Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

ΣΥΜΗ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ



Η Σύμη ήταν πάντα ένα όνειρο για μένα και το θεωρούσα πολύ δύσκολο να το πραγματοποιήσω!Όμως χάρη στον φίλο Θαρρενό,και την πρόσκληση του στην Ρόδο,έγινε πραγματικότητα!Είναι ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος,γεμάτος χρώματα και γωνίες!!Είναι ένα από τα ομορφότερα νησιά των Δωδεκανήσων,μικρο,και γεμάτο ζωντάνια,τουλάχιστον το καλοκαίρι!!Απλά απολαύστε την!!



Μπαίνοντας στο λιμάνι του Πανορμίτη





Η Ιερά Μονή του Πανορμίτου

Ο χώρος της Μονής του Πανορμίτη χαρακτηρίζεται από ανυπέρβλητο φυσικό κάλλος. Η Μονή βρίσκεται χτισμένη στο μυχό ενός όρμου, του Πανόρμου, από τον οποίο και πήρε την ονομασία της. Πίσω από τη Μονή υπάρχει πλαγιά κατάφυτη με χιλιάδες κωνοφόρα δέντρα, πεύκα και κυπαρίσσια, τα οποία χαμηλότερα διαδέχονται τα ελαιοπερίβολα της Μονής. Στο κέντρο του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής δεσπόζει το μοναδικής τέχνης πανύψηλο Καμπαναριό. 

Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Μικρασιατικών ακτών, υπάρχει ένα μικρό νησί, η Σύμη. Στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, εις ένα απάνεμο όρμο, (Πάνορμο) βρίσκεται η ιστορική Μονή του Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.







Ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως της Μονής του Πανόρμου δεν έχει προσδιοριστεί. Τα μοναδικά αρχαιολογικά στοιχεία που σώζονται στη Μονή είναι αρκετοί μαρμάρινοι και λίθινοι κίονες, που χρησιμοποιήθηκαν κατά την οικοδόμησή της. Δύο μάλιστα εξ αυτών είναι ενεπίγραφοι και βρίσκονται εντοιχισμένοι εσωτερικά στο Καθολικό. Η επικρατέστερη εκδοχή για την ύπαρξη των κιόνων αυτών, όπως και των μαρμάρων πλακοστρώσεως του Ναού, είναι η μεταφορά τους με άγνωστο τρόπο από τα γειτονικά παράλια της Μικράς Ασίας, αφού στη Σύμη δεν υπήρξαν ποτέ πετρώματα ή λατομεία μαρμάρου.







Ο χρόνος ανεγέρσεως του αρχικού Ναού του Ταξιάρχου ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κατά τους οποίους πιστεύεται ότι ανεγέρθησαν οι υπόλοιπες οκτώ Αγγελικές Μονές του νησιού, ο οποίος όμως καταστράφηκε από τις συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών, που μάστιζαν τότε ολόκληρο το Αιγαίο. Η μετέπειτα ανασύσταση της Μονής ανάγεται, σύμφωνα με μαρτυρίες, ανάγεται πριν τον 15ο αιώνα.



Αδιάψευστο στοιχείο για την ύπαρξη παλαιότερης της σημερινής φάσεως της Μονής αποτελεί η επιγραφή του ξίφους της εφέστιας ιερής Εικόνας του Ταξιάρχου Μιχαήλ, η οποία αναφέρει ότι η επαργύρωσή της έγινε το 1724. Την εποχή όμως αυτή το Μοναστήρι δεν είχε ανακαινισθεί ακόμα και δεν είχε λάβει τη σημερινή του μορφή, κάτι που πραγματοποιήθηκε το 1783. Επομένως εικάζεται ότι η θαυματουργή Εικόνα του Ταξιάρχου βρισκόταν εντός άλλου παλαιότερου Ναού, που θα υπήρχε στη θέση του σημερινού.


Η ανοικοδόμηση της ονομαστής Μονής του Ταξιάρχου ξεκίνησε, όταν με απόφαση της Κοινότητας της Σύμης την 22α Οκτωβρίου1775, εξελέγη και διορίστηκε Ηγούμενος ο Συμαίος Ιερομόναχος Νεόφυτος Κακκακιός, ο οποίος, όταν επισκέφθηκε την περιοχή του Πάνορμου, αντίκρισε ερείπια και ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανασυγκροτήσεως της Μονής του Πανορμίτη.
Μάλιστα η Κοινότητα το 1777 για να συνδράμει στο έργο του Νεοφύτου, με συναίνεσή του, διόρισε επίσης Ηγούμενο του Πανορμίτη τον μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφό του Ιερομόναχο Κάλλιστο, ο οποίος μέχρι τότε ήταν Ηγούμενος στη Μονή του Μεγάλου Σωτήρος (Νεράς) της Σύμης. Οι δύο αδερφοί κατέβαλλαν υπεράνθρωπους αγώνες και προσπάθειες, ύψωσαν τα τείχη του φρουριακού συγκροτήματος και ανακαίνισαν εκ βάθρων το Καθολικό, που ολοκληρώθηκε την 23η Μαΐου του 1783 και έκτοτε με τη βοήθεια του προστάτη της Ταξιάρχου, διασώζεται αλώβητο.












Το Καθολικό της Μονής, ο κεντρικός δηλαδή Ναός, είναι κτισμένος στο κέντρο του περιβόλου του μοναστηριακού συγκροτήματος, ενώ γύρω σε τετράγωνο, ορθογώνιο ή τραπεζοειδές σχήμα είναι τα Κελιά, η Τράπεζα, τα εργαστήρια και όλοι οι βοηθητικοί χώροι.
Ο Ρόδιος αρχιτέκτονας «Μαστρ'Αναστάσης Καρναβάς» ανέλαβε τη μελέτη και την επίβλεψη των εργασιών κατασκευής του νέου Καθολικού. Στην ίδια θέση του παλαιού θεμελιώθηκε ο νέος Ναός, η αρχιτεκτονική του οποίου εμφανίζει δυτικές επιρροές, σύνηθες φαινόμενο στα Δωδεκάνησα εκείνης της εποχής, κατάλοιπο από το πέρασμα των Σταυροφόρων.






Το Καθολικό ανήκει στον τύπο της Σταυροφορικής Βασιλικής. Στο εσωτερικό αξιοσημείωτη είναι η παρουσία έξι παλαιοχριστιανικών μονόλιθων κιόνων, οι οποίοι είναι εντοιχισμένοι κατά το ήμισυ ανά τρεις σε κάθε μακρά πλευρά του Καθολικού, δύο εκ των οποίων φέρουν επιγραφές. Τα παράθυρα του Ναού πλαισιώνονται από λευκά μάρμαρα με αέτωμα. Το άνοιγμα των παραθύρων επιτρέπει την διείσδυση του φυσικού φωτός στο εσωτερικό του Καθολικού, αναδεικνύοντας το εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον λοιπό εσωτερικό διάκοσμο.
Εσωτερικά ο Ναός είναι κατάγραφος. Υπάρχουν πλήθος απεικονίσεων, μεταξύ άλλων των θαυμάτων του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, παραστάσεις του Δωδεκαόρτου και των εμφανίσεων του Χριστού μετά την Ανάσταση, ενώ οι νευρώσεις αυτών κοσμούνται με προτομές αγίων σε μετάλλια.


Η Εικόνα χρονολογείται στο α΄ μισό του 18ου αιώνος. Η αρχική μορφή, από άγνωστη αιτία, υπέστη καταστρεπτική και ανεπανόρθωτη φθορά, η οποία υφίσταται σε τμήμα του ακάλυπτου λαιμού του Ταξιάρχου. Η γενεσιουργός αιτία αυτής της φθοράς είναι πιθανόν η επικόλληση εκ μέρους των προσκυνητών αργυρών και χρυσών νομισμάτων στο πρόσωπο του Αρχαγγέλου. Η καταστροφή αυτή επέβαλλε την αντικατάσταση της Εικόνας, με την επιζωγράφιση, πρακτική αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Η τεχνοτροπία ακολούθησε τα δυτικά πρότυπα και φιλοτεχνήθηκε με λάδι σε μουσαμά, ενώ η τοποθέτησή της έγινε μετά την επαργύρωση του φωτοστέφανου της Εικόνας από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο.







Η περιώνυμη Ιερά Αρχαγγελική Μονή του Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου στην ακριτική Σύμη, διαδραματίζει αυτόν το σπουδαίο ρόλο και η ιστορία της αποτελεί ένα κράμα αδιάκοπων αγώνων, θυσιών και ανιδιοτελούς προσφοράς προς την Ορθοδοξία και το Γένος. Με τη Χάρη του Παμμεγίστου Ταξιάρχου διατήρησε την Ορθοδοξία και την ελληνικότητα του νησιού, καλλιέργησε τα γράμματα, πρωτοστάτησε στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και συμπαραστάθηκε στον δοκιμαζόμενο Δωδεκανησιακό λαό.
Πηγή υλικού: Γεωργίου Πετρόπουλου, Θεολόγου «Ιστορικό και θαύματα του Πανορμίτη», Έκδοσις Ιεράς Μονής Πανορμίτου Σύμης, Σύμη 2009.


Οι ακτές της Σύμης παρουσιάζουν πλήθος από κόλπους, όρμους, ακρωτήρια και μικρούς λιμένες. Σημαντικότερα ακρωτήρια είναι η Άκρα Μακριά που είναι το βορειοανατολικότερο άκρο της εγγύτατης νήσου Νίμου και το ακρωτήριο Πάτος που είναι το νοτιότερο.
Κυριότεροι όρμοι είναι οι αναφερόμενοι παραπάνω Νημπορ(ε)ιός, ο άγιος (Αι)μιλιανός, ο άγιος Βασίλης και ο της Νανούς.



Κυριότεροι λιμένες είναι ο Γιαλός, ο κυρίως λιμένας με εξαίρετο αγκυροβόλιο, του Πεδιού, και ΝΝΔ. του Πανορμίτη που είναι ασφαλής, κυκλικός και με κατάφυτες γύρω πλαγιές, όπου στη παραλία του είναι κτισμένο το πανελλήνιο προσκύνημα ιδιαίτερα των ναυτικών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.


Γύρω από την Σύμη βρίσκεται ένα πλήθος νησίδων και βραχονησίδων σημαντικότερες των οποίων είναι βόρεια η Νίμος, (αρχαία Ύμος), νότια το Σεσκλί, (η αρχαία Τεύτλουσα), βορειοδυτικά οι λεγόμενες από τους ναυτικούς "Συμιοπούλες", οι Αραιές των αρχαίων Ελλήνων, που είναι οι τρεις νησίδες Χοντρός (βορειότερη), Πλάτη (μεσαία), και η Οξειά (νοτιότερη) καθώς επίσης και πολλές βραχονησίδες με σημαντικότερες τις λεγόμενες "Διαβατές" που φαίνονται να διαβαίνουν τη θάλασσα στο δυτικότερο σημείο της Σύμης.


Σύμη  Πανόραμα,από την μεριά που δεν έχει ήλιο....Μέσα από το καράβι!



Με το ζουμ στο τέρμα από το πλοίο.....Μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύμης!





Η Σύμη είναι το όγδοο σε μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Βρίσκεται περί τα 12 μίλια ΒΔ. της Ρόδου, προ του ομώνυμου μικρασιατικού κόλπου, ή κόλπου Σεμπεκί κατά τους Τούρκους, με συνολική έκταση 57,865 τ.χλμ.. Απέχει 255 μίλια από τον Πειραιά, περίπου 27 μίλια ανατολικά από τη Νίσυρο και 3,7 μίλια από την εγγύτερη ακτή της Τουρκίας.
Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός, (εκ του Αιγιαλός), πέριξ του οποίου είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Κατά την απογραφή του 2001 αριθμούσε 2.606 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.427 είναι συγκεντρωμένοι στο άνω τμήμα της πόλης, το λεγόμενο Χωριό, που είναι κτισμένο επί της πλαγιάς του όρους Βίγλα



Υπάρχουν και τα θέρετρα Νημπορ(ε)ιός (εκ του Εμπορειό), βορειότερα, και το Πέδι, ανατολικά. Περίπου το 5% των μονίμων κατοίκων είναι αλλοδαποί Ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως Άγγλοι. Ο Γιαλός συνδέεται οδικά με το Χωριό, το Πέδι, τον Νημπορ(ε)ιό, την Μαραθούντα και την Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη που βρίσκεται στο νοτιότερο δυτικό άκρο της νήσου. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω της αρχιτεκτονικής της. Από το 2009 λειτουργεί στο νησί εργοστάσιο αφαλάτωσης.






Αρχαιολογικός χώρος κηρύχθηκε ολόκληρο το νησί της Σύμης. Ολόκληρη η Σύμη αλλά και τα νησάκια που βρίσκονται γύρω από αυτήν κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αφού περιλαμβάνουν 159 θέσεις -χώρους και μνημεία- που καταγράφουν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή ως τα νεώτερα χρόνια.

Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία. Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό όνομά της το οφείλει, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Σύμη ήταν κόρη του Ιαλυσού και της Δώτιδας και ήταν η επώνυμη ηρωίδα του νησιού.[1] Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη γειτονική μικρασιατική ακτή, Φοίνικες και μετά πήγαν εκεί άποικοι από την ηπειρωτική Ελλάδα.





Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1309 οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας, της σπογγαλιείας και της ναυπηγικής τέχνης.






Το 1522 πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η Σύμη την περίοδο αυτή όμως κατείχε σημαντικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια και ελευθερίες θρησκευτικής και γλωσσικής έκφρασης.
Οι κάτοικοι της Σύμης, με τον στόλο τους, πήραν ενεργά μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι Συμιακοί ζήτησαν από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με υπόμνημά τους στις 27 Ιουλίου 1829 την απελευθέρωσή τους και τη συμπερίληψη του νησιού τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Αίτημα που επανέλαβαν διά του Συμιακού ιερομόναχου Βενέδικτου από τη Ρωσική μονή του Αγίου Όρους του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος συνέταξε προσωπική παρακλητική επιστολή προς τον νέο Κυνερνήτη[2]Όμως παρά τη μεγάλη προσπάθεια, η Σύμη βρέθηκε ξανά κάτω από την τουρκική κυριαρχία, το 1832. Η κατοχή κράτησε μέχρι το 1912, χρονιά κατά την οποία το νησί πέρασε στα χέρια των Ιταλών.



Η ιταλική κατοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τους κατοίκους οι οποίοι γνώρισαν χρόνια μεγάλης φτώχειας. Η Ιταλική κυριαρχία έληξε το 1943 χωρίς όμως να τελειώσουν και τα δεινά του νησιού που πολλές φορές άλλαξε χέρια μεταξύ Άγγλων και Γερμανών. Οριστικά περιήλθε στα χέρια των Άγγλων στις 25 Σεπτεμβρίου 1944. Την 8η Μαΐου 1945 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής της Δωδεκανήσου Όττο Βάγκνερ υπέγραψε το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Δωδεκανήσου στους συμμάχους. Παρόντες ήταν ο Άγγλος Ταξίαρχος Μόφατ, o διοικητής του Ιερού λόχου Τσιγάντες, ένας Ινδός και ένας Γάλλος αξιωματικός. Οι Γερμανοί ήθελαν να γίνει η παράδοση των νησιών στους Έλληνες όμως αυτό δεν το αποδέχθηκαν οι Άγγλοι, οι οποίοι αργότερα επεδίωξαν να κάνουν τα νησιά επαρχία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την 31η Μαρτίου 1947 υπεγράφη το Πρωτόκολλο Παράδοσης στην Ελλάδα και η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε καθήκοντα στην Ελληνική Διοίκηση. Η οριστική ενσωμάτωση και παράδοση των Δωδεκανήσων στη μητέρα Ελλάδα σημειώθηκε στις 7 Μαρτίου 1948.



Στη κορυφή του λόφου που βρίσκεται στην Άνω Χώρα, δέσποζε η αρχαία ακρόπολη, στα απομεινάρια της οποίας οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, το 1407, έκτισαν το κάστρο τους που ήταν ένα αμυντικό φρούριο με καταλύματα. Οι ιππότες με αυτό το έργο θέλησαν να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Η Άνω Χώρα συσπειρώθηκε σιγά σιγά γύρω από το κάστρο και μόνο όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, άρχισε και η επέκταση προς τα παράλια, δηλαδή Γιαλός (λιμάνι), Πέδι (όρμος – ψαροχώρι), Νημποριός (αρχαίο λιμάνι). Η Σύμη ανακηρύχθηκε νωρίς ως διατηρητέος οικισμός, επιστέγασμα πολύχρονων αγώνων του Συμαίου aesthete Κώστα Α. Φαρμακίδη, και κατάφερε να διατηρήσει τον κεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής της. Αυτό έγινε το 1971 και συγκεκριμένα με την αριθμ.24908/23-10-1971 υπουργική απόφαση όπου ο οικισμός κρίνεται “ιστορικός τόπος χρήζων ιδιαιτέρας προστασίας



Τα σπίτια της, δίπατα και τρίπατα με δώμα, με αυλές, στρωμένες συχνά με βοτσαλωτά δάπεδα, σε θεματικά (καράβια, άγκυρες) και διακοσμητικά (μαίανδρος) motifs, με αετώματα ανάμεσα στις δίρριχτες κεραμιδένιες στέγες τους, μπαλκόνια με σιδεριές, εξωτερικούς τοίχους σοβατισμένους στο χρώμα της ώχρας ή σπανιότερα πέτρινους, και καφετιά παραθυρόφυλλα, χωρίς να λείπουν οι ιώδεις ή βαθυπράσινες πόρτες. Η τολμηρή πολυμορφία των σπιτιών της Σύμης και η χρωματική ελευθεριότητα (λουλακί, ώχρα, terra cotta), γαληνεύουν τους τραχείς, αυστηρούς και επιβλητικούς βράχους, αφήνοντας μετάγευση αρμονίας. Εσωτερικά τα σπίτια της Σύμης έχουν την απαραίτητη, λόγω της ανυδρίας, στέρνα στο βάθος του ισογείου ή κάτω από την ακμή του ορόφου, αφήνοντας μικρό χώρο μαγειρείου. Η Κάτω Πόλη (Γιαλός), που βρίσκεται στο λιμάνι, αναπτύχθηκε κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, με πυκνή δόμηση και θολωτά περάσματα, αλλά διαμορφώθηκε πλήρως κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε κτίστηκαν και οι νεότερες κατοικίες και στο Χωριό. Τα σπίτια του Γιαλού χτίστηκαν από Καρπάθιους τεχνίτες, έχουν κεραμοσκεπές, αετώματα και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Ζωγράφο


Το πάνω μέρος του Γιαλού ηλικίας 500 ετών, είναι εξαιρετικής αρχιτεκτονικής σημασίας καθώς αποτελεί ενδιαφέρον μείγμα αιγαιοπελαγίτικης και φρουριακής αρχιτεκτονικής με ενετικά στοιχεία. Σε αντίθεση, στα ισόγεια του Γιαλού, υπάρχουν μόνο μεγάλοι χώροι αποθήκευσης και κατεργασίας σπόγγου. Στον όροφο υπήρχε το σαλόνι με καθρέπτες, κονσόλες, πορσελάνες και, ενίοτε, τοιχογραφίες ή νωπογραφίες (frescos), και η μουσάντρα , εκ του ονόματος του Γάλλου αρχιτέκτονα F. Mansart που, εκμεταλλευόμενος το μεγάλο ύψος των σπιτιών του 17ου αιώνα, πρόσθεσε ξυλοκατασκευή, δημιουργώντας ένα ανοικτό (για να φωτίζεται) μεσοπάτωμα, το οποίο λειτουργούσε ως συμπληρωματικός χώρος ύπνου (ανάλογο του Αγγλοσαξονικού sleeping loft). Ακριβώς κάτω από την μουσάντρα βρισκόταν ο κύριος χώρος ύπνου, ο σουφάς, μια επίσης ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή, ενσωματωμένη στον τοίχο, κάτω από την οποία υπήρχε αποθηκευτικός χώρος. Ο σουφάς χωριζόταν από τον υπόλοιπο χώρο του ορόφου με κουρτίνα, υαλοπέτασμα ή ψευδόπορτα.



Τύποι Σπιτιών Στη Σύμη διακρίνουμε τρεις (3) τύπους σπιτιών, το μονό ή γείσο, το ανωκάτωγο ή δίπατο και τέλος το τρίπατο. Στο μονό ή γείσο σπίτι όλοι οι χώροι του σπιτιού, σάλα (σαλόνι), υπνοδωμάτιο, μαγερειό, καθώς και οι άλλοι βοηθητικοί χώροι, βρίσκονται στο ισόγειο. Το ανωκάτωγο ή δίπατο σπίτι, διαθέτει κατώι του οποίου η κάτοψη μοιάζει με το ισόγειο των μονών σπιτιών. Η επικοινωνία του ισογείου με τον πάνω όροφο γινόταν μέσω μιας εξωτερικής πέτρινης σκάλας. Το τρίπατο σπίτι δεν ήταν τόσο διαδεδομένο όσο το ανωκάτωγο. Σε αυτόν τον τύπο σπιτιού, το ισόγειο χρησιμοποιούνταν ως μαγαζί και οι δυο πάνω όροφοι αποτελούσαν ξεχωριστές πλήρεις οικίες. Υπάρχει ένας ακόμη τύπος σπιτιού που όμως δεν τον συναντούμε στο λιμάνι.............


Σε αυτόν τον τύπο, το κατώι είναι μαγαζί ή αποθήκη και στο κέντρο του ορόφου υπάρχει μεγάλη σάλα. Υλικά Οι τοίχοι των σπιτιών είχαν μεγάλος πάχος. Κατασκευάζονταν από πέτρα αφού το συγκεκριμένο υλικό αφθονούσε στο νησί. Οι ντόπιοι τεχνίτες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στη συναρμολόγηση της πέτρας. Αντίθετα στα αρχοντόσπιτα χρησιμοποιήθηκε η ποτσουολάνα(μείγμα ασβεστοκονιάματος και θηραϊκής γης) που προερχόταν από τη Θήρα ή τη Νίσυρο. Οι στέγες των σπιτιών στο σύνολό τους είναι αετοειδείς και κεραμιδένιες με κεραμίδια φερμένα από τη Μασσαλία. Ένας προγενέστερος τύπος στέγασης είναι και ο επίπεδος με δώμα, που κατασκευαζόταν από πατελιά...



Στο αέτωμα της κάθε στέγης υπάρχουν οι πολύ γνωστοί φεγγίτες ή αλλιώς τα «μάτια του βοδιού». Αυτοί κατασκευάζονταν από πέτρα, μάρμαρο, σίδερο ή γύψο, ενώ για τις σκάλες, τα μπαλκόνια και τα φουρούσια χρησιμοποιούσαν μάρμαρο φερμένο από την Πάρο ή την Πεντέλη. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν στις πόρτες και στα παράθυρα την προμηθεύονταν από την Τεργέστη, καθώς και από τα γειτονικά μικρασιατικά παράλια. Το είδος του ξύλου που προερχόταν από την Τουρκία λεγόταν κατράνι και ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες. Τις πρώτες ύλες τις προμηθεύονταν από τη Σμύρνη και την Πόλη. Εκτεταμένη ήταν και η χρήση του ασβέστη που με αυτόν άσπριζαν τα σπίτια. —


Η Σύμη είδε μέρες δόξας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διότι, μετά το 1522, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, εφαρμόστηκε ο Ιερός Νόμος του Ισλάμ, που ορίζει ότι λαοί, που υποτάσσονται αυτοβούλως, θα χαίρουν αυτονομίας με μόνη υποχρέωση την καταβολή μικρού κατά κεφαλήν φόρου. Επειδή οι Συμιακοί προσήλθαν πρώτοι να δηλώσουν υποταγή, απέκτησαν όλες τις προνομίες του ειδικού καθεστώτος.






53 Από το 1912, με την Ιταλοκρατία, άρχισε η παρακμή με σταδιακή μετανάστευση του πληθυσμού στην Αίγυπτο, Μασσαλία, ΗΠΑ και αργότερα το Βελγικό Κογκό και την Αυστραλία. Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανο-ιταλικές δυνάμεις βομβάρδισαν και έκαψαν πρακτικά όλο τον Γιαλό, την Καλή Στράτα και το Μουράγιο. Αυτή την περίοδο η πείνα ανάγκασε την Σύμη να δοκιμαστεί σκληρά. Μερικοί τολμηροί Συμιακοί, ναυτικοί και έμποροι,ταξίδευαν ως την Τήλο και την Κρήτη (Σητεία) για να φέρουν τρόφιμα. Μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων (de facto 1947, de jure 1948), οι κάτοικοι ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες.



Ο αρχικός Αιγαιοπελαγίτικος οικισμός της Σύμης βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα, σε ένα πλάτωμα κρυμμένο πίσω από το Κάστρο για το φόβο των πειρατών. Για τον ίδιο λόγο, ο οικισμός διασχίζεται από δαιδαλώδη, στενά, πλακόστρωτα δρομάκια και καλντερίμια. Εκεί βρίσκονται και τα πρώτα αρχοντικά, των οποίων η μορφολογία και τυπολογία ουδεμιά έχει σχέση με τα μεταγενέστερα νεοκλασικά του δευτέρου ημίσεος του 19ου στο Γιαλό. Ήταν παραδοσιακά διώροφα κτίρια με μεγάλες αυλές στρωμένες με πλάκες από συμαϊκό σχιστόλιθο ή διακοσμημένες με σχέδια βοτσαλωτού (χαλικερά κατά τη συμαϊκή διάλεκτο), απομεινάρι της βυζαντινής εποχής, τυπικά δείγματα Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής.





Η Σύμη κατοικείται από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Μερικά ονόματα που αναφέρονται είναι, Καρίκη, Μεταποντίς, Αίγλη, και Σύμη από το όνομα της συζύγου του Γλαύκου που θεωρείται ο πρώτος κάτοικος στη γη αυτή. Εικάζεται ότι οι αρχικοί κάτοικοι της ήταν οι Κάρες και οι Φοίνικες. Μετά ήρθαν οι Δωριείς


Αυτό το καφενεδάκι με γοήτευσε.....Το έχει μια Αγγλίδα και πολλοί ανεβαίνουν μέχρι εκεί ψηλά στο τέλος της πόλης για να την τιμήσουν!


Αμέσως ή εμμέσως, η οικονομία της Σύμης στηρίζεται σήμερα στον τουρισμό. Η οικονομική ανάκαμψη άρχισε δειλά στην διάρκεια της Δικτατορίας με την ανάπτυξη του ημερήσιου τουρισμού από την Ρόδο. Πριν 20 χρόνια, μια πανοραμική φωτογραφία του λιμανιού της Σύμης τραβηγμένη από το Κάστρο κοσμούσε το εξώφυλλο της έκδοσης (Αυγούστου 1988) του Condé Nast Traveler, του εγκυρότερου διεθνούς (Αμερικανικού) περιοδικού σε θέματα τουρισμού. Η έμφαση του άρθρου δινόταν στην αρχιτεκτονική του νησιού και ειδικά στα αρχοντικά του Μουράγιου. Έκτοτε η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία.


Σήμερα ο τουρισμός της Σύμης τροφοδοτείται από τους επισκέπτες της μιας μέρας, από τους πολυήμερους τουρίστες και από τους ιδιότυπους "τουρίστες" τους Συμιακούς της διασποράς. Το σύνολο σχεδόν των τουριστών της Σύμης διακινείται μέσω της Ρόδου. Η τουριστική περίοδος κρατά 7 μήνες (Απρίλιος-Οκτώβρης), όπως και στη Ρόδο με μεγάλη κίνηση στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου. Ο τουρισμός πολυήμερης παραμονής παρουσιάζει ανοδική πορεία τα τελευταία 10 χρόνια.



Το νησί είναι ορεινό, πετρώδες, άγονο και άνυδρο. Ψηλότερο βουνό είναι η Βίγλα (550 μ.) που σχεδόν χωρίζει το νησί στο βόρειο και νότιο εκ των οποίων το βόρειο είναι χαμηλότερο και περισσότερο καλλιεργήσιμο. Διαθέτει ελάχιστα πεδινά και υψίπεδα. Στα ορεινά, όμως, υπάρχει εκπληκτική βλάστηση. Σημαντικότερα μικρά οροπέδια είναι η "Δρακούντα", του "Μέσα Νιμοράκι", το "Ξίσος", ο "Μεγάλος Σωτήρης" και ο "Μικρός Σωτήρης", ενώ σημαντικότερες σχηματιζόμενες κοιλάδες είναι τα "Παναϊδάκια", του "Νημπορειού", με μεγαλύτερη την "κοιλάδα του Πεδιού" όπου και καλλιεργούνται έντονα.


Πλούσια ήθη και έθιμα επιβιώνουν ως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι ο Κουκουμάς στις 2 Μαΐου. Στο έθιμο αυτό έπαιρναν μέρος, ανύπαντροι νέοι και νέες. Αποβραδίς, η κυρά του σπιτιού όπου θα γιόρταζαν τον Κουκουμά, έδινε ένα αγγείο της Βενετίας, το ξυστί, σε εφτά νέες για να φέρουν από ισάριθμα σπίτια, που ένα μέλος του λεγόταν Ειρήνη, το λεγόμενο αμίλητο νερό, διότι καθ’οδόν δεν έπρεπε να μιλούν. Στην επιστροφή, έβαζαν μέσα στο ξυστί τα δαχτυλίδια τους και το σκέπαζαν με κόκκινο μαντήλι κι' ένα μεγάλο κλειδί...


Το ξυστί το ανέβαζε, τότε, η κυρά στο ανώι, όπου το άφηνε ως το πρωί, για να το δουν ο ουρανός και τ’ άστρα. Έτσι, πίστευαν ότι θα παντρεύονταν γρήγορα. Το πρωί, μετά την Λειτουργία στο ναό του Αγίου Αθανασίου, μετέβαιναν στο σπίτι όπου έκαναν τον Κουκουμά παίρνοντας θέση γύρω από ένα μπακιρένιο ταψί, το σινί. Η νοικοκυρά κατέβαζε από το ανώι το ξυστί και το έβαζε στο κέντρο του σινιού. Αμέσως οι νέες αφαιρούσαν το κλειδί, το κόκκινο μαντήλι, έβγαζαν τα δαχτυλίδια τους και έβαζαν στο ξυστί φρεσκοκομμένα λουλούδια και γύρω στο σινί καμιά δεκαριά κουτάλια της σούπας. Με τις παλάμες τους χτυπούσαν ρυθμικά το σινί και τα κουτάλια έκαναν ένα ωραίο ήχο, ενώ οι λυράρηδες άρχιζαν να παίζουν μουσική και οι νέες, να τραγουδούν δίστιχα επαινώντας  τους αγαπημένους τους....



Μετά το γεύμα που πρόσφερε η κυρά, άρχιζαν να καταφθάνουν οι νέοι με τριαντάφυλλο στ' αυτί και χόρευαν με τις νέες τραγουδώντας άλλα δίστιχα. Στο τέλος του Κουκουμά, η κυρά έδινε σε κάθε νέα ένα κομμάτι από πίττα φτιαγμένη με το αμίλητο νερό, αλάτι και αλεύρι κοσκινισμένο από πρωτότοκη νέα, της οποίας ζούσαν οι γονείς. Λόγω του αλατιού στην πίττα που έτρωγαν, οι νέες διψούσαν και στον ύπνο τους έβλεπαν σε ποιου νέου το σπίτι θα πήγαιναν για να πιουν και να ξεδιψάσουν. Αυτός θα ήταν ο νέος που θα παντρεύονταν.


Ένα άλλο, μακάβριο αυτή το φορά, έθιμο ήταν το Φωνικό του Δωμάτου (εκ του φωνή και του δώμα) που τηρούσαν πιστά οι Συμιακές του Χωριού, όχι του Γιαλού ή του Μουράγιου. Μόλις πέθαινε κάποιος, η χήρα όφειλε να βγει στο δώμα του σπιτιού της τελείως ασυγύριστη, με λυμένα τα μαλλιά και να κλαίει, να φωνάζει και να ωρύεται ώστε να την ακούσουν μέχρι το Μουράγιο, για να τιμήσει πρεπάμενα (εκ του πρέπον) τον άντρα της.


Η Σύμη όπως παρουσιάζεται από τους ταξιδιώτες Η Σύμη, όπως και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, είχε την ατυχία να βρεθεί κάτω από ξένους δυνάστες εξήμισι ολόκληρους αιώνες και φυσικό ήταν για την περίοδο αυτή, οι μόνες πηγές πληροφοριών να είναι ταξιδιώτες που την επισκέφθηκαν. Λόγω όμως της γεωγραφικής της θέσης δεν υπήρξαν πολλοί. Ωστόσο οι ταξιδιώτες και οι γεωγράφοι που την επισκέφθηκαν, είτε οι ίδιοι έγραψαν γι' αυτήν ή την αποτύπωσαν πάνω σε χάρτη - αυτοί είναι λίγοι - είτε κατέγραψαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία, τα έθιμα και την τοπογραφία της.



142 0 Christoforo Buondelmonti Ιταλός Μοναχός Ιερέας που ταξίδεψε από την Φλωρεντία. Έγραψε βιβλίο όπου περιγράφει τη Σύμη και σχεδίασε ένα μάλλον πρωτόγονο χάρτη της Σύμης. Αναφέρει ότι το νησί ονομαζόταν Simie από το Simen που ήταν ο βασιλιάς του ή από τη λέξη Simane που είναι ελληνική απόδοση της λατινικής propinqua, που σημαίνει κοντινή, αφού βρίσκεται πολύ κοντά στην Ανατολή και οι κάτοικοι της κερδίζουν το ψωμί τους από το εμπόριο που κάνουν με τους στεριανούς.


Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το να κάθεσαι σ αυτά τα τραπέζια ,να πίνεις παγωμένη μπίρα και να ξεκουράζεσαι από τέσσερις ώρες πάνω κάτω -πέρα δώθε στην πόλη της Συμης,με δεκάδες κλικ μέσα στην κάμερα σου!!



Όταν ο Δίας έδιωξε τον Προμηθέα, γιο του Ιαπετού, αυτός ήρθε στη Σύμη και έμαθε στους κατοίκους πολλά πράγματα για να ζουν καλύτερα. Οι κάτοικοι με τις μικρές βάρκες τους ταξιδεύουν ανάμεσα στη Ρόδο και την Τουρκία και κάνουν εμπόριο. Η περιφέρεια του είναι τριάντα μίλια. Το νησί έχει δυο κάστρα. Το ένα βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και είναι πολύ γερό. Το άλλο πάνω στο βουνό είναι έρημο. Βγάζει εξαιρετικό κρασί και στα ψηλά βράχια του ζουν κατσίκια.







Στο νησί εκπέμπει ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός στην μπάντα των FM, ο Star Radio 104.6 FM, ο οποίος εκπέμπει στη Σύμη από το 1986 και έπειτα. Υπάρχει επίσης το διαδικτυακό ραδιόφωνο Magic Star, και η διαδικτυακή εφημερίδα Συμαϊκά Νέα.






Αφήνοντας την Σύμη,ειμαι ευγνώμων που κατάφερα να την δω,που κατάφερα να την φωτογραφίσω. ..Τελικά όταν κάτι το παλεύεις να το πραγματοποιήσεις ,η αναταμοιβή σου είναι η πραγμάτωση του ονείρου σου και του αγώνα σου γιαυτό!!


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ : ΝΕΛΛΑ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ 

πηγές 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου