Τρίτη 7 Απριλίου 2015

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ (7 Απριλίου 1907 - 9 Νοεμβρίου 1990)

Η Μελισσάνθη (πραγματικό όνομα Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών αντίστοιχα και φοίτησε στην προπολεμική Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με την αγγλική γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική και το χορό. Εργάστηκε ως καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία και ως δημοσιογράφος. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ν. Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό και συγγραφέα φιλοσοφικών πραγματειών. Συνεργάστηκε σε λογοτεχνικές και θεατρικές εκπομπές του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1945-1955), ήταν μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1961-1972), της επιτροπής Κρατικών Βραβείων (1969-1975), του Κύκλου για το παιδικό βιβλίο (1969-1971). Πέθανε στην Αθήνα. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1930 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Φωνές εντόμου και το 1931 κυκλοφόρησε τη λιθογραφημένη ποιητική συλλογή Προφητείες, η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Η ποίηση της Μελισσάνθης τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο (από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών. Ασχολήθηκε επίσης με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις λογοτεχνικές μεταφράσεις. Τιμήθηκε με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), την Εύφημο Μνεία Βραβείου Παλαμά, το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), το Παράσημο Χρυσούς Σταυρός Τάγματος Εποποιίας, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη, το Βραβείο Μεταφραστών, το Μετάλλιο Δήμου Πειραιώς και το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
 
Ι.Ποίηση

• Φωνές εντόμου· Ποιήματα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1930.
• Προφητείες. Αθήνα, 1931.
• Η Φλεγόμενη βάτος. Αθήνα, 1935.
• Γυρισμός του Ασώτου. Αθήνα, 1936.
• Ωσαννά και Οραματισμός. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939.
• Λυρική Εξομολόγηση · Φωτόδραμα. Αθήνα, 1945.
• Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας. Αθήνα, 1950.
• Ανθρώπινο Σχήμα· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1961.  
• Το Φράγμα της Σιωπής. Αθήνα, Δίφρος, 1965.
• Εκλογή· Ποιήματα. Αθήνα, 1965.
• Μικρή εκλογή 1930-1961. Αθήνα, 1970.
• Εκλογή 1961-1965. Αθήνα, 1970.
• Εκλογή 1961-1977. Αθήνα, 1979.
• Τα Νέα Ποιήματα 1974-1982. Αθήνα, Πρόσπερος, 1982.

ΙΙ.Δοκίμιο

• Νύξεις· Επιμέλεια εκδόσεως Ντενίζ Ρώντα – Τυπογραφικές διορθώσεις Μαίρη Ρωντά. Αθήνα, Ρωντάς, 1985.

ΙΙΙ.Παιδική λογοτεχνία

• Ο μικρός αδελφός · Θέατρο. Αθήνα, 1960.
• Με τους αρχαίους θεούς · Παιδικές ιστορίες. Αθήνα, Ευρωεκδοτική, 1985.

ΙV. Μεταφράσεις

• Γκαρνιέ Πιερ, Εκλογή. Αθήνα, Δίφρος,1965.
• Ντίκινσον Έμιλυ, Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Η μικρή Εγνατία, 1980.
• Βαλερύ Πωλ, Χορός και Ψυχή· Πρόλογος – Μετάφραση Μελισσάνθης. Αθήνα, Διάττων, 1988.

V. Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Εκλογή. 1930-1950. Αθήνα, 1965.
• Τα Ποιήματα της Μελισσάνθης (1930-1974). Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1975.
• Οδοιπορικό · Ποιήματα 1930-1984. Αθήνα, 1986.
http://www.ekebi.gr/


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πιστεύω

Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!


Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται...

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.

Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.

                                                   

Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶ
καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»



Σατυρικὸν ὀξύμωρον

Σκοτεινίασε ὅταν ἔπεσε τὸ φῶς τυφλωτικὸ
Λιγόστεψε ὅταν ὁ ἀριθμὸς ἔγινε πολλαπλάσιος
Οἱ λύσεις γίναν κόμπος ἄλυτος
κι ὅταν ἡ Ἀριάδνη ἔτρεξε λυσίκομη
κύλησε ἀνάποδα τὸ κουφάρι της
Τότε ὁ κάβουρας ἔγινε ὠκύποδας
κι ὁ Ἀχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
ἔξω ἀπ᾿ τὴν ἔξωση τοῦ Ἐλεάτη
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ χωροχρόνου
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ἀγώνισμα στὸν Ἱππόδρομο
καὶ τὰ χαμένα στοιχήματα
τὴν ἀνατίμηση τοῦ πετρελαίου
τὸν πυρετὸ τοῦ χρυσοῦ
τὴ παγκόσμια κρίση
ἐνῶ γύρω του ξεφώνιζαν ὑστερικά:
Rent a car... Rent a car...

Ὀρυμαγδὸς ἀπὸ ἐκσκαφεῖς κι ἀριθμομηχανὲς
ἀνοίγουν σ᾿ ὅλα τὰ τοιχώματα ρωγμὲς
Οἱ δρόμοι μὲ τὰ μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
-σχηματίζονται, ἀποσχηματίζονται
ὑψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι ἀντιστοιχεῖες στίχων-

Βραδινὸ τοπίο μὲ τριζόνι
Ἡ νύχτα ἀναποδογυρισμένη ὀμπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμὸς καὶ φεγγάρι
κυλάει ἀποκεφαλισμένο στὴν ἄσφαλτο
ἐνῶ ἀπὸ ἕνα σφάλμα computer
ὁ κόσμος τινάζεται στὸν ἀέρα.

Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: Σημειώθηκαν
τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, σαν ασύνδετα
μεταξύ τους. Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη η μεγάλη ληστεία του αιώναΌταν παραβιάστηκε το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.…

«Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…
Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί το μέγεθος της
καταστροφής, όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. Όταν
με το σύστημα των διεθνών συμβάσεων και των τραστ
διαδόθηκε σ’ όλον τον κόσμο, η βιομηχανία των
απομιμήσεων. Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία
η γενική εμπορία των πάντων. Αυτό
έδωσε στην αρχή, μια τεράστιαν ώθηση
στις συναλλαγές. Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα Χρηματιστήρια
οι χαρτοπαικτικές λέσχες, τα σφαιριστήρια
τα καζίνα, τα τεϊοποτεία λειτουργούσα
με πυρετό. Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ωσότου, το έλλειμμα στο ισοζύγιο ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο της ανθρώπινης συναλλαγής.
Ωσότου∙
κάτω από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός στον άξονα
του πλανήτη.
«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…


ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω
του σκοτεινού μου συζύγου
κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό
την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς δεν γίνεται με το θνητό του σώμα
ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται
τα μάτια καίγονται στεγνώνουν
— μ’ από ‘να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα —
Λόγια δεν έχει ο Άδης να σου μάθει
μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιο είναι του Άδη το χρώμα.


ΑΣ…

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
πού ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό…


Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου

Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

Φθινόπωρο

Ὥρα δειλινοῦ.
Τοῦ φθινοπώρου τὰ νέφη στίβουν τὸ φουστὰνι
νά στεγνώσῃ τ’ οὐρανοῦ
καὶ στου ἀπόβροχου τὴ σκόλη
βγαίνουν γιὰ σεργιὰνι
οἱ σαλίγκαροι ὅλοι
κάτω ἀπ’ τὸ ξεθωριασμένο παρασόλι
τοῦ ἥλιου… Τώρα ἡ λάμια
ἡ γῆ λιάζει τὰ βρεγμένα της τὰ χράμια
μὲ τῶν κάμπων τὰ πλουμίδια
κι ἀπὸ τὰ χορτὰρια
κι ἀπὸ τὰ ψιλά γρασίδια
οἱ σταλαματιές γλυστροῦνε χάντρες
καὶ μαργαριτὰρια
ἀπὸ οὐράνια δαχτυλίδια.
Τὶς μαζώνουν οἱ νεράιδες οἱ ἀνυφάντρες
μὲς στὰ ὑπόγεια τους σεράγια καὶ στ’ ἀνήλια
πολυέλαιους κι ἀργυρά καντίλια
σὲ πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες
μάγισσα γριὰ κι ἀράχνη τὶς κρεμάει μὲς στὶς κουφάλες
καὶ λογῆς-λογῆς
ἕνα-ἕνα ὅλα τὰ ζούδια
ξεφαντώνουν ἀπ’ τὴ γῆς
κι ἀπομέσα ἀπὸ τὰ φλούδια,
κ’ ἕνας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ἕνα ἀγκάθι φουντωτό
ν’ ἀγναντέψῃ ὅλο τὸν κόσμον ἀπὸ τέτοιο λιακωτὸ!..
Νά! Τὸ αὐλάκι
κάνει χάζι,
τὸ ἄχυρο – σχεδία ποὺ ἀράζει
καὶ τὸ δρασκελοῦν βαθράκοι!..
Κόσμοι ὁλόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν μὲ πιρόγιες τὰ κελύφια!..
(...Κρύα ἀνατριχίλα στὰ νερά
σὰν πεταλουδιῶνε σμάροι…
Τώρα ὁ σίφουνας θὰ πάρῃ
ἀπ’ τὰ δέντρα ὅλα τὰ φύλλα τὰ ξερά!
Στὰ καλάμια τὴ φλογέρα του σφυράει,
κι ὅπως πάῃ, πάῃ, πάῃ,
ὁ ἄνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ ἄλλα πιὰ λημὲρια –
σ’ ἄλλο τώρα χειμαδιό τὰ καλοκαὶρια!..)



Μεταμέλεια


Ἀπόψε εἰπα πὼς μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί∙
μὰ πρὶον ἤ ὁ ἀλέκτωρ τρίς φωνήσῃ
Κύριέ μου, σὲ εἶχα πάλι ἀπαρνηθῆ!

Μὲ κουφοκαῖνε ἀκόμη πάθη, μίση –
δέν ἔχουν οἱ ἁμαρτίες μου πιὰ σωθῆ;
Τῆς χάρης σου ἀν ἀνοίξῃ μόνο ἡ βρύση,
τότε κ’ ἡ ὑδρία μου ἴσως πληρωθῇ!..

Τὸ τί ἐμαρτύρησα ἀπ’ τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἄδεια ἄφησα τὴ νυφική μας κλίνη
κι ἀρνήθηκα στὰ μάτια νὰ σὲ δῶ!

Κοίταξε, ἄν δέν πιστεύῃς, τὶς πληγές μου!
Δώσ’μου τὸ χέρι σου... νά, ἐδῶ κ’ ἐδῶ!..
Λοιπόν; Μ’ ἀναγνωρίζεις τώρα; Πές μου!


Σφαγεῖο
Ὁ κόσμος εἶναι ἀπέραντο σφαγεῖο
κι ὁ θεός αἷμα διψᾶ καὶ κρέας πεινᾶ∙
δέν ζουμε ὡς τ’ οὐρανοῦ τὰ πετεινά,
ὁ κόσμος εἶναι ἀπέραντο σφαγεῖο
κι ἄξιόν ἐστι τὸ ἐσφαγμένο ἀρνίο
ψάλλουνε τῶν ἀγγέλων τὰ ὡσαννά
ὁ κόσμος εἶναι ἀπέραντο σφαγεῖο
κι ὁ θεός τὶς ἴδιες σάρκες τοῦ πεινᾶ!


http://users.uoa.gr/
http://poetry-in-greece.blogspot.gr/








         



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου