Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - Ποιήματα από τη νέα Συλλογή της " ΚΡΙΚΕΤ ΜΕ ΦΑΣΙΑΝΟΥΣ "



ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Η προδοσία είναι κι αυτή μία ιδέα όπως η ανατομία ή οι καλές τέχνες. Σπάνια έχει αντικείμενο και σχεδόν ποτέ της υποκείμενο. Αφού η ίδια η ύπαρξή μας εμπεριέχει την παγίδα. Κάποιος μας ρίχνει εμάς τους ίδιους ζάρια στο τραπέζι ντόρτια ή εξάρες αδιάφορο. Η ζωή μας προετοιμάζει για πουτίγκα και μας σερβίρει χελωνόσουπα. Είστε αγριόχηνες μας λεν, εσείς ορίζετε την μοίρα, για καλό και για κακό όμως μην πετάτε τις νύχτες γύρω απ’ το φεγγάρι. Πολλοί μετεωρίτες έχουν πυρακτωθεί από ανυπακοή. Μία μέρα πάνω σε μαξιλάρι από βελούδο κάποιος μας απονέμει ένα κλειδί. Νομίζουμε μεγάλη πύλη αλλά το μόνο που ανοίγει είναι ξύλινο δοχείο από σανδαλόξυλο στα μέτρα του κορμιού μας. Γι αυτό σου λέω Μαρία σήμερα που έχει ήλιο άπλωσε μπουγάδα τα δάκρυά σου να στεγνώσουν κανείς θνητός δεν πέθανε ποτέ από θνησιγενές φιλί.





ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΟΛ ΛΙΟΥΙΣ - Η εφηβεία που δεν κράτησε

Κοριτσάκια γυμνά με λευκά καλτσάκια και κουνέλια με τιράντες. Αυτός έβγαζε φωτογραφίες μασουλούσε μανιτάρια κι έπαιζε κρίκετ με φασιανούς. σιεσωλαγεμ αν ωλεθ νεδ Δεν θέλω να μεγαλώσεις της έλεγε συνέχεια. Τελικά την πλήγωσε γιατί παρέμεινε μπαμπάς γιατί στα δύσκολα γινότανε λαγός και γιατί έτρωγαν συνέχεια ψητά γουρουνόπουλα μωρά που η μήτρα της απέβαλε συνέχεια.


ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ-η νεανική ηλικία που γέρασε γρήγορα

Mαζί έκαναν τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα νύχτες με αερόστατο. Λευκός γάμος. «Φιλέα, Φιλέα Φογκ, δεν έπρεπε να χάσω, δεν έπρεπε να χάσεις» παραληρούσε αυτός συνέχεια. Όταν για να συντονίσουν τα ρολόγια τους «τι ώρα είναι;» κάποτε την ρώτησε «ώρα να γίνω καπνός» του απάντησε και καταδύθηκε είκοσι χιλιάδες λεύγες στον πυρήνα της. «Είσαι σκέτη λογοτεχνία» της πέταξε αυτός τότε θυμωμένα.




ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ- η ώριμη ηλικία που έπεσε από το δέντρο
Φορούσε ολόσωμες σκιές μέχρι το γόνατο. Της υποσχέθηκε γάμο δι αντιπροσώπου. Της έγραφε κιτρινισμένα γράμματα. Αγαπημένη Μίλενα, την προσφωνούσε. Ειλικρινά δικός σου, ο μικρός σου Φράντς. Κάθε πρωί αυτή ξέπλενε τα μάτια της έσταζαν πηχτό μελάνι μες στην σκάφη. Ήταν συνέχεια υπόδικος, διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα σε μία δίκη με κατηγορούμενο πάντα τον εαυτό του. Δικαστική πλάνη μουρμούριζε συνέχεια. Γιατί πάντα ανεξάρτητα από την έκβαση οι ένορκοι τον καταδίκαζαν σε κατ’ οίκον περιορισμό σ’ ένα πύργο χωρίς ασανσέρ. Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, της έγραψε.


ΠΡΩΙΝΗ ΣΥΝΑΞΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Κόρακας κοράκου μάτι βγάζει μαύρα φτερά πάνω στον πάγκο. Το ψέμα πάλι που ως γνωστόν έχει κοντά ποδάρια αλευρώνεται πρόβατο φίλος για να κρύψει τον λύκο από κάτω η θλίψη όμως, αχ η θλίψη έχει βάλει το κεφάλι της στο φούρνο έχει μακριά χέρια κουλούρια τα προσφέρει ένα χρόνο μετά την κηδεία μαζί με τον καφέ παρηγοριάς. Η ελπίδα γυαλίζει τα ποτηράκια του κονιάκ σαν κάποιος να επρόκειτο όσο για τον γνωστό Γιάννη λίγες μέρες πριν τα γενέθλια μόνος του κερνά και μόνος πίνει. Τα αυγά της γειτόνισσας αισθητά πάντα πιο μεγάλα τσιτσιρίζουν με μπέικον Στην Μόσχα αδελφές μου, στην Μόσχα ενθαρρύνει το ένα το άλλο μέσα στο τηγάνι. Έτσι φουσκώνει το πρωί Κυριακής αρχή Νοέμβρη μες στο σπίτι της σε σβώλους μες στην κατσαρόλα. Πάλι έκαψες την μέρα σου λέει η γιαγιά που μπαίνει στην κουζίνα με ένα πανέρι μήλα που φιλοξενούν οικόσιτο σκουλήκι αφού όπως όλοι ξέρουμε το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει.


ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Κάποιος είπε σε κάποιον που είπε σε κάποιον άλλο ότι οι κάργες τρελαίνονται το βράδυ (γι’ αυτό άλλωστε πρέπει να τους δένεις τα μάτια με τυφλό μαντήλι), ένα όχι τρέχει πιο αργά από ένα σαλιγκάρι για να αγαπήσεις πεταλούδα πρέπει πρώτα ν’ αποδεχτείς την κάμπια. Κάποιος είπε σε κάποιον και αυτός συναίνεσε με ζέση πως τα κοάλα είναι υπερτιμημένα και το καλύτερο κατοικίδιο είναι η αυτολύπηση με την προϋπόθεση να την γυρνάς ανάποδα όταν βήχει. Κάποιος είπε σε κάποιον κι αυτός στον φίλο του πως μια μέρα μία στιγμή κάποτε μ’ αγάπησες. Μα ξέρεις τώρα πόσο μοιάζει η φήμη με την σκόνη ή τους υδρογονάνθρακες. Κάποιος είπε κάποτε σε κάποιον ότι ο καλύτερος τρόπος να ψιθυρίσεις κάτι αυστηρά προσωπικό είναι να το φωνάξεις σε χωνί στο μέσον της πλατείας και κάπως έτσι κάποιος κάπου κάποτε έγραψε τον πρώτο στίχο.


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΟΘΟΡΝ ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ Ο κύριος Χόθορν μία μέρα που έψαλλε στην εκκλησία άρχισε ξαφνικά να αιωρείται στον αέρα με τα χέρια του κουπιά φτερούγισε κοντά στον τρούλο και βγήκε από το ανοιχτό παράθυρο Μπαμπά μπαμπά μην φεύγεις φώναξε η μικρή Γουέντυ που δεν έτρωγε το φαγητό της Ο κύριος Χόθορν όμως όλο ανέβαινε ψάρι με πτερύγια στο ποτάμι Μικρή Γουέντυ φάε το φαγητό σου αλλιώς θα είσαι ελαφριά μια μέρα που θα φυσάει θ’ αγοράσεις ένα μπαλόνι θα σε παρασύρει για πάντα μακριά απ’ αυτούς που αγαπάς Μπαμπά γιατί δεν μου μιλάς; Ο κύριος Χόθορν μετεωριζόταν μα παράπαιε λικνιζόταν επικίνδυνα και συγκρουόταν με πουλιά. Μπαμπά μην φεύγεις μπούκωνε το στόμα με φαγητό η μικρή Γουέντυ Μα υπάρχει ζωή μετά θάνατο, ρώτησε η κυρία Στήβενς τον Τροχονόμο. Υπάρχει σίγουρα μεγάλη κίνηση στην εναέρια κυκλοφορία απάντησε αυτός και έβγαλε το κεφάλι με το κράνος του. Στο μεταξύ η μικρή Γουέντυ έτρωγε έτρωγε ασταμάτητα. Για να μεγαλώσει. Για να μην μπορεί να την παρασύρει ένα μπαλόνι. Μακριά από αυτούς που αγαπάει.

Πίνακες - Alla Tsank


Τα παραπάνω ποιήματα αποτελούν μέρος της ένατης συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη , που είναι υπό έκδοση ,με τίτλο ΚΡΙΚΕΤ ΜΕ ΦΑΣΙΑΝΟΥΣ, και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά .









2 σχόλια: