Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΝΟΒΑΛΙΣ ( 2 Μαΐου 1772 – 25 Μαρτίου 1801 )


Νοβάλις ήταν το ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φίλιπ Φρήντριχ Φράιχερ φον Χάρντενμπεργκ (Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg, 2 Μαΐου 1772 – 25 Μαρτίου 1801)
Ποιητής, πεζογράφος και στοχαστής, από τους πρωταγωνιστές του γερμανικού ρομαντικού κινήματος, ο κατά κόσμον Φρήντριχ φον Χάρντενμπεργκ έμεινε στην Ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Νοβάλις: Αυτός πού εισέρχεται σε νέα, αγεώργητη γη. Σπούδασε νομικά και φυσικές επιστήμες. Εργάστηκε στην εξορυκτική βιομηχανία. Η ποιητική σύνθεση "Ύμνοι στη νύχτα" και τα "Πνευματικά άσματα" είναι τα γνωστότερα έργα του. Έγραψε ακόμη μυθιστορήματα ("Οι μαθητευόμενοι στη Σάιδα", "Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν"), δοκίμια (" Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη"), αποφθέγματα και στοχασμούς ("Πίστη και αγάπη", "Γύρη", "Το γενικό σημειωματάριο: στοιχεία εγκυκλοπαιδικής"). Οραματίστηκε μια ποίηση καθολική, ικανή να θεραπεύσει "τις πληγές πού ανοίγει η λογική". Στα δικά του μάτια, ο ποιητής ήταν "υπερβατικός θεράπων", "παντογνώστης", "ένας ολόκληρος κόσμος σε μικρογραφία". Τα ίχνη πού το έργο και η αισθητική του άφησαν υπήρξαν βαθιά. Ο Σολωμός και ο Μπόρχες, ο Τράκλ και ο Έσσε, ο Ζίντ και ο Μπρετόν είναι μερικοί μόνον από τους οφειλέτες του. Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε γι' αυτόν το "Ελεγείο τον Gruningen". Οι συμβολιστές χρωστούν πολλά στην ποιητική του. Μουσικοί, από τον Βάγκνερ ως τη σύγχρονη ρόκ, στοχαστές, από τον Χέγκελ ως τον Ντιλτάυ, έσκυψαν πάνω από τις σελίδες του. Στίχοι του έγιναν εκκλησιαστικοί ψαλμοί άλλα και σύνθημα στο στόμα των ξεσηκωμένων φοιτητών του '68.
http://www.biblionet.gr/


ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ 


Κορυφαίο έργο του πρώιμου ευρωπαϊκού ρομαντισμού, οι "Ύμνοι στη νύχτα" (1799-1800) ξεκινούν ως υμνολόγηση του φωτός, γρήγορα όμως γίνονται λόγος εκστατικός για τη Νύχτα. Εγκαινιάζονται ως ερωτικό εγκώμιο, όμως τελειώνουν ως θρησκευτικός ψαλμός. Έχουν αφετηρία τους το επιτάφιο πένθος, ολοκληρώνονται όμως ως θεία δοξολογία. Στο ξετύλιγμά τους, η νεκρή Αγαπημένη ταυτίζεται με τον Εσταυρωμένο, ενώ η Νύχτα και οι κόσμοι της ευλογούνται ως μήτρα των πάντων, ως άλλη Πλατυτέρα που περιβάλλει τους Ουρανούς. Ο θάνατος αναγορεύεται σε πέρασμα σωτήριο προς την αιώνια ζωή.
Το σύμπαν των Ύμνων είναι χριστιανικό αλλά και ευρύχωρο. Αγκαλιάζει μέσα του όλη σχεδόν την ελληνική μυθολογία, από τους δεσμούς Τιτάνες ως ιλαρή μορφή του Διονύσου. Απλώνεται από τη Μεσόγειο ως τις μακρινές Ινδίες. Όμως, η ιστοριονομία του Νοβάλις είναι αισιόδοξη και συνδυαστική. Αρχαίοι, Μέσοι και Νέοι Χρόνοι συγχωνεύονται σε μία νέα υπερχρόνια μορφή, μια ιδεαλιστική ουτοπία.http://www.biblionet.gr/


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 
( μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης )

1.


Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως — με κάθε ιριδισμό, κάθε αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ' τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ' ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.


Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει. Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν' ανατείλει ξανά;

Τι νά 'ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ' την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ' αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως, πόσο ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.


2.

Πρέπει πάντοτε το πρωινό να ξανάρχεται; Δεν τελειώνει ποτέ των επιγείων η βία; Πολυπραγμοσύνη στυγνή αφανίζει της νύχτας την αιθέρια αφή. Πότε στις φλόγες του έρωτα, στου βωμού την αιώνια πυρά θ' αφεθεί; Σύντομη είναι η ζωή του φωτός· αλλά άχρονη κι άχωρη η εξουσία της Νύχτας. Παντοτινή η διάρκεια του ύπνου. Ω ύπνε ιερέ — μην αργείς, μα στέρξε εσύ αρωγός να ελεήσεις τους μύστες της νύχτας σε τούτο το επίγειο έργο τους. Γιατί εσένα μόνο τρελοί σ' αγνοούν κι ύπνο δεν γνωρίζουν κανέναν, όταν εύσπλαχνος τον ίσκιο σου πάνω μας ρίχνεις, κάθε που η νύχτα η αληθινή ανατέλλει. Γιατί δεν σ' έχουν αισθανθεί στη χρυσαφιά ροή των σταφυλιών, στο λάδι της αμυγδαλιάς, στους καστανούς της παπαρούνας χυμούς. Γιατί δεν ξέρουν ότι είσαι συ που τα τρυφερά στήθη της κόρης ταράσσεις, που ως τους ουρανούς πετάς κι απλώνεις κλαδιά. Γιατί δεν νοιώθουν πως από ιστορίες παλιές εσύ ουρανομήκης τραβιέσαι, πως το κλειδί φέρνεις εσύ για των μακαρίων τα δώματα, μαντατοφόρος βουβός των αχανών μυστηρίων.


3.

Κάποτε έχυνα εκεί δάκρυα πικρά, καθώς στον πόνο συντριμμένη η ελπίδα μου σπάραζε, και μόνος στεκόμουν σ' άνυδρο τύμβο, που έσωζε σε τόπο στενό, σκοτεινό τη μορφή της ζωής μου. Μόνος, όπως ποτέ κανείς μοναχικός δεν υπήρξε, απ' ανείπωτο φόβο σπρωγμένος. Αδύναμος, μόνο σκιά της αθλιότητας πια. Κι όπως εκεί βοήθεια ζητούσα, δίχως αλλού να μπορώ να στραφώ, και στη φευγαλέα ζωή που τρεμόσβηνε μ' απέραντο πόθο κρεμόμουν: εκεί, από το κυανό του ορίζοντα, από το ύψος ευδαιμονίας παλιάς σαν καταιγίδα ήρθε το σκότος. Και κομμάτιασε μεμιάς τους κρίκους της γέννας, τα δεσμά του φωτός. Πήρε να χάνεται η μεγαλοπρέπεια της γης και το πένθος μου πήρε να σβήνει μαζί της, σ' έναν νέο, ανεξιχνίαστο κόσμο κύλησε η μελαγχολία αργά. Εσύ της νύχτας ενθουσιασμέ, ύπνε ελαφρέ τ' ουρανού ήρθες πάνω από μένα. Αργά μετεωρίστηκε ο χώρος· πάνω του πλανήθηκε ελεύθερος ο νεογέννητος νους μου. Σε σύννεφα σκόνης σωριάστηκε ο τύμβος. Μες απ' τον κουρνιαχτό αντίκρισα των αγαπημένων τις μεταμορφωμένες πομπές. Η αιωνιότητα κοιμόταν στα μάτια τους. 'Αγγιξα τα χέρια τους και τα δάκρυα γίναν ένας πύρινος, άρρηκτος κόμπος. Χιλιετηρίδες σαν καταιγίδα προς τα μάκρη τραβούσαν. Στην αγκαλιά τους έκλαψα της νέας ζωής τα ευφρόσυνα δάκρυα. — Ήταν εκείνο το πρώτο, το μόνο μου όνειρο. Κι είναι πρώτα από τότε που τρέφω εντός μου πίστη παντοτινή κι ακατάλυτη στον νυχτερινό ουρανό και την Αγαπημένη, το φως του. 


4.


Τώρα γνωρίζω πότε θα φανεί το τελευταίο πρωί. Πότε το φως τη Νύχτα και τον έρωτα δεν θα αποδιώξει ξανά. Πότε ο ύπνος παντοτινός και μόνο ένα αστείρευτο όνειρο θά 'ναι. Αιθέριο κάματο μέσα μου νοιώθω. Μακρύς κι επίπονος προς τον άγιο τάφο ο δρόμος, βαρύς ο σταυρός. Κύμα κρυστάλλινο από τον σκοτεινό κόρφο του τύμβου πηγάζει, στα πόδια του μια επίγεια πλημμύρα ξεσπά, όποιος την έχει γευτεί, όποιος πάτησε τ' ακριτικά όρη του κόσμου, όποιος το βλέμμα του έστρεψε πέρα, προς τη νέα τη γη, στης Νύχτας τα δώματα — αλήθεια, αυτός δεν επιστρέφει ξανά στην τύρβη του κόσμου, στη χώρα εκείνη όπου σε αέναη αταξία το φως κατοικεί.

Στις κορφές χτίζει σκήτες, καλύβες ειρήνης, νοσταλγός κι εραστής ατενίζει πέρα μακριά, ώσπου στις κρήνες της πηγής να τον έλξει η πιο καλόδεχτη απ' όλες τις ώρες. Μες στων ανέμων τον αχό παραδέρνουνε και στα ύψη αναδύονται τα επίγεια, αλλά ό,τι το άγγιγμα του έρωτα αγίασε, σε κοίτες κρυφές θα κυλήσει προς την αντίπερα γη, σαν άρωμα με τους αγαπημένους ίσκιους πέρα απ' τη νάρκη του ύπνου θα ενωθεί.

Ακόμα ξυπνάς, φως ιλαρό, για τη δουλειά τον καταπονημένο. Τερπνή ζωή μέσα μου χύνεις. Μα απ' τα βρυώδη μαυσωλεία της μνήμης δεν μ' αποτραβάς. Με χαρά θ' άγγιζα τα φίλεργα χέρια, θ' αγνάντευα όπου εσύ το θελήσεις, θα αινούσα της χλιδής σου τ' αγλάισμα, άοκνος θ' αντίκριζα των περίτεχνων έργων σου τον ωραίο ειρμό, με χαρά θα μετρούσα τον συνετό βηματισμό της δυναστικής περίλαμπρης ώρας σου, θ' ανίχνευα των δυνάμεών σου το σύμμετρο, τους νόμους των ανάριθμων χώρων και χρόνων της μαγικής σου μορφής. Αλλά της Νύχτας ταμένη μένει η μυστική μου καρδιά και της δικής της θυγατέρας, της πλάστριας αγάπης. Μπορείς να μου δείξεις μια πιστή στους αιώνες καρδιά; έχει ο ήλιος σου μάτια προσηνή να με δουν; αγγίζουν τ' αστέρια σου το χέρι μου που αποζητά; Θα μου χαρίσουν ξανά τον λόγο τον θωπευτικό και τ' απαλό τους το χάδι; Να τά 'χεις κοσμήσει εσύ με χρώμα και σχήμα ελαφρύ — ή νά 'ταν Εκείνη πού προσδίδει στα δώρα σου πιο εράσμια αξία; Ποια πάθη, ποιες ηδονές η ζωή σού προσφέρει, που να καταποντίσουν μπορούν του θανάτου τα θέλγητρα; Δεν φορά ό,τι μας συνεπαίρνει το χρώμα της Νύχτας; Εκείνη σ' ανάστησε, σ' εκείνη κάθε σου αίγλη χρωστάς. Άθυρμα θ' αφηνόσουν στον άνεμο, θα σιγόλειωνες στου χώρου τα βάθη, αν δεν σε κράταγε στην αγκαλιά της εκείνη, αν δεν σ' εγκυμονούσε στα σπλάχνα της για να φανείς και ν' αυγάσεις τον κόσμο. Αλήθεια, προτού υπάρξεις εσύ γεννήθηκα εγώ — από εκείνην σταλμένος, τούτη την γη με την γενιά μου να οικήσω, να την καθαγιάσω στ' όνομα του έρωτα, ώσπου μνημείο ορατό ν' αναφανεί στους αιώνες. Μ' αμάραντα να την σπείρω λουλούδια. Όμως ακόμα δεν έδεσαν καρπό αυτοί οι θείοι στοχασμοί. Ακόμα είναι της παρουσίας μας τα ίχνη ισχνά. Μα θα σημάνουν οι ωροδείχτες σου κάποτε το τέλος του χρόνου, θα γίνεις κάποτε και συ σαν κι εμάς, κι όλο πάθος θα χαθείς και θα σβήσεις. Εντός μου —ελευθερία αιθέρια, μακάρια επιστροφή— θα αισθανθώ το πέρας των έργων σου. Μ' οδύνη ανήμερη θα σε δω ν' αποδημείς απ' την πάτρια γη, ν' αντιπαλεύεις τον παλιό, κραταιό ουρανό. Μα μάταια θά 'ναι η οργή και το μένος σου. Πάνω απ' τις φλόγες θα υψωθεί ο σταυρός — λάβαρο θριαμβικό της γενιάς μας. 


       Στα ύψη αναδεύομαι, 

       Και κάθε οδύνη
       Των νέων ηδονών 
       Τ' αγκάθι θα γίνει.
       Θά 'ρθει ο καιρός,
       Κι εγώ να χαθώ,
       Στα γόνατα του έρωτα
       Σε μέθη γλυκιά θ' αφεθώ.
       Θροΐζει η ζωή
       Απέραντη μέσα σε μένα,
       Απ' τα ύψη κοιτώ 
       Προς τα κάτω για σένα.
       Σε κάθε μνήμα
       Η λάμψη σου σβήνει,
       Στεφάνι δροσιάς
       Ένας ίσκιος αφήνει.
       Πιες της ζωής μου, 
       Ακριβέ, τον χυμό,
       Ξύπνησέ με και στέρξε
       Να μπορώ ν' αγαπώ.
       Του θάνατου νοιώθω
       Πάλι νέο το ρέμα,
       Σ' αιθέρα και βάλσαμο
       Γυρνά το δικό μου το αίμα.
       Με σθένος και πίστη
       Τις μέρες μου ζω
       Και τις νύχτες πεθαίνω
       Στο πυρ το ιερό.



Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΧΑΙΝΡΙΧ ΦΟΝ ΟΦΤΕΡΝΤΙΝΓΚΕΝ



Περίληψη
Το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα, που ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας του έβλεπε ως μια "αποθέωση της ποίησης", εμπνέεται από την αναζήτηση του γαλάζιου λουλουδιού, αυτού του κατεξοχήν ρομαντικού συμβόλου. Ο ήρωάς του φέρει το όνομα του μεγάλου ποιητή και ραψωδού Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν, μιας μορφής θρυλικής και συγχρόνως ιστορικής από τον γερμανικό μεσαίωνα.









Η χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη
( μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος ) 


Η "Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη" είναι ένα πολιτικό δοκίμιο του Νοβάλις γραμμένο στα 1799 υπό την άμεση επίδραση των "Λόγων" του Σλαϊερμάχερ για τη θρησκεία. Εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως ένας ύμνος στη μεσαιωνική χριστιανοσύνη και έχει από πολλούς θεωρηθεί δείγμα μιας αντιδραστικής τάσης, που χαρακτηρίζει όχι μόνο τον Νοβάλις αλλά και τον γερμανικό ρομαντισμό γενικότερα. Ωστόσο το επιχείρημα του Νοβάλις δεν στρέφεται ενάντια στην αλλαγή και την εξέλιξη: "προϊούσες, διαρκώς διευρυνόμενες εξελικτικές διεργασίες αποτελούν το υλικό της ιστορίας", πιστεύει ο ευαίσθητος ποιητής. Και αυτή η κατεύθυνση προς το μέλλον ακυρώνει την αποτίμηση της Χριστιανοσύνης ως "αντιδραστικού" δοκιμίου και την καθιστά έργο προγραμματικό.http://www.biblionet.gr/

Σκέψεις
(μετάφραση: Συμεών Σταμπουλού)


Ο Νοβάλις (1772-1801) δεν είναι μόνον ο ποιητής των Ύμνων στη νύχτα αλλά και ο σπουδαιότερος στοχαστής του "Κύκλου της Ιένας", ο οραματιστής του οικουμενικού καλλιτεχνικού έργου που θα ενοποιήσει την ποίηση με την πρόζα και τη φιλοσοφία. Καλλιέργησε συστηματικά το νέο λογοτεχνικό είδος των αποσπασμάτων: όχι απλούς στοχασμούς και ευφυολογήματα αλλά σπάνια, στοχευμένα θραύσματα συγκροτημένης σκέψης, ποιητικού δοκιμίου και φιλοσοφικής πραγματείας. Στο κατώφλι του 19ου αιώνα, της κρίσης του ορθολογισμού και των κοινωνικών ανατροπών ο Νοβάλις προετοιμάζει την αφοριστική σκέψη του Νίτσε, τον ρομαντικό μυστικισμό του Μπένγιαμιν, την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ. Τον φιλοξενεί ο Διονύσιος Σολωμός στους "Στοχασμούς" του και ο Γαλλικός Μάης του 1968 στις ρομαντικές του διακηρύξεις. http://www.biblionet.gr/






















































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου