Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Τζέιμς Τζόυς - James Joyce ( 2 Φεβρουαρίου 1882 - 13 Ιανουαρίου 1941 )


Ο Τζέιμς Τζόυς (James Augustine Aloysius Joyce, 2 Φεβρουαρίου 1882 - 13 Ιανουαρίου 1941) ήταν Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, δημιουργός του μυθιστορήματος Οδυσσέας (1922) και Finnegans Wake (1939). Παρά την καταγωγή του, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκτός Ιρλανδίας.
Ο Τζόυς γεννήθηκε το 1882 στο Δουβλίνο σε μία μάλλον τυπική Ιρλανδική οικογένεια, της οποίας αποτελούσε το μεγαλύτερο σε ηλικία από τα συνολικά δέκα παιδιά. Ο πατέρας του, John Stanislaus Joyce, ήταν αντικληρικός και φιλελεύθερος ενώ η μητέρα του, Mary "May" Murray, φανατικά καθολική. Στα πολύ νεανικά χρόνια του Τζόυς, η οικογένεια του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύπορη αλλά το 1891, εξαιτίας των κακών οικονομικών χειρισμών σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό του πατέρα του, οδηγήθηκε στην πτώχευση. Οι πρώτες σπουδές του Τζόυς πραγματοποιήθηκαν το 1888 στο κολέγιο Clongowes Wood το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής των διδάκτρων. Για ένα σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ' οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers(Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι τη στιγμή που του προσφέρθηκε μία θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο σπούδασε, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Τζόυς αρνήθηκε τον καθολικισμό.

In Paris, 1924.
Portrait by Patrick Tuohy.
Το 1898, ο Τζόυς γράφτηκε στο κολέγιο του Δουβλίνου University College Dublin όπου σπούδασε κυρίως αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Το 1900 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά κείμενο του, στην εφημερίδα Fortni και ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ο ίδιος ολοκλήρωσε τουλάχιστον δύο θεατρικά έργα, τα οποία όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ιατρική σχολή του Δουβλίνου, ωστόσο ταξίδεψε στο Παρίσι όπου σύντομα εγκατέλειψε την ενασχόληση του με τις ιατρικές σπουδές. Το διάστημα από τις 11 Νοεμβρίου του 1902 μέχρι τις 19 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύτηκαν συνολικά 23 κριτικές βιβλίων από τον Τζόυς, σε εφημερίδα του Δουβλίνου.

Άγαλμα του Τζόυς
στο Δουβλίνο.
Τον Απρίλιο του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς τού έγινε γνωστό πως η μητέρα του έπασχε από καρκίνο ενώ ο θάνατός της επήλθε λίγους μήνες αργότερα, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Τζόυς. Τον Ιανουάριο του 1904 ολοκλήρωσε το δοκίμιο A Portrait of the Artist (Το πορτρέτο του καλλιτέχνη), η δημοσίευση του οποίου όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα, ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Στήβεν ο Ήρωας (Stephen Hero), έργο που αργότερα έμεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του Τζόυς με την Νόρα Μπάρνακλ, την οποία ερωτεύτηκε και με την οποία αργότερα εγκατέλειψε την Ιρλανδία. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη, όπου ο Τζόυς εργάστηκε ως δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Στις 27 Ιουλίου του 1905, ο Τζόυς και η σύντροφός του απέκτησαν τον πρώτο τους γιο, Giorgio. Στην Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια, με μία διακοπή ενός έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906, εγκαταστάθηκαν με την οικογένεια του στην Ρώμη όπου εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Ο Τζόυς επισκεπτόταν περιοδικά το Δουβλίνο, ενώ το 1909 δραστηριοποιήθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα επιχειρηματικά, προσπαθώντας σε συνεργασία με άλλους επιχειρηματίες να λειτουργήσουν κινηματογράφους στην Ιρλανδία. Σύντομα ο Τζόυς εγκατέλειψε το εγχείρημα και επέστρεψε στην Τεργέστη αφού όμως προηγουμένως είχει υπογράψει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Maunsel & Co. για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Δουβλινέζοι. Τελικά όμως το έργο αυτό τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και το μυθιστόρημα του Τζόυς Το Πορτρέτο του καλλιτέχνη, στο περιοδικό Egoist, ενώ η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1916 στη Νέα Υόρκη και το 1917 στο Λονδίνο.

Joyce aged six, 1888

Το 1914 ο Τζόυς ξεκίνησε την συγγραφή του σημαντικότερου ίσως βιβλίου του, του Οδυσσέα. Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Το 1922 εκδόθηκε ο Οδυσσέας ενώ την ίδια περίπου περίοδο ο Τζόυς άρχισε την επεξεργασία του Finnegans Wake, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Transatlantic Review για πρώτη φορά το 1924. Η τελική επίσημη έκδοση του έργου χρονολογείται στα 1939, χάρη στις προσπάθειες των Maria και Eugene Jolas, που ενθάρυναν τον Τζόυς σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου και παρά τις απογοητεύσεις του ιδίου εξαιτίας της αρχικής υποδοχής του.
Στις 14 Δεκεμβρίου του 1940, ο Τζόυς και η οικογένεια του εγκατέλειψαν το Παρίσι για τη Ζυρίχη, όπου ένα μήνα αργότερα πέθανε από πολύ προχωρημένο έλκος.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς και ανανεωτές της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η πρώτη γνωστή μετάφραση έργου του Τζέιμς Τζόυς εμφανίστηκε στο τεύχος Γενάρη-Φεβρουαρίου- Μαρτίου 1936 του περιοδικού 3ο Μάτι . Στο τεύχος αυτό ο Τάκης Παπατσώνης παρουσίασε μέρος από την αρχή του μονολόγου της κυρίας Μπλούμ (18ο Κεφάλαιο του Οδυσσέα). Η δεύτερη μετάφραση δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Κοχλίας και είναι πάλι από τον Οδυσσέα και είναι ένα σύντομο απόσπασμα από το 6ο Κεφάλαιο.
Το 1945 στο περιοδικό Νέα Εστία ξεκινάει η δημοσίευση του Νεκρού της τελευταίας νουβέλας των Δουβλινέζων. Η δημοσίευση θα ολοκληρωθεί σε πέντε τεύχη.Το πρώτο μέρος θα δημοσιευθεί στο τεύχος 427 (Απρίλιος 1945).

Joyce in Zurich, c. 1918

Σημαντικότερα έργα

Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη

Το μυθιστόρημα Το Πορτραίτο του καλλιτέχνη βασίστηκε στο ημιτελές έργο του Τζόυς Στήβεν ο ήρωας και θεωρείται προϊόν επανεπεξεργασίας του. Περιέχει κυρίως αυτοβιογραφικά στοιχεία και περιγράφει την διαδικασία εξέλιξης και ωρίμανσης του ήρωα του βιβλίου, που αποτελεί ουσιαστικά τον ίδιο τον συγγραφέα. Σε αυτό το έργο, διακρίνονται τεχνικά ή υφολογικά στοιχεία, που αργότερα θα αποτελέσουν χαρακτηριστικά συστατικά της λογοτεχνίας του Τζόυς. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε στις 29 Δεκεμβρίου του 1916 στη Νέα Υόρκη και αργότερα εκδόθηκε στο Λονδίνο, στις 12 Φεβρουαρίου του 1917.

Οι εξόριστοι

Ο Τζόυς ενδιαφέρθηκε από αρκετά νεαρή ηλικία για το θέατρο αλλά οι Εξόριστοι (Exiles) αποτελούν το μοναδικό θεατρικό του έργο που εκδόθηκε (1918). Η περισσότερο πετυχημένη απόδοσή του θεωρείται εκείνη του Χάρολντ Πίντερ το 1970 και 1971.

Finnegans Wake

Ο Τζόυς ξεκίνησε τη συγγραφή του Finnegans Wake ( το Ξύπνημα του Φίνεγκαν) περίπου το 1923 αν και την εποχή εκείνη αναφερόταν ως Έργο εν προόδω. Το 1926 είχαν ολοκληρωθεί τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου και την ίδια χρονιά, οι Eugene και Maria Jolas, προσφέρθηκαν για την δημοσίευσή τους σε συνέχειες, στο περιοδικό transition. Τα επόμενα χρόνια, ο Τζόυς επιτάχυνε την συγγραφή του έργου ωστόσο διάφορα γεγονότα όπως ο θάνατος του πατέρα του (1930) ή προσωπικά προβλήματα υγείας, καθυστέρησαν την ολοκλήρωσή του.
Η αρχική υποδοχή του Finnegans Wake περιλάμβανε αρκετές αρνητικές κριτικές, ακόμα και από φίλους ή υποστηρικτές του έργου του, όπως ήταν ο Έζρα Πάουντ. Για το λόγο αυτό αρκετοί συγγραφείς όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ υποστήριξαν το έργο μέσω κριτικών που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής. Ο Τζόυς αποφάσισε για τον τελικό τίτλο του έργου το 1929 ενώ τελικά το βιβλίο εκδόθηκε στις 4 Μαΐου του 1939.
Με το Finnegans Wake, ο Τζόυς εγκατέλειψε κάθε είδους σύμβαση σχετικά με την χάραξη μιας πλοκής ή την δημιουργία χαρακτήρων. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, προσομοιώνοντας κατά κάποιο τρόπο την συνειρμική ακολουθία ενός ονείρου. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελούν ακόμα τα πολλά λογοπαίγνια που κατασκευάζει ο Τζόυς, σε διάφορες γλώσσες. Στο έργο αυτό, ο Τζόυς αποδομώντας καταλυτικά κάθε γνωστή μέχρι τότε γλωσσική σύμβαση, δημιούργησε μια γλώσσα προσωπική και συνάμα παγκόσμια, προσπάθησε να αποδώσει, μέσω των πολύσημων αναφορών του, τον πλούτο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.



Δουβλινέζοι

Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων, ο Τζόυς αναλύει την κοινωνία του Δουβλίνου βασιζόμενος κυρίως στις εμπειρίες της νεότητάς του. Περιγράφει μια πόλη υπό το καθεστώς "παράλυσης" και με τους χαρακτήρες του, να αδυνατούν να ανακαλύψουν ένα νόημα στη ζωή τους. Στο διήγημα Αραβία, διαφαίνεται και η άρνηση του Τζόυς απέναντι στην Εκκλησία. Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 1904, περίοδο κατά την οποία ο ίδιος εγκατέλειπε την Ιρλανδία και εκδόθηκε τελικά στην Αγγλία το 1914, έπειτα από αρκετές δυσκολίες.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο διήγημα της συλλογής, Ο Νεκρός, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη.

Η ψυχρή ατμόσφαιρα της κάμαρας πάγωνε τους ώμους του. Τεντώθηκε με προσοχή και ξάπλωσε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, πλάι στη γυναίκα του. Όλα, ένα ένα, γίνονταν σκιές. Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου μεγάλου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γεράματα. Σκέφτηκε πως είχε κλείσει μέσα στην καρδιά της τόσα χρόνια, η γυναίκα που κοιμόταν πλάι του, την εικόνα των ματιών του αγαπημένου της, όταν της είχε πει πως δεν ήθελε να ζήσει.
Μεγαλόψυχα δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι για καμιά γυναίκα, αλλά καταλάβαινε πως αυτό ήταν η πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν πιο πυκνά στα μάτια του, και μέσα στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως έβλεπε τη μορφή ενός νέου να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε. Άλλες μορφές ήταν εκεί κοντά. Η ψυχή του είχε πλησιάσει σε εκείνη την περιοχή που κατοικούν τα πλήθη των νεκρών. Αντιλαμβανόταν τη δύστροπη, τρεμουλιαστή ύπαρξη τους, αλλά δεν μπορούσε να την κατανοήσει. Η ίδια του η οντότητα ξεθώριαζε μέσα σ’ έναν γκρίζο άυλο κόσμο: ακόμη κι ο στέρεος κόσμος που αυτοί οι νεκροί είχαν κάποτε οικοδομήσει κι είχαν ζήσει μέσα του, διαλυόταν και χάνονταν.
Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ξανάρχιζε να χιονίζει. Κοιτούσε νυσταγμένος τις νιφάδες, ασημιές και θαμπές, να πέφτουν λοξά στο φως του φαναριού. Είχε έρθει γι’ αυτόν ο καιρός να ξεκινήσει για το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντού, σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία. Έπεφτε σε κάθε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λόφους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ οβ Άλεν, κι ακόμα πιο πέρα δυτικά, έπεφτε μαλακά στα θολά, ανταριασμένα κύματα του Σάνον. Έπεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πάνω στο λόφο, εκεί που κειτόταν θαμμένος ο Μάικλ Φάρεϋ. Στοιβαζόταν πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπετρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκάθια. Το είναι του ατονούσε σιγά σιγά, όσο άκουγε το χιόνι να πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του οριστικού τέλους πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς
Πηγή αποσπάσματος  : http://3pointmagazine.gr/



Οδυσσέας

Ο Οδυσσέας αποτελεί πιθανώς το δημοφιλέστερο έργο του Τζόυς καθώς επίσης και το πλέον αντιπροσωπευτικό του ύφους του. Η συγγραφή του άρχισε το 1914, ολοκληρώθηκε περίπου τον Οκτώβριο του 1921 και το βιβλίο εκδόθηκε το 1922, την ημέρα των γενεθλίων του Τζόυς, από το βιβλιοπωλείο Shakespeare and Company. Από το 1918, με τη βοήθεια του Έζρα Πάουντ, αποσπάσματα του Οδυσσέα είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται στο περιοδικό The Little Review.
Στον Οδυσσέα, ο Τζόυς χρησιμοποίησε σχεδόν όλες τις τεχνικές της μυθιστορηματικής πρακτικής, με πλήθος αναφορών στη δυτική λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη μυθολογία και τη γλώσσα της μεσαιωνικής Ιρλανδίας και της αρχαίας Ελλάδας καθώς επίσης και στην Οδύσσεια του Ομήρου. Το έργο αποτελείται από συνολικά 18 κεφάλαια, μέσα στα οποία ο Τζόυς περιγράφει μία ημέρα από την ζωή του κεντρικού ήρωα. Αποτελεί ένα ιδιόρρυθμο οδοιπορικό στο Δουβλίνο, το οποίο λαμβάνει χώρα σε διάστημα μίας ημέρας.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του μυθιστορήματος είναι η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Τζόυς προκειμένου να αναπτύξει λεπτομερώς τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των χαρακτήρων του έργου. Κάθε κεφάλαιο εμφανίζει διαφοροποίηση στο ύφος της αφήγησης ενώ συνδέεται επίσης με ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της Ομηρικής Οδύσσειας. Ο ποιητής Τ.Σ Έλιοτ, σε μία κριτική του έγραψε για τον Οδυσσέα πως "αποτελεί τη σημαντικότερη έκφραση που θα μπορούσε να βρει η εποχή μας".
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (Οδυσσέας ) και στο θέατρο, με διάρκεια πλέον των δεκαοκτώ ωρών.

Ο Οδυσσέας αφηγείται τις περιπλανητικές συναντήσεις του Λέοπολντ Μπλουμ(D/R) στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης ημέρας, της 16ης Ιουνίου 1904.Ο πρωτότυπος τίτλος Ulysses αποτελεί εκλατινισμό του ονόματος του Οδυσσέα, του ήρωα της Οδύσσειας, του επικού ποιήματος του Ομήρου, και το μυθιστόρημα θέτει μια σειρά από παραλληλισμούς ανάμεσα στο ποίημα και το μυθιστόρημα, με δομικές αντιστοιχίες μεταξύ των χαρακτήρων και των εμπειριών του Λέοπολντ Μπλουμ και του Οδυσσέα, της Μόλι Μπλουμ(D/R) και της Πηνελόπης, και του Στίβεν Δαίδαλου και του Τηλέμαχου αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιεί γεγονότα και θεματολογία του μοντερνισμού, του Δουβλίνου και της σχέση της Ιρλανδίας με την Βρετανία στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μυθιστόρημα μιμείται γραφές αιώνων της αγγλικής λογοτεχνίας και κάνει, έντονα, νύξεις σε άλλα έργα.
Έχει μήκος περίπου 265.000 λέξεων και διαιρείται σε δεκαοχτώ επεισόδια. Από τη δημοσίευσή του, το βιβλίο έχει τοποθετηθεί στο μικροσκόπιο ακαδημαϊκών και άλλων κύκλων και έχει αποτελέσει αιτία αντιπαραθέσεων, που κυμαίνονται από δίκες για την αισχρότητά του μέχρι παρατεταμένες διαμάχες ως προς το περιεχόμενό του, αναφερόμενες ως «Πόλεμοι Τζόις» (Joyce Wars). Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου στον Οδυσσέα, η προσεκτική δόμηση και η πειραματική πεζογραφία, γεμάτη λογοπαίγνια(D/R), παρωδίες και νύξεις(D/R), καθώς και η πλούσια χαρακτηροποίησή(D/R) του και το ευρύ του χιούμορ, έκανε το μυθιστόρημα να θεωρείται ένα άκρως αξιόλογο ,στο πάνθεον του μοντερνισμού. Οι οπαδοί του Τζόις ανά τον κόσμο γιορτάζουν την 16η Ιουνίου ως Bloomsday.


Δομή

Ο Tζόις χώρισε τον Οδυσσέα σε 18 επεισόδια. Με μια πρώτη ματιά αρκετό μέρος του βιβλίου μπορεί να δείχνει αδόμητο και χαοτικό. Ο Τζόις είχε δηλώσει, «έχω βάλει τόσα πολλά αινίγματα και γρίφους που θα κρατήσουν τους μελετητές απασχολημένους για αιώνες να επιχειρηματολογούν για το τι εννοούσα», κάτι που θα χάριζε στο μυθιστόρημα «αθανασία». Τα δύο σχήματα που δημοσίευσαν ο Στιούαρτ Γκίλμπερτ(D/R) και ο Χέρμπερτ Γκόρμαν μετά την έκδοση του βιβλίου, ώστε να υπερασπιστούν τον Τζόις στις κατηγορίες για αισχρότητα του έργου, έκαναν τις συνδέσεις με την Οδύσσεια ξεκάθαρες, ενώ επιπρόσθετα εξήγησαν την εσωτερική δομή του έργου.
Κάθε επεισόδιο του Οδυσσέα έχει ένα θέμα, μια τεχνική, και μια αντιστοιχία μεταξύ των χαρακτήρων του και αυτών της Οδύσσειας. Το αρχικό κείμενο δεν περιελάμβανε τους τίτλους των επεισοδίων και τις αντιστοιχίες, αλλά αντίθετα αυτά προέρχονται από το σχήμα του Τζόις προς τον Κάρλο Λινάτι(D/R) και αυτό προς τον Γκίλμπερτ(D/R). Ο Τζόις αναφερόταν στα επεισόδια με τους ομηρικούς τους τίτλους στις επιστολές του. Πήρε την ιδιόμορφη απόδοση ορισμένων τίτλων, όπως του Nausikaa (αντί του Nausicaa όπως αποδίδεται στα λατινικά συνήθως η Ναυσικά) και του Telemachiad (αντί του Telemachy, όπως αποδίδονται στα λατινικά τα Τηλεμάχεια) από την δίτομη έκδοση του Βικτόρ Μπεράρ Les Phéniciens et l'Odyssée που συμβουλεύτηκε το 1918 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της Ζυρίχης(D/R).

Μέρος Ι: Τα Τηλεμάχεια
Επεισόδιο 1, Τηλέμαχος

Είναι 8 π.μ.. Ο Μπακ Μάλιγκαν, ένας ζωηρά ενεργητικός φοιτητής της ιατρικής, καλεί τον Στίβεν Δαίδαλο (έναν νεαρό συγγραφέα που αποτελεί και το κύριο θέμα του πρώτου μυθιστορήματος του Τζόις, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία(D/R)) να έρθει στην οροφή του πύργου Sandycove Martello(D/R), όπου κατοικούν αμφότεροι. Υπάρχει ένταση μεταξύ τους, απόρροια ενός σκληρού σχολίου που έκανε ο Μάλιγκαν για την πρόσφατα αποθανούσα μητέρα του Στίβεν, Μέι Δαίδαλου, και το οποίο κρυφάκουσε ο τελευταίος, αλλά και επειδή ο Μάλιγκαν προσκάλεσε έναν μαθητή αγγλικών, τον Χάινς, να μείνει μαζί τους. Οι τρεις άνδρες τρώνε πρωινό και περπατάνε ως την ακτή, όπου ο Μάλιγκαν απαιτεί από τον Στίβεν το κλειδί του πύργου και ένα δάνειο. Φεύγοντας, ο Στίβεν δηλώνει ότι δεν θα επιστρέψει απόψε στον πύργο, καθώς ο «σφετεριστής» Μάλιγκαν τον κατέλαβε.

Επεισόδιο 2, Νέστωρ

Ο Στίβεν διδάσκει στην τάξη μάθημα ιστορίας για τις νίκες του Πύρρου της Ηπείρου. Μετά το μάθημα, ένας μαθητής, ο Κύριλλος Σαργκέντ, μένει στην τάξη ώστε ο Στίβεν να του δείξει πώς να κάνει μια σειρά από ασκήσεις αριθμητικής. Ο Στίβεν κοιτάει τον αισθητικά αποκρουστικό Σαργκέντ και προσπαθεί να φανταστεί την αγάπη της μητέρας του Σαργκέντ για τον γιο της. Έπειτα, ο Στίβεν επισκέπτεται τον διευθυντή του σχολείου Γκάρετ Ντέζι, από τον οποίο εισπράττει τον μισθό του και ένα γράμμα για να το παραδώσει στα γραφεία μιας εφημερίδας για εκτύπωση. Οι δύο τους συζητούν για την ιρλανδική ιστορία και τον ρόλο των Εβραίων στην οικονομία. Καθώς ο Στίβεν αποχωρεί, ο Ντέζι κάνει ένα τελικό υποτιμητικό σχόλιο εναντίον των Εβραίων, δηλώνοντας ότι η Ιρλανδία δεν έχει ποτέ διώξει εκτενώς τους Εβραίους, επειδή ποτέ δεν τους είχαν αφήσει να μπουν στη χώρα. Το επεισόδιο αυτό είναι η πηγή για κάποια από τα πιο διάσημα αποφθέγματα του έργου, όπως τον ισχυρισμό του Δαίδαλου πως «η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω» και ότι ο Θεός είναι «μια κραυγή στο δρόμο».

Επεισόδιο 3, Πρωτέας

Ο Στίβεν καταλήγει στην παραλία Σάντιμαουντ Στραντ(D/R) όπου αφήνεται στην απόγνωση και την δυστυχία του, στοχάζεται πάνω σε διάφορες φιλοσοφικές ιδέες και σκέφτεται έντονα την οικογένειά του, τη ζωή του ως φοιτητής στο Παρίσι και το θάνατο της μητέρας του. Καθώς ο Στίβεν αναπολεί και συλλογίζεται, ξαπλώνει πάνω σε κάτι βράχους, παρατηρεί ένα ζευγάρι και έναν σκύλο, γράφει σχεδόν με μουτζούρες ορισμένες ιδέες για ποίηση, σκαλίζει τη μύτη του και κατουράει πίσω από ένα βράχο. Αυτό το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από την αφηγηματική τεχνική του εσωτερικού μονολόγου(D/R), ενός εσωτερικού μονολόγου στον οποίο οι ιδέες που εστιάζει ο χαρακτήρας εναλλάσσονται με άγριο τρόπο. Το μορφωτικό επίπεδο του Στίβεν γίνεται εμφανές από τις πολλές αινιγματικές αναφορές και τις ξένες φράσεις που χρησιμοποιεί σε αυτό το επεισόδιο, λογοτεχνικά στοιχεία που έχουν κάνει αυτό το κεφάλαιο να κερδίσει την φήμη ως ένα από τα πιο δύσκολα του βιβλίου.

Μέρος ΙΙ: Η Οδύσσεια
Επεισόδιο 4, Καλυψώ

Η αφήγηση αλλάζει απότομα. Η ώρα είναι και πάλι 8 π.μ., αλλά η δράση έχει μεταφερθεί στην πόλη, στον δεύτερο πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Λέοπολντ Μπλουμ, έναν εν μέρη Εβραίο διαφημιστή. Ο Μπλουμ, αφού αρχίζει να ετοιμάζει πρωινό, αποφασίζει να πάει στον χασάπη για να αγοράσει ένα νεφρά χοίρου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, ετοιμάζει πρωινό και το φέρνει μαζί με την αλληλογραφία στη γυναίκα του Μόλι που χαλαρώνει στο κρεβάτι. Ένα από τα γράμματα είναι από τον οργανωτή των συναυλιών της, Μπλέιζις Μπόιλαν, με τον οποίο η Μόλι διατηρεί δεσμό. Ο Μπλουμ γνωρίζει ότι η Μόλι θα υποδεχθεί τον Μπόιλαν στο κρεβάτι της αργότερα την ίδια μέρα, και αυτή η σκέψη τον βασανίζει. Έπειτα ο Μπλουμ διαβάζει ένα γράμμα από την κόρη τους, Μίλι Μπλουμ, η οποία του περιγράφει την πρόοδό της στην επιχείρηση φωτογραφίας της στο Μούλινγκαρ(D/R). Το κεφάλαιο κλείνει με τον Μπλουμ να αφοδεύει στο αποχωρητήριο έξω από το σπίτι, διαβάζοντας ένα περιοδικό ονόματι Matcham’s Masterstroke του κυρίου Φιλίπ Μπεφώ.

Επεισόδιο 5, Λωτοφάγοι

Ο Μπλουμ φτάνει στο ταχυδρομείο της οδού Γουέστλαντ Ρόου(D/R), όπου λαμβάνει ένα ερωτικό γράμμα από κάποια «Μάρθα Κλίφορντ» που απευθύνεται στον Μπλουμ με το ψευδώνυμο «Χένρι Φλάουερ» (Henry Flower). Συναντά έναν γνωστό του, και κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, ο Μπλουμ προσπαθεί να πάρει μάτι μια γυναίκα που φοράει καλτσοδέτες, αλλά τον εμποδίζει ένα διερχόμενο τραμ. Αργότερα, διαβάζει το γράμμα και σκίζει το φάκελο σε ένα σοκάκι. Περιπλανιέται σε μια καθολική εκκλησία και συλλογίζεται περί θεολογίας. Ο ιερέας έχει τα γράμματα I.N.R.I. ή I.H.S. στην πλάτη του. Η Μόλι είχε πει στον Μπλουμ, ότι σήμαιναν I Have Sinned (έχω αμαρτήσει) ή I Have Suffered (έχω υποφέρει) και Iron Nails Ran In (σιδερένια καρφιά μπήχτηκαν). Πηγαίνει σε ένα φαρμακείο όπου αγοράζει μια πλάκα από σαπούνι με άρωμα λεμόνι. Στη συνέχεια συναντά έναν άλλο γνωστό του, τον Μπάνταμ Λάιονς, που κατά λάθος πιστεύει ότι του προσφέρει κάποια συμβουλή για το αγωνιστικό άλογο Trowaway. Τέλος, ο Μπλουμ κατευθύνεται προς τα λουτρά.

Επεισόδιο 6, Άδης

Το επεισόδιο ξεκινά με τον Μπλουμ να ανεβαίνει σε μια άμαξα μαζί με τρεις άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του Στίβεν. Η άμαξα κατευθύνεται προς το μέρος που θα τελεστεί η κηδεία του Πάντι Ντίγκναμ και στον δρόμο οι επιβαίνοντες κουβεντιάζουν. Στην άμαξα επιβαίνουν και ο Στίβεν και Μπλέιζις Μπόιλαν. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις διάφορες μορφές θανάτου και ταφής, ενώ ο Μπλουμ είναι απορροφημένος σε σκέψεις του γιου του, Ρούντι και την αυτοκτονία του πατέρα του. Εισέρχονται στο παρεκκλήσι και στη συνέχεια αποχωρούν μαζί με το κάρο του φέρετρου. Ο Μπλουμ βλέπει έναν μυστηριώδη άνδρα που φοράει μια αδιάβροχη καπαρντίνα(D/R) κατά τη διάρκεια της ταφής. Ο Μπλουμ συνεχίζει τη βαθιά σκέψη του για τον θάνατο, αλλά στο τέλος του επεισοδίου απορρίπτει νοσηρές σκέψεις για να αγκαλιάσει την «ζεστή και ζωηρή ζωή».

Επεισόδιο 7, Αίολος

Στα γραφεία της Freeman's Journal(D/R), μιας εφημερίδας της Ιρλανδίας, ο Μπλουμ προσπαθεί να βάλει μια αγγελία. Αν και αρχικά ενθαρρύνεται από τον εκδότη, τελικά δεν τα καταφέρνει. Ο Στίβεν καταφθάνει στα γραφεία κρατώντας το γράμμα της Ντέιζι σχετικά με τον αφθώδη πυρετό (αγγλικά: foot and mouth disease‎, αρρώστια του ποδιού και του στόματος), αλλά ο Στίβεν και ο Μπλουμ δεν συναντιούνται. Ο Στίβεν οδηγεί τον εκδότη και τους υπόλοιπους σε μια παμπ, και στο δρόμο αφηγείται ένα ανέκδοτο σχετικά με «δύο Δουβλινέζες παρθένες». Το επεισόδιο αυτό είναι χωρισμένο σε μικρά τμήματα, με κάθε τμήμα να έχει έναν τίτλο που μοιάζει με τίτλο εφημερίδας, και χαρακτηρίζεται από πληθώρα ρητορικών σχημάτων και τεχνικών.

Επεισόδιο 8, Λαιστρυγόνες

Οι σκέψεις του Μπλουμ γύρω από το φαγητό καθώς πλησιάζει η ώρα του μεσημεριανού. Συναντά μια παλιά του αγάπη και ακούει τα νέα της εγκυμοσύνης της Μίνα Πιούρφοϊ (Mina Purefoy). Μπαίνει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Burton, όπου αηδιάζει από το θέαμα των ανθρώπων που τρώνε σαν ζώα. Φεύγει λοιπόν και πηγαίνει στην παμπ «Davy Byrne's»(D/R), όπου παίρνει ένα σάντουιτς με τυρί γκοργκοντζόλα και ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας, και αναλογίζεται τις πρώτες ημέρες της σχέσης του με τη Μόλι και το πώς ο γάμος έχει αρχίσει να μην πηγαίνει καλά: «Εγώ. Και εγώ τώρα». Οι σκέψεις του Μπλουμ περνούν τώρα στο τι τρώνε και πίνουν οι θεές και οι θεοί. Αναλογίζεται αν τα αγάλματα των αρχαίων στο Εθνικό Μουσείο(D/R) έχουν πρωκτό όπως και οι θνητοί. Φεύγοντας από το μπαρ ο Μπλουμ πηγαίνει προς το μουσείο, αλλά βλέπει τον Μπόιλαν απέναντι, στον δρόμο, και πανικοβλημένος, ορμά μέσα στη στοά απέναντι από το μουσείο.

Επεισόδιο 9, Σκύλλα και Χάρυβδη

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη(D/R), ο Στίβεν εξηγεί σε διάφορους μελετητές τη θεωρία του για τα έργα του Σαίξπηρ, ειδικά τον Άμλετ, για τα οποία ισχυρίζεται ότι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μοιχεία της συζύγου του Σαίξπηρ(D/R). Ο Μπλουμ μπαίνει στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να αναζητήσει ένα παλιό αντίγραφο της διαφήμισης που προσπαθεί να τοποθετήσει. Το επεισόδιο τελειώνει με τον Μπλουμ να συναντά τον Στίβεν για λίγο και εν αγνοία του.

Επεισόδιο 10, Πλαγκταί

Σε αυτό το επεισόδιο, δεκαεννέα σύντομες ιστορίες απεικονίζουν τις περιπλανήσεις διάφορων χαρακτήρων, κύριων και μικρότερων, στους δρόμους του Δουβλίνου. Το επεισόδιο τελειώνει με μια περιγραφή της διαδρομής του διοικητή της Ιρλανδίας, Γουίλιαμ Γουόρντ, Κόμη του Ντάντλεϊ, μέσα από τους δρόμους, όπου συναντά διάφορους χαρακτήρες από το μυθιστόρημα.

Επεισόδιο 11, Σειρήνες

Σε αυτό το επεισόδιο, το οποίο κυριαρχείται από τα μοτίβα της μουσικής, ο Μπλουμ έχει δείπνο με το θείο του Στήβεν σε ένα ξενοδοχείο, ενώ η γυναίκα του, η Μόλλυ, βγαίνει ραντεβού με τον εραστή της, Μπλέϊζις Μπόιλαν. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, ο Μπλουμ κοιτά τη σαγηνευτική μπαργούμαν και ακούει τον πατέρα του Στήβεν και τους άλλους να τραγουδούν.

Επεισόδιο 12, Κύκλωπες

Αυτό το κεφάλαιο είναι η αφήγηση από ανώνυμο κάτοικο του Δουβλίνου. Ο αφηγητής πηγαίνει στην παμπ Μπάρνι Κίρναν όπου συναντά έναν χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται μόνο ως «Πολίτης». Όταν ο Λέοπολντ Μπλουμ μπαίνει στο μπαρ, τσακώνεται με τον Πολίτη, ο οποίος είναι ένας σκληρός Ιρλανδός επαναστάτης και αντι-Σημίτης. Το επεισόδιο τελειώνει με τον Μπλουμ να θυμίζει στον Πολίτη ότι ο Σωτήρας του ήταν Εβραίος. Όταν ο Μπλουμ φεύγει από το μπαρ, ο Πολίτης, θυμωμένος, ρίχνει ένα κουτί μπισκότων προς τον Μπλουμ, αλλά δεν τον πετυχαίνει. Το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες αναφορές σε φωνές άλλες από αυτές του ανώνυμου αφηγητή: περιλαμβάνονται τμήματα με νομική ορολογία, βιβλικές περικοπές, και στοιχεία από την Ιρλανδική μυθολογία.

Επεισόδιο 13, Ναυσικά

Όλη η δράση του επεισοδίου λαμβάνει χώρα στα βράχια του Sandymount Strand, μια περιοχή της ακτογραμμής στα νοτιοανατολικά του κεντρικού Δουβλίνου. Μια νέα γυναίκα που ονομάζεται Γκέρτυ ΜακΝτάουελ κάθεται στα βράχια με τους δύο φίλους της, την Σίσσυ Κάφφρευ και την Έντυ Μπόρτνμαν. Οι γυναίκες προσέχουν τρία παιδιά, ένα μωρό και τα τεσσάρων ετών δίδυμα Τόμμυ και Τζάκυ. Η Γκέρτυ σκέπτεται την αγάπη, το γάμο και τη θηλυκότητα καθώς πέφτει η νύχτα. Ο αναγνώστης γνωρίζει σταδιακά ότι ο Μπλουμ την παρακολουθεί από απόσταση. Η Γκέρτυ πειράζει τον θεατή αποκαλύπτοντας τα πόδια και τα εσώρουχά της και ο Μπλουμ αυνανίζεται. Η αυνανιστική κορύφωση του Μπλουμ απηχεί τα πυροτεχνήματα στο κοντινό παζάρι. Καθώς η Γκέρτυ αφήνει, ο Μπλουμ συνειδητοποιεί ότι είναι κουτσή και πιστεύει ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει «μείνει στο ράφι». Μετά από αρκετές αποκλίσεις στη σκέψη του, αποφασίζει να επισκεφθεί τη Μίνα Πιούρφοϊ στο μαιευτήριο. Είναι αβέβαιο πόσο από το επεισόδιο είναι οι σκέψεις της Gerty και πόσο είναι η σεξουαλική φαντασία του Μπλουμ. Μερικοί πιστεύουν ότι το επεισόδιο χωρίζεται σε δύο μισά: το πρώτο ήμισυ της εξαιρετικά ρομαντικής άποψης της Γκέρτυ, και το άλλο μισό από το μεγαλύτερο και ρεαλιστικότερο Μπλουμ. Ωστόσο, ο ίδιος ο Τζόις είπε ότι «τίποτα δεν συνέβη μεταξύ της Γκέρτυ και του Μπλουμ. Όλα έλαβαν χώρα στη φαντασία του Μπλουμ».Η «Ναυσικά» προσέλκυσε τεράστια φήμη, κατά τη διάρκεια της έκδοσης του βιβλίο σε συνέχειες. Το ύφος του πρώτου μισού του επεισοδίου προέρχεται από ρομαντικά περιοδικά (και παρωδίες) και μικρές νουβέλες.

Επεισόδιο 14, Βόδια του Ήλιου

Ο Μπλουμ επισκέπτεται το μαιευτήριο όπου η Μίνα Πιούρφοϊ περιμένει να γεννήσει και εκεί τελικά συναντά τον Στίβεν, ο οποίος έχει πιει με τους συναδέλφους του, φοιτητές ιατρικής και αναμένει την άφιξη του Μπακ Μάλλιγκαν. Ως ο μοναδικός πατέρας στην παρέα, ο Μπλουμ ανησυχεί για τη Μίνα Πιούρφοϊ που γεννά. Αρχίζει να σκέφτεται τη σύζυγό του και τις γεννήσεις των δύο παιδιών του. Σκέφτεται επίσης για την απώλεια του μοναδικού κληρονόμου του, Ρούντι. Οι νεαροί άνδρες γίνονται πιο τολμηροί και μάλιστα αρχίζουν να μιλάνε για θέματα όπως η γονιμότητα, η αντισύλληψη και η έκτρωση. Γίνεται μάλιστα και υπαινιγμός ότι η Μίλλυ, η κόρη του Μπλουμ, έχει σχέση με έναν από τους νεαρούς, τον Μπάννον. Πηγαίνουν σε μια παμπ για να συνεχίσουν να πίνουν, μετά την γέννηση του μωρού. Αυτό το κεφάλαιο είναι αξιοσημείωτο για τα λογοπαίγνια του Τζόις, το οποίο, μεταξύ άλλων, ανακεφαλαιώνει όλη την ιστορία της αγγλικής γλώσσας. Μετά από μια σύντομη επίκληση, το επεισόδιο ξεκινά με λατινογενή πεζογραφία, αγγλοσαξωνικές παρηχήσεις, και κινείται μέσα από παρωδίες, μεταξύ άλλων, του Μάλορι, της έκδοσης της Βίβλου του Βασιλιά Ιακώβου(D/R), του Μπάνιαν(D/R), του Ντεφόε, του Στερν, του Γουόλπολ(D/R), του Γκίμπον, του Ντίκενς, και του Καρλάιλ, πριν καταλήξει σε μια σχεδόν ακατανόητη αργκό. Οι μελετητές του Τζέιμς Τζόις Θεωρούν ότι στο κείμενο αυτό παρομοιάζεται η εξέλιξη της αγγλικής γλώσσας με την εννιάμηνη περίοδο της κυήσεως του εμβρύου στη μήτρα.

Επεισόδιο 15, Κίρκη

Το επεισόδιο 15 είναι γραμμένο σαν θεατρικό σενάριο, πλήρες, με σκηνικές οδηγίες. Η πλοκή διακόπτεται συχνά από «ψευδαισθήσεις» που έχει ο Στήβεν και ο Μπλουμ — φανταστικές εκδηλώσεις των φόβων και των παθών των δύο χαρακτήρων. Ο Στήβεν και ο Λιντς περπατούν στην Nighttown, στην περιοχή των πορνείων του Δουβλίνου. Ο Μπλουμ τους ακολουθεί και τελικά τους βρίσκει στο πορνείο της Μπέλλα Κοένς, όπου μαζί με τις εργαζόμενες σε αυτό (τη Ζωή Χίγκινς, τη Φλόρρυ Τάλμποτ και την Κίττυ Ρίκετς) έχει μια σειρά από ψευδαισθήσεις σχετικά με τα σεξουαλικά του φετίχ, φαντασιώσεις, και ανομίες. Ο Μπλουμ τίθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για να λογοδοτήσει , κατηγορώντας τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των κυριών Γιέλβερτον Μπάρι, Μπέλλινγχαμ και της Αξιότιμης Κυρίας Μέρβυν Τάλμποϋς. Όταν ο Μπλουμ βλέπει ότι ο Στήβεν πληρώνει παραπάνω από ότι πρέπει για τις υπηρεσίες που λαμβάνει, αποφασίζει να κρατήσει τα υπόλοιπα χρήματα του Στήβεν για να τα φυλάξει. Ο Στήβεν έχει παραισθήσεις ότι το σάπιο πτώμα της μητέρας του έχει σηκωθεί για να τον αντιμετωπίσει. Τρομοκρατημένος, ο Στήβεν χρησιμοποιεί το μπαστούνι του για να συνθλίψει ένα πολυέλαιο και στη συνέχεια να τρέχει έξω. Ο Μπλουμ πληρώνει γρήγορα την Μπέλλα για τη ζημιά, τότε τρέχει πίσω από τον Στήβεν. Ο Μπλουμ βρίσκει τον Στήβεν να έχει εμπλακεί σε μια έντονη λογομαχία με έναν Άγγλο στρατιώτη, τον στρατιώτη Καρ, ο οποίος, μετά από αυτό που αντιλήφθηκε ως προσβολή του Βασιλιά, γρονθοκοπεί τον Στήβεν. Η αστυνομία φτάνει και το πλήθος διαλύεται. Ενώ ο Μπλουμ βοηθά τον Στήβεν, ο Μπλουμ έχει μια παραίσθηση του Ρούντι, το νεκρού του παιδιού.

Μέρος ΙΙΙ: Ο Νόστος
Επεισόδιο 16, Εύμαιος

Ο Μπλουμ και ο Στήβεν πάνε στο δωματιάκι του αμαξά για να τον λογικεύσουν. Στο δωματιάκι του αμαξά, θα συναντήσουν ένα μεθυσμένο ναύτη με το όνομα D. B. Murphy - Μέρφυ (W. B. Murphy στο κείμενο του 1922). Το επεισόδιο κυριαρχεί το μοτίβο της σύγχυσης και της λάθος ταυτότητας, όπου οι ταυτότητες των Μπλουμτου Στήβεν και του Μέρφυ αμφισβητούνται επανειλημμένα. Τα λόγια και το προσποιητό ύφος της αφήγησης σε αυτό το επεισόδιο αντανακλά την νευρική εξάντληση και τη σύγχυση των δύο πρωταγωνιστών.

Επεισόδιο 17, Ιθάκη

Ο Μπλουμ επιστρέφει στο σπίτι του με τον Στήβεν, του κάνει ένα φλιτζάνι κακάο, ασχολείται με πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές μεταξύ τους, θεωρεί τημ πιθανότητα δημοσίευσης των παραβολών τιυ Στήβεν, και του προσφέρει να μείνει το βράδυ. Ο Στήβεν αρνείται την προσφορά του Μπλουμ και είναι ασαφής σχετικά με την πρόταση του Μπλουμ για μελλοντικές συναντήσεις. Οι δύο άνδρες ουρούν στην αυλή, ο Στήβεν αναχωρεί και περιπλανιέται μέσα στη νύχτα, και ο Μπλουμ πηγαίνει στο κρεβάτι, όπου κοιμάται η Μόλι. Αυτή ξυπνά και τον ρωτά πως πέρασε τη μέρα του. Το επεισόδιο είναι γραμμένο με τη μορφή της μιας αυστηρά οργανωμένης και «μαθηματικής» κατήχησης 309 ερωτήσεων και απαντήσεων, και φέρεται ότι ήταν το αγαπημένο επεισόδιο Τζόις στο μυθιστόρημα. Οι βαθιές περιγραφές κυμαίνονται από ερωτήματα της αστρονομίας, μέχρι και την τροχιά της ούρησης και περιλαμβάνει ένα διάσημο κατάλογο των 25 ανδρών που θεωρούνται ως εραστές της Μόλι (ο οποίος προφανώς αντιστοιχεί στους μνηστήρες που σκότωσαν στην Ιθάκη ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος στην Οδύσσεια) συμπεριλαμβανομένου του Μπόιλαν, και την ψυχολογική αντίδραση του Μπλουμ στην αντιστοίχιση αυτή. Ενώ στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται γεγονότα προφανώς επιλεγμένα τυχαία, αλλά με φαινομενικά ακριβή μαθηματική ή επιστημονική άποψη, το επεισόδιο είναι γεμάτο με λάθη που έγιναν από τον απροσδιόριστο αφηγητή, πολλά ή τα περισσότερα από τα οποία έχουν γίνει επίτηδες από τον Τζόις.

Επεισόδιο 18, Πηνελόπη

Το τελευταίο επεισόδιο αποτελείται από τις σκέψεις της Μόλι Μπλουμ ενώ αυτή βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στο σύζυγό της. Το επεισόδιο χρησιμοποιεί μια τεχνική «ροή συνείδησης» σε οκτώ προτάσεις και στερείται σημείων στίξης. Η Μόλι σκέφτεται τον Μπόιλαν και τον Μπλουμ, τους παλαιούς της θαυμαστές, συμπεριλαμβανομένου του Υπολοχαγού Στάνλεϋ Τζ. Γκάρντνερ, τα γεγονότα της ημέρας, τα παιδικά της χρόνια στο Γιβραλτάρ, και την καριέρα της στο τραγούδι, η οποία δεν προχώρησε. Στις σκέψεις αυτές υπαινίσσεται επίσης μια ομοφυλοφιλική σχέση, στα νιάτα της, με μια παιδική φίλη που ονομάζόταν Έστερ Στάνχοουπ. Οι σκέψεις της διακόπτονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως το σφύριγμα ενός τρένου ή η ανάγκη να ουρήσει. Το επεισόδιο ολοκληρώνεται με την ανάμνηση της Μόλι, όταν της έκανε πρόταση γάμου ο Μπλουμ, και την αποδοχή της: «με ρώτησε θα πεις το ναι να πεις ναι λουλούδι μου του βουνού και πρώτα έβαλα τα χέρια μου γύρω του ναι και τον τράβηξα κοντά μου έτσι που να αισθάνεται το στήθος μου όλο αρώματα ναι και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και ναι είπα ναι θα το κάνω Ναι.» Το επεισόδιο ασχολείται επίσης με την εμφάνιση της πρώιμης εμμηνορροϊκής περιόδου του Μόλλυ. Θεωρεί την εγγύτητα της περιόδου της μετά από τις πρόσθετες συζυγικές σχέσεις της με τον Μπόϋλαν και πιστεύει ότι η εμμηνόρροια είναι ο λόγος για την αυξημένη σεξουαλική όρεξή της.


Απόσπασμα από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς (μτφ. Σ. Καψάσκης, εκδόσεις Κέδρος)

Εκείνη τη στιγμή είναι που το αισθάνεσαι. Εκείνη η στιγμή πρέπει να είναι φοβερά δυσάρεστη. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις. Πρέπει να έγινε λάθος· να πρόκειται για κάποιον άλλον. Για ρίχτε μια ματιά στο σπίτι απέναντι. Περιμένετε, θα ήθελα να, δεν τα κατάφερα ακόμα να. Ύστερα το σκοτεινιασμένο νεκρικό δωμάτιο. Ζητάνε φως. Τα ψιθυρύσματα ολόγυρά τους. Θέλεις να φέρουμε τον παπά; Κατόπιν το παραμιλητό και οι ασυναρτησίες. Μέσα σε παραλήρημα ξεστομίζει όλα όσα έκρυβε σ' όλη του τη ζωή. Ο αγώνας με το θάνατο. Ο ύπνος του δεν είναι φυσιολογικός. Πίεσε τα κάτω βλέφαρά του. Παρακολουθώντας αν η μύτη του μακραίνει, αν το σαγόνι του πέφτει, αν οι πατούσες του κιτρινίζουν. Παρ' του το μαξιλάρι και αφού είναι καταδικασμένος άφησέ τον να τελειώσει κατάχαμα. Ο σατανάς στον πίνακα Ο θάνατος του Αμαρτωλού του δείχνει μια γυναίκα. Ο ετοιμοθάνατος με νυχτικό προσπαθεί να την αγκαλιάσει. Η τελευταία πράξη στη Λουτσία. Δε θα σε αγκαλιάσω πια; Μπλουμ, εκπνέει. Επιτέλους, έφυγε. Μιλάνε λίγον καιρό για σένα· σε ξεχνάνε. Μην ξεχνάτε να προσευχηθείτε γι' αυτόν. Να τον θυμάστε στις προσευχές σας. Ακόμα και τον Παρνέλλ. Επέτειος που λησμονιέται. Ύστερα ακολουθούν και οι άλλοι· ένας ένας πέφτουν μέσα στην τρύπα.


Bust of Joyce on St Stephen's Green, Dublin









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου