Τρίτη 14 Απριλίου 2015

ΖΑΒΑΛΗ ΜΑΪΚΩ " Μνήμες "

Πίνακας: Γεώργιος Ιακωβίδης
Ακόμη κι αν έστυβα τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια έως τα μέσα του δημοτικού σχολείου, δεν θα έβρισκα εντός της σκάφης μου ούτε ένα χνάρι παιδικού αποτυπώματος στα απογεύματα μου. 
Δεν ξέρω αν στο νου άλλων αυτό βροντά ως στεναχώρια ή ατυχία, αλλά στο πέρασμα των χρόνων αντιλαμβανόμενη τι τριγυρνά στους δρόμους των ανθρώπων κι εντός της σκέψης τους, ευχαριστώ το Θεό για δαύτο, για τούτη την ευκαιρία που μου 'δωκε να γνωρίσω καθάριους κι "απονήρευτους" - για τις μέρες μας - ανθρώπους κι ας ήσαν όλοι τους με 70 κι 80 χρόνια στην καμπούρα τους. 
Για το μόνο που αναθεματίζω είναι που τους έχασα νωρίς απ' τη ζωή μου.
Εκείνες οι μαυροφορεμένες φιγούρες, μου 'μαθαν και μου 'δειξαν πως αγαπάς και πως γελάς. 
Γειτόνισσα της διπλανής πόρτας (μην πως της ίδιας) η θεία Βάσω, χήρα απ' τα 50 της, μανιακή με την καθαριότητα και τα περί υγείας - κάθε μέρα αφού άλλαζε το χαρτάκι του ημερολογίου το φύλαγε ως το απόγευμα που θ' ανταμώναμε για να της διαβάσω το πισινό στιχάκι.
Φώτιζε το πρόσωπο της στο άκουσμα των λέξεων κι ας ήταν κάτι ποιηματάκια τύπου "δε μ'αγαπάς κι εγώ πονώ, ωχ μανούλα μου γλυκιά".
Βέβαια υπήρχαν και κορυφαίες στιγμές, όπως εκείνες του καθαρίσματος των φρέσκων μπιζελιών και δεν αστειεύομαι καθόλου, μονάχα αναρωτιέμαι αν τα σημερινά παιδιά θα το έβρισκαν εξίσου διασκεδαστικό.
Συνάμα με αυτά στην μνήμη μου ως σήμερα υπάρχει επιβλητικά καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού της μια πορσελάνινη κούκλα ντυμένη στα κόκκινα, που ποτέ δεν θέλησα η ίδια να αγγίξω, παρά μόνο να χαζεύω με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα. 
Παρέα της θείας Βάσως, η κυρά παπαδιά, της οποίας το όνομα δεν έμαθα ποτέ μου, καθώς για όλους έφερε τον τίτλο τούτο λόγω του ανδρός της, ο οποίος και δαύτη την είχε αφήσει χήρα πολύ νωρίς από καρκίνο. Δυο κόρες μετά από 'κείνον, είχε θάψει η κυρά παπαδιά, από το ίδιο κακό ριζικό, μια εκ των οποίων θα χαρακτήριζα δίχως υπερβολή ως ζάχαρη των τότε χρόνων μου, με μια γλύκα που αισθάνομαι πάντα κάθε φορά που την φέρνω στην σκέψη μου κι εύχομαι να 'χει βρει την θέση και τα φτερά που της άξιζαν.
Λοιπόν, η κυρά παπαδιά μου 'μαθε εκτός άλλων τι θα πει σοκοφρέτα γάλακτος ή με φουντούκι, καθώς κάθε φορά που περνούσα μπροστά από το σπίτι της, την πετύχαινα στο μπαλκόνι να κάθεται  μονάχη και στο τέλος των λόγων της, έβγαζε από την τσέπη της μια από δαύτες και μου την έδινε, λέγοντας "για εσένα", σα να στεκόταν στην καρέκλα της εκεί όξω ίσα για να με ανταμώσει στο τέλος του σχολείου.
Επίσης μου έμαθε να τραγουδώ το θρυλικό κι αξέχαστο (δίχως καμία υπερβολή) "κουκουβά κουκουβά κουκουβά βαβαβά" όπερ μεθερμηνευόμενον εστί το παιδικό άσμα "Η κουκουβάγια", το οποίο γεμάτη χαρά τραγουδούσα ανελλιπώς καθημερινά στην απογευματινή της επίσκεψη στο σπίτι της προαναφερθείσας φιλενάδος της. 
Την χρυσή τριάδα συμπλήρωνε η μαμά της γιαγιάς μου, η λατρεμένη μου "γιαγιά μάνα", η οποία έφερε το όνομα Μακρίνα, ανεξαρτήτως που για εμένα το μάνα που ξεστόμιζε η γιαγιά μου έμοιαζε σαν χαϊδευτικό του ονόματος της. Έτσι παιδικά λοιπόν αλλά και τόσο δίκαια έλαβε δυο τίτλους, για εμένα, αλλά και συνάμα για όλους τους υπολοίπους, αφού στην οικογένεια μας πλέον για όλους μας είναι η γιαγιά μάνα κι όχι Μακρίνα. 
Η πρώτη αν και αναφερθείσα ως υπερπροστατευτική - σε σημείο κούρασης για τους υπολοίπους - έφυγε κάποιον Γενάρη από την ζωή στα 70 της από καρκίνο, τρανή απόδειξη πως κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα του, αφού την πήρε αυτό από το οποίο προσπαθούσε χρόνια ολόκληρα να προστατευτεί. Θυμάμαι την γιαγιά μάνα να κλαίει με μαύρο δάκρυ στην κηδεία της, ενώ η κυρά παπαδιά να στέκεται ωσάν βράχος, στεγνή και άπραγη, δικαιολογημένη πλήρως μετά από τόσους χαμούς που είχε βιώσει. Πριν κλείσει ο χρόνος εκείνος, στις αρχές του Νοέμβρη, έφυγε από εγκεφαλικό και η γιαγιά μάνα, ενώ η κυρά παπαδιά εντός των επόμενων χρόνων ξεκίνησε να πορεύεται με την γεροντική άνοια. Είναι η μόνη που ζει σήμερα, μετά της φροντίδος της τελευταίας κόρης που της απέμεινε σε κάποια πόλη κοντά του χωριού μας. 
Αυτές οι γιαγιάδες, αγράμματες και σοφές, είναι τα πρώτα ονόματα στις προσευχές μου κι ένα από τα κεράκια μου στην εκκλησία και θα είναι μέχρι να ανταμώσουμε και πάλι σε κάποια βεράντα...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου