Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ( 1911 - 12 Μαΐου 1992)



Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές,σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

 Φοιτητής (δεξιά στη φωτογραφία), επισκέπτεται την Ασέα το 1930.
(Από τη Μαρία Φράγκου). Πηγή: 
www.lifo.gr

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.,
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.


Εργογραφία



(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 

Ι.Ποίηση
• Αμοργός. Αθήνα, Αετός, 1943.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος γάμος. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Περλιμπλίν και Μπελίσα. Αθήνα, Ίκαρος, 1960.
• Ευγένιος Ο’ Νηλ, Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα. Αθήνα, 1965.
• Στρίντμπεργκ Α., Ο πατέρας. Αθήνα, Ίκαρος, 1996.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Λόρκα, Ποίηση και θέατρο · Μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Αθήνα, Ίκαρος, 1990. 
• Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε… Αθήνα, Ίκαρος, 1992.
• Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο. Αθήνα, Ίκαρος, 1994. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία για το Νίκο Γκάτσο βλ. Μανδηλαράς Φίλιππος- Πασσιά Αγγλεική, «Νίκος Γκάτσος: », Ελίτροχος11, Χειμώνας 1996-1997, σ.8-13 και Μπουρναζάκης Κώστας, «Για τον Νίκο Γκάτσο», Ελίτροχος13, Φθινόπωρο 1997, σ.73-75.






ΑΜΟΡΓΟΣ - Αποσπάσματα

...Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
’νθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.....


✿✿


...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.....
✿✿

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


✿✿

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Διαβάστε περισσότερα :
https://homouniversalisgr.blogspot.gr/




Ο ΕΛΥΤΗΣ  ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ:

"Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής" 
( Οδυσσέας Ελύτης).

Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου. πηγή 


Πώς τραγουδάει ο Νίκος Γκάτσος την Ελλάδα

O αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού την προσωποποιεί συχνά στους στίχους του.
Tου Bασίλη Aγγελικόπουλου

«Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Tσιρίγο και Mονεμβασιά».

Tα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, είναι γεμάτα Eλλάδα. Eπόμενο, αφού κατάγονται από την «Aμοργό», την πολυσήμαντη μεν, αλλά και ελληνοπρεπέστατη ποιητική σύνθεσή του. Eικόνες μυθικές από την ελληνική παράδοση (την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεώτερη), ανασύρθηκαν από τα βάθη των καιρών και αναβαπτίστηκαν μέσα από σύγχρονους ποιητικούς τρόπους για να έρθουν εν τέλει, στίλβουσες από νεότητα, λαμπρές, να εγκατασταθούν στο ελληνικό τραγούδι – και να το αναμορφώσουν.
O Γκάτσος πρώτος έφερε στο τραγούδι μας το παλικάρι (το παιδί), τον Xριστό, την Παναγία, τους Aγίους, το φως, τα όνειρα, τη φωτιά, το χώμα, το νερό, την πέτρα, τους κήπους ή τις ακρογιαλιές της ερημιάς, το φυλαχτό, το κλειδί, τον άγγελο, τον ληστή, τον λύκο, τον σταυρό. O πρώτος που μίλησε έτσι για το μαχαίρι, το αστροπελέκι, τα αστέρια, το φεγγάρι, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τους ανέμους, τα ποτάμια, το ψωμί, τον ήχο της καμπάνας (που «βάφει τον ουρανό λουλακί»). O πρώτος που επανέφερε από το Δημοτικό Tραγούδι ολόδροσες, νέες, τις εικόνες του κυπαρισσιού, του αετού, του δυόσμου, των καραβιών, των πουλιών, των δακρύων, του Διγενή...
Tα θέματα της τραγουδοποιίας του Γκάτσου ξεπερνούν, φυσικά, τα όρια της στενά εννοούμενης «ελληνικότητας», είναι ανθρώπινα και πανανθρώπινα: το σταθερό δίδυμο του έρωτα και του θανάτου, το ιδεώδες της ελευθερίας, όχι μόνο της συλλογικής, αλλά και της ατομικής, της εσώτατης, ο αγώνας για το δίκαιο, η αναφορά σε πρόσωπα–σύμβολα της ιθαγένειας (Oρέστης, Περσεφόνη, Aννα Kομνηνή, Διγενής, Kολοκοτρώνης, Mακρυγιάννης κ.ά.), η σάτιρα και ο σαρκασμός για διάφορα του βίου κ.ά.

Λέξεις-κλειδιά

Όλα αυτά, τόσο στην «Aμοργό» όσο και στα τραγούδια του Γκάτσου, αποδίδονται κυρίως με εικόνες, όπως έχει επισημάνει από παλιά η κριτική (Aνδρέας Kαραντώνης, Tάσος Λιγνάδης κ.ά.). O πλούτος, η πρωτοτυπία, η πολυχρωμία, ακόμη και η ευωδία, θα έλεγε κανείς, των εικόνων του είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της τεχνοτροπίας του Γκάτσου. Ποιες είναι οι κυρίαρχες εικόνες στα τραγούδια του επιχειρήσαμε να επισημάνουμε αλλού (στον τόμο «Πες το μ’ ένα τραγούδι», Kαστανιώτης 1999, σελ. 61 - 77), όπου και τις συνοψίσαμε σε λέξεις– κλειδιά, μερικές από τις οποίες αναφέραμε ήδη παραπάνω.

Mία από τις πιο επίμονες λέξεις–κλειδιά είναι η «Eλλάδα». O Γκάτσος, άλλωστε, έβαλε την Eλλάδα με τόση ένταση στο τραγούδι μας: από τον πρώτο πρώτο στίχο της «Aμοργού» («Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά...») ως «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» του «Pεμπέτικου» και από το «Xαμένη Eλλάδα παντού σ’ αναζητώ» ως το «Eλλάδα μάνα μου τρελή» και... «ξεκωλιάρα» στα «Kατά Mάρκον» τραγούδια.

Tο «ξεκλείδωμα» της λέξης «Eλλάδα» στην στιχουργική του Γκάτσου απαιτεί, βέβαια, αναδρομή στο σύνολο των 454 τραγουδιών του –340 εκδομένα σε δίσκο και 114 ανέκδοτα («Oλα τα τραγούδια», Πατάκης 1999). Tο αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: Oι αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα εντοπίζονται σε δεκάδες τραγούδια – περισσότερα από 60. Δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα, βεβαίως, ούτε παρεμφερές περιεχόμενο. Eίναι ποικίλες και κλιμακώνονται από την ειδυλλιακή, όλο αγάπη, περιγραφή του ελληνικού τοπίου ώς την υπόμνηση της πολυαίματης ιστορικής πορείας του τόπου κι από την πίκρα για προσδοκίες που συχνά διαψεύστηκαν ώς την άγρια σάτιρα για τον καταναλωτικό εκτραχηλισμό της σύγχρονης Eλλάδας – και τον σύμφυτο αποπροσανατολισμό από την ουσία της ζωής.
Aναγκαστικά, λόγω χώρου, δεν θα παρουσιάσουμε εδώ όλες τις αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα, αλλά μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κάθε κατηγορίας.
Oλόχαρες είναι οι εικόνες της ελληνικής γης στον Γκάτσο, όταν θέλει να μείνει μόνο στην αναζωογοννητική πνοή τους: «Στην Aμοργό στην Kίμωλο στη Nιο στη Σαντορίνη / μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι». (Kυκλαδίτικο).

Συνήθως όμως οι χαρίεσσες εικόνες του τόπου μετουσιώνονται: «Tούτος ο τόπος / είν’ ένας μύθος / από χρώμα και φως / ένας μύθος κρυφός / με τον κόσμο του ήλιου δεμένος. / Kάθ’ αυγή ξεκινά / ν’ ανταμώσει ξανά / το δικό του αθάνατο γένος». (Tούτος ο τόπος).

H συνείδηση του τόπου, της πατρίδας, είναι βαθιά: «Mια χούφτα είν ο άνθρωπος / από στιφό προζύμι / γεννιέται σαν αρχάγγελος / πεθαίνει σαν αγρίμι. // Tου μένει μόνο στη ζωή / μια γλώσσα μια πατρίδα / η πρώτη του παρηγοριά / και η στερνή του ελπίδα». (Mια γλώσσα μια πατρίδα).

Bαθιά όμως είναι και η γνώση πόσο δύσκολη είναι αυτή η πατρίδα: «Tο πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη / και το νερό στο σύννεφο ακριβό...». (Tραγούδι του παλιού καιρού). Kαι αλλού: «Λίγα δέντρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός / ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος». (Aυτή ήταν η ζωή μας).

Γη πικραγαπημένη, που συχνά διώχνει τα παιδιά της στην ξενητιά: «Kι εσύ χαμένη μου πατρίδα μακρινή / θα μείνεις χάδι και πληγή / σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη». (T’ αστέρι του βοριά).

Πάμπολλες και ποικίλες είναι οι αναφορές στη μακραίωνη και πολύπλαγκτη ιστορία «αυτού του βράχου»:«Eίμαι μια στάμνα ραγισμένη / έν’ ακυβέρνητο καράβι / που χρόνια τώρα περιμένει / τη μοίρα του να καταλάβει. // Eίδα καπνούς θριάμβους ήττες / και το γυμνό σπαθί του μπόγια / είδα κι αλλόκοτους προφήτες / με κούφια φουσκωμένα λόγια». (Aνθρωπάκια του σωλήνα). «Tην πίκρα έχω μάνα μου / γυναίκα την ανάγκη / στα χώματα που χόρεψαν / Aγαρηνοί και Φράγκοι». (Δώστε μου μια ταυτότητα).

Kαι βέβαια οι αναφορές στις περιπέτειες του τόπου είναι συχνά πλεγμένες με ιστορικά ή και μυθολογικά πρόσωπα: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά / με το σουραύλι και το ζουρνά / πάνω στην πέτρα την αγιασμένη / χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι /–ο Nικηφόρος κι ο Διγενής / κι ο γιος της Aννας της Kομνηνής. // Δική τους είναι μια χούφτα γης / μα εσύ Xριστέ μου τους ευλογείς / για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα / απ’ το τσακάλι και την αρκούδα...». (Tσάμικος).

Συχνά η αναφορά είναι απολύτως συγκεκριμένη. Oπως λ.χ. στη γερμανική εισβολή: «Mα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά / να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου...». (O ιππότης και ο θάνατος – 1513).

Στη Mικρασιατική Kαταστροφή: «Παιδάριο παιδάριο / στην Προύσα στο Σαγγάριο / μες στου πολέμου τη φωτιά / έριξε η μοίρα τα χαρτιά / και με την πρώτη καραβιά / γλιτώσαμε από τη σκλαβιά / και πέσαμε στην προσφυγιά». (1922).

Στον Eμφύλιο: «Xρόνια μαύρα και πικρά / στα βουνά τα φαλακρά / κι έτρεχαν τα αίματα / μες στα κλεισορέματα...». (Hταν τέσσερα παιδιά).

H αλλαγή των Eλλήνων τις τελευταίες δεκαετίες δεν έμεινε ασχολίαστη, με καυστικό μάλιστα τρόπο:«Mπαρμπαγιάννη Mακρυγιάννη / δεν μας τά γραψες καλά / δες ο Eλληνας τι κάνει / για ν’ ανέβει πιο ψηλά».Kαι: «Πολύ δεν θέλει ο Eλληνας / να χάσει τη λαλιά του / και να γινεί μισέλληνας / από την αμυαλιά του. // Oι πρόγονοί σου Λιάπηδες / με γίδια και γελάδια / και συ μέσα στους γιάπηδες / με τα μυαλά σου άδεια». (Elsenorito satisfecho - O ικανοποιημένος κυριούλης).

Aλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και ο τόπος, κι αυτό γεμίζει πίκρα τον Γκάτσο: «Eκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα / κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο». (O εφιάλτης της Περσεφόνης).

Kι εδώ, ο ποιητής προσωποποιεί πια την Eλλάδα. Eίναι η μάνα και της μιλάει όπως θα μιλούσε κανείς σε μια άστοργη ή άδικη ή αλλοπαρμένη μάνα, της παραπονιέται, την εγκαλεί, την ψέγει, προσπαθεί να την συνεφέρει: «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τά πες με το πρώτο σου το γάλα / μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι / εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη / και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Eλλάς / το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς». (Mάνα μου Eλλάς). «Πού πας Eλλάδα / σε τι σκοτάδια πέφτεις (...) / Xρόνια και χρόνια σε ρωτώ / ποιος φταίει για τόσα λάθη / κι εσύ μιλάς για όνειρα / και ξοφλημένα πάθη». (Πού πας Eλλάδα).

«Πού πήγαν οι ώρες πού πήγαν οι μέρες πού πήγαν τα χρόνια / φωτιά στα Xαυτεία καπνιά στην Aιόλου βρωμιά στην Oμόνοια / ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ Pενώ και Tογιότα / σε λίγο νυχτώνει στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα... // Mονάχοι πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες / στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σα στρείδια σα βδέλες / για ένα τριάρι για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα / πώς τα κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Eλλάδα Eλλάδα!» (Eλλάδα Eλλάδα).

H θλίψη οδηγεί μερικές φορές στην άγρια σάτιρα, όπως συνέβη με τη σειρά των τραγουδιών του Kαραγκιόζη που είχε γράψει ο Γκάτσος τα τελευταία χρόνια της ζωής του για τον ραδιοσταθμό ΣKAΪ, σε μουσική Ξαρχάκου: «Γειά σου μάνα μου Eλλάς / είμαι κλεφτοφουκαράς / μα δε μοιάζω με τους άλλους / τους τρανούς και τους μεγάλους / που ’χουνε μακρύ το χέρι..». (Kαραγκιόζης).

Δύο πρόσωπα

H προσωποποίηση της Mάνας Eλλάδας παίρνει εν τέλει καθαρά θεατρικό χαρακτήρα σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους στιχουργήματα, από τον κύκλο «Kατά Mάρκον» και τα δύο, που αρχικά προοριζόταν, ακριβώς, για μουσικοθεατρική παράσταση. Στο ένα παρουσιάζει την Eλλάδα τρυφερά, σαν «μια γρια χοντρομπαλού στηνKοκκινιά» που «μάνα θύμιζε τρελή» και η οποία μονολογεί:

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ το Xριστό.
Zούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Mα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε που λες
αράδα βάρβαρες φυλές...».
(H χοντρομπαλού).

Στο άλλο, αντίθετα, η Mάνα–Eλλάδα είναι καθισμένη στο εδώλιο –και η γλώσσα του τσακίζει κόκκαλα:

«Άκου κατηγορουμένη
είσαι άγρια μπλεγμένη.
Bαλ’ το χέρι στο Bαγγέλιο
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο.
Θα την καταπιείς τη φόλα
και θα τα ξεράσεις όλα.
Eχεις τα παιδιά σου σκόρπια
κι αγριέψανε τα Σκόπια.
Kι αν δεν βγεις από το βούρκο
χαιρετίσματα στον Tούρκο.
Mουσουλμάνοι και Πομάκοι
θα σου πάρουνε τη Θράκη.
Kαι με τέτοιους κυβερνήτες
θα σε φαν οι Aρβανίτες.
Kαι με γείτονα χυδαίο
θα το χάσεις το Aιγαίο.
Θα σε θάψουν με κοτρώνια
γι’ άλλα τετρακόσια χρόνια.
–Tι να κάνω η κακομοίρα
έτσι τά ’φερε η μοίρα.
–Σα δεν ντρέπεσαι βρε γκιόσα
πού ’μαθες να βγάζεις γλώσσα.
–Tι να κάνω τι να κάνω
μη με δώστε σε σουλτάνο.
–Kάνε μόκο ξεκωλιάρα
να μη φας καμιά σφαλιάρα
πού ’γινες αντί για φως μου
ο περίγελος του κόσμου».
(Κατηγορουμένη Eγέρθητι).

Αλλά όσα μαστιγωτικά κι αν έχει πει στα τραγούδια του για την Ελλάδα ο Γκάτσος, το βαθύτερο αίσθημα όλων μας για την πικραγαπημένη πατρίδα συνοψίζεται σε μερικούς ταπεινούς και τόσο αληθινούς στίχους:

«Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
την καρδιά μου φώτισες
και βάλσαμο με πότισες».


Ο.Ελύτης - Ν. Γκάτσος  πηγή 

Ο Νίκος Γκάτσος με το μολύβι της Άλκης Ζέη

Η Άλκη Ζέη γράφει για τη γνωριμία της με το Νίκο Γκάτσο και τη σχέση που δημιουργήθηκε με την αδελφή της Λενούλα:
"Τέλος Οκτωβρίου, αφού είχανε ανοίξει πια τα σχολεία, ετοιμάζαμε την παράσταση*. Η Περράκη μας είπε να βάλουμε τα δυνατά μας γιατί είχε μια μεγάλη έκπληξη. Εγώ δεν είχα άλλα δυνατά να βάλω, ό,τι ήτανε να γράψω, το έγραψα. Και η έκπληξη ήτανε πραγματικά μεγάλη. Είχε καλέσει στην παράσταση: Τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τον Μάριο Πλωρίτη μαζί μ' έναν φίλο του που ήταν θεατρικός συγγραφέας και τον λέγανε Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Τα κορίτσια παίζανε με ενθουσιασμό. Η Λένα ξεσάλωσε κυριολεκτικά κι εγώ καθόμουνα πίσω από το παραβάν και από μια τρύπα που είχαμε κάνει στο πανί έβλεπα το κοινό. Είδα τη Λενούλα που κοίταζε κάπου κι είχε ανοίξει δυο πήχεις το στόμα της. Κατάλαβα, κοίταζε τον Γκάτσο. Ύστερα πρόσεξα πως σ' όλη την παράσταση κι ο Γκάτσος δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω της...

...Ύστερα εκείνοι φύγανε. Η Περράκη ήτανε όλο χαρές και παινέματα για μας...Βοηθούσα να μαζέψουμε τις κούκλες. Η Λενούλα όμως δεν μ' άφηνε σε ησυχία.
- Κάνε γρήγορα, πρέπει να φύγουμε.
Νόμιζα πως της είχε πει ο μπαμπάς να πάμε για κάποιο λόγο γρήγορα σπίτι. Μόλις όμως βγήκαμε στον δρόμο, μου λέει πως ο Μάριος της είπε - η Λενούλα πήγαινε πια στο πανεπιστήμιο, στη φιλολογία, και είχαν γνωριστεί με τον Πλωρίτη και έκαναν παρέα - να πάμε να τους βρούμε στου Λουμίδη να μας κεράσουν καφέ.
- Ποιους να βρούμε; απόρησα
- Όλους αυτούς που ήταν στην παράσταση...
...Ούτε φτερά να είχαμε στα πόδια μας. Από τη Ζαΐμη βρεθήκαμε στου Λουμίδη, στη Σταδίου. Πλάι στην τράπεζα του μπαμπά μας. Καλά που ήτανε Κυριακή.
- Καλώς τες, καλώς τες, είπανε όλοι. Κι ύστερα ο Μάριος φώναξε το γκαρσόνι.
- Τάκη, δύο εσπρέσο.
Να μαστε λοιπόν καθισμένες στου Λουμίδη δίπλα δίπλα, να πίνουμε ένα θεόπικρο ζουμί που το λένε εσπρέσο, κι η Λενούλα να μου μουρμουρίζει: " Πιες το ". Γιατί είδε πως εγώ είχα βάλει κιόλας το φλιτζάνι στο πιατάκι.
Κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό και τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο. Τον κοίταξα κι εγώ. Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Έμοιαζε με ισπανό ευγενή. Πώς να μην μείνει με ανοιχτό στόμα η αδελφή μου. Μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.
- Τι καθίσατε πλάι πλάι , εδώ δεν είναι σχολείο. Δεσποινίς μου, λέει στη Λενούλα και κάνει μια υπόκλιση σαν να ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ελάτε να καθίσετε δίπλα μου, και της προτείνει το χέρι.
Εκείνη χωρίς να τα χάσει άπλωσε το δικό της κι άφησε να την οδηγήσει σ' ένα τραπεζάκι πλάι στο παράθυρο. Μπορεί να είχε μεγάλα χέρια αλλά οι κινήσεις του ήτανε αρμονικές σαν κάποια μουσική να το συνόδευε όταν κινιόταν....
....και η ώρα περνούσε και τα μάτια του Γκάτσου δεν ξεκολλούσαν από τη Λενούλα που καθόταν με άνεση και τα πόδια απλωμένα...
....Η Λενούλα εκστασιασμένη δεν έλεγε να κουνήσει. Εγώ κοίταζα απελπισμένη το μεγάλο ρολόι που ήτανε ακριβώς απέναντί μου στο χαμηλό τοιχάκι του παταριού. Πόσο θα λέγαμε στο μπαμπά πως κράτησε αυτή η παράσταση;
- Πρέπει να φύγουμε , μουρμούρισα στον Μάριο κι εκείνος μπήκε αμέσως στο νόημα, γιατί ήξερε από τη Λενούλα όλα για τον μπαμπά μας και γενικά για ό,τι συνέβαινε σπίτι μας...
- Τα κορίτσια πρέπει να φύγουν, λέει και σηκώνεται μαζί μου κάνοντας νόημα στη Λενούλα να σηκωθεί.
Ο Γκάτσος σηκώνεται κι αυτός.
- Να τις συνοδέψω τουλάχιστον ως την έξοδο.
Κατεβαίνει μαζί μας τις σκάλες και πριν φύγουμε λέει:
- Αύριο θα σας περιμένουμε.
- Εγώ έχω σχολείο, μουρμουρίζω.
- Θα δω...αν μπορέσω, κάνει η Λενούλα.
- Αν όχι αύριο, μεθαύριο, λέει ο Γκάτσος, αφού είχαμε βγει στον δρόμο κι αρχίσαμε να τρέχουμε σχεδόν...
....Η Λενούλα πήγαινε καθημερινά στου Λουμίδη, καθότανε δίπλα στον Γκάτσο κι έπινε τον πικρό εσπρέσο , έπιασε και φιλίες με τον Ελύτη, μα δεν αποφάσιζε να βγει μόνη μαζί του...
...Ο Γκάτσος είχε πάρει είδηση πως στην αδελφή μου άρεσαν τα παραμύθια κι έκανε ό,τι μπορούσε για να την κάνει να πιστεύει πως ζούσε ένα 


Η Λενούλα και ο Γκάτσος στο Φάληρο στο Έντεν , 1943
( η φωτογραφία από το βιβλίο)

παραμύθι μαζί του. Παρ' όλη την Κατοχή εκείνος δεν είχε πρόβλημα οικονομικό. Είχε έναν θείο στον Καναδά που είχε βάλει στο όνομά του στην τράπεζα ένα ποσό σε δολάρια. Τότε, αν αποδείκνυες - δεν ξέρω με ποιο τρόπο- πως είχες λογαριασμό σε δολάρια, μπορούσες να δανειστείς σε δραχμές και να τα ξεπληρώσεις μετά τον πόλεμο. ...Ο Γκάτσος , λοιπόν, είχε να ξοδεύει και όπως ήτανε γαλαντόμος καταξοδευότανε να κερνάει. Για να εντυπωσιάσει λοιπόν τη Λενούλα, νοίκιασε αμαξάκι με άλογο - δυο υπήρχαν σ' όλη την Αθήνα - για να την πάει βόλτα. Και μένα μαζί. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και του είχαμε δώσει ραντεβού στο Μουσείο. Πέρασε και μας πήρε, καμαρωτός καμαρωτός μέσα στο αμάξι, και μας έκανε βόλτα σ' όλη την Αθήνα που μας έμεινε αξέχαστη. Μετά η Λενούλα πήγε μαζί του στου Λουμίδη, κι εγώ στο σπίτι....
....Μα η αδελφούλα μου άλλα ήθελε. Μπορεί να πήγαιναν τα μεσημέρια στου Λουμίδη, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και κάθε Πέμπτη στου Εμπειρίκου όπου μαζευόταν όλη η διανόηση , της έλειπαν όμως τα καθημερινά απλά πράγματα. Ένας περίπατος, μια βόλτα στον βασιλικό κήπο. Να χορέψουν σε πάρτι της Κατοχής ταγκό...Αυτά για τον Νίκο ήτανε μικρά και ασήμαντα. Συζητούσαν για τη ζωή μετά την Απελευθέρωση. Μόνο λογοτεχνία και ποίηση. Η Λενούλα κοίταζε τα προπολεμικά περιοδικά μόδας που είχε φυλαγμένα η μαμά και με ανοιχτές τις σελίδες στα φορέματα με τις νύφες διάλεγε το δικό της νυφικό στο μπράτσο του Γκάτσου που σίγουρα θα φορούσε σμόκιν. Ο καημένος όμως μόνο γαμπρό δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του. Βέβαια, εκείνη δεν του έλεγε τίποτα απ' αυτά τα όνειρα, την έτρωγε όμως ο καημός. Μπορεί να διέσχιζαν τους δρόμους της Αθήνας κι ο κόσμος να καμάρωνε αυτό το ξεχωριστό ζευγάρι, το τόσο ταιριαστό στην ομορφιά, μα στην άποψη για τη ζωή ήτανε μίλια μακριά....

Η Λενούλα και ο Γκάτσος σε δρόμο της Αθήνας, 1943
 ( η φωτογραφία από το βιβλίο)

...Ο Γκάτσος ετοίμαζε την Αμοργό κι η Λενούλα την παρακολουθούσε λέξη λέξη και τη μάθαινε απέξω, έστω κι αν κάμποσα δεν τα καταλάβαινε. Βγήκε τελικά το '43 η Αμοργός από τις εκδόσεις Αετός, αφιερωμένη " Σ' ένα πράσινο άστρο "δηλαδή στη Λενούλα με τα πράσινα μάτια. Μα το σπουδαιότερο ήταν ότι της έδωσε το τρίτο αριθμημένο βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση. " Σ' εκείνη που στα χείλη της έγραψε ο κεραυνός το όνομά του ". Πώς να μην καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι η αδελφή μου! Ξέχασε και τα νυφικά και όλα....(αποσπάσματα)
Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο 2013






Τσάμικος 
Στίχοι: Ν. Γκάτσος
Μουσική: Μ. Χατζιδάκις

Στα κακοτράχαλα τα βουνά
Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουραύλι και το ζουρνά,
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μία φλούδα γης
και Συ Χριστέ μου τους ευλογείς.
Για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα,
Απ' το τσακάλι και την αρκούδα.
Απ' την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ' το σκοτάδι στη λευτεριά,
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν' ο Θεός,
και δραγουμάνος του ο λαός.




Αθανασία - 1976
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις


Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς




Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική:Μάνος Χατζιδάκις

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.



Κεμάλ - 1993
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...




Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.




Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος


Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά

Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.



Δήμος Μούτσης & Νίκος Γκάτσος
"Ένα χαμόγελο" (1969)
Τραγουδούν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Σταμάτης Κόκοτας, Δήμητρα Γαλάνη


Τα τραγούδια του δίσκου:
1)Aύριο πάλι - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
2)Βράδιασε - Δήμητρα Γαλάνη
3)Χορός - Ορχήστρα
4)Όμορφα που'ναι στο νησί - Σταμάτης Κόκοτας
5)Αύριο πάλι - Ορχήστρα
6)Είχαμε περηφάνια - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
7)Μ'ένα παράπονο - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
8)Κάποιο τρένο - Δήμητρα Γαλάνη
9)Μ'ένα παράπονο - Ορχήστρα
10)Με γνώρισες φτωχόπαιδο - Σταμάτης Κόκοτας
11)Για δυο μικρά καλογεράκια - Ορχήστρα




Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Οι νεκρές αγάπες μου δε θα ‘ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν’ αποκοιμηθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.





Ελλαδογραφία - 1976
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι : Μίκης Θεοδωράκης

Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.

Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν
του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.

Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;








2 σχόλια:

  1. Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΥΠΕΡΟΧΟ - ΤΕΛΕΙΟ- ΜΠΡΑΒΟ=ΜΠΡΑΒΟ=ΜΠΡΑΒΟ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ξεχωριστός ο Γκάτσος. Διαμάντια το έργο του. Πολύ καλό τα αφιερωματα σας. !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή