Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ { Το τελείωμα του χρόνου....}



Το τελείωμα του χρόνου ήταν πάντα στο μυαλό μου δισυπόστατο. Το κάτω μισό της κλεψύδρας να φυλακίζει το χρόνο που κυλάει από τις σχισμές μας, με κομμάτια μας να παγιδεύονται από τη ροή και να χάνονται στην άμμο. Και το άλλο μισό που αδειάζει, με κομμάτια να σκαρφαλώνουν στη ρωγμή, να ζητούνε ανάσες στο χώρο που ανήκει πια στην προσμονή για το γύρισμα του χρόνου και στη φυλακισμένη ελπίδα για το σπάσιμο κάθε κλεψύδρας και των αλλεπάλληλων κύκλων της. 

Κι όσο πλησιάζουν οι γιορτές, τούτη η περίοδος φαντάζει ακόμα περισσότερο σχισματικός. Μοιρασμένος σε μια πάλη μεταξύ χαράς και θλίψης. Μιας χαράς που πασχίζει να κερδίσει στα σημεία, στον τελευταίο γύρο του αγώνα. Με αυτό το κάτι σαν δώρο του χρόνου, τον δέκατο τέταρτο μισθό των αποθεμάτων μας να επενδύεται σε αγορά παγοπέδιλων για να γλιστράς ταχύτερα και ασφαλέστερα πάνω στο λεπτό στρώμα πάγου του κόσμου, να φτιάχνει χρυσοσκονάνθρωπους πλάθοντας σβώλους στις χούφτες της, συλλέγοντας την από τη διάσπαρτη πρώτη ύλη στις βιτρίνες. Με την συνεπικουρία της αγάπης που μας εμφυσείται μέσω της επιφοίτησης του ευδαίμονος γιορτινού πνεύματος. Μοιάζουμε όλοι ομοιόμορφοι χειροκροτητές στο σκηνικό ενός live show, παρακινούμενοι για επίδειξη ενθουσιασμού από έναν άγνωστο χαρωπό εμψυχωτή του κοινού. Και στα διάκενα η θλίψη. Το άλλο κομμάτι μας, που νιώθει ακάλεστο στη χαρά. Παρείσακτο ανάμεσα σε τόσους άγνωστους λαμπυρίζοντες καλεσμένους. Η αίσθηση ότι κάτι γύρω μας φτιάχνεται ερήμην μας. Η βεβαιότητα πως η χρυσόσκονη μας θα σκορπίσει σε μέλλοντα ήδη ακυρωμένα στο σήμερα, φτιαγμένα από ξένους. Τα διάσπαρτα στους δρόμους ροκανίδια φωτός να πίνουν το αίμα της που στάζει από μέσα μας, αφήνοντας μονάχα μια γεύση στυφή, σαν όλα αυτά να μην ήρθαν ποτέ τους στ’ αλήθεια και πως μονάχα θα φύγουν.
Οφείλω να στολίσω και φέτος. Το ιατρείο, το γραφείο, εμένα. Εδώ, λοιπόν, σ΄εναν από τους τοίχους τους κυκλοτερείς στην αίθουσα αναμονής, γυμνής από έπιπλα, με χώρο ελεύθερο για να “λάμψει”, περιμένει το συνθετικό μου, τύπου Colorado επιτοίχιο δέντρο, με την υποψία εξίσου ψεύτικου συνθετικού χιονιού στις άκρες του. Σα να βάφεις τα δάχτυλά σου κόκκινα ένα πράμα, μήπως και περάσεις για πάθος. Δεν αντέχω όμως τη θέα των κομμένων αληθινών. νιώθω μια μυστική συγγένεια μαζί τους. Περήφανα έλατα κάποτε, με θλίβει η όψη τους όπως παραταγμένα τα πωλούν κατά δεκάδες, αποκομμένα απ’ τις ρίζες τους, ζωντανά μόνο κατ’ όψη, πεθαμένα από καιρό. Νιώθω έναν ανείπωτο πόνο στη σκέψη της κάθε τσεκουριάς, φαντάζομαι τα πριόνια να στάζουνε το αίμα τους. Τα βλέφαρα των κλαδιών τους που σφαλίζουνε με θλίψη σαν ονειρεύονται πως κάποτε υπήρξαν δάση. Αναγκαστικά λοιπόν επιλέγω πλαστικό, κίβδηλο, το δικό μου δέντρο, που τώρα πρέπει όσο μπορώ να ομορφύνω με στολίδια. Διαλεγμένα όλα ένα προς ένα, σκέψεις που απολιθώθηκαν χωρίς ποτέ να εκφράσουν το ανέκφραστο, καμπανούλες με όλα τους τα ρίγη ανάκουστα στο χάος του ουρανού, αστέρια ταμένα να δείχνουν το μονοπάτι προς τ’ άστρα μα στέκουν με στραγγισμένο το φως τους -πέτρες ασάλευτες στην άκρη του δρόμου που θα περάσει η ζωή. Μικρά αγαλματίδια που αναπέμπουν μονάχα μια παγωμένη στο χρόνο θλίψη, αγγελικά φτερά που μικροί και μεγάλοι πόνοι απέβαλαν το όνειρο της γέννας τους, μορφές που περιμένουν να κρεμαστούν πάνω στο δέντρο, να πάρουν τη θέση τους σ΄ένα απολιθωμένο ονειρόδασος με πλάσματα φτιαγμένα προσεκτικά από πηλό που κάποιος πλάστης όμως ξέχασε να τους φυσήξει ζωή. Κοιτάω και με κοιτάει το κάθε κλαδί γυμνό στη γλώσσα του ανέμου να περιμένει το στολίδι να ιστορήσει την πυρκαγιά του και με τα μονοπάτια της στάχτης να ριγούνε στη μνήμη της φωτιάς. Ίσως γι’ αυτό με θλίβουν τόσο οι γιορτές, με κάνουν να κοιτώ πίσω μου τρομαγμένος μη και με συλλάβουν οι σκέψεις μου να κλέβω τον εαυτό μου.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου