Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ ( 8 Μαρτίου 1849 - 15 Απριλίου 1896 )


Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης . Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Έχασε τον πατέρα του από τα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος στάθηκε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον θεολόγο και ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του Ζαρίφη τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, βράβευση η οποία προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Την ίδια χρονιά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο, ενώ το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη αποτυχημένη αυτή τη φορά συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875-1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία (με δάσκαλο το Βίλχελμ Βουντ) και το Βερολίνο (με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ) και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως σε φιλοσοφικές και ψυχολογικές μελέτες. Η διδακτορική διατριβή του είχε θέμα την παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Στο μεταξύ το 1876 βραβεύτηκε ξανά στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη για τη λυρική ποιητική συλλογή Βοσπορίδες αύραι, ενώ τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με έπαινο για τις Εσπερίδες. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία σχετίστηκε στενά με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα και ακολούθησε ταξίδι του στο Παρίσι και εγκατάσταση στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε νέα διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια. Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι ενώ εργάστηκε παράλληλα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε τη μόλις δεκαεξάχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του με μεγαλύτερο εκείνο του θανάτου του προστάτη του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια και τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία πενήντα εφτά ετών. Στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού συναντώνται στοιχεία της Φαναριώτικης παράδοσης με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύμάτα της εποχής. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία του. Ως το ωριμότερο από τα ποιητικά έργα του θεωρείται η συλλογή Ατθίδες αύραι, που τυπώθηκε στο Λονδίνο (α΄ εκδ. 1883), σήμανε οριακά την είσοδο του Βιζυηνού στην ποιητική δημιουργία της γενιάς του 1880 και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά. Έγραψε επίσης λαογραφικές, φιλοσοφικές και άλλες μελέτες. Το είδος στο οποίο διέπρεψε ωστόσο στάθηκε το διήγημα. Ο Βιζυηνός ηγήθηκε της στροφής του νεοελληνικού διηγήματος προς τις λαϊκές παραδόσεις και τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, ευθυγραμμιζόμενος με τα αιτήματα της γενιάς του 1880. Την πεζογραφική του παραγωγή αποτελούν πέντε διηγήματα (δυο από τα οποία παιδικά), τρεις νουβέλες και τέσσερα αφηγήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά Εστία, Διάπλασις των παίδων, Εβδομάς και στην εφημερίδα Ακρόπολις. http://www.ekebi.gr/



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ 
Ποιητικά Πρωτόλεια (1873)
Ο Κόδρος (1874)
Βοσπορίδες Αύραι (1876)
Ατθίδες Αύραι (1883)
Εσπερίδες (1877)
Λυρικά
Παιδικαί ποιήσεις
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 

Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού (1879) - Παιδικό αφήγημα
Το αμάρτημα της μητρός μου (1883)
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883)
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883)
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884)
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884)
Πρωτομαγιά (1884)
Ο Tρομάρας (1884) - Παιδικό αφήγημα
Το Σκιάχτρο (1884) - Παιδικό αφήγημα
Ο Κλέπτης (1884) - Παιδικό αφήγημα
Μέσα εις το αμφιθέατρον (1890) - Παιδικό αφήγημα
Πώς οικονομείται ο χρόνος (1890) - Παιδικό αφήγημα
Ο Μοσκώβ-Σελήμ (1895)


ΑΡΘΡΑ 
Η Ελληνική δημοσιογραφία κατά το 1883 (1884) - Μετάφραση
Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (1885)
Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, «Ιστορία της θεωρίας της γνώσεως» (1885) - Κριτική
Οι καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θρἀκη (1888)
Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α´ εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α´ (1888)
Η Κέρκυρα (1891) - Μετάφραση
Αμερικανικαί Αρχαιότητες (1891)
Ερίκος Ίβσεν (1892)
Ανά τον Ελικώνα, Βαλλίσματα (1894)


ΜΕΛΕΤΕΣ 
Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik (Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική), Λειψία 1881
Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, Λονδίνο 1883
Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού, Αθήνα 1885 (Δίτομο)
Στοιχεία λογικής, Αθήνα 1885
Στοιχεία ψυχολογίας, Αθήνα 1888

Η μητέρα του Γεωργίου Βιζυηνού ανάμεσα στην ψυχοκόρη της, το Κατερινιώ, και τον μικρότερο γιο της, τον Μιχαήλο
Από 
 https://eirinipax.wordpress.com/


ΚΕΙΜΕΝΑ 
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου  
ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ αυτό ο Βιζυηνός περιγράφει την εναγώνια αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο και την οδύνη και την απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλύκανε κάπως τον καημό της, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξαλείψει τη διάθεσή της για εκδίκηση. Όλες όμως οι προσπάθειές της να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο φονιάς ήταν άκαρπες και η μητέρα εξορκίζει τα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο.
Στη φάση αυτή της ιστορίας εμφανίζεται η Τουρκάλα με το γιο της τον Κιαμήλη (το γεγονός περιγράφεται λεπτομερειακά στο απόσπασμά μας), που προσφέρεται να βοηθήσει και τους φιλοξενεί στην πρωτεύουσα, όσο κρατάνε οι αναζητήσεις για την ανακάλυψη του φονιά. Όμως και οι προσπάθειες αυτές δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Το μυστήριο τέλος διαλευκαίνεται, όταν ο Κιαμήλης αφηγείται στο Γιωργή (το συγγραφέα) ότι σκότωσε επιτέλους το βρυκόλακα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τι είχε συμβεί; Ο Κιαμήλης, αν και ήταν βέβαιος πως είχε σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, τον ταχυδρόμο Χαραλάμπη, τον έβρισκε διαρκώς μπροστά του και αποφάσισε να απαλλαγεί από το φάντασμα. Στη συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ότι ο ταχυδρόμος τον οποίο σκότωσε ο Κιαμήλης δεν ήταν ο Χαραλάμπης αλλά ο Χρηστάκης που τον είχε αντικαταστήσει εκείνες τις μέρες στη δουλειά. Η αποκάλυψη είναι τρομερή και ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του. Παρακαλεί το συγγραφέα να μην το πει στη μητέρα του και όταν αποφυλακίζεται, γίνεται, για να εξιλεωθεί, άβουλος και άφωνος δούλος της και αφοσιώνεται στη δούλεψή της.
Ο μη γνωρίσας την αγαθότατην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονεί και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδει ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως “δικαιοσύνην”. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!
Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!
Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγόμενης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, της υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:
— Ναι! είπε, μετά τίνος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!
Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου.
— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.
— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης* μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.
Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχεις λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ' ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείσει, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέσει κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθει και εκδιώξει διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον «σοφτάν», αλλ' ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.
— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!
Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας, απαλλαγείσα των περιπτυγμών* της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:
— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!
Ο Τούρκος έσκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.
- Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνει, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβει από τα χρόνια μου να βάζει στα δικά σου.
Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάσει από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί. Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:
— Έλα, άφησε τα γέλια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;
— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κοίταξε, να μην τους κάμεις πάλε σαν τα φράγκικά σου τ' αποπλύματα! Α-λα-τούρκο, και χωρίς ζάχαρη! Ακούς;
Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.
— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πει το σπολλάτη! είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.
— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από πότε έγινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.
Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνήθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ.*Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον* την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:
— Άκουσε να σε πω, μου είπεν. Αν εννοείς να τα έχεις έτσι κατεβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσεις την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσεις και συ με την καρδιά σου, να γελάσει κι η μητέρα κομμάτι, που τόσες ημέρες δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καημένη.
— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ημπορώ να χωνέψω. Ώσπου να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.
— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήσει μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήσει μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγει στη δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:
— Ώρα καλή, θειε!
— Πολλά τα έτη, κυρά!
— Από την Ευρώπη έρχεσαι;
— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;
— Να, ξεύρω κι εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
— Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου·και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις τη μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θείε;
— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
— Δεν πειράζει, θείε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
— Έλα να χαρείς, κάμε μου την χάρη. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενιτιά, κι έχω καρδιά καμμένη. Κι αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα' το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως το 'βρει κι εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
— Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχεις παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρείς πως εβαρέθηκα τη ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κι έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλεις και καλά να χρησιμοποιήσεις το πεπόνι σου, στείλε το στου γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθεί αυτή τη χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώσει και αυτός από τη θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.
— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!
— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέσει, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!
— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδείς την μητέρα, όταν το άκουσε. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι έγινε σαν πίτα! Κι έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κι επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγει. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη και:
— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε; — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψεις;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίσει* με καμιά βωλάκα.* Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κι έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσεις! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχτες — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακριά μέσ' στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κι εκάθισε σε μια πέτρα.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;
— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνεις; Εκείνο, ως και ο παπα-Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον δει. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κι οι Τούρκοι δε πληρώνουν για ευχέλαιο.
— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!
— Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτύτερα, μητέρα, να μη χαλάσεις του κόσμου τα χωράφια και να κάμεις τα πόδια σου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκανες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
Εκεί που έπεσα πάλι καταπόδι της, κι επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κι εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι εδώ μια αγριαγγινάρα. Κι ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κι εσήκωνε με βρισιές το χέρι του, να της κόψει το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσεις από τα γέλια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγει!
— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;
Αν σε βαστά μην το κάμεις! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κι επήραμε τον δρόμο.
Ο γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από τη θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθιά μέσ' στον λαιμό του κι εφώναξεν;
— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειο τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσεις καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραματειές επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξει το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θειας μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για τες ακαταστασίες του, κι εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένει, να ζει του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας. Ώσπου αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλει μαζί μου στην Πόλη, πριν γιατρευθεί όλως διόλου.
— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας, ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήσει;
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κι εγώ μόνον άκρες μέσες το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;
— Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους. Αλίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κοιτάξει! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στην ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γιάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καημένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλές φορές άνοιξε μονάχος του να με πει το πώς αρρώστησε. Μα όσες φορές το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα «παπούτσια» της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα ώστ' εκέρδισεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν.
— Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμει! Όλα για να γειάνει.
Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι ευλογιών, επαίνων κι εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:
— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γιο στον Ζαπτιέ,που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλει να μας εύρει τον φονιά! Η καημένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω πρωτύτερα στην Πόλη! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φορές κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!
Βιζυηνός και ΦραβασίληΑπό  https://eirinipax.wordpress.com/

ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ

Ο ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ είναι το τελευταίο διήγημα του Βιζυηνού και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1895 σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία. Το διήγημα χαρακτηρίζεται για την ψυχογραφική του δύναμητην ανθρωπιά και τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο. Βασικό πρόσωπο είναι ένας κυνηγημένος και κατατρεγμένος Τούρκος, ο Σελήμ, που αφηγείται τις πίκρες και τις αδικίες που δοκίμασε στη ζωή του. Γι' αυτό και ο συγγραφέας δηλώνει από την αρχή ότι στο πρόσωπο του Τούρκου ήρωά του τίμησε «απλώς τον άνθρωπο», τον άνθρωπο ανεξάρτητα από φυλή και έθνος.
Ο αφηγητής ταξιδεύει με το συνοδό του στη Θράκη και φτάνει σε μια περιοχή με πλούσια βλάστηση όπου υπάρχει μια πηγή, η Καϊνάρτζα. Εκεί συναντά για πρώτη φορά ένα μεσόκοπο, τον Μοσκώβ-Σελήμ, που έμενε σ' ένα ξύλινο σπιτάκι, σαν εκείνα που βρίσκει κανείς στις ρωσικές στέπες. Ο Σελήμ τούς πέρασε για Ρώσους και τους πλησίασε γεμάτος χαρά.
                 [Έχει μανία με τους Ρούσους]
— Ποίος κατοικεί εδώ; ηρώτησα τον εντόπιον συνοδόν μου.
— Ο Μοσκώβ-Σελήμ, απήντησεν αδιαφόρως εκείνος.
— Θα είναι κανείς Ρώσος που έμεινεν εδώ μετά τον τελευταίον πόλεμον;
— Το εναντίον. Είναι Τούρκος εντόπιος. Τον πήγαν στην Ρωσία αιχμάλωτο, και δεν μας έκαμε την χάρη να μη γυρίσει πίσω. Είναι εφτάψυχος άνθρωπος!
— Πώς είναι εφτάψυχος;
— Να· χτυπιέται τώρα κι εικοσιπέντε χρόνια μες στους πολέμους και κόρακας δεν τον ευρίσκει.
— Και τι κάμνει εδώ τώρα;
— Περιποιείται αυτόν τον μικρόν κήπον και πουλεί τα οπωρικά του· έχει και μίαν αγελάδα και όρνιθες. Έπειτα κάμνει και τον καφετζή· ψήνει τσάι. Είναι τρελός άνθρωπος.
— Πώς είναι τρελός, είπον εγώ, αφού ζει τόσον γνωστικά!
— Ναι, είπεν εκείνος. Δεν ακούς πως τον λέγουν Μοσκώβ-Σελήμ; Έχει μανία με τους Ρούσους. Οι Τούρκοι στην αρχή δοκίμασαν να τον εβγάλουν από τη μέση, τον επήραν για προδότη. Ύστερα όμως το κατάλαβαν πως τα 'χει κομμάτι χαμένα και τον άφηκαν. Αυτός δεν θέλει να τους ιδεί· φυλάγει να 'ρθουν οι Ρούσοι, λέγει, και τίποτε άλλο. Οι Τούρκοι πάλι έρχονται εδώ και τρώγουν και πίνουν και διασκεδάζουν μ' αυτόν και τον περιπαίζουν.
Και πριν ή τελειώση την φράσιν του — Νάτος! ανεφώνησε. Να ο Μοσκώβ-Σελήμ, που σε λέγω. Σε είδε με το «καλπάκι»* και με τα ποδήματα — χωρίς άλλο σε πήρε δια Ρούσον. Δεν ηξεύρεις πώς φυλάγει να έλθουν οι Ρούσοι και πόσο τον πειράζουν δι' αυτό και τον περιπαίζουν.
Υψηλός, ευθυτενής ανήρ εφάνη τω όντι χωρών προς ημάς στερεώ τω βήματι από του οικίσκου εκείνου. Εφαίνετο πολύ πλέον ή μεσήλιξ. Τα μακρά αυτού σκέλη, με όλην την στεγνότητα του εδάφους, ήσαν βυθισμένα μέχρι των μηρών εντός υψηλών στρατιωτικών υποδημάτων, εξ εκείνων τα οποία οι κοζάκοι κατά δεκάδας χιλιάδας επώλησαν εις τους εντοπίους, καθ' ας ημέρας απήρον* από της Θράκης. Ηγάπων άρα γε τον τόπον τόσον πολύ, ώστε αφού δεν επετρέπετο πλέον εις τους πόδας των να πατώσι τα ιερά εκείνα χώματα, κατέλιπον αντ' αυτών τα υποδήματά των; Ή ηγάπων τα χρήματα τόσον, ώστε προετίμησαν να επιστρέψωσιν εκ Τουρκίας μ' ελαφροτέρους πόδας και βαρύτερον βαλάντιον; Δεν ηξεύρω. Το βέβαιον είναι μόνον ότι τα υποδήματα του Μοσκώβ-Σελήμ δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν ως αντιπρόσωποι ρωσικών ποδών επί θρακικού εδάφους. Τόσον ήσαν τετριμμένοι οι πάτοι αυτών, ώστε τα πέλματα του Μοσκώβ-Σελήμ αντικατέστησαν ήδη προ πολλού το ρωσικόν δέρμα.
Προς αντίθεσιν, έφερεν ο Τούρκος ερυθροτάτην περί την οσφύν ζώνην, ης αι αναρίθμητοι πτυχαί, ως αλλεπάλληλα σπάργανα, εκάλυπτον παραμορφούσαι το άνω αυτού σώμα από του υπογαστρίου μέχρις άνωθεν των μαστών. Τούτο καθίστα το παράστημα του Μοσκώβ-Σελήμ τόσω μάλλον κωμικόν, καθ' όσον το ιμάτιον, όπερ έφερεν αμέσως επί της ζώνης και του υποκαμίσου, ήτο προφανώς παλαιός στρατιωτικός επενδύτης φέρων ακόμη δύο τρία επιμελώς εστιλβωμένα ρωσικά κομβία, και σώζων τα ίχνη των αποτετριμμένων σειρητίων του περιλαιμίου και των χειρίδων. Εις επίμετρον έφερεν ο Μοσκώβ-Σελήμ επί της κεφαλής υψηλόν φέσιον Τούρκου στρατιωτικού, άνευ θυσάνου όμως, και περιδεδεμένον περί τους κροτάφους διά λεπτού πρασίνου μανδηλίου. Παραδοξοτέρα στολή δεν ηδύνατο να γίνη, ούτε δι' αυτούς τους μωράς νεωτεριστικάς αξιώσεις έχοντας εντοπίους.
— Dobro-doide, Bratuska! ανεφώνησεν ο Τούρκος πλησιάζων μετά προφανούς ταραχής. Τουτέστι: καλώς ήλθες, αδελφέ! Καθ' ην δε στιγμήν εγώ τω απέδιδον τον χαιρετισμόν κατά τον τουρκικόν τρόπον, συγκλείσας εκείνος τα σκέλη, και αναλαβών αρειμάνιον παράστημα, αντεχαιρέτησεν ως Ρώσος στρατιώτης.
— Τι κάμνεις; τω είπον εγώ. Καλά είσαι; καλά;
— Κακά και ψυχρά, απήντησεν εκείνος. Δόξα τω Θεώ!
Λαβών δε την χείρα μου εντός της οστεώδους παλάμης του έσεισεν αυτήν ισχυρώς και μετά περιπαθείας. Είτα κύψας προς το ους μου, ηρώτησε χαμηλοφώνως και μετά τρυφεράς, ως εννόησα, οικειότητος:
— Μοσκώβ; Μοσκώβ;
Ητένισα προς αυτόν μετ' απορίας. Εκείνος, όμως, κλείσας τον έτερον οφθαλμόν, ένευσεν εμφαντικώς, ως εάν ήθελε να είπη: Έννοια σου! και αν συ δε το ομολογείς ενώπιον αυτού του τρίτου, εγώ όμως το αισθάνομαι πως είσαι Ρώσος και πολύ ευχαριστούμαι διά τούτο.
— Όχι Μοσκώβ! απήντησα εγώ τότε στεναχωρημένος! Όχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρουμ.*
Το υψηλόν του Μοσκώβ-Σελήμ ανάστημα, διαψευσθέντος ήδη σκληρώς εν τη προσδοκία, συνεκάθησεν ήδη καθ' όλους τους αρμούς του, ώστε ο άνθρωπος έγινεν απ' εκείνης της στιγμής κατά μίαν σπιθαμήν τουλάχιστον βραχύτερος.

Η μορφή του «παράξενου» Τούρκου έφερε αναστάτωση στην ψυχή του αφηγητή, γι' αυτό και την άλλη μέρα γύρισε ξανά στην Καϊνάρτζα. Ο Σελήμ τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε κλίμα εμπιστοσύνης. Ο Τούρκος αρχίζει να του αφηγείται τα βάσανα της ζωής του, τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες, τις αδικίες και τις πίκρες, που είχε δοκιμάσει, και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατατάχτηκε στο στρατό, για να καλύψει τον ανυπόταχτο αδερφό του Χασάν.http://ebooks.edu.gr/

Από  https://eirinipax.wordpress.com/
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον
Το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού “Το μόνον της ζωής του ταξίδιον” δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1884.
Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικά διηγήματα του συγγραφέα, με έντονη την παρουσία του χιούμορ και της ειρωνείας. Ο Βιζυηνός ξαναγυρνά στην παιδική του ηλικία και το διήγημα κυριαρχείται από έντονα βιωματικά στοιχεία, περιγράφοντας τον άκακο αλλά και άβουλο χαρακτήρα του παππού του και την αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του.
Ο αφηγητής του διηγήματος, ο εγγονός, διηγείται αρχικά τις συνθήκες διαβίωσής του στην Πόλη, όταν ήταν ραφτόπουλο του αρχιράφτη της Βαλιδέ Σουλτάνας και περίμενε να του συμβούν όλες οι περιπέτειες που του είχε διηγηθεί ο «κοσμογυρισμένος» παππούς του. Βέβαια η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική από τις διηγήσεις του παππού, γεγονός που γεμίζει με απογοήτευση τον νεαρό. Κάποια μέρα φτάνει στην Πόλη ο Θύμιος, ο υπηρέτης του παππού και τον παίρνει μαζί του στο χωριό, γιατί ο παππούς του δεν ήταν καλά και τον ζητούσε. Ο εγγονός βρίσκει τον παππού του σε αρκετά καλή κατάσταση και στην κουβέντα που αναπτύσσεται, ο νεαρός ρωτά τον παππού σχετικά με τα ταξίδια που έκανε όταν ήταν νέος. Σε αυτή την κουβέντα αποκαλύπτεται ότι ο παππούς δεν έχει κάνει ούτε ένα ταξίδι στη ζωή του και πως όλα τα ταξίδια που σκεφτόταν να κάνει τα πραγματοποίησε η αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του νεαρού, η Χρουσή. Ο παππούς περιγράφει τις περιπέτειες της παιδικής του ηλικίας στον εγγονό και ο γάμος του σε πολύ μικρή ηλικία εξηγεί κατά τον Βιζυηνό τον άβουλο χαρακτήρα του. Την επόμενη μέρα ο παππούς πεθαίνει και έτσι πραγματοποιεί αληθινά «το μόνον της ζωής του ταξίδιον».
http://www.24grammata.com/
Η ΤΑΙΝΙΑ 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ "Το αμάρτημα της μητρός μου " εδώ:


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ὁ Νέος Τρουβαδόρος ἐν Ἀθήναις

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ 

ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)



Μα τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας,
καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,
σύρ᾿ ἐκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι ἐγὼ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρά,

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Κι ἐγὼ μέλπων καταισχύνω
τὰς Ἀρκαδικὰς Σειρῆνας
καὶ γενναῖον ζῦθον πίνω
εἰς τὰς κλασικὰς Ἀθήνας,
καὶ σοβῶ διὰ τοῦ πλήθους
ὑψηλαύχην μουσοπόλος,
ὑπὸ θέρμης κακοήθους
παρακρούων ἀσυστόλως
δεξιὰ κι ἀριστερά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Ἐν ἐκστάσει κι ἐγὼ θῶκον
ποιητοῦ καὶ δάφνην εἶδον
καὶ οἰστρήλατος διώκων
τὸν χορὸν τῶν Ἰλισίδων.
Ἄχ! προσκρούσας ἐκυλίσθην
εἰς τοῦ ποταμοῦ τοὺς βράχους,
καὶ ὁπόταν ἀφυπνίσθην
ἔψαλον μὲ τοὺς βατράχους,
εἰς τ᾿ ἀκάθαρτα νερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Κι ἐγὼ ὁσάκις εἰς τὴν πόλιν
μείν᾿ ἡ Μοῦσ᾿ ἄνευ ζωπύρου,
ἀνταλλάσσω τὴν ἀσβόλην
μὲ τὴν δρόσον τοῦ Φαλήρου,
κι ἀσπασθεὶς διὰ τῆς αὔρας
τὰς γυμνὰς τῶν Ναϊάδων
κυνηγῶ χελώνας, σαύρας,
δι᾿ ἀκάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Κι ἐγὼ γράφω. Κι ἂν ὁ χάρτης
λείψ᾿ ἐκ τῆς πολυγραφίας
(ὁ πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχὼν τῆς ἐργασίας)
πᾶσαν θύραν, πάντα τοῖχον,
πρὸς τὸ πεῖσμα τῶν κυρίων,
καταβρέχω διὰ στίχων,
καὶ τὸν κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Τοὺς κριτὰς κι ἐγὼ φορτίζω,
ὡς τὸν Ἡρακλῆν Αὐγείας,
καὶ τὴν δάφνην τοῖς χαρίζω,
ἂν μοὶ δώσουν τὰς χιλίας.
Ἂν μ᾿ ἐκδάρουν πλὴν τὸ δέρμα,
παρ᾿ ἀξίαν ἐννοεῖται,
καὶ τὸ τελευταῖον σπέρμα
τοῦ νοός μου ἐξαντλεῖται
ἐν τῷ σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Λοιπόν, μὰ τὰς λάλους κίσσας,
καὶ τὸν μάρτυρα Μαρσύαν,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατὰ φαντασίαν,
ἀφοῦ πρὸς κοινόν μας κλέος,
τὴν πατρῴαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος ἐγὼ νέος
ἐκ τῆς Παλαιᾶς μου πήρας,
σᾶς τὰ εἶπον φανερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ

«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Τὸ Ὄνειρον
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ 

ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)



Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι
–Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γίνῃ ἀληθινό!
Στὴν ὄχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
σὰν νύχτα σιγανό.

Ἀγέρας τὸ παράσπρωχνε
μὲ δύναμη μεγάλη,
σὰν νἄθε᾿ νὰ τὸ βγάλῃ
ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴν μέση.
Καὶ τὸ νερό, π᾿ ἀχόρταγα
τὰ πόδια του φιλοῦσε,
θαρρεῖς τὸ προσκαλοῦσε
στ᾿ ἀγκάλια του νὰ πέσῃ.

–Δεν εἶν᾿ ἀγέρας, σκέφθηκα,
καὶ σένα ποὺ σὲ δέρνει.
Ἡ ἀπελπισιὰ σὲ παίρνει
κι ἡ ἀπονιὰ τοῦ κόσμου!
Κι ἐχύθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν θάνατο
τὸν δύστυχο ν᾿ ἁρπάξω…
Ὠιμέ! Πρὶν ἢ προφθάξω
ἐχάθηκ᾿ ἀπ᾿ ἐμπρός μου!

Στὰ ρέματα παράσκυψα,
νὰ τὸν εὑρὼ γυρεύω.
Στὰ ρέματ᾿ ἀγναντεύω–
Τὸ λείψανο μ᾿ ἀχνό!…

Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι
–Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γίν᾿ ἀληθινό!

Ὑποθῆκαι

Ὅπου θαρριέται γιὰ καλό,
  καὶ δίχως διάκι ἀνοίγεται,
τὸν βρίσκ᾿ ἡ μπόρα στὸν γιαλὸ
  καὶ ναυαγεῖ καὶ πνίγεται.

Ὅπου σκαρόνει μιὰ φωλιὰ
  σ᾿ ἕν᾿ ἄστατο κοτρώνι,
πρὶν ἢ καθήσῃ μία σταλιά,
  γυρνᾷ καὶ τὸν πλακόνει.

Ὅπου γλυστρήσῃ, ἂν πιασθῇ
  στῶν ἀλλωνῶν τὴν ἀνθρωπιά,
θὰ τὸν σκουντήσουν νὰ χαθῇ,
  νὰ μὴν ὀρθοπατήσῃ πιά.

Χαρὰ στόν, ποὺ δὲν ἀρμενᾷ,
  κι᾿ ἔχει στεριὸ τὸ σπίτι του,
κι᾿ οὐδὲ τὸν ξένο προσκυνᾷ,
  οὐδὲ τὸν συντοπίτη του!

Ἡ ἀνεμώνη

Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
  συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
  κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
  εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
  τὸ τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
  καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
  ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
  ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
  μέρα νύχτα τὸν προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
  κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
  σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,

Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
  τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
  τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
  στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
  ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!

Μεταμέλεια

Ἀνάθεμα τὴν πρώτ᾿ ἀρχή,
ποὺ μ᾿ εἶπαν νὰ πιστέψω,
πὼς δὲν μοῦ σώζετ᾿ ἡ ψυχή,
σὰν δὲν καλογερέψω!

Ἀπ᾿ τὴν ζωῆς τὴν Πασχαλιὰ
μ᾿ ἔκαμαν νὰ ξεπέσω·
ν᾿ ἀφήσω μακριὰ μαλλιὰ
καὶ ράσο νὰ φορέσω.

Νὰ ζῶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί,
μὲ τὸ νερὸ μονάχα·
γιὰ νὰ παιδέψω τὸ κορμί,
καὶ γιὰ ν᾿ ἁγιάσω τάχα!…

Καλόγεροι, σᾶς προσκυνῶ,
καὶ σᾶς φιλῶ τὰ χέρια.
Καὶ σᾶς πετῶ τὸν οὐρανὸ
καὶ τὰ χρυσὰ τ᾿ ἀστέρια.

Πετῶ τὸν σκοῦφο στὸ κελί,
τὸ ράσο στὸ ντουλάπι·
τὸν νοῦ μου – μόνο στὸ φιλὶ
καὶ μόνο στὴν ἀγάπη.

Θωρῶ πουλάκια στὴν αὐλή,
ποὺ παίζουν ταῖρι ταῖρι,
καὶ λέγω: νἄμουνα πουλί!
Νὰ ἤμουν περιστέρι!

Θωρῶ κοπέλες ποὺ περνοῦν
νὰ πᾶν στὸ περιβόλι
κι αὐτοῦ ποὺ κοντοπροσκυνοῦν–
μὲ παίρνουν οἱ Διαβόλοι!...

Ἐπικούρειον

Σ᾿ αὐτὴ τὴ πρόσκαιρη ζωή μας διατί
                                νὰ μὴ χαρεῖ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ὡς κι οἱ μωροὶ τὸ λέν᾿ πὼς εἴμαστε θνητοί,
                                  πὼς θὰ μᾶς βάλουν μία φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ᾿ οἱ δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
                                  οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν᾿ ἀνθρῶποι
γνωρίζουν τί θὰ γίνουμε κατόπι,
                                  αὐτοῦ ποὺ θὲ νὰ πᾶμε...
                                  - Βάλτε νὰ φᾶμε!
                                  - Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτὸ κανεὶς δὲ τὸ ἀμφισβητεῖ:
                                  Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!

Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχὸς
                                  κι ὁ Χρόνος ποὺ περνᾷ δὲ στρέφει πίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶναι σήμερα φτωχὸς
                                  κι ἐγὼ ὁ νέος αὔριο θ᾿ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ξέρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς
                                  κι ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα γιὰ ν᾿ ἀνέβουν
                                  αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ πᾶμε;...
                                  -Βάλτε νὰ φᾶμε!
                                  -Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὡς κι οἱ τρελλοὶ τὸ ξέρουν, δυστυχῶς,
                                  Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!

Κι ὅποιος μιὰ κόρη, μίαν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
                                  ἂς τῆς χαρεῖ τὰ πρῶτα-πρῶτα κάλλη.
Λῦπες κι ἀρρώστιες θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
                                  καὶ θὰ τοῦ μείνει μόν᾿ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ᾿ ἀφτὶ καλὰ βεβαίως δὲ χτυπᾷ.
                                  Μά, πλὴν αὐτοῦ, ξάφνου προβάλλ᾿ ὁ Χάρος
κι εἰδοποιεῖ: -«Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος,
                                  κοπιάστενε νὰ πᾶμε!...»
                                  - Βάλτε νὰ φᾶμε!
                                  - Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ καὶ κάλλη χαρωπὰ
                                  στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!


ΠΗΓΕΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου