Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

ΒΙΚΥ ΤΣΙΜΠΙΡΛΗ " Η ΠΟΛΗ "


Οι μούσες είχαν από ώρα πιάσει δουλειά !
Η λύρα, ο αυλός και η βάρβιτος, είχανε πάρει φωτιά !
Κόσμος μπαινόβγαινε και τα χαμόγελα δίναν και παίρναν !

Αυτόν, κανείς δεν τον πρόσεξε !

Οι χορευτές λικνίζονταν σ΄ερωτικούς ρυθμούς
και οι ακροβάτες ίσιωναν το σμιλεμένο κορμί τους,
ολόρθα στο σκοινί των τεντωμένων ειρμών,
των ανίερων πόθων και της ποιητικής πανδαισίας !

Αυτόν, κανείς δεν τον πρόσεξε !

Ο σκύλος δίπλα του, έξυνε το απελπισμένο, κομπιασμένο του τρίχωμα κι αυτός στάλαξε τις τελευταίες, καχεκτικές του σταγόνες, από το άγνωρο εμφιαλωμένο νερό,
στο κατακόκκινο του γεράνι !

Στα τραπέζια, είχαν στρωθεί με περίσσια φροντίδα, οι τρίποδες με τα εδέσματα, τα πινάκια, οι κύλικες και οι κρατήρες !
Σουβλιστοί αγριόχοιροι, ελάφια, ψάρια παχιά και όσπρια,
δημητριακά, καρποί και μυρωδάτα φρούτα,
τους προσκαλούσαν !
Άφθονος, νερωμένος οίνος, μέλωνε τις ψυχές τους !

Αυτόν, κανείς δεν τον πρόσεξε, στο σαθρό πεζοδρόμιο,
της Ιερής Πολιτείας !

Είχε στριμώξει τα χαρτόνια του και τις δυο παντέρημες,και
θλιβερές του κουβέρτες, στην κόχη βαθιά, της πολυεθνικής
μοναξιάς του !
Έσυρε δίπλα του το πλαστικό κεσεδάκι , απ΄τον μελλοντικό Ναό
και έφαγε μ΄εγκαρτέρηση, ό,τι και χθες και προχθές,
με μια γεύση στη γλώσσα του, από λησμονημένη ευγνωμοσύνη
και την ίδια ακριβώς ευχαρίστηση, που νιώθουν καθώς δουλεύουνε, οι μηχανές των εργοστασίων !!

Οι λευκοί αέρινοι πέπλοι και τα ιμάτια,
θρόϊζαν στην νωχέλεια των ποδιών,
καθώς περιφέρονταν, από ανάκλιντρο σε ανάκλιντρο
και από αγκαλιά σε αγκαλιά !
Μεθυστικά αρώματα αναδύονταν, από δάφνη και μαστιχόλαδο,
φύκια, μυραλοιφές κι εξωτικά λουλούδια !

Αυτόν, κανείς δεν τον πρόσεξε !!

Ένα κετσεδιασμένο, στρατιωτικό αμπέχωνο,
σωσμένο απ΄τον καιρό του αυριανού πολέμου,
πότε για κλινοσκέπασμα, πότε για μαξιλάρι,
τ΄απομυζούσαν αλύπητα, τα τσιμπούρια του σκύλου
και τ΄άλλα, τα τετράπαχα,
τα φουσκωμένα από το αίμα της Πόλης !

Την ώρα που η Ερατώ, δρόσευε με την λύρα της,
το φλογισμένο υπογάστριο του πανέμορφου νέου,
αυτός... άπλωσε τα μαυρισμένα νύχια του,
και μάζεψε δυο-τρεις, από τις πατημένες γόπες,
να ψυχοβγάλει την νύχτα του !
Βλέπεις....οι μουσικές του αυλού,
οι μυρωδιές του μούστου
και το μέλι από τα νωγαλεύματα,
καβούρδιζαν μεθοδικά,
τα πηχτωμένα του μάτια !!

Και η Ποίηση !

Ω ! η Ποίηση !

Μια τοξική βροχή,
οι στίχοι πού΄φταναν τη σκόνη του,
και ζύμωναν συμμετρικά,
τη λάσπη της ζωής του !!

Κανείς δεν τον πρόσεξε !!

Προσηλωμένοι ως τους βοστρύχους τους,
στο ένδοξο... ποιητικό...
Νεκρό... παρελθόν τους.......

βίκυ τσιμπιρλή 24/10/17





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου