και διασκευαστής έργων- την πεζογραφία και τη ζωγραφική. Επίσης ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1927 ίδρυσε το "Άσυλο Τέχνης" που μαζί με την έκδοση του περιοδικού του "Φραγγέλιο", πρόσφερε πολλά στην πνευματική ζωή της Αθήνας της εποχής του. Γιατί στο "Άσυλο Τέχνης" σύντομα συγκεντρώθηκαν πολλές από τις πιο αξιόλογες καλλιτεχνικές δυνάμεις της περιόδου 1920-1930, όπως ο Στρατής Δούκας, ο Φώτης Κόντογλου, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Δημ. Πικιώνης κ.ά., που με τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις τους πάνω σε λογοτεχνικά, εικαστικά, θεατρικά και κοινωνικά θέματα, τις εκθέσεις -έργων δικών τους ή άλλων- και τα κείμενα τους στο "Φραγγέλιο" άνοιξαν καινούργιους δρόμους προετοιμάζοντας τη γόνιμη δεκαετία 1920-1930. Το λογοτεχνικό έργο του Βέλμου περιλαμβάνει τα βιβλία: "Ο ερωτόπαθος τραγουδιστής" (1910), "Σεβντάς"(1931), "Ο πιστός της απελπισίας" (1915), το "Κοινωνικό βιβλίο" (1921), "Δύο αγάπες" (1923-1939) και τα κείμενα του που δημοσιεύθυηκαν στο "Φραγγέλιο" και στα "Φύλλα Τέχνης" και που αρκετά από αυτά εκδόθηκαν ύστερα από το θάνατο του από τους συγγενείς ή φίλους του, όπως "Παλιά Αθήνα" και "Ποιήματα του Δ. Παπαρηγόπουλου, μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα" (1955). Σαν πεζογράφος ο Νίκος Βέλμος ανήκει, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου και το Στρατή Λουκά, στην ομάδα των λαϊκιστών που προσπάθησαν στη δεκαετία του '20 να απαλλάξουν την πεζογραφία μας από τα λόγια στοιχεία και να την οδηγήσουν με την ουσιαστικότητα αλλά και τη μαστοριά της γραφής τους στην απλότητα.

Στις 25 Δεκεμβρίου του 1926, σε κτήριο επί της οδού Ναυάρχου Νικοδήμου που έφερε τον αριθμό 21, εκδόθηκε το πρώτο φύλλο του πιο πρωτοποριακού περιοδικού ποικίλης ύλης της εποχής. Ο τίτλος του ήταν Φραγκέλιο και αποσκοπούσε όχι στο να βγάλει κέρδη ο εκδότης παρά μόνο στο να χτυπηθεί το κατεστημένο και να αφυπνιστούν οι αναγνώστες. Έτσι στο στόχαστρό του βρέθηκαν οι πολιτικοί, οι εφημερίδες, ο ανώτερος κλήρος, οι δημοσιογράφοι, αρκετοί πανεπιστημιακοί, οι ακαδημαϊκοί ζωγράφοι και οι λογοτέχνες που έπαιρναν κρατικές επιχορηγήσεις. Αρχικός στόχος του Βέλμου ήταν η δημιουργία ενός χώρου, όπου θα μπορούσαν να εκθέσουν τα έργα τους οι καλλιτέχνες οι οποίοι δεν είχαν τα χρήματα να νοικιάσουν μια αίθουσα. Με τις εκθέσεις που γίνονταν στο Άσυλον Τέχνης, ήθελε να ταράξει τα νερά στους καλλιτεχνικούς κύκλους και να αναδείξει νέα πρόσωπα και πράγματα. 

Ο χώρος της οδού Νικοδήμου λειτούργησε κυρίως ως πνευματικό κέντρο. Εκεί γίνονταν συζητήσεις για τα εικαστικά, θεατρικά και λογοτεχνικά θέματα. Ουσιαστικά στο Άσυλον Τέχνης προετοιμάστηκε το έδαφος για την Γενιά του '30. Η αγάπη για την Αθήνα του παρελθόντος και η αναζήτηση της σύνδεσης της νεοελληνικής τέχνης με το παρελθόν της αποτελούν τις πρώτες βάσεις για την επιμονή στην ελληνικότητα που αναζητούσε η επόμενη γενιά. Στα τεύχη του περιοδικού Φραγκέλιο ανακοινώνονταν οι εκθέσεις που επρόκειτο να γίνουν στη γκαλερί καθώς και οι κριτικές των επισκεπτών για τα έργα. Στο χώρο του Ασύλου Τέχνης έκαναν τις πρώτες τους εκθέσεις πολλοί καλλιτέχνες. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης ο οποίος εξέθεσε έργα του το 1928 σε ηλικία 18 ετών. Μάλιστα η γκαλερί έγινε αφορμή για να γνωριστεί ο Τσαρούχης με έναν άλλο επίσης νεαρό τότε ζωγράφο, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο που εξέθετε και αυτός για πρώτη φορά τα έργα του εκεί.

Ο Βέλμος υπήρξε ο διευθυντής της γκαλερί μέχρι το θάνατό του το 1930. Έπειτα διευθυντής ανέλαβε ο Στρατής Δούκας -στενός φίλος του Βέλμου- ο οποίος παρέμεινε μέχρι το 1937. Το 1938 τη διεύθυνση ανέλαβε ο ζωγράφος Κώστας Ηλιάδης. Τον ίδιο χρόνο έγινε στο Ζάππειο Μέγαρο η Α' Πανελλήνια Έκθεση και ο Ηλιάδης διοργάνωσε στο κτήριο της οδού Νικοδήμου την Αντι-Πανελλήνια έκθεση, στην οποία εκτέθηκαν τα έργα των απορριφθέντων καλλιτεχνών του Ζαππείου. Η κίνηση αυτή δυσαρέστησε το καθεστώς Μεταξά, ο Ηλιάδης διώχτηκε και εγκατέλειψε το Άσυλον Τέχνης με αποτέλεσμα το κλείσιμο της γκαλερί. Από το 1939 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι αδερφές του Βέλμου μετέτρεψαν το σπίτι σε Μουσείο Βέλμου.

Το διώροφο κτήριο της οδού Νικοδήμου σώζεται μέχρι σήμερα. Η πλάκα με τον αριθμό 21 που είχε χαράξει ο Χαλεπάς έχει αφαιρεθεί από την είσοδο και έχει αντικατασταθεί από τη σύγχρονη πλακέτα αρίθμησης. Η γκαλερί λειτουργούσε στον κάτω όροφο, ενώ στον επάνω ήταν η οικεία Βέλμου και ο χώρος έκδοσης του περιοδικού. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα των αρχών του 20ού αιώνα τυπικό δείγμα της οικονομικής επιφάνειας των ατόμων που το κατοικούσαν. Από αυτό πέρασαν και έδρασαν σημαντικά ιστορικά πρόσωπα και διαδραματίστηκαν σπουδαία γεγονότα, κυρίως όσον αφορά τις τέχνες και τα γράμματα, σε μια εποχή που τα πάντα άλλαζαν.

Η σημασία του Βέλμου έγκειται στο γεγονός ότι με τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες δρομολόγησε τις αλλαγές που επρόκειτο να συντελεστούν στην τέχνη την επόμενη δεκαετία με την περίφημη Γενιά του ’30. Το Φραγκέλιο ήταν περιοδικό που το έβγαζε, αρχικά κάθε Σαββατόβραδο, ο ποιητής, ζωγράφος και ηθοποιός Νίκος Βέλμος (1890-1930). Ο Βέλμος υμνούσε τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους και έκανε αμείλικτη επίθεση στους πλούσιους και στο κράτος τους, στους πολιτικούς και τους δεσποτάδες, στους κρατικοδίαιτους διανοούμενους. Μια μόνιμη στήλη του περιοδικού ήταν το “Βιβλίο των φτωχών”. Ο Βέλμος εγκωμίαζε τους “ασπούδαχτους” καλλιτέχνες και τους λογοτέχνες που πέθαναν φτωχοί ή παραγνωρισμένοι και έβριζε τους ακαδημαϊκούς και τους πολυθεσίτες. Τακτικοί συνεργάτες του περιοδικού ήταν ο αλητογράφος Κύπριος ποιητής Τεύκρος Ανθίας, ο Αναστ. Δρίβας, ο Στρατής Δούκας. Το πρώτο φύλλο του περιοδικού βγήκε ανήμερα Χριστούγεννα του 1926. Έβγαινε κάθε βδομάδα σε οχτώ σελίδες, από το σπίτι του Βέλμου στην οδό Ναυάρχου Νικοδήμου 21 στην Πλάκα. Αφού έκλεισε τον πρώτο χρόνο, μετατράπηκε σε μηνιαίο, με περισσότερες σελίδες, αλλά η συχνότητά του άρχισε να αραιώνει (διπλά και τριπλά τεύχη). Έκλεισε στις αρχές του 1929. Ο Βέλμος άλλωστε πέθανε νέος το 1930. Ο τίτλος πρέπει να είναι αναφορά στο φραγγέλιο του ευαγγελίου, με το οποίο ο Χριστός έδιωξε τους εμπόρους από τον ναό. Επίτηδες διάλεξε τον ανορθόγραφο τίτλο ΦραΓΚέλιο (αντί για το σωστό “φραγγέλιο”) για να είναι ακόμα πιο τσουχτερές οι καμτσικιές του. Το Φραγκέλιο έβγαζε και έκτακτα τεύχη, “Φύλλα τέχνης” που τα έλεγε, με χαρακτήρα αφιερωμάτων. 


Από το υπό έκδοση βιβλίο : AΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 
" Η Δραματική αλήθεια και το κωμικό αθώο των Ελλήνων Ηθοποιών " 
" Μίμηση Πράξεως στην 7η Τέχνη του Ουρανού" 
[ Επεξήγηση: Aφιερώματα των εκλιπόντων Ηθοποιών από τον 19 ου αιώνα μέχρι σήμερα σε λογοτεχνική μορφή } 


Χρήστος Αθανασίου 

Aπόφοιτος της Βαρβακείου Σχολής. Kάτοχος πτυχίων Υποκριτικής Θεάτρου – Κινηματογράφου του Υπουργείου Παιδείας και Υπουργείου Πολιτισμού καθώς και τίτλων Μεταπτυχιακών Σπουδών και Σεμιναρίων Υποκριτικής, Σωματικού Θεάτρου, Δημιουργίας Θεατρικού Λόγου, Κορυφωμένης και Επεισοδιακής Δραματικής Δομής - Γραφής και Σημειολογίας προς την παραστασιολογία, ως επιστήμη που αναλύει σε βάθος φαινόμενα της θεατρικής πράξεως. Ακροατής – Φοιτητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Αθηνών. 

Συγγραφικό έργο: 

«Λογοτεχνικές Αστραπές» 
«Όταν ο ηλεκτρικός σπινθήρας φωτίζει την ζωή και το όνειρο» 
«Aφιερώματα στους ταξιδευτές της υποκριτικής τέχνης» ( Υπό έκδοση ) 
«Η Δραματική αλήθεια και το κωμικό αθώο των Ελλήνων Ηθοποιών» 
«Μίμηση Πράξεως στην 7η Τέχνη του Ουρανού» 
[Επεξήγηση: Aφιερώματα των εκλιπόντων Ηθοποιών απ’ τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σε λογοτεχνική μορφή]











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου