Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΑΝΑ

 Ταΰγετος

ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ « Ο Κουρσάρος»

Στον Μωριά τα κορφοβούνια, πορφυρά ντυμένος κάλλη
Αργοκατεβαίνει ο ήλιος μεσ΄της δύσης την αγκάλη.

Όχι, οι λάμψεις του δεν είναι θαμπερές καθώς στις χώρες
Του Βορρά, μα φεγγοβόλες, διάφανες και χρυσοφόρες.
Όταν ήσυχα στον πόντο τις αχτίνες του καρφώνει,
Τις σπιθοβόλες κορφούλες των κυματισμών χρυσώνει.
Αποχαιρετά την Ύδρα και το βράχο της Αιγίνης
Με στερνό χαμόγελό του ο Θεός της ωριωσύνης.
Πάντοτε ποθεί να βλέπει την αγαπητή του χώρα,
Αν κι αυτή λαμπρές θυσίες δεν του καίει πλέον τώρα.
(Απόδοση: Λεων. Ραζέλος)


 Ηλιοβασίλεμα στον Ταΰγετο…

Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Δειλινά

Τὰ βήματα τοῦ φθινοπώρου ἀντήχησαν
νωρίς, κι εἶπε μὲ πίκρα ἡ ἀδελφή μου:
«Ἡ νυχτερινὴ βροχὴ τὰ ρόδα μας
τὰ μάδησε, ἀδελφούλη μου, καὶ τώρα;»
Ἕνα βιβλίο ρομαντικὸ θὰ συλλογίστηκε...
Μὰ ἐγὼ ἀναμέτρησα στὸ νοῦ μου τὶς ἱστορίες
γύρω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ῥόδα ποὺ πεθάνανε
στὴ φύση ἀνάμεσα καὶ στὴν καρδιά μου.


 Ο Ταΰγετος το δειλινό…

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΧΤΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΑ ΣΤΟΝ ΤΑΥΤΕΤΟ

Ἀριστερά· πάνω ἀπ’ τὴν ὄχθη, ἐκεῖ, ποὺ ὅταν νυχτώνει
ὁ ἕσπερος βγαίνει σὰν πουλὶ καὶ κάθεται στὸν δεξιὸν ὦμο σου·

πότε φορεῖς στραβὰ τὴ σκούφια σου - ἕνα τριανταφυλλένιο
σύννεφο,
πότε οἱ κορφές σου στὴ σειρὰ χαραδρώνουν τὴ θύελλα.
Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν πιὸ ὑψηλὴ κορφή σου, κάποτε, ὀνειρεύτηκα
ν’ ἀνοίγουνε τὰ χέρια μου σὰν δυὸ μακριὲς προβλῆτες καὶ νὰ
κλείνουνε μέσα τους ὅλα τ’ ἀστέρια.



 Σπάρτη Στο βάθος Ταΰγετος ...

Κώστας Κρυστάλλης - Ηλιοβασίλεμα

Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει,
και τ’ ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.
Την πύρη του καλοκαιριού την σβηεί γλυκό αγεράκι
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ’ ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει,
η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ’ αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει·
θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
Απ’ όξω, από τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες,
ηλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι,
με τους ζυγούς, με τα βαριά τ’ αλέτρια φορτωμένοι,
και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα,
«Oώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσηνέ, Λαμπίρη»·
κι αργά τα βόδια περπατούν και πού και πού μουγκρίζουν

Γυρνούνε από τα έργα τους οι λυγερές, γυρνούνε
με τα ζαλίκια αχ τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ το πλύμα,
με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω·
και σ’ όποιο δέντρο κι αν σταθούν, σ’ όποιο κοντρί ακουμπήσουν,
εις το μουρμούρι του κλαριού, εις τη θωριά του βράχου
γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν:
«Γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορφό μας κόσμο!»

Ταΰγετος 



Νικηφόρος Βρεττάκος - Ποιήματα για το ίδιο βουνό

Ἡ οὐράνια δαντέλα,
ἡ σχεδὸν κυματίζουσα,
τῶν γραμμῶν σου, θαρρεῖς
ὅταν δύει ὁ ἥλιος
καὶ γιομίζει ἀγγέλους.

Προχωροῦν, ἀνεβαίνουν
ἀπ᾿ τὶς δυὸ παρυφὲς
στὴ μεγάλη κορφή σου.
Συγκεντρώνονται πάνω της
σὰν μιὰ χορωδία.

Ὅσο ποὺ τέλος,
κάποιος ἀπ᾿ ὅλους
ἁπλώνει τὸ χέρι
κι ἀνάβει τὸν ἕσπερο.







ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά η μοναξιά μου
που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα σ' αυτή τη θάλασσα
που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή 
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς


.
 Λευκάδα...

Τάσος Λειβαδίτης – Δειλινό

Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα –
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί
κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό,
είναι που αποθηκεύει
θλίψεις για το μέλλον.



Λευκάδα 

Νικηφόρος Βρεττάκος “Ο χορός του κορυδαλλού

"...Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου - ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τ
η μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών - σ' όλα τα βάθη του...
"

 Τήνος.. 

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ Ηλιοβασίλεμα
Στον Αλέξη Φασιανό 

Αυτή η ξαφνική η παγωνιά
μέσα στο καλοκαίρι

θαμπώνουνε της φίλης μου
τα μάτια 
λέει: Είμαι
κατάστικτη
από κόκκινο κακό
όμως καθαρή
σαν το ελάφι
τί να κάνω
μακριά από την πηγή;
περνάει ο άλλος
σκοτεινός
με σίδερα
και περικεφαλαία
φωσφορίζοντας
μέσα σ’ ένα κλουβί
κλεισμένος
δίχως δόντια
πώς να ζήσει
κι έξω
ηλιοβασίλεμα
σβήνουνε χαμηλώνουν
οι φωνές των ζώων
ανάποδα πετάν τα περιστέρια
σε ξεχασμένη θάλασσα
γλυκά περνάνε
ψάρια δέντρα λουλούδια
και καΐκια 



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και
πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ό κόσμος.
........................................
ΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Στο δρόμο συναντάμε γέρους τους λιποτάκτες των παλιών πολέμων,

εν’ ανοιξιάτικο καπέλο στον καναπέ απ’ αυτά που φορούν τα νεαρά κορίτσια.

Καθένας έχει ένα μεγάλο μυστικό και θα φύγουμε χωρίς να το μάθει


ούτε αυτός, ούτε άλλος κανένας.
...........................................................
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς

δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε

κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη

βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα

μας έχουν ξεχάσει.
............................
 ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Μεγάλα ηλιοβασιλέματα του
άφησαν τόση λάμψη στα μάτια,
που η γλώσσα
τού είναι άχρηστη.

Το πέρασμα των γερανών…
Στο δέλτα του Νέστου σε ένα μαγευτικό φυσικό ντεκόρ του προστατευόμενου υγροβιότοπου τα πουλιά παίρνουν θάρρος και κατεβαίνουν να πάρουν τροφή από τα χέρια των επισκεπτών (διακρίνεται ένα που απέχει ελάχιστα από το μπισκότο)….Διαβιούν εκεί 254 είδη πτηνών και πολλά μεταναστευτικά πουλιά όπως οι γερανοί…

Αριστομένης Προβελέγγιος:Οι γερανοί 

«Φθινοπωρινή βραδιά 
ο ήλιος βασιλεύει 
δεν σαλεύουν τα κλαδιά
 φύλλο δεν σαλεύει
και περνούν οι γερανοί
 ταξιδεύουν πέρα
και σαν λόγχη μελανή 
σχιζουν τον αέρα.
Ο κρωγμός αντιλαλεί
κι όλοι τούς κοιτάζουν
και μ` αγάπη "ώρα καλή" 
στα πουλιά φωνάζουν ... ».



 Γύθειο, περιοχή Μαυροβούνι…



ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.


Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...


Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.
        



Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Πεθαίνοντας»

Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

όταν φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ΄άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα·

την ώρα την υπέρτατη που θέ να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια —
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;




 Ηλιοβασίλεμα στην Κύθνο…

Κώστας Βάρναλης “Ηλιοβασίλεμα” 

Ήλιε, σαν φλογερός κύκνος που λούζεσαι
Στο πέλαο, καμαρώνω τη δροσιά σου!
Απ' το γυμνό σου σώμα είναι που χύθηκε 
Το μύρο σταγεράκι του έρμου δάσου,
Που οι κρίνοι πίνοντας το έγλυκομέθησαν;
Στάσου, να βυθιστώ κ' εγώ μαζί σου!
Ταστεριά, στα στρωτά νερά που πλέουνε,
Ριγμένα σαν ανθοί απ' την κορυφή σου,
Πα στο άρρωστό μου σώμα να γλιστρήσουνε
Κι απ' το χρυσό ανατρίχιασμα πιο νέος
Ίσως στον ίδιο δρόμο που με λέρωσε
Νάβγω και πιο καθάριος και πιο ωραίος!...
Μα ως να σε φτάσω, η νύχτα με προσπέρασε
Και μόνο ιδρός και μια πληγή μεγάλη
Μου βρέχουν τα μαλλιά και την καρδούλα μου…
Είναι μακριά πολύ το περιγιάλι!...
Του κόσμου η θύρα εκλείστηκε από πίσω σου•
Νεράιδες με το στήθος τους το ολάσπρο
Σου κλειούν τα μάτια εσέ στα βάθη τάδυτα
Κ' εγώ στις αγκαθιές πέφτω σαν άστρο!...


 Ηλιοβασίλεμα στο Λουτράκι…

Κώστας Καρυωτάκης “Hλιοβασίλεμα”

Ο Φοίβος ροδοκόκκινος αργοκυλά στη δύση
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι’ ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ’ απ’ το βουνό κει κάτω θε ν’ αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ’ αχτίδα.
Η θάλασσα π’ απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κι οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ώς πέρα.
Η νύχτ’ απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ’ ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ’ ολόχλωμο φεγγάρι

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

 Λευκάδα...



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός



«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».

(Α. Ἡ Πέτρα)





 Φάρος Αγίων Θεοδώρων στην Λάσση της Κεφαλονιάς


ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ - ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα —όπως το βλέπω με την ακοή— ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.
Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ 

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
..........................................................

Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-
τιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας 
που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια
μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του
στο λιόγερμα

και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα. 
.......................................................................................

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η
γριά δύση.

Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
..................................................
Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την 
αστρομαντινάδα της στη λύρα.

 Λευκάδα…

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Θαλερό

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη
·

βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,

σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...


 Γύθειο...

Pablo Neruda - Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα. 

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα. 
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο. 

Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη. 

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου. 

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει. 

Λέγε μου, που ήσουνα? 
Με τι κόσμο? 
Και τι τους έλεγες? 
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου? 

Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό. 
Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.

 Λευκάδα…

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ  - Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...


Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

 Στο χωριό Μανθυρέα στο δρόμο Τρίπολη - Σπάρτη...

Γεώργιος Δροσίνης Εσπερινός

Στο ρημαγμένο παρακκλήσι
της Άνοιξης το θείο κοντύλι
εικόνες έχει ζωγραφίσει
με τ' αγριολούλουδα τ'Απρίλη.

Ό ήλιος, γέρνοντας στη δύση,
μπροστά στου ιερού την πύλη
μπαίνει δειλά να προσκυνήση
κι ανάφτει υπέρλαμπρο καντίλι.

Σκορπάει γλυκειά μοσκοβολιά
δάφνη στον τοίχο ριζωμένη -
θυμίαμα που καίει η Πίστις -

και μια χελιδονοφωλιά,
ψηλά στο νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει το Δόξα εν Υψίστοις...



ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 

- ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

- Δειλινό 
Έξω κατασταλάν τα ύστερα θάμπη·
ριγεί απαλά η ιστορία των φύλλων·
το μάρμαρο θανατερά αίφνης λάμπει·
λες και σ’ εγγίζ’ η θερμασιά των θρύλων.
Ας μην ανάψουμε το φως! Μη σβήσει
απ’ τα μάτια κάποια πάλλευκη οπτασία.
Πλησίασέ μου αργά μη και ξυπνήσει
το σκοτάδι που ζώνει τη[ν] καρδία.
Έλα στο παραθύρι, πώς βουλιάζει
το σύννεφο αμίλητο να δούμε,
τη νυχτερίδα τη[ν] πνοή που αρπάζει·
και κει βαθι’ ας δακρύσουμ’ έν’ αστέρι
τον όρκο χείλη χείλη που θα πούμε
κι ο Θεός να τον ακούσει που μας ξέρει!

Amir Or - ΔΥΣΗ

Σε τούτο το ευαίσθητο γαλήνιο φως
το μάτι βαραίνει από τη σκιά, βαθαίνει από την απουσία.
Τα πράγματα μετέωρα στον χώρο, πέφτουν στο έδαφος όταν τα βλέπεις, διάφανα –
Κι ο τρόπος τους να υπάρχουν τώρα
είναι ο τρόπος τους να σβήνουν και να χάνονται.

Το μάτι που δημιουργεί έχει αδυνατίσει,
Κι ο κόσμος που ανάβλυζε έχει γίνει σχεδόν θάλασσα.
Όποιος είναι μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου
είναι εγώ, αλλά δεν είναι εδώ.
Κι είναι αργά πια. Η μέρα έχει φύγει.
Κι εμείς αφημένοι εδώ, μόνοι.

Στις όχθες του κόσμου καθίσαμε
τις ψυχές μας ικετεύοντας –
Εκεί θρηνούμε αόμματοι,
όταν βυθίζουμε το βλέμμα στη μεγάλη θάλασσα
και ξαφνικά θυμόμαστε
πως έχουμε υπάρξει.http://frear.gr/


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ - Τὸ φτάσιμο 

Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε
στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.
Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα
βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.
Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας
μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.
Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας
τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα.

 Ηλιοβασίλεμα στη Σκόπελο: 

Ο ΕΛΥΤΗΣ - ΜΕΝΕΞΕΛΙ
Σαν φέρετρο που προχωρεί, ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.
Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες
Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζαθιάς
Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
Πέρα στο σέλας τω πλωτών βουνών
Κι από το άχ! του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...
Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δένδρων της
Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά
Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της: Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων
Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού.
Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι
Μολόχες ντύνονται και πάν' στους τάφους για κεριά
Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.
Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό 
΄Ηρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!


 Ηλιοβασίλεμα στη Σκόπελο..

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο…
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.
Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!…»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».
Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!… Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».
Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει
 Ενα από εκείνα τα μοναδικά Λευκαδίτικά ηλιοβασιλέματα...

 Μανόλης Αναγνωστάκης, «Χρώματα περασμένου δειλινού…»

«Χρώματα περασμένου δειλινού, άρωμα δίχως συγκίνηση

Άδεια νοήματα μιας χαρακιάς που σημαδεύει την πληγή σου

Ο τρόπος να ξυπνήσεις μέσα σ’ αυτή την αγωνία μιαν

ανάμνηση θυσίας.



Μια πονεμένη κραυγή στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης

Μια μητέρα το βρέφος στη γωνιά με τα ερείπια

Οι νικημένοι στρατιώτες
Οι αιχμάλωτοι περάσανε ατέλειωτες σειρές δίχως όνομα
Το γράμμα που πια δεν περίμενες· έλειπες τόσον καιρό
στην επαρχία.

Όμως εγώ δε φοβούμαι τον άνεμο που μπαίνει απ’ τα
σπασμένα παράθυρα
Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες
περιοχές
Ν’ ακούσεις σιμά μια φωνή, όχι τις κρύες κραυγές στους
άγνωστους δρόμους.»

(Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τα ποιήματα», Νεφέλη)


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΕΦΤΑΧΡΩΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Άμα δειπνήσει ο ήλιος έρχεται ο στεναγμός
αναστημένος με λογχώδη αναβρύσματα.
Γενναιότερα τα δέντρα
και γι’ αυτό τα ζηλεύω.
Αλλ’ όμως ο ζόφος του λάκκου κάτω-κάτω
δεν είναι των ματιών.
Έχουμε, βέβαια, παρηγοριά τη διάθλαση.
Ωστόσο δεν τη γλεντούμε.
Χρειάζεται να ξηλώσουμε κάθε φαντασίωση.
Να πετάξουμε τα χωρίσματα.
Δράση παράξενη το καθαρό θέαμα των αντικειμένων...
Η άφωνη σαύρα
στις ηλιόλουστες πέτρες όταν αναπνέει
lacrymosa.
Ο αγέρωχος κόκορας
όταν πλήττει τα χαράματα



«Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη 

σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.»

(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος)



ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ -  ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό
ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση
η αθάνατη κι ασήμαντη. Μα η ποίηση
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, εισαγωγή, ανθολόγηση, μετάφραση, σημειώσεις Δημήτρης Καλοκύρης, Πατάκης 2014


 Σκόπελος: Σε λίγο θα ρίξουν τα δίχτυα.

ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ 

Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν*εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

 Σκόπελος


ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ 

Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἁρμυρίσουν»εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
...........................................................................................
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τόν κρημνόν, κ' ἔφθασα κάτω εἰς τήν θάλασσαν. Τήν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν ὁλόγεμον ἤρχισε νά λάμπῃ χαμηλά, ὥς δύο καλαμιές ὑψηλότερα ἀπό τά βουνά τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρός βορρᾶν, καί πέραν ἀπό τόν ἄλλον κάβον πρός δυσμάς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχήν ἀπό τήν πορφύραν τοῦ ἡλίου, πού εῖχε βασιλέψει ἐκείνην τήν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρά τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος πού σύρεται ὀπίσω, ἤ ἦτον ὁ τάπης, πού τοῦ ἔστρωνε, καθώς λέγουν, ἡ μάννα του, διά νά καθίσῃ νά δειπνήσῃ.


Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν..

Τήνος 
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ  - ΔΕΙΛΙΝΟ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
I
Παρατήρησε με προσοχή
τα αντικείμενα που σε περιβάλλουν
(λουλούδια, βιβλία, φωτογραφίες),
παρατήρησε τα
καθώς αιωρούνται νωχελικά
μέσα στη μεταφυσική τους αθωότητα.
Δεν είσαι βέβαιος ότι υπάρχουν
πρέπει ωστόσο να συνεχίσεις
να τα παρατηρείς
για όση ώρα σου απομένει.
«Είναι ζήτημα πίστης πλέον».
Πότε ένα γνώριμο, βροχερό τοπίο,
μια συγκεκριμένη σκηνογραφία,
μεταμορφώνεται σε νέα σκέψη;
Πότε ένας οικείος ήχος
(κουπιών που κόβουν το ποτάμι στα δύο),
συνθέτει στον νου μια ξένη μελωδία;
Κάποιος ανάβει το φως.
Κάποιος φοβάται το σκοτάδι,
τον αναστεναγμό των φθινοπωρινών φύλλων—
τα κατοπτρικά παιχνίδια της μνήμης.
Ό,τι χάνεται
διασώζεται μέσα μας
ως αυτό που χάνεται.
Τα χρυσάνθεμα που κρατάς στα χέρια
δεν είναι τα χρυσάνθεμα που στα χέρια κρατάς.
Είναι σκόνη.
Λέξεις που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το νόημα
αυτής της προσχεδιασμένης χειρονομίας.
Αναγκαίας αλλά μάταιης.
II
Ένα άλλο βέλος ακολουθεί πάντα το βέλος του Ζήνωνα:
αυτό που το διαπερνά και το σχίζει στα δύο.
Επομένως ο καθένας σβήνει πάντα μόνος μέσα στο ένδοξο παρόν του
καθώς η μέρα οδεύει αργά, αδιάφορα προς το τέλος της.
Εσύ θα κλείσεις τα μάτια
και θ’ αρχίσεις να ονειρεύεσαι το εξωτικό σου καταφύγιο:
τον τόπο όπου μια καινούργια, πολύτιμη ζωή
βρίσκεται θησαυρισμένη για σένα.
Μπορείς ν’ αντέξεις τέτοια ανταμοιβή;
Τόση γενναιοδωρία;
Τ’ όνομά της διαγράφεται ακόμη στον άνεμο.
Από την ποιητική συλλογή ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ (Νεφέλη, 2003)
 Λευκάδα..

ΓΚΥΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ -  Δειλινό

«Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νεκρών

στο χορτάρι όπου μια μέρα ξεψυχάει

η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει

το κορμί της στον καθρέφτη των νερών

Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδινός

τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει

ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρη ουρανός

άστρα σαν το γάλα ώχρά γεμίζει

Ο χλωμός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία

πρώτα-πρώτα χαιρετάει τους θεατές

μάγους που ‘χουν έρθει από τη Βοημία

μερικές νεράιδες και τους γητευτές

και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι

με το τεντωμένο του το παίζει χέρι

ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά

με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά

το όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει

η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει

βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό

τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό.»

 Λευκάδα 


ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ  - Λυπημένα Δειλινά











Στης γειτονιάς της φτωχικής

γυρίζει ο νους μου τα στενά,

τα λυπημένα δειλινά

στοχάζομαι της Κυριακής.

Μέσα στην κόκκινη αντηλιά

το μαραμένο θηλυκό

δίχως ελπίδα και μιλιά

ποτίζει το βασιλικό.

Κανείς διαβάτης δεν περνά,

κανένα αυτή δεν καρτερεί,

πού στο μπαλκόνι ορθή φορεί

το γιορτινό της το γκρενά.
Σα Μοίρα κάθεται μια γριά.

Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού

μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…

Καμπάνα ακούγεται μακριά.

Στο σύννεφο το βυσσινί

θα πέσει ο ήλιος να κρυφτή.

Ψαλμός ακούγεται ή φωνή

του τελευταίου πραματευτή.

Όλα σταμάτησαν εκεί.

Αργεί πολύ να ρθή ή βραδιά…

Πώς έχω την ψυχή βαριά

το δειλινό την Κυριακή.

 Ηλιοβασίλεμα στο Γύθειο

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Τὸ Διάβα τοῦ Ἐλαιῶνα

Ἀλλ᾿ ὅπως ἐκατέβαινε σὲ τόση ἀγάπη ὁ ἥλιος,
στὸ κύμα ὡς ἐλουστήκαμε καὶ βγήκαμε στὴν ἄκρη,
σὰ γλαῦκες ἐκοιτάζαμε τὴ σιωπηλὴν ἑσπέρα...

K᾿ ἐγώ, βαθιά μου πὄνιωθα πὼς δὲν πεθαίνει ἡ μέρα,
στῆς σιωπηλῆς ἀκούμπησα τὸν κόρφο, καὶ στὴν ἄλλη
τὰ πόδια ἀκούμπησα. Βαθιὰ ἐλογίζομουν, σὰ νά ῾χα
στὸν ἥλιο τὰ ποδάρια μου, στὸν ἴσκιο τὸ κεφάλι..





Αγία Μαρίνα Λέρου:

Μ. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ - Δειλινά

Περνάει εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.

Το φως σου θα στερέψης
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι
κ' έτσι μοιραία θα γνέψης
στο δειλινό και συ.




Γ. Θ. Βαφόπουλος - Δύση στο Θερμαϊκό

Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ’ έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.
Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν.
Τον κύκλο δες, Λυδία, που αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.



 Γύθειο


ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - Ένα καράβι φεύγει...  

"Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι - προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το πού πάει - κανένας δεν το ξέρει.
Ούτε έν' άσπρο μαντίλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.
Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
- λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια
-,
οι άνθρωπου που κοιτάν στην παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
- σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του"









































Λέρος 

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ -Το σπίτι μου


Φωτιά στα παραθύρια της Αλευκάντρας! Κάθε που, ήλιος τα χτυπά καίγονται και φλογίζονται και το καταλαβαίνεις πως το άστρο του μέρους πάει τώρα για να βασιλέψει στα λημέρια της Τήνου, λοιπόν το καλοκαίρι είναι μες στην ώρα του. Γιατί άμα δεν ήταν, τα ηλιοβασιλέματα θα γινόταν κατά τις Δήλες μεριά.
Κι ο Καρναλάκης είναι ορθός στο μπαλκόνι του, το οποίο ο καθαυτού ντόπιος άνθρωπος πρέπει να το λέει "μπουντί" - ορθός κι ακούνητος στέκει με τη ματιά του καρφωμένη στη θάλασσα και με τόση προσοχή σπουδάζει τα βράχια, που λες ότι θα θέλει να γράψει όλα τους τα καθέκαστα απ' αρχής κόσμου. Τη μέρα εκατομμύρια μάτια απ' τα βάθη του γιαλού βλέπουν κατά τον ουρανό. Τη νύχτα, αν είναι αστροφεγγιά, μιλούνια τ' αστέρια πέφτουνε απ' τ' ουρανού μες στον πλατύ γιαλό, κι όλη η πλάση ξασπρίζει, σαν μέρα, στην αστροφεγγιά.


ΕΥΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ ΦΙΛΟ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΑΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ  ΑΛΛΑ  ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ . 


4 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια Βασίλη .Εξαιρετική δουλειά...Αξίζει να αφιερώσω περισσότερο χρόνο.Το σχόλιο για την πρώτη ματιά που έριξα..!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θαυμάσιες φωτογραφίες Βασίλη, γεμάτες Ελλάδα, ρομαντισμό και γαλήνη, να είσαι πάντα γερός να μας αλλάζεις την διάθεση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θερμά συγχαρητήρια, αγαπητέ μου Βασίλη !!! Εξαιρετικές απεικονίσεις !!! Να είσαι πάντα καλά και χαρούμενος!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπάρχουν ακόμα ρομαντικοί, ευαίσθητοι άνθρωποι, θηρευτές της ομορφιάς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή