Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ( 31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944 )


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ( 31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944 ) ήταν Έλληνας ποιητής του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (1854-1942), κυπριακής καταγωγής, ήταν μαθηματικός και ανώτατος στρατιωτικός, που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός των στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του εκδόθηκε με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Το 1937 πεθαίνει η μητέρα του. Βυθίζεται στη θλίψη. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ αρχίζει να έχει έντονα οικονομικά προβλήματα. Το 1940, ο πόλεμος τον βρίσκει οικονομικά και ψυχικά εξαθλιωμένο. Είναι βυθισμένος στη φτώχεια και εξουθενωμένος από τη μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών. Για να επιβιώσει αρχίζει να πουλά την πλούσια βιβλιοθήκη του και προσωπικά του αντικείμενα. Το 1943 ετοιμάζεται να εκδώσει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή και ενώ είχαν γίνει οι ετοιμασίες και είχε υπογραφεί το συμβόλαιο, την τελευταία στιγμή, η έκδοση ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους. ΄Εχει αρχίσει να ανακοινώνει στους φίλους του την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει. Αποκτά σύνδεσμο με τον αντάρτικο στρατό του Ε.ΛΑ.Σ. και καλεί μία ομάδα ελασσιτών στο σπίτι του, όπου τους παραδίδει τα όπλα του πατέρα του. Στις 7 Γενάρη του 1944 δίνει τέλος στη ζωή του με περίστροφο. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, έμεινε άταφος περίπου τρεις ημέρες, για το φόβο της νεκροφάνειας. Τα έξοδα της κηδείας καλύφθηκαν από έρανο μεταξύ των φίλων του λογοτεχνών…
Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.

Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Αυτοκτόνησε στο σπίτι του με το πιστόλι του πατέρα του, στρατιωτικού, ο οποίος πέθανε στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, περίπου τέσσερα χρόνια ύστερα από τη μητέρα του ποιητή, αφήνοντάς τον ορφανό, ηθικά και οικονομικά απροστάτευτο. Γιατί παρά τον ελευθεριάζοντα τρόπο διαβίωσής του και την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, «ο Λαπαθιώτης δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του.» Ο ίδιος φιλοξενούσε στο σπίτι του, κατά τα φαινόμενα εν γνώσει του πατέρα του, νεαρούς άντρες του υποκόσμου. «Ο ίδιος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική, αν όχι ανώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας.» Όπως λέει ο Άρης Δικταίος, «...αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία.»


 Ο χαρακτήρας της ποίησής του

Στα πρώτα του ποιήματα είναι επηρεασμένος από τον αισθητισμό και τον αισθησιασμό που κυριαρχεί στις αρχές του εικοστού αιώνα, και τους Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ (Walter Horatio Pater, 1839 - 1894 και Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ στα τελευταία του καταλήγει σε «τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς, όπου κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας»

Η φωτογραφία είναι από 
 Έργα
 «Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» ημιτελές μυθιστόρημα (πρωτόλειο)
«Νέρων ο Τύραννος», 1901 θεατρικό παιδικό έργο, που το τύπωσε ο πατέρας του
«ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ», άρθρο στο Νουμά 1916
«Η Ζωή μου», ημιτελής αυτοβιογραφία (φτάνει έως το 1917) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940.



Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης  με κείμενο του την Πρώτη Μαΐου του 1927 προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητάει τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο. 


Απόσπασμα από την επιστολή ΑΠΟ http://www.sarantakos.com/











Ποιητής 

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!

Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!

Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!

Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!


✤✤✤✤


Μυστικό... 



Εναι ψυχς πλασμένες π μάρμαρο
κι λλες π χαμόγελο, ετε πόνο.
Εναι κα μι πλασμένη π τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω! 

Πόσο καρδιά μου θά τρεμε, ν τν λεγα!
Βάνω μία κλειδαρι γερ στ στόμα!
Τόσοι σοφο πο βρίσκονται τριγύρω μου
κα δ τ μάντεψε κανες κόμα; 

Εναι ψυχς πλασμένες π κρύσταλλο
κι λλες ψυχς μ κλάματα χουν γίνει.
Εναι κα μι πλασμένη π ροδόσταμο,
μ δ θ σς τ π ποτέ μου κείνη! 

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μ πάλι... ποις ξέρει... καμμιν ρα...
Κάτι μο καίει τ χείλη μου! Καλύτερα
ν κλείσω τ τραγούδι μ᾿ π τώρα... 

✤✤✤✤

χαρά 



Πάντα κάτι μ κρατε
κα μ φέρνει πίσω,
στ καιρ πο κάθε τί
μο λεγε ν ζήσω. 

Πο λα, σκέψεις μου κρυφς
κι τι ζε στ πλάση,
δ μο θύμιζε μορφές,
πο τς χω χάσει. 

Κι λα τ᾿ κουγα ν λέν,
μ᾿ να τρόπο πλάνο,
πς τ᾿ γάπησα κα δν
πρέπει ν πεθάνω... 

Τώρα πο λα τ φτερ
σκόρπισαν, τς πλάνης,
μο τ λένε καθαρά:
Πρέπει ν πεθάνεις! 

Κι σο πι βαθι κοιτ
κάτω π τ σκέπη,
τόσο πι καλ κα τ
μάτι μου τ βλέπει. 

Κι ν τυχαίνει κι νος ν
κάνει σκέψην λλη,
δ κρατε πολ κα ν
πάλι ατ προβάλλει... 

...Μ σο κα στος ορανος
νά ναι μέρα μαύρη
κι σα θέλησεν νος,
ν μ μπόρει νά βρει 

κι σο ν εμαστε πικρ
τώρα στερημένοι,
κάπου πάρχει μι Χαρ
κα μς περιμένει... 
✤✤✤✤
Συντριβή 

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...


✤✤✤✤

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, κι ἦσαν ὅλοι, γύρω, μόνοι,

κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.

Κι ὅσο ζῶ, κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλλοίμονό μου,

τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου.

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου, καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,

μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου...

Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;

- κι ὅπως ᾖρθα, καὶ θὰ φύγω, μόνος μὲς στὸ θάνατό μου...


✤✤✤✤


ΒΑΟ, ΓΑΟ , ΔΑΟ 

Σε ένα ποιητικό παιχνίδι του, το 1938, έγραψε το "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ" ένα ποίημα απρόσμενο για την εποχή του, αλλά και το προσωπικό ποιητικό του ύφος (όχι ίσως για την προσωπικότητά του). Προλαβαίνει έτσι, ο Λαπαθιώτης, το Λεττρισμό (Lettrisme), που ως κίνημα εμφανίζεται γύρω στο 1945. Το κίνημα του Λεττρισμού είναι ένα "αντιλεξικό" κίνημα, πρεσβεύει μια ποίηση που θα βασίζεται στη δύναμη του φθόγγου – στη δύναμη της ήχησης, κι όχι στο νόημα των λέξεων. Ο ποιητής φτιάχνει δικές του λέξεις, καινοφανείς, με αυθαίρετους φθογγικούς συνδυασμούς, που ανοίγουν, ωστόσο, το πεδίο στον αναγνώστη, να τις φορτίσει με νόημα, κάτι που και ο ίδιος ο υπερλεξιστής ποιητής ίσως έχει ήδη κάνει, υπομειδιώντας...ΠΗΓΗ http://literatureattack.blogspot.gr/


Ζινώντας παβίδονο σαβίνι,
Κι απονιβώντας ερομιδαλιό
Κουμάνισα το βίρο του λαβίνι
Με σάβανο γιδένι του Θαλιό.

Κι ανέδοντας έν΄άκονο λαβίνι
Που ραδαγοσαλιούσε τον αλιό
Σινέρωσα τον άβο του ραβίνι
Σ΄ένα άφαρο δαμένικο ραλιό!

Σουβέροδα στ΄αλίκοπα σουνέκια
Μες΄στ΄ άλινα που δεν εσιβονεί
Βαρίλωσα τα΄ακίμορα κουνέκια

Και λαδαμποσαλώντας την ονή
Καράμπωσα το βούλινο διράνι
Σαν άλιφο τουρένι που κιράνει


✤✤✤✤

Ερωτικό

Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1928 και σχηματίζει ακροστοιχίδα το όνομα "Κώστας Γκίκας", που υπήρξε μεγάλος έρωτας του ποιητή. 


Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…

Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!

Διαβάστε περισσότερα εδώ



Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη


✤✤✤✤

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!...
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση...
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές -και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν - σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση- για να σε μάθουν πράματα μεγάλα-πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις..
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλήσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι -να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα -να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα- να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή...
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασιά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό...
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη - και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή...
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό??? γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα??? γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους...

Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι- τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή - φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας...



ΔΥΟ "ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΑ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 




Α. Μεταφερόμαστε στο 1916. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος, που σήμερα τον λέμε πρώτο παγκόσμιο, μαίνεται από τον Αύγουστο του 1914 και η Ελλάδα, αν και ουδέτερη, συμμετέχει θέλοντας και μη στον πόλεμο αφού αγγλογάλλοι έχουν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη και γερμανοβούλγαροι έχουν κυριέψει ελληνικά εδάφη στην ανατολική Μακεδονία. Ο Λαπαθιώτης με τον πατέρα του, απόστρατο ανώτατο αξιωματικό, έχουν ταχθεί αναφανδόν με το μέρος της Αντάντ, γαλουχημένοι καθώς είναι στη γαλλική κουλτούρα. Στις 17 Αυγούστου 1916 εκδηλώνεται στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20 Αυγούστου 1916, ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στον Νουμά το ποίημά του «Κραυγή», ένα απροκάλυπτα γαλλόφιλο σονέτο:


ΚΡΑΥΓΗ


… Γαλλία, Γαλλία -χαρά της Οικουμένης,

που ασάλευτα και πράα, σα λυχνοστάτης,

στης Ευρώπης τις μπόρες ορθή μένεις,

κι ας κυλιέσαι πικρά μες στα αίματα της,

τώρα σ’ εμάς, που, κνώδαλα, μπροστά της,
και σα δεμένοι μες στο θείον αγώνα,
βυθάμε μες στις λάσπες, κι ως το γόνα,
- Ψυχή των Γάλλων, ω, έλα μας προστάτης!

Έλα, γιατί μας έπνιξαν οι Πρώσσοι
- κι ακαρτεράμε, πάγκαλο, ένα φως,
εμάς, τους πράους, να ρθει να μας λυτρώσει!


Λούσε μας την αυγή! Κι αν είν’ και κάποιοι,
κι άλλος θαμπά σοφός, κι άλλος κουφός,
- πνίχ’ τους όλους, στο φως και στην Αγάπη.


Β. Το δεύτερο στρατευμένο λαπαθιωτικό ποίημα ανήκει στη σειρά των σατιρικών στιχουργημάτων, που υπάρχουν στα κατάλοιπα του Λαπαθιώτη στο ΕΛΙΑ, άλλα αθυρόστομα και άλλα πολιτικού χαρακτήρα, αλλά πάντοτε πνευματώδη (Τα παρουσίασε πρόσφατα ο Λ. Παπαλεοντίου στα «Μικροφιλολογικά τετράδια»). Κι αν τα περισσότερα τέτοια στιχουργήματα γράφτηκαν για να τέρψουν κλειστές παρέες, το «Πολιτικόν δελτίον», όπως ονομάζεται, φαίνεται γραμμένο για τη δημοσιότητα. Πρόκειται για μια επίδειξη στιχουργικής δεξιοτεχνίας, όπου κάθε στίχος τελειώνει με διαφορετικό κάθε φορά σύνθετο του ρήματος «έρχομαι» για να καταλήξει, αναπόδραστα θα έλεγε κανείς, στην κατακλείδα:

Πολιτικόν δελτίον



… Η χώρα μας την κρίσιμον περίοδον διέρχεται•

η λίρα καθημερινώς και σταθερώς ανέρχεται•

το γόητρόν μας διαρκώς μειούται και κατέρχεται•

εις νέαν φάσιν ο αγών περίπλοκον εισέρχεται•
ο τόπος εις αφόρητον σημείον περιέρχεται,
πλην της μωράς του στάσεως το Κράτος δεν εξέρχεται•
η «Ηνωμένη» της Αρχής καθόλου δεν απέρχεται•
ο Γούναρης πολιτικά τεχνάσματα μετέρχεται•
ραγδαίως η καταστροφή και τραγικώς επέρχεται•
ο πρώτος ενθουσιασμός των νικητών παρέρχεται•
το πλήθος εις τας τελετάς έπαυσε να προσέρχεται•
όλοι γνωρίζουν το κακόν πλέον πόθεν προέρχεται•
από την πλάνην ο λαός αρχίζει και συνέρχεται…

– Ο Βενιζέλος έρχεται… ο Βενιζέλος έρχεται…

✤✤✤✤

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

(Δημοσιεύτηκε στον "Νουμά" τεύχος 524, 1914)


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 

Τα μαραμένα μάτια
    Ό,τι είχε γυρίσει ο Λόχος από το γυμνάσιο… 

    Mέσ’ στο μουντό και βαρύ σπίτι, που προσωρινά ήταν κανωμένο στρατώνας, καθώς έπεφταν τα ήμερα σκοτάδια του χινοπωριάτικου εκείνου δειλινού, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι, όπλα και βλαστήμια, «το σταυρό σου», και πού και πού, μιαν αυστηρή τραχιά φωνή του επιλοχία, ένα «Σιωπή!» που να μη δέχεται αντιρρήσεις ή ένα «Σκασμός!» σαν είδος μουγκρητού.

    Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης, είχαν σκωθεί μπροστά από το Πολύγωνο, χορεύοντας τρελούς χορούς. Τα βλέπαμε να σεργιανούν, πελώρια και μουγγά, να κατεβαίνουν πέρα, απ’ τα Mεσόγεια, κύριος οίδε από ποιους κάμπους αττικούς, και να κρύβουν το νωθρό το ηλιοβασίλεμα με τις κιτρινάδες τους…

    Τα μάτια στραβωνόντουσαν, τα δόντια τώρα τρίζαν όλο χώματα.

    Ήμαστε κλεισμένοι μέσ’ στο λόχο –θαρρώ επιφυλακή– και πηγαινοερχόμαστε, βαριεστισμένοι κι άλαλοι, από θάλαμο σε θάλαμο, ένα κοπάδι τραγικό φυλακισμένοι, χωρίς αιτία και χωρίς οργή, βαρύθυμοι μαζί και υποταγμένοι. 
O λοχαγός, σκυμμένος σ’ ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε και κείνος σιωπηλά, στο σκοτεινό γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος στο πεζούλι του παραθυριού· καμιά φορά, έριχνε ένα παρατεταμένο βλέμμα, κι επισκοπούσεν έξω, αφηρημένα, τη θαμπήν εκείνη ανεμοζάλη.
    Οι φαντάροι, μέσα στους θαλάμους, μασούσανε μια φέτα κουραμάνα, κουβαριασμένοι απάνω στις κουβέρτες, είτε όρθιοι στις γωνιές, σα συνωμότες, είτε πεσμένοι ανάσκελα, σαν αποβλακωμένοι.
    Έκοβα βόλτες μέσα στο διάδρομο, κι άκουγα και γω, θανατερά, το γοερό το ούρλιαγμα του ανέμου, κουκουλωμένος μέσα στη μαντύα μου.
    Ένας μικρούλης δεκανέας ήρθε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα· είχε κι αυτός κάτι βαρύ μέσ’ στην ψυχή του, τα μάτια του ήταν ικετευτικά. 
     Λοιπόν, συνάδελφε, θα τελειώσουν πια τα βάσανά μας; θα ιδούμε θεού πρόσωπο και μεις;… 
    Ήταν ένα κοντό, μελαγχρινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί το μάγουλο· ήταν κληρωτός απ’ τη Σμύρνη· όταν χαμογελούσε, φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατιά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια· είχε δεμένο το ’να χέρι, μ’ ένα στριμμένο κόκκινο μαντήλι.
    Αλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες, κι ύστερα τον άφησα, και πήγα κι έκατσα και γω σιμά στην πόρτα, και κοίταζα και γω στα σκοτεινά.

…………………………………………………………………………………………
    Και τότε –τα είδα.

    ΤΑ ΕΙΔΑ!

    Ω ναι, ναι! δυο βήματα από μένα, ξαφνικά, εκεί, ανάμεσ’ απ’ τον τρίτο θάλαμο, και το μεσαίο, τον κεντρικό διάδρομο, γυρισμένα ακίνητα στη σκάλα.

    Τα μαραμένα μάτια…

    Κοιτάζανε μακριά κι αφηρημένα, ολάνοιχτα ανοιγμένα σα νεκρά, σαν όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει κάποτε πελώρια, σε μιαν υπνωτικιάν ακινησία…
    Κοίταζαν τάχα τα μεγάλα σύννεφα ή μην ένα σπιτάκι αγαπημένο, σε κάποιο χωριουδάκι μακρινό, ή μην ένα χεράκι που κεντούσε, καν ύφαινε, σε κάποιον αργαλειό;
    Τώρα βαριές οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά κομμάτια μελανά, πλακώναν πέρα ώς πέρα τη στρατώνα. Ανάψανε μια λάμπα στο γραφείο, κι αρχίσαν το ψιλό κουβεντολόι. O δεκανέας της εβδομάδας, ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστήριζε, πως αν η Αγγλία, μαζί με τη Γαλλία… (και κείνα ήταν λυπημένα, λυπημένα, μήτε ακούγαν τίποτε απ’ αυτά, μόνο ήταν λυπημένα, λυπημένα…). 
    Tότε ο λοχαγός του αντέτεινε, και του ’λεγε πως δεν υπήρχε λόγος να υποστηρίζει τώρα τέτοιαν άποψη, αν όμως εξετάσουμε στο βάθος, τα εθνικά συμφέροντα απαιτούσαν… O δεκανέας όμως πάλι επέμεινε, και του ’φερνε κάποια άλλα επιχειρήματα, κι ο λοχαγός βρισκόταν μπερδεμένος· για να μην υποχωρήσει μολαταύτα, ξερομασούσε πάλι, αυστηρά, το μοναδικό του επιχείρημα, πως η Bουλγαρία και τα λοιπά. Σ’ αυτό το τελευταίο συμφωνούσε κι ο επιλοχίας, κουνώντας το κεφάλι του με τρόπο σοβαρό, και παίζοντας τα δάχτυλα απάνω στο τραπέζι…
    (…και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, και κοίταζαν μακριά, αποκανωμένα, κοίταζαν πάντα παραπονεμένα, σα να τους είχε λείψει η ζωή, σα να ήταν η ζωή τους πεθαμένη, σα να ’ταν μέσα τους ένα άσπρο κοιμητήριο, σα να ήταν η ψυχή του φθινοπώρου, η θλιβερή ψυχή του φθινοπώρου…
    Κι έλεγαν:
    «Είμαστε μεις τα Μαραμένα Μάτια, είμαστε μεις τα μάτια της Οδύνης, κι είμαστε λυπημένα, λυπημένα. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια πράματα… Θυμόμαστε μονάχα μια μανούλα, ένα έρημο σπιτάκι αγαπημένο, μιαν αδελφούλα που είναι στη γωνιά, και τον καλό το γέρο μας πατέρα… Κι είμαστε σαν παιδάκια λυπημένα, παιδάκια αδικοτιμωρημένα…
    Κι είμαστε φοβισμένα, φοβισμένα…»
    Αυτά λέγανε τα Μαραμένα Μάτια –τα μάτια του μικρού του σαλπιχτή, του μελαψού και μελαγχολικού, του μελαγχολικού παλληκαριού, που ήταν ακουμπισμένο και κοιτούσε…)

………………………………………………………………………………………..
    Ξαφνικά σημαίνει προσκλητήριο.

    Ακούγεται η φωνή του επιλοχία, βραχνή, βαριά, πνιγμένη, ζοφερή: 

    — Άνδρεεες! Κλίνατ’ επί δεεε-ξιά! Eμπρόοος! Αρς!…

***
    Δε βλέπω πια τα μάτια. Είναι σκοτάδι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ 

ΣΚΙΤΣΑ 
Ο Ναπόλεων Λαπαθιώτης εκφραζόταν και με τη σκιτσογραφία.
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΚΙΤΣΑ
 http://www.sarantakos.com/kibwtos/komnas/lapskitsa.html















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου