Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ " Ματωμένα χώματα "




Βασικός ήρωας και ταυτόχρονα αφηγητής του βιβλίου είναι ο Μανώλης Αξιώτης. Ο Μανώλης μας μιλάει για την ζωή του ξεκινώντας από τότε που ήταν παιδί στο χωριό Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας.
Παιδί τότε ο Μανώλης και η ζωή του στο χωριό κυλούσε ομαλά με μοναδικό φόβο τον πατέρα της οικογένειας. Βρισκόμαστε πριν την μικρασιατική καταστροφή και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας όχι μόνο συμβίωναν αρμονικά με τους Τούρκους αλλά και ευημερούν δημιουργώντας αξιόλογες περιουσίες. Έξυπνο παιδί ο Μανώλης και έτσι ο πατέρας του τον στέλνει να εργαστεί στην Σμύρνη για να μάθει τα μυστικά του εμπορίου ώστε να μπορέσει η οικογένεια να επεκτείνει μελλοντικά τις οικονομικές της δραστηριότητες και σε αυτόν τον τομέα, αφού μέχρι τότε ήταν γεωργοί. Εκεί ο Μανώλης θα καταλάβει πως το εμπόριο δεν είναι, τις περισσότερες φορές, τίμια δουλειά. Στην Σμύρνη θα εργαστεί σε διάφορες δουλειές και θα δείξει σε εμάς πως ζούσαν οι Έλληνες στην Μικρά Ασία πριν έρθουν τα μαύρα χρόνια των πολέμων και της μικρασιατικής καταστροφής.
Κάποια στιγμή ο πόλεμος ξεσπά και ο Μανώλης ως Οθωμανός υπήκοος αναγκάζεται να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό στα λεγόμενα «Αμελέ Ταμπούρια», τα «Τάγματα Εργασίας » όπου υπηρετούσαν τα ελληνόπουλα. Εκεί από την μια δεν τους έδωσαν όπλα , οπότε δεν θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν τους Έλληνες συμπατριώτες τους , από την άλλη όμως ήταν τέτοιες οι συνθήκες που ένα ποσοστό από όσους παρουσιάστηκαν κατάφεραν να σώσουν την ζωή τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Ο Μανώλης κατάφερε να σώσει την ζωή του και όταν ο Ελληνικός στρατός εισέβαλε στην Μικρά Ασία κλήθηκε να υπηρετήσει την Ελλάδα, με όπλο αυτήν την φορά. Μέσα από πολλές περιπέτειες ο ήρωας μας, και εμείς, στην καταστροφή της Σμύρνης. Ο Μανώλης ήταν από τους άτυχους που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τον συνέλαβαν οι Τούρκοι. Ο ήρωας μας μπαίνει σε καινούριες περιπέτειες τώρα προσπαθώντας να σώσει την ζωή του.http://collectionslis.blogspot.gr/

****

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες ενότητεςπρώτη με την επωνυμία "Ειρηνική Ζωή" περιγράφει τον τρόπο ζωής των Ελλήνων του Κιρκιντζέ,του χωριού του Μανώλη Αξιώτη,πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.Περιγράφεται μια ιδανική κατάσταση όπου παρά τα προβλήματα με τις Οθωμανικές αρχές Έλληνες και Μουαουλμάνοι συμβίωναν αρμονικά.Η μία κοινότητα βοηθούσε την άλλη,ενώ οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο κοικοτήτων ήταν ισχυρές.Περιγράφονται και οι σκληρές συνθήκες ζωής της εποχής μιας και το βιβλίο αρχίζει με την φράση του Μανώλη Αξιώτη "ως τα δεκαέξι χρόνια παπούτσι δεν εφόρεσα,μήτε καινούργιο ρούχο",καθώς και κοινωνικά πρότυπα που ίσχυαν στην Μ. Ασία.
Στην δεύτερη ενότητα που ονομάζεται "Αμελέ Ταμπουρού"(=Τάγματα Εργασίας) ο Μανώλης Αξιώτης στρατολογείται υποχρεωτικά στα τάγματα εργασίας και στέλνεται στα βάθη της Ασίας.Περιγράφονται όλα τα βάσανα,οι ταπεινώσεις,οι κακουχίες,η πείνα,η εξάντληση,οι αρρώστιες που θερίζουν τους μελλοθανάτους,μιας αυτή είναι η τελική τους μοίρα,τα βασανιστήρια,οι εκτελέσεις,οι συνεχείς αποδράσεις Ελλήνων που τις περισσότερες φορές όμως συλλαμβάνονται,βασανίζονται και εκτελούνται.Σε όλο αυτό το δράμα βέβαια υπάρχουν νότες ελπίδας ότι δεν χάθηκε η ανθρωπιά.Κάποιοι μουσουλμάνοι χωρικοί στο βάθος της Ασίας που βοηθάνε τον Μανώλη,και όπως αναφέρει αυτός πρέπει να ήταν κρυπτοχριστιανοί μιας και πίνανε αλκοόλ,και κυρίως ένας γαιοκτήμονας κοντά στην Άγκυρα και η κόρη του η Ενταβιέ με την οποία ο Μανώλης ξεχνώντας τον πόλεμο,τους σκοτωμούς και την διαφορετική θρησκεία τους ερωτεύτηκαν.Ο Μανώλης όμως δραπέτευσε και πήγε μετά από πολλά βάσανα στο χωριό του,τον Κιρκιντζέ,μαζί με έναν φίλο του.

Στην τρίτη ενότητα που λέγεται "Ήρθαν οι Έλληνες" ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει και ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη.Οι Έλληνες παίρνουν τα παρατημένα όπλα του Τουρκικού στρατού για να μπορούν να αμυνθούν γρήγορα όμως αρχίζουν οι πρώτες αντεκδικήσεις από τους Έλληνες.Μετά από τόσα βάσανα και σφαγές κάποιοι αρχίζουν να τρομοκρατούν τους Μουσουλμάνους ως αντίποινα.Ο Μανώλης Αξιώτης έχοντας γυρίσει από τα Αμελέ Ταμπουρού προσπαθεί να προσαρμοστεί στη ειρηνική ζωή και ετοιμάζεται να παντρευτεί την Κατίνα,την οποία αγαπάει πολύ.Δεν προλαβαίνει όμως καθώς επιστρατεύεται από τον Ελληνικό Στρατό και στέλνεται στο Μέτωπο.Εκεί περιγράφονται όλες οι δυσκολίες,οι κακουχίες και σε μερικές περιπτώσεις οι παρεκτροπές των στρατιωτών όσων αφορά την μεταχείριση των Τούρκων.Γίνονται πάντως γρήγορα εμφανή τα παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων σε βάρος του Ελληνικού λαού και της Ελλάδας,καθώς και η ανικανότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Αθήνα.Επίσης λυπηρό είναι να βλέπεις την διαφθορά που επικρατούσε στις τάξεις του στρατεύματος όπου όλοι έβαζαν μέσο για να πάνε στην Σμύρνη μακριά από το Μέτωπο.Ο Μανώλης Αξιώτης συζητά με έναν Κρητικό τον Νικήτα Δροσάκη για τον πόλεμο.Ο Μανώλης τραυματίζεται ελαφρά δυο φορές,αλλά επιστρέφει στο Μέτωπο όπου και τον βρίσκει η διάσπαση του Μετώπου.
Στην τελευταία ενότητα με τίτλο "Η καταστροφή" περιγράφεται πως ο Μανώλης φτάνει στην Σμύρνη μετά από βάσανα,ενώ στην πορεία συναντά χιλιάδες προσωπικά δράματα και ιστορίες τρέλας και παραλογισμού μέσα στις σφαγές,τους διωγμούς,τους βιασμούς γυναικών όλων των ηλικιών,και τις καταστροφές.Στη Σμύρνη βρίσκει τους δικούς του,αλλά παρατηρεί ότι κανένας δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι το μέτωπο έσπασε και ότι από στιγμή σε στιγμή οι Τούρκοι θα είναι στην Σμύρνη.Κάποια στιγμή μπαίνουν στις βάρκες και τους ρυμουλκούν πλοία του Βρετανικού Στόλου προς τον στόλο για να τους προστατέψουν.Την επόμενη μέρα όμως οι Βρετανοί παραδίδουν τις βάρκες στους Τούρκους και αυτοί τις ρυμουλκούν στο Και,την προκυμαία της Σμύρνης.Εκεί οι σφαγές και οι βιασμοί είναι συνεχείς ενώ η πυρκαγιά ήδη κατακαίει την Σμύρνη.Οι Σύμμαχοι αγνοούν πλήρως το δράμα των Ελλήνων και των Αρμενίων και απλά κινηματογραφούν και παίζουν χαρούμενα τραγούδια με τις μπάντες τους,ενώ ξαναρίχνουν στην θάλασσα όσους πρόσφυγες κολυμπούν ως εκεί και ανεβαίνουν στα καράβια τους.Λίγο αργότερα η οικογένεια Αξιώτη πηγαίνει σε μια αποθήκη όπου οι Τούρκοι τους βρίσκουν και παίρνουν τον Μανώλη πάλι στα Αμελέ Ταμπουρού,μαζί με τον αδερφό του.Οι αιχμάλωτοι εκτελούνται κατά εκατοντάδες,οι Τούρκοι βάζουν ακόμα και 12 χρονα Τουρκόπουλα να σκοτώσουν αιχμαλώτους,ενώ η πείνα,η δίψα και οι κακουχίες θερίζουν.Ο Μανώλης μαζί με έναν φίλο του δραπετεύει και μετά χίλια ζόρια φτάνει στην Σάμο με έναν καΐκι.




ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]http://digitalschool.minedu.gov.gr/

****
Χαράματα ξεπρόβαλε στα τρίστρατα του χωριού μας ο τελάλης ο Κοσμάς, άντρακλας, δυο μέτρα μπόι, με κάτι γουρλωτά καμηλίσια μάτια και μια κουδούνα βαριά σαν καμπάνα. Ο κόσμος άνιφτος βγήκε στις πόρτες και στα παράθυρα. Ένα σύγκρυο πέρασε απ' τις καρδιές των ραγιάδων. Τι γύρευε πρωί πρωί ο τελάλης; Τι 'χε να πει;
Τον Κοσμά τόνε λατρεύανε Ρωμιοί και Τούρκοι. Είχε το δικό του τρόπο να ξυπνάει την περιέργεια και τη συγκίνηση του κόσμου και να τους κάνει όλους να γελούνε ή να κλαίνε ανάλογα με την περίσταση. Ακόμα και τα όρντινα και τους νόμους του Κράτους, και τα μνημόσυνα, και τους γάμους τα διαλαλούσε με δίστιχα, παροιμίες, σάτιρες. (Είχε αρχίσει από ψάλτης, ύστερα έπιασε σαντούρι σε Καφέ Αμάν κι έπεσε με τα μούτρα στον έρωτα« μα σαν παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε κι έγινε τελάλης).
Κείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1914 η όψη του Κοσμά ήταν σκοτεινιασμένη, η βροντερή φωνάρα του δεν ήτανε τραγουδιστή, κόμπιαζε, λες κι ήταν τσεβδός ο χριστιανός.
— Κοσμά Σαράπογλου, του φώναξε αυστηρά ένας δημογέροντας, οι μέρες δε σηκώνουν χωρατά. Μπες ογλήγορα στην ουσία. Τι τρέχει, μπρε, και βγήκες με τ' άστρα στσί δρόμοι;
— Τρέχουνε μεγάλα και τρανά πράματα, κυρ δημογέροντα. Μπλεξίματα ηβρήκανε το μαύρο τον ντουνιά. Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ο πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος ηβγήκε στο πλευρό του Κάιζερ. Με την Αυστρογερμανία βαδίζει κι ενάντια στην Ιγκλετέρα, στη Φραγκιά και στην Άγια-Ρουσιά, που μ' ένα όνομα τσι λένε Αντάντ.
Ο κόσμος μούδιασε. Να 'ταν για καλό τούτος ο πόλεμος; Να 'ταν για κακό; Ένας κοντοζύγωσε τον τελάλη και του είπε ψιθυριστά:
— Και τα μικρά κράτη, μπρε Κοσμά, σαν να πούμε η… λεγάμενη, η γαλανόλευκη με ποιόνανε κάνει κολιγιά;
— Πού θες να ξέρω; Τελάλης τση Τουρκιάς είμαι, δεν είμαι μινίστρος τση Γαλλίας. Εγώ τούτα έχω εντολή να σας ιστορήσω από πάρτη του εδικού μας γκουβέρνου και τσιμουδιά παραπάνω.
— Γιατί μας κάνεις το ζόρικο; πέσαν όλοι μαζί πάνω του. Σκιάχτηκες, εσύ, ένας λεβέντης; Κάτι μας κρύβεις.
— Τι να σας κρύψω, αδέρφια; Ο πόλεμος είναι πόλεμος! Δεν είναι γάμος να 'χω όρεξη γι' αστεία. Θα χαθούνε νιάτα, θα χυθεί αίμα! Άλλοι θα πλερώνουνε τα σπασμένα, άλλοι θα θησαυρίσουνε. Το φτωχό κοσμάκη να λυπηθεί ο Θεός…
Δεν περάσανε πολλές μέρες και νά τος ξανά ο Κοσμάς πήρε τα ντουρσέκια. Χτυπούσε νευρικά την κουδούνα του, μα του 'λειπε θαρρείς η λαλιά. Έφτυνε και ξανάφτυνε, στραβομούριαζε σαν να 'χε καταπιεί το κώνειο. Είχε κατεβασμένες τις ματάρες του και τα χοντροπάπουτσά του πασπατεύανε το χώμα λες και θ' ανοίγανε λάκκο. Τέλος έδωσε κι έβγαλε φωνή βραχνή, κουρασμένη.
— Μαύρο μαντάτο έχω να σας πω, πατριώτες. Διαταγή του πολυχρονεμένου μας Πατισάχ, ούλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι από είκοσι δυο ίσαμε σαράντα πάνε στρατιώτες! Χαρά στο φαμελίτη οπούχει θηλυκά στο σπίτι του! Πέντε γιους μου παίρνει το σκέδιο! Π' ανάθεμα την ώρα…
Το χωριό μαρμάρωσε! Τσιμουδιά δεν ακούστηκε˙ ούδε κρίση ούδε αχ! Οι άνθρωποι κατεβάσανε το κεφάλι και τράβηξαν στις δουλειές τους« σουρώσανε, σταφιδιάσανε στο άψε σβήσε. Οι μανάδες πήρανε να πλένουνε και να μπαλώνουνε τα ρούχα των παιδιών τους. Κάνανε τάματα στους άγιους. Κάτι τρομερό άρχιζε˙ το μαντεύαμε δίχως να ξέρουμε ακόμα τη γεύση του. Μα κείνο που έβαζε ο νους δεν ήτανε τίποτα μπροστά σε κείνο που μας περίμενε.
Στους καφενέδες γινότανε κάθε βράδυ πρωτοφανέρωτος συνωστισμός« μαζεύονταν ρεσπέρηδες, μαστόροι, επαγγελματίες, δημογερόντοι, παπάδες και σιγοκουβεντιάζανε. Άσκημα τα νέα. Το τούρκικο γκουβέρνο δεν είχε μπιστοσύνη –σου λέει– στους χριστιανούς˙ τους στράτευε όλους, μα όπλο δεν τους έδινε, μ' ούδε στολή. Σκάρωσε επί τούτο κάτι Τάγματα που τα βάφτισε Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας) μα πιο σωστό θε να 'τανε να τα πει Τάγματα Θανάτου.
— Παρά να στρέψουμε τα όπλα εναντίον των φίλων μας της Αντάντ, καλύτερα έτσι στα Τάγματα, είπε ένας Σμυρνιός έμπορας που βρέθηκε ένα βράδυ για δουλειές στο χωριό μας.
— Καλύτερα για σένανε, κυρ Αντωνάκη Μιχελή, όχι για μας, του αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Στασινός που είχε μαζί του το θάρρος. Εσύ τα βόλεψες μια χαρά κι έβαλες σε γερμανική εταιρία τον ένα γιο σου και τον άλλον στους σιδερόδρομους και τον τρίτον, όπως μαθαίνω, τον έγραψες για παπά. Ρώτησε όμως και μας που μας παίρνει το σκέδιο όλα τ' αγόρια μας! Ο δικός μου ο Θεμιστοκλής δεν πάει μήνας που στρατεύτηκε και μας μήνυσε πως θα λιποταχτήσει, δεν αντέχει. Στ' Αμελέ Ταμπούρια, σου λέει, τους βασανίζουνε χειρότερα κι απ' το χειρότερον οχτρό. Οι αιχμάλωτοι μπροστά τους είναι μπέηδες! Πείνα, ψείρα, βρόμα, δουλειά βαριά, να μη σηκώνεις κεφάλι δεκάξι με δεκοχτώ ώρες και σα λιποθυμάς ή αντιστέσαι, καμτσίκι και βασανιστήρια! Το μόνο που τους δίνει το κράτος είναι ένα συσσίτιο κι αυτό δεν κάνει, σου λέει, μήτε για σκυλιά. Δέκα είκοσι νοματαίοι τρώνε μαζί, μέσα στη βρόμικη λεγένη όπου πλένουνε τσι ψείρες και τα σώβρακά τους. Και τι τρώνε; Μαυροζούμια σιχαμερά και ψοφίμια. «Όσοι προκάνουμε, πατέρα, μου 'γραψε το παιδί μου, κουταλίζουμε« ειδέ και σε πιάσει σιχασά πας χαμένος« λιμάζεις και τότε σου 'ρχεται να σκοτώσεις το διπλανό σου για να τ' αρπάξεις απ' το στόμα την μπουκιά που σιχαινόσουνα!»
— Τ' Αμελέ Ταμπούρια, είπε ο παπα-Ζήσης είναι σύνεργα του διαβόλου. Στον πόλεμο του 12 δεν ηγινήκανε τέτοια αίσχη. Ποιος τον πονήρεψε τον Τούρκο;
— Το συμφέρο του κι ο Γερμανός, αποκρίθηκε ο Γιάκωβος ο φαναρτζής.
— Το συμφέρον του είναι να μας έχει πλησίον του, είπε ο δάσκαλος. Είμεθα ο εγκέφαλός του. Οι απλοί Τούρκοι το γνωρίζουν και μας αγαπούν.
— Μας αγαπούσανε να λες, κυρ δάσκαλε, του αποκρίθηκα. Τώρα μαθαίνουνε να μας μισούνε και να ζούνε δίχως εμάς. Δε βλέπεις που εφέτος δε μας ήρθανε ούτε οι Κιρλήδες; [...]
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2003, σ. 81-85]






"Το τούρκικο ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε.
Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε: "Τι θα μάς κάνουνε οι Τούρκοι; Τι θα μας κάνουνε;" 
Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν τήν εξεστόμιζε. Από μερικά μπαλκόνια ξένων σπιτιών ακούστηκαν αδύναμα παλαμάκια και «γιασασίν». 
Σαν τέλειωσε ή παρέλαση, έγινε νεκρική ησυχία. Η δικιά μας μαούνα ήταν η τελευταία απ' τις εξήντα και βρισκότανε σιμά στην ξηρά. Σε λίγο ακούστηκε τελάλης. -Μπρε σεις, τι λέει; -Λέει, νά βγει ο κόσμος και νά πάει στις δουλειές του δίχως νά φοβάται. Κανένας δε θα κακοπάθει.
-Μπορεί ή νίκη νά μερώνει τσ' ανθρώπους, είπε ή μάνα μου .
-Οι Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε εντολή νά μην ανοίξει ρουθούνι χριστιανικό. 
-Αυτή 'ναι ή αλήθεια. Φτάνει το αίμα. Τί τα γενιτσαριά θα 'χουμε;
-Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά για τα μάτια ηθαρρέψατε πως στέκουνε δω χάμου ;
Ο αδερφός μου ο Κώστας με πλησίασε όλο χαμόγελα και φουσκώνοντας σαν διάνος, μού 'πε ειρωνικά: -
Τί γνώμη έχεις τώρα, Μανωλάκη, για το χτήμα π' αγόρασα; Έκανα καλά ή με πέρασε κορόιδο ο μπάρμπα-Θόδωρος; 
Ήμουνα τόσο χαρούμενος πού θα του συγχωρούσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι άλλες τόσες ειρωνείες. Όλοι στη μαούνα γινήκαμε τώρα μιά παρέα. Βγάλαμε ό,τι φαγώσιμο είχαμε, παστά, αυγά, κονσέρβες. Αρχίσαμε τα τραταμέντα και τις τσιρεμόνιες. Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά! Φωτιά ! -Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη! 
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές. - Είναι κατά την Αρμενογειτονιά. 
- Κατά κει φαίνεται νά 'ναι. 
- Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε! 
-Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους... 
Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση; Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε νά τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τούς βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή ! Σφαγή ! 
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφτάστε. Σώστε μας! 
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! 'Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι! -Τσέτες... Μας σφάζουνε! 
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων! 
-Βούρ, κεραταλάρ! 
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις 'Άγιες Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.

Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη ! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ' ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!"



ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ (1909-2004)



Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα". Πέθανε το 2004. http://www.ekebi.gr/



ΠΗΓΕΣ
http://collectionslis.blogspot.gr/
http://parembassi.blogspot.gr/
http://digitalschool.minedu.gov.gr/
http://ebooks.edu.gr/
http://www.arnos.gr/
http://www.ekebi.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου