Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (17 Μαρτίου 1917-25 Απριλίου 1981)

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους. 



Ο Τάκης Σινόπουλος με τον Στρατή Τσίρκα στο Λονδίνο, όπου το 1975 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ελληνικού Μήνα. http://www.greek-language.gr/
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.
Στον Αλφειό, το 1957
Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Προδοσία" και του διηγήματος "Η εκδίκηση ενός ταπεινού" στην εφημερίδα του Πύργου "Νέα Ημέρα" με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο "Μεταίχμιο" και εκδόθηκε το 1951. Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριοθέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κόσμο. Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγωγής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, παρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 συνεργάστηκε με το περιοδικό "Εποχές", όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιοκρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στις αντιδικτατορικές εκδόσεις "18 Κείμενα" και Κείμενα 1 και 2, ενώ υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργάτης του περιοδικού "Συνέχεια".

Από http://www.antiwarsongs.org/

Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
Ι.Ποίηση
• Μεταίχμιο. Αθήνα, 1951.
• Άσματα (I-XI). Αθήνα, 1953.
• Η γνωριμία με τον Μαξ. Αθήνα, Οι φίλοι της λογοτεχνίας, 1956.
• Ελένη. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Μεταίχμιο Β΄ (1949-1955). Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Η νύχτα και η αντίστιξη. Αθήνα, 1959.
• Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου. Αθήνα, 1961.
• Η ποίηση της ποίησης. Αθήνα, 1964.
• Νεκρόδειπνος. Αθήνα, 1970.
• Πέτρες. Αθήνα, 1972.
• Νεκρόδειπνος και άλλα συναφή ποιήματα. Αθήνα, Ερμής, 1972.
• Το χρονικό. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Ο χάρτης. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
ΙΙ.Πεζά
• Νυχτολόγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
ΙΙΙ.Μελέτες
• Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
ΙV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Συλλογή 1, 1951-1964. Αθήνα, Ερμής, 1976.
• Συλλογή 2, 1965-1980. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Το γκρίζο φως · Και οχτώ πίνακες · Δ.Ν.Μαρωνίτης · Πρώτη ανάγνωση. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στο ποίημα Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του βιβλίου 1 Δεκεμβρίου 1962. Μεταγραφή και φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, 1987. 1. Βλ. και Γρηγοριάδου Όλγα, « Τάκη Σινόπουλου (1951-1995)• Αυτοτελείς εκδόσεις», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής6, περ.Γ΄, 1998-1999, σ.221-261.


Από http://www.potheg.gr/






Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.


ΑΝ
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Ιωάννα (απόσπασμα)
Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ΄ αυλάκι

με το χορτάρι και το βρώμικο νερό κι απάνω
κοντά στο φοβερό καζάνι με τη σκοτεινή φωτιά
καθόταν η Ιωάννα. Πίσω σάλευαν αλλόκοτες
κι όμορφες σκιές. Μια μια περνούσε 
μπροστά κι Αυτή με τη βαριά κουτάλα
εβούταγε κι εμοίραζεν αμίλητη. Ο αγέρας
πηχτός ακινητούσε ολόγυρα. Καμιά κραυγή
δεν έσκιζε το λασπωμένο φως μονάχα
ο αβέβαιος ψίθυρος από τις σκιές που πλήθαιναν
ολοένα και γιομίζανε το χώρο εκείνο.
Κι εγώ ήμουνα στο δρόμο. Που τον γνώρισα

το δρόμο αυτό κι ανατριχιάζω τώρα
που επήξανε μέσα μου ασάλευτες οι μνήμες;
Την κοίταγα βαθιά κι αχόρταγα μα Εκείνη
βασανισμένη από μια θλίψη ολότελα θανάσιμη
δεν ένιωθε δεν πρόσεχε κι όσο κι αν αγωνιζόμουν
ποτέ το βλέμμα μου δεν έσμιξε το βλέμμα της
το καυτερό. Τριγύρα στάλαζε αγωνία πηχτή
κι αιώνια. Ξάφνου - πόσος πέρασε καιρός;
τα χείλη της σαλέψανε κι άκουσα σα να γύρισα
σε χρόνια βυθισμένα μέσα σε τόσες καταχνιές
μουρμουριστή βαθιά όλο πάθος τη φωνή της:
Φίλε μου κοίταξε τη ζωή μοιράζω με τα χέρια μου
στις σκιές τη ζωή που ζώντας την εζύγιασα
στην πλάστιγγα και βάραινε στο μέρος της φθοράς.
Ετσι μίλησε κι όρμησαν φρικιαστικές μέσα μου οι μνήμες.
Ομως παράξενο τα μάτια της δεν κοίταγαν εμένα
μόνο πέφτανε δίπλα μου σαν νάταν κάποιος άλλος
κι εκείνον έκραζε με τέτοια σκοτεινή λαχτάρα: Φίλε.
Ωστόσο τίποτα δεν σάλεψε μες στην σιγή. Καμιά
δεν έφθασεν απόκριση για Εκείνη. Τότε γύρισα
με δύναμη να ιδώ ποιος ήταν που δε μίλησε.
Κανείς. Μήτε ίσκιος, μήτε σώμα δε φαινόταν.
Ο δρόμος έρημος εγώ καταμεσής. Η Ιωάννα
τυραννισμένη από έναν πόνο οξύ είχε σκύψει το κεφάλι
κι εβούταγε κι εμοίραζε κι οι σκιές
πληθαίνανε και προχωρούσανε και διάβαιναν
αδιάκοπα μπροστά της.
Ξάφνου αναπάντεχα σαν από μιαν αόρατη θύρα

πρόβαλε ο εφιάλτης του παλιού καιρού η φριχτή της μάνα
με τα φαρμακερά στενά και ρουφηγμένα χείλη
μυξιάρα ζαρωμένη κι άπλυτη καθώς συνήθιζε
κι έσκυψε πάνω απ΄ το κορμί της Ιωάννας και την κοίταγε
καθώς εκοίταγε άπληστα το καθετί. Και τότε
τρομάζοντας βαθιά και σκοτεινά φώναξα: Ιωάννα
Ιωάννα στρίψε τα μάτια σου τα οδυνηρά σε μένα.
Δεν άκουσε. Δεν γύρισε. Κι όταν απαυδισμένος 
δοκίμασα να κράξω πάλε Ιωάννα δεν επρόφτασα.
Μεμιάς σκοτείδιασε και μες στο σκότος σβήσαν όλα
κι η Ιωάννα βρέθηκε στο δρόμο και κοντά της
ένα υποκείμενο ξεφύτρωσε που κάπου τόχα ιδεί
κάποτε που τριγύριζα σε συνοικίες φονιάδων
με μούτρο πράσινο και μαύρα λιγδερά μαλλιά.
Πέρασαν δίπλα μου τα μάτια μου γυρέψανε
τα μάτια της. Δεν έστριψεν η θλίψη ολοένα
και πιο βαθιά χαράκωνε το χλωμό πρόσωπό της.
Η νύχτα έπεφτε γύρα εφιαλτική κι όταν εφτάσανε
στου δρόμου την καμπή φάνηκε κάποιος τρίτος
-κάπου τον ήξερα κι αυτόν έμοιαζε καταδότης.
Τη βάλανε στη μέση και προχώραγαν και ξάφνου
καθώς ένα βαθύ μαύρο φτιασιδωμένο φως ερχόταν
από ψηλά και χύνονταν απάνω τους η Ιωάννα
ξάφνου σωριάστηκε μα πάλε αρπάχτηκε βαριά
στον ένα απάνου κι ύστερα ρυτιδωμένη ρυπαρή
κουβάρι μαύρο ολόμαυρο χωρίς ποδάρια πιά
με δύο ξύλινα δεκανίκια τρίκλιζε και προχωρούσε
μες στο πηχτό σκοτάδι εκεί που έστριβε ο δρόμος.
Και τότες έκραξα δε βάσταξα με τρομερή κραυγή:
Ιωάννα! και σφάλιξαν τα μάτια μου κι ο νους μου θόλωσε
κι όταν πια ο αγέρας με συνέφερε που εφύσαγε
πρώτη φορά πάνω στη γη τόσο ταχύς και διάφανος
ένα αγνό φως χλιαρό βαλσαμικό στάλαζε εντός μου
βοτάνι μαγικό για μια θανατερήν αρρώστια.


Ασμα ΙΙΙ


Είναι καιρός πολύς.
Οι κάμποι μου χλωροί κάτω απ΄ τον ήλιο τα χωράφια μου
χλωρά ρίζες αχόρταγες μες στην ακίνητη γαλήνη.
Ομως οι νύχτες μου ένα μαύρο αυλάκι πυρετού κι οι μέρες μου
πυρακτωμένες πέτρες πέφτοντας η μια πίσω απ΄ την άλλη.
                                                                                  Κι ήρθε

με τις πορφυρές του και με τη δύναμή του όλος αστράφτοντας
ο Μέγας μου Αδερφός και μούδειξε
με φωτισμένο δάχτυλο το μέρος της σποράς:
Ιδού το χόρτο θαλερό κι η χώρα σου βυζαίνοντας βαθύν αγέρα
μετά τις εύκρατες βροχές όταν θεριέψουν τα κλαδιά
και οι γαίες σου βάρυπνες δείξουν τη γονιμότητα
η σάρκα τότε θα σκορπίσει και θα ξεραθεί το κόκαλο
το χόρτο σου δε θα προλάβει για το θερισμό των Βασιλιάδων είπε.
Ιδού η φωτιά θα ορμήσει.
Καιρό κοιμήθηκα σε καυτερές βροχές ακούγοντας

τον ήχο του νερού όταν επιστρέφει απ' την βροχή.
Κοίταξα το πλατύ φεγγάρι πάνω από το χαμηλό φθινόπωρο. Ανεμοι
τινάζοντας μ΄ ορμή τα πρώτα σπέρματα χτυπούσανε
τη γη σαλεύοντας ένα χειμώνα απέραντο. Κι υπόφερα
κι ο Μέγας μου Αδερφός παραμερίζοντας τη θλίψη μου ήρεμα
χωρίς κανένα στίγμα στο βαθύ του στοχασμό:
Δε θαρθεί η βλάστηση είπε. Εδώ η φωτιά θα ορμήσει.
Τώρα αναπαύεται αινιγματικός δείχνοντας έτσι

πιο δυνατή την ανεξήγητη αίγλη της οργής του.
Τα γόνατά του διπλωμένα πίσω από τις καθαρές
παλάμες στάζουν ησυχία και φως. Κι εγώ είμαι εδώ
στο ύψος του πόνου μου. Κι ο λαός μου κάτω
πληθαίνοντας στις αγορές πουλώντας ή αγοράζοντας
μολέβοντας με πλάνες το μυαλό.
                                                   Μ΄ αν ξάφνου
σ΄ ώραν αμφίβολη στήσεις τ΄ αυτί με προσοχή κι ακούσεις
έρημους γέροντες στην αγορά να προφητεύουνε 
με συλλογή κοιτάζοντας τη μυρωμένη πόλη
σκέπασε το κορμί σου θα το κάψει η άνοιξη
και τη φωνή σου κρύψε θα την πνίξουν αναρίθμητες φωνές
μουρμούρισμα από ανάσες πυρωμένες 
κάτω απ΄ τον άνεμο χόρτο και ξερολίθαρο.
Διότι η γη μου πάσα θέλει ερημωθεί
και φως δεν θέλει υπάρξη επ΄ αυτής
κι ο χόρτος θέλει ξηρανθή.
                                         Στου πόνου μου
το σκότος κάθισα. Δεν έχω πια κυρίαρχα χέρια.
Ο ήχος ακούστηκε μες από τις φυλλωσιές που ανάδευαν

ώρα πρωινή μονάχος ήχος λαμπερός σε κοιμισμένη ακοή.
                                                                             Ο ήχος δυνάμωνε
κι ερχότανε μ΄ όλη την ασυνήθιστη ευωδιά της γέννας του
πάνω από την αιθέρια βλάστηση που συνεχώς ανέβαινε.
Κι ύστερα μ΄ ανοιχτές αρπαγές η φωτιά γυρόφερνε
τη χώρα μου αφανίζοντας τάφους και κόκαλα
κι έρημες εκκλησίες κι ο κόσμος μου απανθρακωμένος κι ο ήλιος
με φλογισμένα νύχια ψάχνοντας βαθιά τη γη βαθιά
κι ο λαός μου κάτω αλλοπαρμένος ρώταγε μ΄ επιμονή
δεχότανε τον πανικό σε φόβο γαντζωνότανε σε φήμες ακατάπαυστες
σμίγοντας εύκολα φήμες και πανικό. Κι ήμουν εκεί.
Γερόντιο εγώ με σάρκα χάρτινη γύρω από το μυαλό
την πράξη του Αδερφού πώς να ζυγιάσω;
Μονάχος τώρα συνδαυλίζοντας την αρχική ρίζα του πόνου μου

γεύομαι το πικρό νόημα του καθαρμού. Κρατήθηκα
καιρό καιρό ήμουν Βασιλιάς. Δοκίμασα
χαρά κι αποστροφή. Δίπλωσα την οργή και το θυμό μου εσύναξα
στη θήκη του τη μεταμέλεια γεύτηκα
ψηλάφισα το καύκαλο του πιο φτωχού νεκρού
τις στάχτες ανασκάλεψα και το σβησμένο κάρβουνο
μέτρησα οφέλη και ζημιές χτύπησα και χτυπήθηκα.
Κι είπα να παραδώσω τα κλειδιά ξέρω από φυλακές
γιατί η δολοφονία σαν πυρετός κατάκαψε τα μάτια μου.
Ωστόσο εσείς παρακαλώ σηκώστε τα λυχνάρια και
διαβάστε τις γραφές όταν έρθει ο καιρός.
Τα έργα μου πάνε πια. Κι εγώ
με τόσην ένταση πεινώντας και διψώντας κι υποφέροντας
την ώρα τη φριχτή που τα όνειρα πέφτουν απάνω μου
και καίνε καίνε καίνε. Ω, άγραφη οδύνη λαέ μου κι αν ακόμα
πάνω στη γη μου ταπεινός πλανήθηκα
πυρ επιρρίψω εις πάντα τόπον και σιωπήν
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της φωτιάς
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της σιωπής
                                                            πυρ επιρρίψω. Ιδού
ο αιθέρας τώρα ανοίχτηκε ψηλά ένα φως ανθίζει.
Κανείς υπαινιγμός ακόμα. Ομως εσύ με χέρια οκνά

τ΄ αστραφτερά μαλλιά ανασήκωνες γυρεύοντας τη γονιμότητα
με ανήσυχη βιασύνη. Υπαινιγμός κανείς.
Οχι στην επιφάνεια μα στην εσωτερική συναρμογή του σώματος.
Κοίταξε πόση καθαρότητα στο βάθος του νερού
γωνιές με φως εικόνες του νερού. Τοπία του αγέρα
διάφανα μόλις γράφονται πρώτη φορά στην όραση.
Κι η λέξη η πρώτη λέξη τρέμοντας από τη γέννα προχωρεί
σκαλί σκαλί στο λάρυγγα.  Κοίταξε ακόμα
την πρώτη νύχτα και τον πρώτο αστερισμό
μια φλούδα φωτισμένη φλέβα δροσερή ψηλάφησε
με τα δειλά σου δάχτυλα τη βλάστηση του δέρματος
κι αυτό το σάρκινο κλαδί που τώρα ανθίζει.
                                                                  Εσύ ζώντας την αρχική
φρίκη της νέας Σποράς όταν οι προπατορικές
βροχές απάνω στους αγρούς του κόσμου σκοτεινιάζουν
δέξου τη γονιμότητα και δώσε τον καρπό
πριν σε κερδίσει η αθόρυβη έλευση και εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις
βλαστάρι δώσε για τη θερινή συγκομιδή
πριν έρθει το βαθύ σου μήνυμα και εν γη 
και πάλιν απελεύσει. 

Το σώμα και το μηδέν

Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο 

η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο 
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.


Ναι μοναξιά

κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.


Το ταξίδι

Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκο-
τάδι της ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περ-
πατάνε στο μυαλό, μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε
προχτές και τα νερά του πλημμυρίζοντας από παντού τη
μνήμη - εσύ,
κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα

κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξερά-
θηκε το χέρι μου -

ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής,
τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

Απολογισμός
Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό; Το κάθισμα και τ΄ άλλο

κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.
Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα 

πουλιά του.
Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-

θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.
Ο,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται, μόλις

ακούγεται μέσα στις λέξεις.
Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προ-

πάντων η παραίτηση.
Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η

πέτρα έχει σκιά, τ΄ αγκάθι έχει φεγγάρι,
ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ΄ τα δόντια του δά-

σους,
η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια

στάλα μαύρο νερό.

Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;

ΕΛΠΗΝΩΡ
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;
Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού
ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένασ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.


Η σύζυγός του Μαρία Ντότα το 1995 δώρισε το σπίτι που έμενε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος». Προτομή του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.
Η φωτογραφία από 
https://glypto.files.wordpress.com/



ΠΗΓΕΣ 














































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου