Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΑΣ " Ο ήχος της σιωπής " Ποιητική συλλογή

Τίτλος - Ο ήχος της σιωπής
Συγγραφέας - Γιώργος Τζιας
Κατηγορία - Ποίηση

Ποιήματα - 29
Εκδόσεις - Οροπέδιο
Φωτογραφικός σχολιασμός ποιημάτων -  Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος


Βιογραφικό συγγραφέα



Ο Γιώργος θ. Τζιας γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Σπούδασε  οικονομικά στη Νομική σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και κατά καιρούς υπήρξε αρθρογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. 
Το 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «προσκύνημα στους ξεχασμένους ζάνες», μια έκδοση κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα με άγνωστες ιστορικές στιγμές του αθλητισμού. 
Το 2010 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «…του αστεριού ο τοκετός», το 2012 η συλλογή του «ονείρων κέρασμα» και το 2014 η συλλογή του «τ’ α-Δέσποτα». Ο Γιώργος Θ. Τζιας είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.



ΠΡΟΛΟΓΟΣ  ΕΚΔΟΣΗΣ  - Εν αρχή ην ο λόγος

Μεγίστη προπατόρων εντολή. 

Διαρκής η προς τις λέξεις, τον λόγον καθώς και τα παράγωγα αυτού 

άδολος λατρεία. Των εμπειριών αλλά και των απόψεων του γράφοντος 

σκληρή «δογματική» εμμονή (από τις ελάχιστες εναπομείνασες ολίγον 

Πολυχρόνιοι οι ανά τον κόσμον υπηρέτες του λόγου ότι αυτών εστίν η 

Μακάριοι όσοι οι από της αμαθείας το κέλυφος διά του λόγου 

απέδρασαν. Διαρκής διαχρονική και αέναος η διά του λόγου αναζήτησις, 

ρομφαία πύρινος στα θεμέλια του όποιου σαθρού στερεώματος. 

Δείπνος μυστικός η επαφή με  ομοτράπεζους συνδαιτυμόνες. 

Νέκταρ η συνομιλία με τους δικούς μας από σάρκα και οστά Θεούς. 

Συνάντηση ισότιμη στου Διγενή τ’ αλώνια με τους υπηκόους και τους 

πριν το Έσχατο προς την Αχερουσίαν ταξίδι).

καταξίωση στου ανθρωπίνου γένους τη συνείδηση.

Στου μυαλού τ’ άδυτα περιπετειώδη ταξίδια. 

Πομπή τεθνεώτων όσοι εν ζωή μοιρολατρικά αφέθησαν στην παθητική 

Νυν και αεί οι με γλωσσοκάλεμα του νου καθαγιαζόμενοι, το ανθρώπινο 

Αποκλειστικώς και μόνο, εις ωτα ακουόντων η διά του εμμέτρου λόγου 

ακόλουθους του βασιλείου του Πλούτωνα. 

Συνάντηση άνευ φόβου με τον ίδιο το θάνατο.

αποδοχή της δικής τους αμάθειας. 

γένος ανά τους αιώνας διαιωνίζουν. 

ειλικρινής κατάθεση ψυχής τού γράφοντος.   

Από καρδιάς ευχαριστίες στον Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλο για το 
φωτογραφικό σχολιασμό των ποιημάτων.
γιώργος θ. τζιας




ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 
Κάπου εκεί…

Σε βρεγμένες στράτες 

κάτω από παγωμένες στέγες 

κάπου εκεί 

σ’ απροσδιόριστες μορφές 

πίσω απ’ τα νοτισμένα τζάμια 

κάπου εκεί 

στο ξύλινο τραπέζι 

και τα πολυκαιρισμένα σκεπάσματα  

κάπου εκεί 

απ’ το χαμόσπιτο 

ως και τα μολυβένια σύννεφα 

κάπου εκεί 

δειλά μα σταθερά 

κυοφορείται  ελπίδα. 

Αιώνες τώρα 

σε τεχνικό κέλυφος κλεισμένος 

στο βραδινό νανούρισμα της μάνας  

τα γεννητούρια της ελπίδας, 

τα δικά σου γεννητούρια 

καρτερικά μα πεισματικά 


κι ευλαβικά προσμένω.
****
Εθελούσια σταύρωση

Κεντημένη σταυροβελονιά 

η αύρα της καθημερινότητάς σου. 

Ξεραμένος λιναρόσπορος  

στης ψυχής μου το πρόσκαιρο δείλιασμα. 

Διαρκής η παρουσία σου 

στου προσώπου μου τις ρυτίδες.

Καρφωμένη στο δικό σου σταυρό 

της ανάληψης τη λύτρωση 

πεισματικά απορρίπτεις. 

Πες μου, ρε μάνα, 

πού βρήκες το κουράγιο να σπουδάσεις 

αυτή την τέχνη τής τόσο μεγάλης, 

τής τόσο άδολης προσφοράς;
****
Κοντά στο δείλι  

Ξωκλήσια πέτρινα 

αλειτούργητα 

σπαρμένα ανάκατα 

στην κορυφογραμμή του νου μου. 

Στέκια Θεών 

όπου της γης 

λιτά κι απέριττα    

δίχως σταυρούς 

δίχως καντήλια 

δίχως εικόνες.

Υπάρξεις άυλες 

σε χρόνο και σε χώρο 

με νεκρολούλουδα στεφανωμένες 

στο σύμπαν όλο τραγουδούν.

Σ’ αλλόκοτες επιθυμίες 

ταξιδεύοντας 

την ομορφιά σου, άνθρωπε, 

άδολα μου προσφέρουν. 

Κι εγώ 

μικρός κι ασήμαντος γραφιάς 

τη γλώσσα των νεκρών 

με κόπο προσπαθώ να καταλάβω.

Γιατί στ’ ονείρου 

το στερνό μου πάτημα 

υπήκοος και μάλιστα συνειδητός 

σε κείνο το βασίλειο θα ήθελα να γίνω.
****
Σαν παραμύθι

Την εποχή των μεγάλων ανατροπών

οι μικρούλες λέξεις  

δραπέτευσαν απ’ των άστρων το σκοτάδι 

περιπλανήθηκαν ολομόναχες στο σύμπαν 

και όσες  λιγοστές επέζησαν 

απαγκιάσανε  χαράματα στη γης. 

Εδώ και κει 

σπαρμένες από τ’ ανέμου το φύσημα   

μίλησαν με τα κύματα 

παίξανε με τις ηλιαχτίδες 

γεύτηκαν τις μυρωδιές 

και κάποτε φίλιωσαν με τον άνθρωπο. 

Και πέρασαν χρόνια αμέτρητα 

αιώνες που δεν χωρά ο νους  

κι είδαν οι λέξεις που πλήθαιναν λοιμούς 

και γνώρισαν αφανισμούς 

πλημμύρες, καταστροφές 

κι  άφθονο  απ’ τους πολέμους αίμα.

Φοβισμένες απ’ της φύσης την αλλοκοτιά  

κι από των άμυαλων ταγών την απραξία 

οι γερασμένες λέξεις 

κρύφτηκαν βαθιά στο χώμα 

μόνες κι απροστάτευτες

στης χέρσας γης την αγριάδα. 

Και τότε ρίζωσαν, 

ποτίστηκαν με δάκρυ

με του κάματου τον άφθονο ιδρώτα 

έγιναν δένδρα με κλαδιά, με φυλλωσιές 

κι οι καρποί τους μ’ ονόματα περίεργα 

όπως χαρά-πόνος-λύπη, 

ταΐσανε απλόχερα τ’ ανθρώπου το συναίσθημα.

****
Ψίθυροι 

Από 

στόμα σε στόμα 

χαμηλόφωνα 

ψιθυριστά 

διαδόθηκαν κάποτε τα νέα. 

Στασίασαν 

λέει οι ποιητές 

στο βασίλειο του θανάτου. 

Σμιλευτές 

της ανθρώπινης ψυχής 

είναι δυνατόν 

ν’ αντέξουν την αιώνια απραξία;
****
Σκοτεινιάζοντας 

Δική μου είναι η ζωή 

γι’ αυτό τη γεύτηκα 

τριγυρίζοντας ανέμελος 

σε πεσμένα πέταλα 

του νυχτολούλουδου. 

Δικός μου είναι ο θάνατος 

γι’ αυτό τον ύμνησα 

καρτερώντας το διάβα του 

φοβισμένος

στην κόχη του ξερολίθαρου. 

Δική μου είναι η ζωή 

δικός μου ο θάνατος 

κύκλοι ομόκεντροι 

αρκετοί 

στη μικρή μας ασήμαντη ύπαρξη. 

Γι’ αυτό λοιπόν αναζητώ 

τώρα στο δείλι μου 

να ρουφήσω 

με πόθο τις πίκρες τους 

μ’ ασπρόμαυρες 

ξεθωριασμένες εικόνες 

στου μυαλού μου τα άδυτα  

συνεχώς ταξιδεύοντας.
****
Ιχνηλατώντας 

Ιχνηλάτης ψυχών 

καθ’ έξιν 

και κατ’ επάγγελμα, 

της Μήδειας το κίνητρο 

ματαίως προσπαθώ να ερμηνεύσω. 

Του κτήνους αιμοβόρος βρυχηθμός

η νεκρανάστασή της 

με μαύρες μπούρκες στην Καμπούλ, 

λεπίδι ατρόχιστο 

στων Κούρδων το Κομπάνι. 

Μήδεια; 

Καιάδας; 

Ηρώδης; 

Φύτρα του ανθρώπου εν υπνώσει 

βαθιά, πολύ βαθιά 

στα κύτταρά μας θρονιασμένη.

Από συνήθεια δεσμώτες 

τις δικές μας εμμονές

δογματικά ακολουθούμε,  

πρόσχημα 

για να μερέψουν οι Ερινύες   

ο έρωτας της Μήδειας για τον Ιάσονα.
****
Εν Ελλάδι σήμερον 

Πίσω 

γυρνώ συνέχεια τη σκέψη μου.   

Δεν είναι 

οι αναμνήσεις που με καλούν, 

δεν είναι 

νοσταλγία για τα χαμένα νιάτα.

Ούτε ακόμα 

λύπη για τις υπνωτισμένες γενετήσιες ορμές.  

Ο φόβος είναι. 

Φόβος 

από του κτήνους το βρυχηθμό 

που γιγαντώθηκε 

από τις προσωπικές μου παραλείψεις.

Φόβος 

για τα μελλούμενα.

Φόβος και τρόμος μαζί 

για την ανάκατη 

από θειάφι και λιβάνι οσμή 

που αποπνέει το σώμα μου.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου