Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΒΛΑΧΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ "".μια βάρκα "

Φωτογραφία - Michal Giedrojc




    Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βάρκα που δε μπορούσε να ξεδιψάσει. Έβλεπε το χρώμα το μπλε, με το οποίο ήταν βαμμένη, να ξεφλουδίζει κι έλεγε πως αιτία ήταν το νερό που της λείπει. Την ίδια δικαιολογία είχε και για τα κουπιά της, που σιγά σιγά στράβωναν. 
Είναι αλήθεια πως πολλά κύματα είχαν ναυαγήσει πάνω της και πως πολλά ψιθυρίσματα είχε ακούσει από την άμμο. Κι είναι αλήθεια ακόμη πως είχε χαϊδέψει ένα ένα τα κύματα αυτά και πως δεν απάντησε σχεδόν ποτέ στους αμμουδένιους ψιθύρους, μα άφηνε τον αέρα να τους κουβαλά μέχρι τα πέρατα του κόσμου κι ακόμα παραπέρα και να τους βρίσκουν έρημοι ποιητές μέσα στα μάτια τους..
Μια νύχτα ένα σκουριασμένο φεγγάρι την πλησίασε και της πρότεινε να της δώσει νερό δικό του , φεγγαρίσιο, που λένε ότι όποιος το πιεί ξεδιψάει για πάντα και κυλιέται χαρούμενος και άσπιλος στη σκόνη των δρόμων που περπάτησε.
Τα χαλίκια ανατρίχιασαν στο άκουσμα της φεγγαρίσιας προσφοράς. Και οι γλάροι φτερό δεν άνοιξαν πάνω από τους βράχους. Και τα βράχια σταμάτησαν να αντιστέκονται στα κύματα . Και τα κύματα βούλιαξαν μέσα στους αφρούς του ανέμου τους. Κι ο άνεμος έβγαλε μια σιωπή που φάνηκε σαν κραυγή στον ουρανό που τον σκέπαζε. Κι ο ουρανός μίκρυνε για να ‘ρθει κοντά της και ν’ ακούσει την απάντηση, που η ξεβαμμένη μπλε μικρή βάρκα με τα στραβά κουπιά, που δε μπορούσε να ξεδιψάσει, θα έδινε στο φεγγάρι .
Η βάρκα ακούμπησε στους ώμους της την αϋπνία του καημού της κι αφού τραγούδησε ένα από κείνα τα τραγούδια που λένε ξεχασμένοι γέροι ναυτικοί , όταν πιούν λίγο παραπάνω είπε στο πως αν είναι να ξεδιψάσει , ας πιει από το νερό του. 
Κι όταν το ήπιε ,έλιωσε.
Κι έγινε ένας πολύβουος αναστεναγμός.
Που δε μπορούσε να ξεδιψάσει.
Κι έβλεπε τις λέξεις της  να ξεβάφουν.
Και τη σιωπή της να καμπυλώνει .
Συνεχώς…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου