Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ " Στη φάτνη των ονείρων " Διήγημα



Δεν ήταν δα και τα πρώτα Χριστούγεννα που θα τα πέρναγε μόνος. Δεκάδες χρόνια τώρα τον συντρόφευε η μοναξιά, ιδίως τις γιορτινές για τον άλλο κόσμο μέρες. 

Σχεδόν μισούσε τις γιορτές των ανθρώπων. Γι’ αυτόν δεν ήταν γιορτές. Ήταν το αποκορύφωμα της συνεχούς λύπης, που έδερνε τη μοναχική ψυχή του. Δεν ήταν εντελώς επιλογή του η μοναξιά. Η μοίρα του είχε φροντίσει γι’ αυτήν πιο πολύ από αυτόν. Σε παιδική ακόμα ηλικία είχε χάσει και τους δύο γονείς του. Ένα μοναχοπαίδι χωρίς γονείς, στην πιο ευαίσθητη ηλικία, μοιάζει σαν καρυδότσουφλο στον ωκεανό , σαν τρίχα από χάδι μες στους τυφώνες της ζωής. Γι’ αυτό και απεχθανόταν τις γιορτές, αν και του άρεσε να βλέπει τους άλλους ευτυχισμένους να γιορτάζουν. Δεν ζήλευε ,ούτε παραπονιόταν, απλώς απεχθανόταν. Όπως θα έκανε ο κάθε σοφός που θα βρισκόταν στη θέση του. Ο αδικημένος κι ανήμπορος, με ήττα της ύπαρξης μοιάζει.
Ο Χρήστος αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Οι δύο του γονείς ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που ξεχώριζαν για την παιδεία τους ανάμεσα στο πλήθος. Όχι απλά μορφωμένοι,αλλά πεπαιδευμένοι με άριστη παιδεία, με βαθιά γνώση της φιλοσοφίας, με λατρεία για την ωραία μουσική, μα και για όλες τις τέχνες, με όλα τα γνωρίσματα του άλλου ανθρώπου, του σπάνιου, που ζει για να απολαμβάνει το όλον κάλλος της ύπαρξης κι όχι μόνο το φαϊ του στη ζωή του. Η Ιατρική και η Οικονομία ήταν οι δύο επιστήμες που είχαν διαλέξει και σπούδασαν. Από φτωχές οικογένειες προερχόμενοι, δεν είχαν κληρονομήσει το γονίδιο της φιλοχρηματίας. Εργάζονταν για να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, υπηρετώντας όμως τις επιστήμες τους, στηριγμένοι πάνω στο φιλοσοφικό υπόβαθρο που τους έλεγε πως αυτές αποτελούν ναι μεν ένα μέσον για εξοικονόμηση από τον υπηρέτη τους των προς το ζην αναγκαίων, μα κυρίως αποτελούν το μέσον που θα οδηγήσει τον ρου της ανθρωπότητας σε ένα ανθρωπινότερο μέλλον. Και πως το ευ ζην το απολαμβάνουν κυρίως δια μέσου των τεχνών, που είναι η απόδειξη της ανωτερότητας του ανθρώπου έναντι των άλλων ζώων και η ένδειξη πως κάτι από θεότητα έχει αυτός μέσα του.
Τις ιδέες τους αυτές, εκτός μέσω των γονιδίων, με τα οποία προίκισαν το γιο τους, προσπάθησαν να του τις μεταδώσουν από τη νηπιακή ακόμα ηλικία και δια των έργων και του παραδείγματος. Καθώς η μητέρα του πάνω από την κούνια του τού διάβαζε παραμύθια του Αισώπου, ο πατέρας με το βιολί έπαιζε δίπλα τους τη σερενάτα του Σούμπερτ. Και ο μικρός Χρήστος σκιρτούσε μέσα στην κούνια του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ακόμα με το νου, αλλά κατανοώντας πλήρως με τη μυστήρια εκείνη συναισθηματική νοημοσύνη των νηπίων, απολάμβανε με τη μικρή του ψυχούλα την εύνοια της τύχης.
Της τύχης που δεν θέλησε όμως να τον ευνοήσει ως το τέλος και να τον οδηγήσει στο φωτεινό μέλλον που προοιώνιζαν οι προσπάθειες των γονιών του. Αυτή η τύχη που έγινε κακή ξαφνικά κι ένα απέραντο σκοτάδι άπλωσε πάνω από την ύπαρξη τού εννιάχρονου αγοριού, όταν παραμονή Χριστουγέννων, πηγαίνοντας για να κάνουν γιορτές στο χωριό του πατέρα, μία νταλίκα γλίστρησε στο χιόνι, ξέφυγε από την πορεία της και χτύπησε μετωπικά το αυτοκίνητο τής μοιραίας οικογένειας. Από τα συντρίμμια ανασύρθηκε ζωντανός μονάχα ο Χρήστος.Τραυματισμένος ελαφρά αυτός στο σώμα του , αλλά αθεράπευτα πληγωμένος στην ψυχήτου. Ω, ποία τραγικότης, μπροστά στα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού να γίνονται συντρίμμια οι γονείς του!! Μαζί με τη ζωή εκείνων που του χάρισαν τη ζωή,κατέρρευσαν όλα του τα όνειρα, κατέρρευσε αυτή η ίδια η ζωή του. Και τα Χριστούγεννα από τότε αποτελούσαν το πιο μεγάλο βάσανό του. Διότι στο σπίτι του δεν έρχονταν ο ελπιδοφόρος αναγεννώμενος Χριστός, αλλά η ψυχρή και θλιβερή ανάμνηση του θανάτου. Κι οι θλιβερές αναμνήσεις είναι ισχυρότερες από οποιονδήποτε Θεό. Καθόλου δεν τον άγγιζε το επί γης ειρήνη και τ’ άλλα που υπόσχονταν στους ανθρώπους ο Θεάνθρωπος. Τίποτα ευτυχές δεν ήταν για εκείνον πια από τη μέρα την τραγική εκείνη. Κάθε Χριστούγεννα , εκείνος πέθαινε. Πέθαινε, προσωρινά μεν, αλλά πέθαινε.
Μόρφωση επίσημη άλλην δεν κατάφερε να πάρει στη ζωή του ο Χρήστος, αφού η γιαγιά που τον επιμελήθηκε ως τα δεκαοχτώ του, δεν μπόρεσε να του δώσει τα εφόδια για να πάει στο Πανεπιστήμιο, ούτε καν να μάθει μια τέχνη. Αλλά παρά το ό,τι αναγκάστηκε να γίνει αγρότης και να ζει από τα φτωχικά γεωργικά εισοδήματα που του απέφεραν οι αγροί , οι απομείναντες σε αυτόν αμανάτι μετά τον θάνατο της αγάπης, όμως τα γονίδια καθώς και τα πρώτα μαθήματα στη ζωή που του δόθηκαν από τους γονείς και τα φτωχογράμματα που έμαθε στο δημοτικό σχολείο, τον βοήθησαν να μην μείνει απαίδευτος. Η πλούσια βιβλιοθήκη που του έμεινε κι αυτή, μαζί με τους αγρούς, κληρονομιά από τους αδικοχαμένους, ήταν το εργαλείο της παιδείας του.Μέσα στην απόλυτη θλίψη, που δεν έλειψε ποτέ από τα στήθη του, καταφύγιό του ήταν η ανάγνωση. Στα εξηνταπέντε του χρόνια τώρα πια, είχε διαβάσει περισσότερο από μία φορά τον κάθε ένα τόμο , από τους εκατοντάδες τόμους αυτής της βιβλιοθήκης. Από λογοτεχνία και ιστορία, μέχρι ιατρική και αστροφυσική, από Θεολογία μέχρι ιστορία της τέχνης, από αρχαίους συγγραφείς μέχρι Νίτσε και Ντοστογιέφσκι, μα και Μπουκόφσκι ακόμα. Το ευρύ πνεύμα των απωλεσθέντων αγαπημένων, τα πάντα γύρω από το φως του είχε κληροδοτήσει.
Τούτα τα φετινά Χριστούγεννα ήταν ακόμα πιο λυπητερά γι’ αυτόν τον μοναχικό σπουδαίο άνθρωπο. Δεν ήταν μόνο οι οικονομικές του δυσκολίες και οι ανέχεια στην οποία ζούσε, γέρων πια,ένεκα των τεράστιων βαρών που του πρόσθεσε τούτα τα τελευταία χρόνια το ανάλγητο κράτος δικαίου μέσα στο οποίο ζούσε, με τους αβάσταχτους για τα μικρά του εισοδήματα φόρους επί της περιουσίας, επί του ελάχιστου αγροτικού εισοδήματος,με τα πρόστιμα από τα Δασαρχεία και τις πολεοδομίες και τους ασφαλιστικούς Οργανισμούς και τις άλλες εξουσίες που υπηρετούν την ανελευθερία των πολιτών, που του επιβλήθηκαν δι’ ασήμαντον αφορμήν, για μιρκοπαραβάσεις που έκανε, όπως η αλλαγή της στέγης του σπιτιού του, που έμπαζε νερά και που την έκανε μόνος του , δεν ήταν η δραματική μείωση της σύνταξης που επρόκειτο να πάρει από τον ΟΓΑ, δεν ήταν μόνο αυτά που τον έθλιβαν έως θανάτου. Ήταν και ο πόνος που ένοιωθε και για τους άλλους,τους γύρω του, τους θεωρητικά πιο βολεμένους από εκείνον, που αδυνατούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς πια, μέσα σ’ αυτό το σύστημα της φασιστοειδούς δημοκρατίας που καταρράκωνε κάθε στοιχείο προσωπικότητας και καθιστούσε ράκη ύπαρξης,ανελεύθερα κι υποδεέστερα όντα, δούλους της πολιτείας τούς πολίτες. Ήταν επίσης η απέραντη πίκρα που ένοιωσε, όταν αυτοκτόνησε ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο καλός του ο γείτονας, ο Νικόλας Πανάρετος, όταν κυνηγημένος κι απειλούμενος με δήμευση της περιουσίας του ένεκα μικροχρεών του προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ, αποφάσισε να ορφανέψει τα πέντε ανήλικα παιδιά του και τη δύσμοιρη σύζυγό του χρησιμοποιώντας το σχοινί του κουβά και τη χαρουπιά στον κήπο τους. Έχοντας σαλέψει πλήρως το μυαλό του πια μες στις συνθήκες του ακήρυχτου πολέμου, κρεμόταν ως ένα αθώο χαρούπι κι αυτός από το δέντρο του κήπου του. Ο Χρήστος τον ξεκρέμασε. Και πέθανε κι αυτός κείνη την ώρα μαζί του. Βλέπετε ο πεπαιδευμένος άνθρωπος δεν πάσχει βασικά για τον εαυτό του, αλλά για την ανθρωπότητα. Κι οΧρήστος ήταν ένας αληθώς πεπαιδευμένος και ξεχωριστός άνθρωπος. Κι όλα αυτά μαζί πλάκωναν μ’ ασήκωτο βάρος την ψυχή και τη ζωή του, που σχεδόν την είχε πια σιχαθεί, νιώθοντας εντελώς αδύναμος να αντισταθεί στη λαίλαπα και στους φορείς αυτής της καταραμένης για τον τόπο εξουσίας. Ο δυστυχής, είχε κι ένα ελάττωμα βαρύ. Ποτέ του δεν έκλαιγε. Διότι είχε εξαντλήσει όλα του τα δάκρυα τότε, στην παιδική του ηλικία, τότε, εκείνα τα Χριστούγεννα του θανάτου. Κι αυτό επιδείνωνε την κατάσταση. Όλος ο πόνος κάθονταν στην καρδιά του και την κατάτρωγε σαν σαράκι. Σαν δεν μπορείς να κλάψεις, φέρνεις το θάνατο πιο κοντά σου, έλεγε, μα δεν έκλαιγε.
Μαζί με τις καμπάνες που σήμαιναν αξημέρωτα τον ερχομό των Χριστουγέννων, χτύπησε κι ένα καμπανάκι ανησυχητικό για εκείνον.Ξημερώνοντας η μεγάλη γιορτή, ένας οξύς πόνος στο στήθος και μια έντονη ζάλη τον έκαμαν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν θα πήγαινε στην εκκλησία, έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν πήγαινε , γιατί εκείνος το Θεό του τον λάτρευε μέσα του και για κεριά τού χάριζε τη λάμψη των ματιών του. Θα περάσει κι αυτός ο πόνος είπε,τόσοι και τόσοι πέρασαν. Κι έμεινε στο σπίτι του, μόνος του με τις αναμνήσεις του πάλι μόνη συντροφιά του.

Καθώς ονειρευόταν τα Χριστούγεννα των οχτώ χρόνων του, τα τόσο υπέροχα εκείνα και τόσο γιορτινά Χριστούγεννα, τα πιο ζεστά Χριστούγεννα της ζωής του και τα τελευταία της ζωής των γονιών του, έντονα έσκασε στα ρουθούνια του η μυρουδιά του χριστόψωμου της μητέρας του. Ζυμωμένο με μέλι και γάλα, με καρύδια κι αμύγδαλα στολισμένο, με άρωμα γαρύφαλλου και κανέλας πλημμυρισμένο, ω Θεέ των Θεών και των ανθρώπων,γιατί του στέρησες την ευτυχία του χριστόψωμου εκείνου;
Ο πόνος στο στήθος του είχε ελαφρύνει πολύ και η ζάλη έφυγε. Τον σεβάστηκαν προσωρινά ενώπιον των πύρινων αναμνήσεών του. Άναψε το τζάκι κι έψαξε να βρει υλικά να φτιάξει ένα χριστόψωμο ίδιο με της μητέρας. Θα τα κατάφερνε με αρωγό του την αγάπη που δεν πέθανε ποτέ και τις αναμνήσεις τις μη φθαρτές. Θα έβαζε το χριστόψωμο στο τραπέζι και τις τρεις καρέκλες γύρω του, όπως τότε. Κι όταν απότρωγε, θα διάβαζε πρώτα το «Χριστό στο κάστρο» κι ύστερα θα έπαιζε στο βιολί του το « Άγια νύχτα». Θα τα έκανε όλα ίδια όπως τότε, μαζί μ’ εκείνους, χωρίς εκείνους. Θα ξαναζούσε τη χαμένη ευτυχία εν ερημία, μόνος του, αλλά με το πνεύμα τους μέσα του.
Το αγροτόσπιτο που ζούσε μοσχομύρισε ως πέρα από τη θεσπέσια μυρουδιά. Ένα υπέροχο χριστόψωμο είχε ψηθεί στο φούρνο τον παλιό που τον έκαψε με ξύλα και με φλογώδεις αναμνήσεις. Αχ μάνα…το χριστόψωμό σου ήταν εδώ σήμερα, είπε και την αναζήτησε πάλι πολύ. Την επικαλέστηκε. Η μάνα λείπει πιο πολύ από κάθε άλλον σ’ έναν ώριμο άντρα. Άνοιξε το κιτρινισμένο τετράδιο των ποιημάτων του και διάβασε για εκατομμυριοστή φορά το ποίημα που είχε γράψει για εκείνην στα είκοσι περίπου χρόνια του.

Εσύ που πάντα στέκοσουν
στης θάλασσας την άκρη
και μέτραες αστερισμούς
και έστελνες στους ουρανούς
ταριχευμένο δάκρυ,
τώρα δεν είσαι πουθενά,
μανούλα μου, ψυχή μου
και δίχως πια το δάκρυ σου
στέγνωσε η ζωή μου.
Στείλε μου την ανάσα σου,
στείλε μου λίγο ουράνια,
μανούλα που με άφησες.
Στείλε μου περηφάνια,
εσύ που πάντα στέκοσουν
στης θάλασσας την άκρη
και μέτραες αστερισμούς
και έστελνες στους ουρανούς
ταριχευμένο δάκρυ.

Πενήντα έξι χρόνια πριν ήταν πολύ καλύτερα. Αλλά και τώρα ήταν καλά. Κι ήταν στιγμιαία ευτυχής ο Χρήστος, μέσα στην αιώνια θλίψη του. Ήταν το παιδί που ωρίμασε μέσα στον πόνο, μα που με τη δύναμη της γνώσης τον πάλευε εσαεί. Που μακριά ζούσε από τους ανθρώπους, όμως ποτέ δεν έγινε μισάνθρωπος. Μόνος, αλλά μέσα στη σοφία των ανθρώπων ζούσε. Αγαπώντας όχι έναν, όχι μίαν, μα τους πάντες γύρω του, γιατί μόνο αυτό σημαίνει αγάπη. Χωρίς να μέμφεται την τύχη του που του στέρησε την αγάπη, την υπέρ πάντων μάλιστα,τη γονική αγάπη. Ήταν καλά μες στον έρημο κόσμο του.
Όμως όχι και τόσο καλά. Καθώς σκεφτόταν πως, σαν τον Χριστό, κάπως γεννήθηκε πάλι κι εκείνος, πως ξαναγεννήθηκε μέσα στην φάτνη των απωλεσθέντων παιδικών του ονείρων σήμερα, πως δεν πέθανε φέτος ίσως, ένας δυνατός πόνος πάλι τον χτύπησε στο στήθος. Δύσπνοια. Ζάλη. Πήρε το ζεστό ακόμα χριστόψωμο και το έβαλε πάνω στο στήθος του , μήπως και η ζέστη του απαλύνει τον πόνο.
Αλλά το έμφραγμα τούτη τη φορά ήταν οξύ. Με το χριστόψωμο στο στήθος έκλεισε τα μάτια του και ξέφυγε από την άτυχη ζωή του. Που δεν ήταν άδεια. Ήταν γεμάτη από φως , από το άσβεστο φως της γνώσης, της μέγιστης χαράς που απόλαυσε, μέσα στο απέραντο σκοτάδι της αιώνιας θλίψης. Που δεν ήταν λίγη, καθώς γέμισε από τη σοφία των ανθρώπων, ένεκα των όσων του κληροδότησαν οι άνθρωποι εκείνοι που τον υπεραγάπησαν και που έφυγαν παραμονή Χριστουγέννων. Που δεν ήταν ελλιπής, όσο και αν του έλειψαν οι δικοί του και οι άλλοι άνθρωποι από γύρω του, όσο κι αν του αφαίρεσαν τόσο πολλά οι εξουσίες. Ενάντια στην στυγερή του μοίρα, η ζωή του υπήρξε πλήρης δια της γνώσεως, που δεν την πούλησε σε κανέναν, μα που την απόλαυσε πλατιά μόνος μέσα στον διάπλατο πόνο.
Έφυγε χριστουγεννιάτικα. Αθόρυβα έφυγε για το τίποτα, όπως αθόρυβα είχε ζήσει σχεδόν με τίποτα. Εκείνη την ημέρα, που ο Χριστός ξαναγεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων, ο Χρήστος τελικά ξαναπέθανε στη φάτνη των ονείρων του. Όπως συνήθιζε να πεθαίνει κάθε Χριστούγεννα. Οριστικά όμως τούτη τη φορά. Πέθανε αθόρυβα, σιωπηλά, μοναχικά. Σαν ένα χαμόγελο που σβήνει στην ομίχλη. Όπως πεθαίνουν όλοι οι άξιοι αλλά ασήμαντοι Χρήστοι, στην άχρηστη τούτη κι ανόητη κοινωνία. Την Άγια Μέρα, κουλουριασμένος μες στη φάτνη των ανεκπλήρωτων ονείρων του, πέθανε ο άγιος Άνθρωπος εκείνος. Η μάνα του είχε υπακούσει τούτη τη φορά στο ποίημά του. Και του έστειλε από τα ουράνια, περηφάνεια.
Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

Από την συλλογή διηγημάτων του με τίτλο
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΕ ΜΝΗΜΕΣ
(Υπό έκδοση από τις εκδόσεις
ΖΑΘΕΟΝ ΠΥΡ)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου