Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Βίκτωρ Ουγκώ - Victor Hugo ( 26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885 )

Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ (γαλλικά: Victor Marie Vicomte Hugo, 26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): "Je ne sais plus mon nom, je m'appelle Patrie!" (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προ πάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε παιδική ηλικία.
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté) της ανατολικής Γαλλίας και ήταν ο νεότερος γιος του Ιωσήφ Ουγκώ και της Σοφί Τρεμπισέ. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809) του Ναπολέοντα και ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα του, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική.
Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Φεγιαντίν (Feuillantines). Όμως η πτώση του Ναπολέοντα στέρησε την οικογένεια Ουγκώ από την άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας, που είχε φτάσει τον βαθμό του κόμητος, τέθηκε υπό περιορισμό στο Μπλουά και του περιόρισαν το εισόδημα μόλις σε 40 λίρες το χρόνο. Η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στο Παρίσι, όπου μόλις που τα έβγαζαν πέρα με τα λίγα χρήματα που είχαν. Ο Βίκτωρ Ουγκώ διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).
Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ "εξαιρετική φυσιογνωμία", προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποιήσεως που κέρδισε, του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει.
Αν και επί ένα έτος ήταν αναγκασμένος να μένει σε μία σοφίτα επί της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή και αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.

Πρώιμη ποιητική και πεζογραφία

Ο Ουγκώ σε νεαρή ηλικία
Το 1819 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωβριάνδου (François René Chateaubriand). Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του και ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Το 1822, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses, η οποία προσήλκυσε την προσοχή και την εύνοια του βασιλές, κι έτσι έλαβε μία βασιλική επιχορήγηση από τον Λουδοβίκο. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με το περιοδικό Muse Française και συχνάζει στο λογοτεχνικό σαλόνι του Καρόλου Νοντιέ (Charles Nodier), όπου συναναστρέφεται με τον Αλφρέ Ντε Βινύ (Alfred de Vigny) και το Λαμαρτίνο (Lamartine). Με γεμάτο τώρα το βαλάντιο, ήταν σε θέση να επιχειρήσει κάτι που πάντα σκεπτόταν, αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει: τον γάμο.
Στις 20 Οκτωβρίου 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Αντέλ Φουσέ (Adèle Foucher), που την ήθελε από καιρό. Ένας γάμος, που όπως και αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ των συζύγων και οδηγεί τον συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Ζυλιέτ Ντρουέ (Juliette Drouet) μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία, μιας και ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αντέλ, χάνει τα λογικά του την ημέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.
Η μούσα και ερωμένη 

του Ουγκώ, Ζυλιέτ Ντρουέ
Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Χαν της Ισλανδίας (Han d'Islande), το οποίο κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε τέσσερις μικρούς τόμους. Η συγγραφική του σταδιοδρομία τώρα είχε αρχίσει επισήμως. Η ποίηση της εποχής εκείνης ήταν έντονα ρομαντική, αλλά ρηχή και επιτηδευμένη. Ο Ουγκώ εγκατέλειψε τον παλιό αυτό ποιητικό τύπο και με το δροσερό λυρισμό του, εγκαινίασε μία νέα ποιητική τέχνη.
Η ποιητική συλλογή, που τον καθιερώνει εκδίδεται στα 1826 και είναι οι Ωδές και Μπαλάντες (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Μπυγκ Ζαργκάλ (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμγουελ (Cromwell).
Ο Κρόμγουελ είναι το έργο που του εξασφάλισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης, σ' όλες τις εκδηλώσεις. Στο μνημειώδη Πρόλογο του Κρόμγουελ (Préface de Cromwell) ο Ουγκώ προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς να απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα. Έχοντας ήδη γνωρίσει το σαιξπηρικό έργο, τη γερμανική θεατρογραφία και τη δραματουργία του Σλέγκελ (Schlegel) με τον πρόλογό του δίνει το έναυσμα μίας πολύχρονης διαμάχης μεταξύ γαλλικού κλασικισμού και Ρομαντισμού. Επιπλέον με τον Κρόμβελ εισηγείται ένα υπόδειγμα σύγχρονου ιστορικού δράματος, που υπακούει στη σαιξπηρική τεχνική. Εν τω μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει ο πατέρας του και από εκείνη τη στιγμή ο Ουγκώ αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.
Η σύζυγος του Ουγκώ, Αντέλ
Το 1829 εξέδωσε τα Ανατολίτικα, ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο φιλελληνισμός του Ουγκώ, που φανερώνεται με το έργο αυτό, παρέμεινε θερμός και αγνός και δεν άφησε ευκαιρία, από το 1821 μέχρι την Κρητική Επανάσταση του 1866, να εκδηλώνεται σαν ιερό σύμβολο της θρησκείας του που λεγόταν Ελευθερία.

Από την καταξίωση στην εξορία

Παρόλες τις ποιητικές του δάφνες, τα οικονομικά του Ουγκώ δεν ήταν πολύ ανθηρά μέχρι που καταπιάστηκε με το δράμα. Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο Ερνάνης (Hernani), του οποίου η έκδοση τού έφερε πολλά κέρδη. Λίγο αργότερα, το 1831, κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του Η Παναγία των Παρισίων (Notre-Dame de Paris), που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και τον έκανε ακόμα πιο πλούσιο. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζυλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από δύο άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française).


Ο Ουγκώ με την κόρη του Λεοπολδίνη
Η ζωή του, εντούτοις, θα σημαδευτεί μέχρι τέλους από μία προσωπική τραγωδία, το θάνατο από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του Λεοπολδίνης (Léopoldine) και του συζύγου της Καρόλου Βακερί (Charles Vacquerie) στις 4 Σεπτεμβρίου 1843. Ο Ουγκώ εκείνες τις μέρες βρισκόταν σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δεν δημοσίευσε κανένα έργο του τουλάχιστον για μία δεκαετία.
Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική και αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο (Louis-Philippe) ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στην περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, παρά ταύτα, ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα.
Στα 1845 ο Λουδοβίκος Φίλιππος τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της Άνω Βουλής. Εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Ναπολέοντα Γ', ανιψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με την προώθηση της υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα Γ΄ το 1851 και η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον αναγκάζει να διαφύγει στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Έτσι εγκαινίασε τη μακρά περίοδο αυτοεξορίας του, που θα διαρκέσει περίπου 20 χρόνια.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ (όρθιος αριστερά) και άλλοι εκπρόσωποι του κινήματος του Ρομαντισμού σε φανταστική απεικόνιση

Η περίοδος της εξορίας

Στη διάρκεια της εξορίας του δημοσίευσε δύο πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το Ναπολέων ο Μικρός (Napoléon le Petit, 1852) και το Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο Η ιστορία ενός εγκλήματος (Histoire d'un crime, Α’ μέρος 1877 και Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και την ποιητική του συλλογή Τιμωρίες (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, το 1852, όμως, μετέβη στο βρετανικό νησί Τζέρσεϋ, το οποίο η ανησυχία των τοπικών αρχών για τη δράση του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το 1855 για να μεταβεί στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ. Εν τω μεταξύ το Σεπτέμβριο του 1853 μυείται από την Ντελφίν Ντε Ζιραρντέν (Delphine de Girardin), που τον επισκέπτεται στο Τζέρσεϋ, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων και ομιλούντων τραπεζιών.
Στη διετία της παραμονής του στο Τζέρσεϋ κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούν τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος του Σατανά (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.


Ο Β. Ουγκώ στο Τζέρσεϊ,
φωτογραφημένος από το γιο του Κάρολο
το 1853.
Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville - House από όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει την ποιητική συλλογή Ο Θρύλος των Αιώνων (La Légende des Siècles, 1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι Άθλιοι (Les Misérables, 1862). Οι Άθλιοι, που άμα τη εκδόσει τους σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα και χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακιών της τότε αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Ο Ουγκώ χρησιμοποίησε μερικές από τις δικές του περιπέτειες στην κατασκευή του πλαισίου αυτού. Η ζωή του Μάριου στην πανσιόν Γκορμπό δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του Ουγκώ στην οδό Ντι Ντραγκόν! Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Εντούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του Ουγκώ. "Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιΐες πρωτογενούς φύσεως" έγραψε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση του βιβλίου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την Αγία Γραφή δεν γνώρισε.

Η επιστροφή στη Γαλλία και το τέλος

Το 1859 ο Ναπολέων Γ’ προσφέρει αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς εξόριστους αλλά ο Ουγκώ αρνείται να επιστρέψει μην επιθυμώντας να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση έναντι του μονάρχη. Το 1863 κυκλοφορεί μία βιογραφία του από τη γυναίκα του Αδέλα, η οποία πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί στην επιστροφή του στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η είσοδός του στο Παρίσιυπήρξε θριαμβευτική. Η φήμη του ήταν ήδη παγκόσμια. Οι ικανότητές του δεν είχαν αδυνατίσει από την ηλικία του. Ως βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης ψηφίζει κατά της ειρήνης και αμέσως παραιτείται. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων και η ήττα της Γαλλίας. Ο Ουγκώ απομακρύνεται και πάλι από την πατρίδα του το 1871 κατά τη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Το ίδιο έτος πεθαίνει ο γιος του Κάρολος (Charles) και το επόμενο η κόρη του Αδέλα εισάγεται στο άσυλο ψυχικά ασθενών Saint-Mandé. Στα δύο προηγούμενα οικογενειακά δράματα προστίθεται το 1873 και ο θάνατος του γιου του Φραγκίσκου – Βίκτωρα (François-Victor).

Χειρόγραφο του Ουγκώ 
που προτρέπει σε αντίσταση 
στην πρωσική εισβολή.

Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βίκτωρ Ουγκώ ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Την τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος είναι πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στην κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη "σωτηρία" του ατόμου και της κοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1881 οργανώνεται ένας πανεθνικός εορτασμός προκειμένου να τιμηθεί η είσοδός του στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την 25η Φεβρουαρίου με την απόδοση ενός βάζου Σεβρών, παραδοσιακού δώρου προς ηγεμόνες και την 27η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του μία από τις μεγαλύτερες παρελάσεις στη γαλλική ιστορία, όπου τον επευφήμησαν 600.000 συμπατριώτες του.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και μία νύχτα η σορός του έμεινε με τιμητική φρουρά κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, ταιριαστή τιμή στον μεγάλο άνδρα των Γαλλικών Γραμμάτων. Την ημέρα της κηδείας του (1η Ιουνίου) περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.

Έργο

Ποίηση

Ο Ουγκώ επαλήθευσε την πρόβλεψη του Σατωβριάνδου και έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας. Ο Ουγκώ θεωρείται ένας από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης και ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Αν και εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα Η Παναγία των Παρισίων και Οι Άθλιοι, στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής.
Ο στίχος του Ουγκώ έχει συγκριθεί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Δάντη και του Ομήρου και έχει επηρεάσει διαμετρικά αντίθετους ποιητές όπως ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Άλφρεντ Λορντ Τέννυσον και ο Ουόλτ Ουίτμαν. Η τεχνική δεξιοτεχνία του Ουγκώ, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία και η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά και ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης.
Ο Ουγκώ έφερε μια νέα αίσθηση της ομορφιάς των λέξεων, επέκτεινε τους λυρικούς πόρους του γαλλικού στίχου και ενδυνάμωσε τον αλεξανδρινό στίχο με εντυπωσιακά μετρικά διασκελίσματα και τοποθετήσεις της τομής του στίχου. Η παραγωγή του ήταν απέραντη και η ποικιλομορφία της ακόμα καταπλήσσει. Ακόμα έσπασε την παράδοση, όπου η ποιητική γλώσσα θεωρούνταν ως μια εξειδικευμένη μορφή γλώσσας μεταξύ των διάφορων άλλων τεχνικών γλωσσών. Η ποίηση ήταν, για αυτόν, τόσο ελεύθερη και κυρίαρχη όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.


Πίνακας που αναπαριστά τις αντιδράσεις στο ανέβασμα της πρώτης παράστασης του Ερνάνη το 1830

Δραματουργία

Στη θεατρική του γραφή ο Ουγκώ αντιτάχθηκε στις φόρμες του κλασικού δράματος όπως το μέτρο, η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων, οι περιορισμοί στη χρήση λέξεων, εισάγοντας πρώτος στη γαλλική θεατρική παραγωγή το ρομαντικό ύφος γραφής.
Στα εικοσιέξι του χρόνια, συγγράφοντας τον Πρόλογο του Κρόμγουελ, γίνεται ο γεννήτορας ενός νέου θεατρικού είδους, του ρομαντικού δράματος. Σε αυτό το κείμενο ο νεαρός συγγραφέας αμφισβητεί το παραδοσιακό θεατρικό είδος και εισάγει στη σκηνή τη ρομαντική θεματολογία. Εντούτοις το ίδιο το έργο θεωρήθηκε αντιθεατρικό και αδύνατο να ανέβει στη σκηνή λόγω της έκτασής του και των πολλών χαρακτήρων του.
Χάρη στον Ερνάνη, όμως, το 1830 ο Ουγκώ καταφέρνει να καταξιωθεί ως θεατρικός συγγραφέας. Στην πορεία του θα συναντήσει μεγάλες επιτυχίες, όπως η παράσταση του έργου του Λουκρητία Βοργία αλλά και αποτυχίες, με το ανέβασμα π.χ. του Ο Βασιλιάς Διασκεδάζει, προτού αποφασίσουν μαζί με τον Αλέξανδρο Δουμά να ιδρύσουν ένα χώρο αποκλειστικά αφιερωμένο στο ρομαντικό θέατρο. Αυτός θα είναι το Théâtre de la Renaissance, που θα εγκαινιάσει τη σκηνή του με το έργο Ρουί Μπλας.

Μυθιστοριογραφία

Συνολικά ο Ουγκώ συνέγραψε εννέα μυθιστορήματα, από τα οποία το πρώτο σε ηλικία δεκαέξι ετών και το τελευταίο εβδομήντα δύο. Το μυθιστόρημα καλύπτει όλες τις περιόδους της ζωής του συγγραφέα, όλες τις μορφές και τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του δίχως ποτέ να ταυτίζεται απόλυτα με κανένα.
Η πορεία του ως μυθιστοριογράφου χωρίζεται σε δύο περιόδους με κομβικό σημείο την εξορία του από τη Γαλλία. Η περίοδος πριν την εξορία έχει σχεδόν πειραματικό χαρακτήρα περιέχοντας πέντε μυθιστορήματα με ποικίλη έκταση και διαφορετική έμπνευση. Κορυφαίο δημιούργημα αυτής της πειραματικής φάσης είναι Η Παναγία των Παρισίων, ένα ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα 1482 με πρωταγωνιστή το δύσμορφο κωδωνοκρούστη του ναού, Κουασιμόδο, που αποτελεί προσωποποίηση του μεσαιωνικού πνεύματος.
Την περίοδο της εξορίας του και της επακόλουθης επιστροφής του στη Γαλλία ανακαλύπτει τον πραγματικό μυθιστορηματικό του δρόμο συγγράφοντας το πλουσιότερο και διασημότερο μέρος του έργου του. Η μυθιστορηματική του φόρμα βασίζεται στην εξιστόρηση μίας απλής ανθρώπινης ιστορίας, στην οποία παρεμβάλλονται μεγάλες περιγραφές και προσωπογραφίες καθώς και παρεκβάσεις σχετικές με τα αιώνια ανθρώπινα προβλήματα και αναζητήσεις.
Το θεωρούμενο ως αριστούργημά του, Οι Άθλιοι, ακολουθεί ακριβώς αυτή τη διηγηματική μορφή συνδυάζοντας τον έρωτα, την καταδίωξη και την αθλιότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων με την εξιστόρηση κορυφαίων ιστορικών στιγμών.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1884

Η θρησκευτικότητα του Ουγκώ

Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές, πεποιθήσεις του Ουγκώ άλλαξαν ριζικά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στη νεότητά του, προσδιοριζόταν ως καθολικός και δήλωνε αφοσίωση στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική εξουσία. Αργότερα εξελίχθηκε σε μη ενεργό καθολικό εκφράζοντας όλο και περισσότερο αντιπαπικές και αντικληρικές απόψεις. Την περίοδο της εξορίας του μυήθηκε στον πνευματισμό ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε έναν ορθολογικό ντεϊσμό, όμοιο με αυτό του Βολταίρου. Όταν ένας απογραφέας τον ρώτησε στα 1872 εάν ήταν καθολικός, απάντησε: "Όχι. Ελευθερόφρονας".
Ο Ουγκώ δεν ελάττωσε ποτέ την αντιπάθειά του προς την Καθολική Εκκλησία, οφειλόμενη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αδιαφορία της εκκλησίας για τη δύσκολη θέση της εργατικής τάξης υπό τη μοναρχία αλλά και στη συχνότητα με την οποία τα έργα του εμφανίζονταν στις λίστες του Βατικανού με απαγορευμένα βιβλία. Στους θανάτους των γιων του Καρόλου και Φραγκίσκου - Βίκτωρα, επέμεινε να ταφούν δίχως σταυρό και την παρουσία ιερέα, και τον ίδιο όρο θέσπισε για τη δική του κηδεία. Εντούτοις, αν και θεωρούσε το καθολικό δόγμα ξεπερασμένο και νεκρό, δεν επιτέθηκε ποτέ άμεσα στον ίδιο το θεσμό. Παρέμεινε επίσης βαθιά θρησκευόμενο άτομο που πίστευε έντονα στη δύναμη και την ανάγκη της προσευχής.
Ο ορθολογισμός του Ουγκώ μπορεί να επισημανθεί σε ποιήματα όπως το Torquemada (1869, για το θρησκευτικό φανατισμό), το Le Pape (1878, έντονα αντικληρικό), το Religion et Religions (1880, αρνούμενος τη χρησιμότητα των εκκλησιών) και, τα δημοσιευμένα μεταθανάτια, La fin de Satan και Dieu (1886 και 1891 αντίστοιχα, στα οποία αντιπροσωπεύει το χριστιανισμό ως γρύπα και τον ορθολογισμό ως άγγελο).

Εικαστικός δημιουργός

Η ζωγραφική ξεκίνησε για τον Ουγκώ ως ένα ευχάριστο πάρεργο, εξελισσόμενη σταδιακά σε σημαντική πνευματική ενασχόληση ειδικότερα το διάστημα πριν την εξορία του, όταν σταμάτησε προσωρινά τη συγγραφή με σκοπό να αναμιχθεί στην πολιτική. Το διάστημα των ετών 1848 – 1852 υπήρξε η μοναδική δημιουργική διαφυγή του.
Τα έργα του είναι δουλεμένα αποκλειστικά σε χαρτί και σε μικρή κλίμακα, συνήθως με σκούρα καφέ ή μαύρη μελάνη, παρεμβάλλοντας ορισμένες φορές λευκές πινελιές και σπανιότερα άλλα χρώματα. Οι σωζόμενες ζωγραφιές του είναι εξαιρετικά ολοκληρωμένες και μοντέρνες σε ύφος και εκτέλεση, προοιωνίζοντας τις πειραματικές τεχνικές του Σουρεαλισμού και του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά είχε γράψει για τον Ουγκώ πως αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος αντί συγγραφέας, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του. Στα σωζόμενα έργα του αναγνωρίζεται η δεξιοτεχνία, η τόλμη στην εκτέλεση και μία αίσθηση ισχυρής δημιουργικότητας. Ο Ουγκώ μελέτησε τα χαρακτηριστικά των υλικών και των μέσων του υπό όλες τις πιθανές προοπτικές. Υψώθηκε πάνω από τις σύγχρονες συμβάσεις και δε δίστασε να επεξεργαστεί τυχαίες φόρμες όταν αυτές ικανοποιούσαν την αισθητική του.
Ο Ουγκώ κράτησε τη ζωγραφική του δημιουργία μακριά από τη δημοσιότητα, φοβούμενος ότι θα επισκίαζε το λογοτεχνικό του έργο. Εντούτοις, απολάμβανε να μοιράζεται τα σχέδιά του με την οικογένεια και τους φίλους του, συχνά υπό μορφή περίτεχνων χειροποίητων καρτών επικοινωνίας, πολλές από τις οποίες δίνονταν ως δώρα στους επισκέπτες όταν ήταν εξόριστος.


Η ελληνόφωνη εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης αποδίδει φόρο τιμής στο Βίκτωρα Ουγκώ στο φύλλο της 13ης Ιουνίου1885.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα

Ο Βίκτωρ Ουγκώ αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα υπήρξε από τους πλέον όψιμους Ευρωπαίους διανοούμενους, που έλαβαν φιλελληνική στάση. Παρότι, όμως, εισέρχεται αργά στον κύκλο των φιλελλήνων παραμένει ο συνεπέστερος των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους.
Οι πρώτες του ποιητικές αναφορές σχετικά με τον αγώνα των Ελλήνων εμφανίζονται το 1826 με τη δημοσίευση στο γαλλικό Τύπο του ποιήματος Τα Κεφάλια του Σαραγιού (Les têtes du serail), εμπνευσμένου από την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μεταξύ των 6000 κεφαλών, που είχαν αποσταλεί στο σαράγι να συνομιλούν μεταξύ τους τα τρία κεφάλια του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1827 συνθέτει τα ποιήματα Ναβαρίνο (Navarin) και Ενθουσιασμός(Enthousiasme) και την επόμενη χρονιά τα Κανάρης (Canaris), Λαζάρα (Lazzara) καθώς και το περίφημο Ελληνόπουλο (L' enfant). Όλα τα παραπάνω ποιήματα περιελήφθησαν στη συλλογή Τα Ανατολίτικα.
Στα 1829 ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών Αδαμάντιος Κοραής δηλώνει την αντίθεσή του προς το ρομαντικό κίνημα, του οποίου αρχηγέτης είναι ο Ουγκώ. Παρά ταύτα στην Αθήνα τα μέλη του λογοτεχνικού ρεύματος της Αθηναϊκής Σχολής στρέφονται προς το ρομαντισμό. Ο Νικόλαος Σούτσος είναι ο πρώτος που μεταφράζει ποιήματα του Ουγκώ στα 1842.
Κατά τη δεκαετία του 1850 πραγματοποιούνται αρκετές μεταφράσεις θεατρικών έργων του στην ελληνική αρχής γενομένης με το Angelo, tyran de Padoue, και μέσω αυτών καθίσταται γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως ως δραματικός συγγραφέας. Στα 1862 έρχεται η μετάφραση των Αθλίων από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη - Σκυλίτση σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία τους στα γαλλικά. Το μυθιστόρημα ενθουσίασε τους Έλληνες αναγνώστες και επηρέασε πολλούς εγχώριους λογοτέχνες.
Το ενδιαφέρον του Ουγκώ για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το κρητικό ζήτημα. Το διάστημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 – 1869 δημοσιεύει τρεις επιστολές υπέρ των Κρητών στον ευρωπαϊκό τύπο το Δεκέμβριο του 1866, το Φεβρουάριο του 1867 και το Φεβρουάριο του 1869, παρά το γενικότερο αρνητικό για τα ελληνικά ζητήματα κλίμα της εποχής. Εκτός της συμπαράστασης προς τους Κρήτες έδειξε ενδιαφέρον και για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνακατηγορώντας τον Έλγιν για αυτή του την πράξη, στη βάση της αντίληψής του ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός άλλου.
Ο θάνατός του, τέλος, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και στο σύνολό του σχεδόν ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του διακεκριμένου φιλέλληνα συγγραφέα. Μάλιστα πραγματοποιήθηκαν τελετές προκειμένου να τιμηθεί ο μεγάλος νεκρός αντίστοιχες με αυτές, που έλαβαν χώρα στη Γαλλία. https://el.wikipedia.org/


ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ 


ΠΛΟΚΗ

Ένας πεινασμένος νέος άνδρας, ο Γιάννης Αγιάννης, σπάζει τη βιτρίνα ενός αρτοπωλείου για να κλέψει ψωμί, με σκοπό να ταΐσει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε. Η ποινή γι' αυτή του την κλοπή είναι πέντε χρόνια στα κάτεργα, που τελικώς γίνονται δεκαεννέα χρόνια ύστερα από τις επανειλημμένες προσπάθειές του να δραπετεύσει.
Βρισκόμαστε στο έτος 1815 στην Τουλόν και ο Γιάννης Αγιάννης αποφυλακίζεται σε ηλικία 46 χρόνων. Ωστόσο είναι αναγκασμένος να κουβαλάει ένα κίτρινο αποφυλακιστήριο, το οποίο τον σημαδεύει σαν κατάδικο. Αντιμετωπίζοντας την απόρριψη των πανδοχέων, που δεν θέλουν να φιλοξενήσουν έναν κατάδικο, αναγκάζεται να κοιμηθεί στο δρόμο. Ο μόνος που τον δέχεται είναι ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο επίσκοπος Μυριήλ, ο οποίος τον περιμαζεύει και του παρέχει στέγη. Το ίδιο βράδυ ο Γιάννης Αγιάννης, ασυνήθιστος στην τόση καλοσύνη, το σκάει παίρνοντας μαζί του τα ασημένια καντηλέρια του οικοδεσπότη του. Δεν προφταίνει να πάει μακριά και συλλαμβάνεται, αλλά ο επίσκοπος τον γλιτώνει, λέγοντας ότι ο ίδιος του είχε δωρίσει τα ασημικά και του δίνει μάλιστα και δύο κηροπήγια. Στη συνέχεια του λέει ότι πρέπει να είναι πλέον τίμιος και να κάνει καλές πράξεις για τους άλλους. Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ελεύθερος, έκπληκτος και συγκινημένος. Για πρώτη φορά ύστερα από 19 ολόκληρα χρόνια, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια του.
Έξι χρόνια αργότερα ο Αγιάννης είναι ένας εργατικός, τίμιος και πλούσιος εργοστασιάρχης και έχει διοριστεί δήμαρχος της πόλης όπου κατοικεί. Έχει καταστρέψει το αποφυλακιστήριό του και έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο Κύριος Μαγδαληνής ώστε να ξεφύγει από τον επιθεωρητή Ιαβέρη, που τον καταδιώκει ακόμα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει μια δυστυχισμένη γυναίκα, την ετοιμοθάνατη Φαντίνα. Η Φαντίνα απολύθηκε από το εργοστάσιό του όταν μαθεύτηκε ότι έχει εξώγαμο παιδί και, μετά από αυτό, δεν έχει άλλη διέξοδο από την πορνεία. Πριν πεθάνει τον παρακαλά να φροντίσει για το παιδί της, τη μικρή Τιτίκα. Η μοίρα παίζει, όμως, περίεργα παιχνίδια και έτσι όταν ένας άλλος άντρας κατηγορείται ότι είναι ο Γιάννης Αγιάννης, η συνείδηση του Κυρίου Μαγδαληνή τον αναγκάζει να αποκαλύψει την ταυτότητά του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και πάλι στα κάτεργα. Αυτή τη φορά όμως δραπετεύει γρήγορα.
Πρώτη του δουλειά είναι να βρει τη μικρή Τιτίκα, την οποία η Φαντίνα είχε εμπιστευθεί σε έναν διεφθαρμένο πανδοχέα, τον Θερναδιέρο, και την σκληρόκαρδη και εγωίστρια γυναίκα του. Πληρώνοντας ένα ποσό ο Αγιάννης παίρνει την Τιτίκα από το πανδοχείο των Θερναδιέρων και φεύγει μαζί της για το Παρίσι, όπου βρίσκουν στέγη σε ένα μοναστήρι, μετά από ανελέητο κυνηγητό από τον Ιαβέρη. Η μικρή Τιτίκα βρίσκει στο πρόσωπο του Αγιάννη έναν αληθινό πατέρα, ενώ ο Ιαβέρης συνεχίζει να τον αναζητεί.

Προσωπογραφία της Τιτίκας (Causette)
 από την αρχική έκδοση των Αθλίων το 1862

Δέκα χρόνια αργότερα, η Τιτίκα και ο Αγιάννης αφήνουν το μοναστήρι. Ένας φοιτητής, ο Μάριος Πομερσί, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του λόγω των δημοκρατικών του απόψεων, ερωτεύεται την Τιτίκα, η οποία είναι πλέον μια πανέμορφη κοπέλα. Οι Θεναρδιέροι, τώρα στο Παρίσι επικεφαλής αδίστακτης συμμορίας, ανακαλύπτουν την πραγματική ταυτότητα του Γιάννη Αγιάννη και σχεδιάζουν να τον ληστέψουν. Ο Μάριος μαθαίνει τα σχέδιά τους και καλεί την αστυνομία η οποία συλλαμβάνει τη συμμορία.
Ο Θερναδιέρος, έχοντας αποδράσει από τη φυλακή, ηγείται μιας συμμορίας ληστών με στόχο το σπίτι του Αγιάννη, κατά τη διάρκεια κρυφής συνάντησης εκεί του Μάριου και της Τιτίκας. Ωστόσο η Επονίνα, κόρη του Θερναδιέρου, η οποία είναι επίσης ερωτευμένη με το Μάριο, αναγκάζει τους ληστές να εγκαταλείψουν το σπίτι.
Εξεγερμένοι φοιτητές, υπό την αρχηγεία του Ενζολορά, προετοιμάζουν επανάσταση την παραμονή της εξέγερσης του Παρισιού στις 5-6 Ιουνίου του 1832, μετά από το θάνατο του στρατηγού Λαμάρκ, του μόνου Γάλλου ηγέτη που ενδιαφερόταν για τις λαϊκές τάξεις. Στην επανάσταση συμμετέχουν και οι φτωχοί, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού χαμινιού Γαβριά.
Την επόμενη μέρα, οι φοιτητές εξεγείρονται και δημιουργούν οδοφράγματα στα στενά του Παρισιού. Ο Αγιάννης μαθαίνοντας ότι ο αγαπημένος της Τιτίκας συμμετέχει στην εξέγερση, ενώνεται με τους φοιτητές, χωρίς να είναι σίγουρος αν θέλει να τον προστατεύσει ή να τον σκοτώσει. Η Επονίνα, που συμμετέχει στη εξέγερση για να προστατεύσει το Μάριο, καταλήγει να δεχτεί μία σφαίρα που προοριζόταν γι αυτόν και πεθαίνει ευτυχισμένη στα χέρια του. Μέσα στα οδοφράγματα ο Γιάννης Αγιάννης ξανασυναντά τον Ιαβέρη και ενώ του παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία να τον σκοτώσει και να σωθεί μια για πάντα από το ανελέητο κυνηγητό του, τον αφήνει ελεύθερο και τον σώζει από τα χέρια των φοιτητών που σκόπευαν να τον εκτελέσουν.
Μέσα στη μάχη ο Μάριος τραυματίζεται και χάνει τελείως τις αισθήσεις του. Ο Γιάννης Αγιάννης παίρνει τον Μάριο στους ώμους του διαφεύγοντας μέσω των υπονόμων. Στην έξοδο πέφτει πάνω στον Ιαβέρη, τον οποίο πείθει να του δώσει διορία για να επιστρέψει τον Μάριο στην οικογένειά του. Ο Ιαβέρης δέχεται, ενώ αντιλαμβάνεται ότι είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην πίστη του στο νόμο και στο έλεος που του έδειξε ο Αγιάννης. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει το δίλημμά του, αυτοκτονεί πέφτοντας στα νερά του Σηκουάνα και ο Αγιάννης μένει για πάντα ελεύθερος. Σύντομα ο Μάριος και η Τιτίκα παντρεύονται. Ο Αγιάννης χάνει τη θέληση του για τη ζωή, καθώς η Τιτίκα δεν τον χρειάζεται πλέον. Ο Μάριος, είναι πεπεισμένος ότι ο Αγιάννης είναι χαρακτήρας χαμηλού ηθικού αναστήματος και απομακρύνει την Τιτίκα από αυτόν. Μαθαίνει πολύ αργά, μετά από μια συνάντηση με τον Θεναρδιέρο,για τις καλές πράξεις του και σπεύδουν με την Τιτίκα στο σπίτι του, όπου βρίσκεται ετοιμοθάνατος. Ο Αγιάννης αποκαλύπτει το παρελθόν του στο ζευγάρι και στις τελευταίες του στιγμές ανακαλύπτει τελικά την ευτυχία με τη θετή του κόρη και τον γαμπρό του στο πλευρό του. Τους εκφράζει την αγάπη του και πεθαίνει.
Διαβάστε περισσότερο εδώ 






Η Παναγία των Παρισίων 


Η Παναγία των Παρισίων (γαλλικά: Notre-Dame de Paris) είναι ο τίτλος μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκώ, διαδραματιζόμενο την εποχή της Βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΑ' (1461 – 1483) και με κέντρο δράσης τον ομώνυμο ναό.
Η υπόθεση του μάλλον επικού αυτού δράματος παρά μυθιστορήματος παρουσιάζει ως ηρωίδα την τσιγγάνα Εσμεράλδα να χορεύει στο προαύλιο του ναού της "Παναγίας των Παρισίων" όταν προκαλεί την προσοχή του αρχιδιακόνου Κλαύδιου Φρολό, που φλεγόμενος από την επιθυμία να την κατακτήσει, προσπαθεί να την απαγάγει δια του κωδωνοκρούστη Καζιμόντο (σε ελληνική μετάφραση Κουασιμόδου), ενός τερατώδη κακάσχημου αλλά ρωμαλέου ανθρώπου. Η Εσμεράλδα κατορθώνει να αποφύγει την απαγωγή χάρις στην επέμβαση κάποιας ομάδας στρατιωτών υπό τον αξιωματικό Φοίβο Ντε Σατοπέρ, τον οποίο και συναντά λίγες μέρες μετά. Ο αρχηγός των τσιγγάνων σκοπεύει να κρεμάσει τον Φοίβο εκτός αν μία τσιγγάνα προσφερθεί να τον παντρευτεί, κάτι που κάνει η Εσμεράλδα, αλλά ο Φοίβος αρνείται. Κατόπιν όμως την ερωτεύεται. Αργότερα εμφανίζεται ο Αρχιδιάκονος που με μικρό εγχειρίδιο μαχαιρώνει το Φοίβο όταν τον βλέπει μαζί με την Εσμεράλδα και στη συνέχεια κατηγορεί ως φονιά την Εσμεράλδα. Αυτή προ του κινδύνου να θανατωθεί τελικά προτιμά το θάνατο παρά να παραδοθεί στις ορέξεις του ιερωμένου. Η Εσμεράλδα οδηγείται πρό της πύλης του Ναού όπου τότε επεμβαίνει ο Κουασιμόδος, που και αυτός την αγαπά με πάθος, και καταφέρνει και την εισάγει στο εσωτερικό του Ναού. Ο Φρολό καταφέρνει να την πάρει ξανά, καθώς ο Κουασιμόδος ήταν απασχολημένος σε μια επίθεση από τους τσιγγάνους, που δεν καταλαβαίνει ότι ήρθαν για να σώσουν την Εσμεράλδα. Ο Φρολό της προσφέρει ξανά την επιλογή να γίνει δικιά του, αλλά εκείνη διαλέγει το θάνατο. Την αφήνει στην Paquette la Chantefleurie, η οποία έχοντας είχε χάσει το παιδί της το οποίο θεωρούσαν ότι το απήγαγαν τσιγγάνοι, και είχε κλειστεί στο κάστρο. Εκεί ανακαλύπτει ότι η Εσμεράλδα είναι το χαμένο της παιδί. Δεν μπορεί να την προστατέψει, και οδηγείται στην κρεμάλα, ενώ ο Κουασιμόδος που γυρνώντας δεν την είχε βρει, τελικά τη βλέπει να πεθαίνει από το κωδονοστάσι, όπου και Φρολό παρακολουθούσε την εκτέλεση. Τον κατακρημνίζει ενώ θρηνεί το μόνο πράγμα που είχε αγαπήσει ποτέ του. Μετά χάνεται, και μόνο μετά από χρόνια όταν ανακαλύπτονται στο νεκροταφείο το μέρος που είχε ταφεί η Εσμεράλδα, βρήκαν το σκελετό του να αγκαλιάσει αυτόν της Εσμεράλδας. https://el.wikipedia.org/

Αποσπάσματα  

✦-Τ’ όνομά σου;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό. 
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

✦✦✦✦✦✦✦✦✦

✦…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. (…)

Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες.
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. (…) Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του.
Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την έκταση της χαράς του τις μέρες της μεγάλης καμπανοκρουσίας. Τη στιγμή που ο αρχιδιάκος τον άφηνε και του έλεγε: «Εμπρός, πήγαινε!», αυτός ανέβαινε την περιστροφική σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα απ’ όσο θα την κατέβαινε κάποιος άλλος. Ορμούσε ξεφυσώντας από την τρεχάλα στον εναέριο θάλαμο όπου βρισκόταν η χοντρή, βαριά καμπάνα, και στεκόταν μια στιγμή να την κοιτάξει με ευλάβεια και αγάπη, Ύστερα άρχιζε να της μιλά γλυκά, να τη χαϊδεύει παντού, σαν ένα καλό άλογο που το ετοιμάζουμε για να κάνει μεγάλο δρόμο. Την παρηγορούσε για τον κόπο που την περίμενε. Ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα χάδια φώναζε στους βοηθούς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα του πύργου, να αρχίσουν. Και τότε αυτοί κρεμιούνταν από τα σχοινιά, το μάγκανο έτριζε και το γιγαντιαίο μεταλλικό κουδούνι λικνιζόταν αργά. (…)
Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του.




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Αύριο την αυγή

Αύριο την αυγή, όταν η εξοχή παίρνει χρώμα λευκό,
Θα ξεκινήσω. Βλέπεις, το ξέρω πως με περιμένεις.
Θα φύγω για το δάσος, θα περάσω στο βουνό.
Άλλο μακριά δεν γίνεται να μένω και να μένεις.

Θα περπατήσω με τα μάτια μου σε σκέψεις καρφωμένα,
Χωρίς ν’ακούω θορύβους, ούτε τίποτα να βλέπω πέρα,
Μόνος και άγνωστος, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
Θλιμένος, και σαν νύχτα θά’ναι πια για μένα η μέρα.

Της νύχτας το χρυσάφι θ’αψηφήσω,
Και στα καράβια του Αρφλέρ τα ιστία δεν θα δω,
Μόνο όταν φτάσω, στο δικό σου μνήμα θ’ακουμπήσω
Ένα μπουκέτο από γκι και αγριολούλουδων ανθό.

(μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη)
(Γραμμένο το 1847 για την κόρη του που χάθηκε το 1843)


http://peopleandideas.gr/


✦✦✦✦✦✦✦✦
Άνδρας και Γυναίκα 

“Ο άνδρας είναι το πιο εξυμωμένο των πλασμάτων.
Η γυναίκα είναι το ύψιστο των ιδανικών.
Ο Θεός έκανε για τον άνδρα ένα θρόνο. Για τη γυναίκα ένα βωμό.
Ο θρόνος εκθειάζει, ο βωμός αγιάζει.
Ο άνδρας είναι ο εγκέφαλος, η γυναίκα η καρδιά.
Ο εγκέφαλος κατασκευάζει το φως, η καρδιά παράγει την αγάπη.
Το φως γονιμοποιεί. Η αγάπη ανασταίνει.
Ο άνδρας είναι δυνατός με τη λογική.
Η γυναίκα είναι ανίκητη με τα δάκρυα.
Η λογική πείθει. Τα δάκρυα συγκινούν.
Ο άνδρας είναι ικανός για όλους τους ηρωισμούς.
Η γυναίκα για όλα τα μαρτυρία.
Ο ηρωισμός εξευγενίζει, το μαρτύριο ανυψώνει.
Ο άνδρας έχει την ανωτερότητα.
Η γυναίκα την προτεραιότητα.
Η ανωτερότητα σημαίνει τη δύναμη,
Η προτεραιότητα αντιπροσωπεύει το δικαίωμα.
Ο άνδρας είναι ένας μεγαλοφυής, η γυναίκα ένας άγγελος.
Ο μεγαλοφυής είναι άπειρος. Ο άγγελος είναι ακαθόριστος.
Ο πόθος του άντρα είναι η ανωτάτη δόξα.
Ο πόθος της γυναίκας είναι η άκρα αρετή.
Η δόξα κάνει όλο το μεγάλο. Η αρετή κάνει όλο το θεϊκό.
Ο άνδρας είναι ένας κώδικας, η γυναίκα ένα ευαγγέλιο.
Ο κώδικας διορθώνει. Το ευαγγέλιο τελειοποιεί.
Ο άνδρας σκέπτεται. Η γυναίκα ονειρεύεται.
Το να σκέπτεται κανείς σημαίνει να έχει μια νύμφη στο κρανίο.
Το να ονειρεύεσαι σημαίνει να έχεις ένα φωτοστέφανο στο μέτωπο.
Ο άνδρας είναι ένας ωκεανός. Η γυναίκα είναι μια λίμνη.
Ο ωκεανός έχει το μαργαριτάρι που στολίζει, η λίμνη το ποίημα που θαμπώνει.
Ο άνδρας είναι ο αετός που πετάει. Η γυναίκα είναι το αηδόνι που τραγουδάει.
Το να πετάς σημαίνει να κυριαρχείς στο διάστημα.
Το να τραγουδάς σημαίνει να κατακτήσεις την ψυχή.
Ο άνδρας είναι ενός ναός, η γυναίκα είναι το ιερό.
Μπροστά στο ναό αποκαλυπτόμαστε.
Μπροστά στο ιερό γονατίζουμε.
Τελικά: ο άνδρας είναι τοποθετημένος εκεί που τελειώνει η γη.
Η γυναίκα εκεί που αρχίζει ο ουρανός.”

L’HOMME ET LA FEMME (το πρωτότυπο ποίημα στα Γαλλικά)

“L’homme est la plus élevée des créatures ;

La femme est le plus sublime des idéaux.

Dieu a fait pour l’homme un trône ; pour la femme un autel.

Le trône exalte ; l’autel sanctifie.

L’homme est le cerveau ; la femme le coeur.

Le cerveau fabrique la lumière ; le cœur produit l’Amour.

La lumière féconde ; l’Amour ressuscite.

L’homme est fort par la raison ;

La femme est invincible par les larmes.

La raison convainc ; les larmes émeuvent.

L’homme est capable de tous les héroïsmes ;

La femme de tous les martyres.

L’héroïsme ennoblit ; le martyre sublime.

L’homme a la suprématie ; la femme la préférence.

La suprématie signifie la force ;

La préférence représente le droit.

L’homme est un génie ; la femme un ange.

Le génie est incommensurable ; l’ange indéfinissable.

L’aspiration de l’homme, c’est la suprême gloire ;

L’aspiration de la femme, c’est l’extrême vertu.

La gloire fait tout ce qui est grand ; la vertu fait tout ce qui est divin.

L’homme est un Code ; la femme un Evangile.

Le Code corrige ; l’Evangile parfait.

L’homme pense ; la femme songe.

Penser, c’est avoir dans le crâne une larve ;

Songer, c’est avoir sur le front une auréole.

L’homme est un océan ; la femme est un lac.

L’Océan a la perle qui orne ; le lac, la poésie qui éclaire.

L’homme est un aigle qui vole ; la femme est le rossignol qui chante.

Voler, c’est dominer l’espace ; chanter, c’est conquérir l’Ame.

L’homme est un Temple ; la femme est le Sanctuaire.

Devant le Temple nous nous découvrons ; devant le Sanctuaire nous nous agenouillons.

Enfin pour finir : l’homme est placé où finit la terre ; la femme où commence le ciel.”

http://apotipomata.com/



✦✦✦✦✦✦✦✦


Το ελληνόπουλο

Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.


https://atexnos.gr/







ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ 

Εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή.

Μην μιμείσαι κανέναν και τίποτα. Το λιοντάρι που μιμείται ένα άλλο λιοντάρι γίνεται πίθηκος

Η πρωτόγονη εποχή ήταν λυρική, η κλασική επική και η σύγχρονη δραματική

Το να κάνεις παιδιά είναι σαν να παραδίνεις ομήρους στο πεπρωμένο

Ό,τι θα στεκόταν άσχημα σ’ ένα κήπο, είναι όμορφο σε ένα βουνό.

Η αρετή έχει βέλο ενώ η αμαρτία μάσκα.

Θέλεις ειρήνη; Φτιάξε αγάπη.

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια βιβλιοθήκη, όπως οι ευνούχοι έχουν ένα χαρέμι.

Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της.

Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται.

http://www.gnomikologikon.gr/



ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ 

 Η πόλη με την ερειπωμένη γέφυρα (1847).



la- tour des rats-1847



 Mushroom-1850





Ermitage rock in an imaginary landscape-1855





Marine terrace with initials-1855



 Twilight-1855


Old-house-1856


4 σχόλια:

  1. Υπέροχη παρουσίαση! Τη χαρακτηρίζει η πληρότητα η σαφήνεια του λόγου, το ενδιαφέρον της αλλήλουχίας των καταχωρήσεων, ο επιτυχής συγκερασμού λόγου και εικόνων! Όλα όσα θέλεις να μάθεις για τον Βίκτωρα Ουγκώ ξεδιπλώνονται μπροστά μας για γνωριμία με το περιεχόμενό τους - ποτέ δεν τα ξέρουμε όλα- και μας κρατούν σε ενδιαφέρον μέχρι τέλους! Συγχαρητήρια εξαιρετική κ. Γεωργία Κοτσόβολου για την υπεροχη δουλειά σου και όσα προσφέρεις στη μάθηση και επικοινωνία γενικότερα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εξαιρετικό το αφιέρωμα Γεωργία μου !! Από κάθε άποψη !
    πολλά Μπράβο !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή