Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ "Ο ήλιος δύει στο Παρίσι." Διήγημα


«Τώρα το έχω ανάγκη».
Ήξερε πως δεν της άρεσε. Τότε γιατί ήθελε να πάει διακοπές μόνη της; Όχι ότι αυτός επέμενε, μια και ήθελε να τελειώσει απερίσπαστος το βιβλίο του για τον Βάγκνερ, αλλά πάντως τη ρώτησε.
«Γιατί δεν το αφήνεις γι’ αργότερα; Ίσως βρω λίγες μέρες…»
«Δεν μπορώ να καθυστερήσω. Τώρα το έχω ανάγκη».
Ο σύζυγος δεν ανησύχησε γιατί ήταν ευχαριστημένος από τη σχέση τους. «Θα πάρεις και το παιδί;»
«Όχι. Είναι αρκετά μεγάλος για να μη σου δημιουργήσει προβλήματα. Θέλω κι εγώ να ξεκουραστώ».
«Φεύγεις αύριο;»
«Φεύγω τώρα».
Δεν ρώτησε ούτε πού θα πήγαινε. Την αγαπούσε και την εμπιστευόταν απεριόριστα. Ήταν σίγουρος πως κι αυτή τον αγαπούσε· όπως και τον δωδεκάχρονο γιο τους.
Πήρε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της. Μια μικρή τσάντα, κάρτες, διαβατήριο. Πριν φτάσει στο αεροδρόμιο, πέρασε τη μισή Αθήνα. Νόμιζε ότι ήξερε καλά την πόλη της. Ήξερε καλά μόνο τις διαδρομές που έκανε αναγκαστικά. Μόλις απομακρύνθηκαν από την περιοχή τους, ένιωσε ξένη. Αυτοί οι άνθρωποι κατοικούσαν εδώ; Αυτό το εδώ ήταν και δικό της; Από το ανοιχτό παράθυρο άκουγε γλώσσες παράξενες, άγνωστες. Σπάνια άκουγε τη δική της. Αισθάνθηκε ότι ήδη βρισκόταν στο εξωτερικό, μια ξένη ανάμεσα σε ξένους. Λες και αποσπάσθηκε βίαια από το χώρο της. Από τη ζωή της. «Πού είμαστε;» σκέφτηκε. Προσπαθούσε να διακρίνει σημάδια που θα την συνέδεαν με τον τόπο της. Ήταν κάποιες επιγραφές σε καταστήματα, λιγοστές αλλά ήταν κάτι. Ύστερα μπήκαν σε μεγάλους δρόμους και δεν άκουγε τίποτα.
Η μεγάλη κίνηση δεν την ενοχλούσε. Δε βιαζόταν να φτάσει. Ίσως και να φοβόταν να φτάσει. Δεν ήξερε γιατί ένιωθε έτσι. Αλλά ήξερε ότι κάτι συνέβαινε κάτω από τη μπλούζα της. Η καρδιά, ποια καρδιά; Στην εποχή του μεγάλου τους έρωτα τού την είχε χαρίσει για πάντα. Δώδεκα χρόνια παρέμενε η αγαπημένη του έκφραση. Της άρεσε που δεν ξεχνούσε. Αν και καλλιτέχνης, δεν είχε να τον κατηγορήσει για κάτι. Μέχρι σήμερα το πρωί ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα που απολάμβανε τη ζωή της. Όταν γύρισε από τη θερινή υπηρεσία στο σχολείο, ήταν μία το μεσημέρι. Οι μαθητές δεν ήταν εκεί. Ο συνάδελφος, που εργάστηκε μαζί της στο σχολείο, ανήκε σ’ εκείνη τη συνομοταξία των ανδρών που είναι σίγουροι για όλα όσα είναι. Τότε είδε την πρώτη ρωγμή. Κοίταξε μέσα και δεν υπήρχε τίποτα· ένα μικρό κενό, ένα μικρό σκοτάδι που έδειχνε τα δόντια του. Μικρό σαν βρέφος. Στην αρχή δεν ένιωσε να απειλείται. Τι μπορούσαν να της κάνουν τα δοντάκια ενός βρέφους; Επέστρεψε με το λεωφορείο. Η ρωγμή μεγάλωνε, το ίδιο και η σκοτεινή απειλή. Απροσδιόριστη, αλλά απειλή. Στριμώχτηκε ανάμεσα σε ενοχλητικούς ιδρώτες, απομάκρυνε ένα χέρι που την ψαχούλευε, πρόσεχε και την τσάντα της να μην την ανοίξουν οι πορτοφολάδες. Κουρασμένες γυναίκες, με πρόσωπα όλο φροντίδα, κοίταζαν με απάθεια στο κενό. Νεαρές κοπέλες χαριεντίζονταν στα κινητά τους και κάποιοι γέροντες αναπολούσαν την ιδανική νεότητά τους. «Πού βρίσκομαι, τι γίνεται γύρω μου;» σκέφτηκε με τρόμο. «Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ;»
Χωρίς να το επιδιώξει, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, είδε ότι όλα ήταν μια πρόσθεση στη ματαιότητα. Αυτό ονειρεύτηκε; «Επειγόντως χρειάζομαι ξεκούραση. Όπου να ’ναι, αρκεί να είμαι μόνη μου».
Έφτασε στο σπίτι άκεφη, αλλά κανένας δεν το πρόσεξε. Ο γιος έπαιζε στον υπολογιστή και ο άντρας της είχε κλειστεί στο γραφείο του· έγραφε ή ζωγράφιζε; Τους χαιρέτησε από την πόρτα βιαστικά και πήγε στην κουζίνα. Μαγείρεψε, έφαγαν, ετοίμασε την τσάντα για το ταξίδι. Όχι βαλίτσα, τσάντα. Αφηρημένη σχεδόν, χωρίς λόγο, την ετοίμασε. Ο γιος της έφαγε, τη φίλησε και πήγε στον παππού να παίξει.
Στο τραπέζι είχε δείξει κάποια νευρικότητα αλλά, ή ίσως γι’ αυτό, η επιθυμία της να πάει μόνη διακοπές πέρασε χωρίς δυσκολία.
Δε βιαζόταν να φτάσει. Δεν είχε βγάλει εισιτήριο για να φτάσει κάπου συγκεκριμένα. Ας έβρισκε ταξί όποτε είχαν την καλοσύνη να σταματήσουν.
«Για πού, κυρία;»
Ο ταξιτζής την επανέφερε για λίγο στην πραγματικότητα. «Όπου βρω εισιτήριο».
Ο ταξιτζής γύρισε και την κοίταξε με απορία. «Εσωτερικό ή εξωτερικό;»
«Εξωτερικό», είπε για να τον αποφύγει.
Ο άλλος είχε όρεξη για κουβέντα. Γιατί να μην είχε; Δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε, έτσι φαινόταν τουλάχιστον, ωραία και απελευθερωμένη.
«Ρώμη, Παρισίους, Λονδίνα;…»
Τώρα δεν απάντησε. Ένας άγνωστος την πίεζε ν’ αποφασίσει και δυσανασχέτησε. Ο ταξιτζής κοίταξε στον καθρέφτη και την είδε που στράφηκε προς τα έξω. Δεν τόλμησε να ξαναρωτήσει· δεν ήταν η τυχερή του μέρα.
Το ταξί προχωρούσε αργά, σταματούσαν σχεδόν σε όλα τα φανάρια. Δεν την πείραζε.
«Βιάζεστε;» Και επειδή δεν πήρε απάντηση: «Μα τι λέω, εσείς δεν έχετε βγάλει καν εισιτήριο…»
Η γυναίκα πάλι δεν απάντησε. Το μυαλό της ήταν αλλού, δεν ήταν πουθενά. Το αθηναϊκό τοπίο κυλούσε πληκτικό, αδιάφορο. Εκνευριστικά άσχημο σε άλλες περιστάσεις· τώρα ήταν απλώς αδιάφορο. Όπως ο οδηγός, η μουσική που είχε πριν κλείσει το ραδιόφωνο, η ζέστη, ο ήλιος που φώτιζε αλλά δεν την έκαιγε, γιατί ήταν από την άλλη μεριά. Ήταν απόγευμα, ήταν αδιάφορο τι ώρα ήταν.
«Όχι τώρα», είπε μέσα της και σταμάτησε κάθε υποψία σκέψης. Ένιωθε πως κάποιες σκέψεις πλησίαζαν ύπουλα, έρποντας, να κατακτήσουν το μυαλό της. «Όχι τώρα. Δεν είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω τις αποφάσεις μου», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια από συνήθεια. Τα ξανάνοιξε αμέσως γιατί σκέφτηκε ότι τέτοια ώρα συνήθως ξεκουραζόταν με έναν σύντομο υπνάκο. Τελικά, είναι πολύ δύσκολο να μη σκέφτεσαι τίποτα. Όλη η ζωή είναι πιασμένη σε μια αλυσίδα, μια αλληλουχία γεγονότων, που σε κρατάει άγρυπνο, ή σε στέλνει αμέσως για ύπνο από την κούραση. Καλύτερα ανοιχτά τα μάτια. Να μη βλέπουν ενώ βλέπουν. Αλλά έβλεπε. Ώστε ήταν, τελικά, τόσο άσχημη η Αθήνα; Κάποτε που γύρισε από το Λονδίνο έπαθε πολιτισμικό σοκ. Ήταν η πρώτη φορά. Μετά συνήθισε. Τι άφηνε πίσω της; Μια πόλη που ήθελε να κάνει εμετό. Εγώ ή η πόλη; σκέφθηκε, και παραλίγο να γελάει. Συγκρατήθηκε για να μην δώσει την ευκαιρία στον νεοέλληνα βάρβαρο να ρωτήσει κάτι. Οτιδήποτε κι αν έλεγε αυτός, εκείνη ήθελε να κάνει εμετό. Γι’ αυτό παρέμεινε στραμμένη έξω. Ποιο ‘‘έξω’’ θα την ενδιέφερε; Πάλι οι σκέψεις ήθελαν να την παγιδέψουν. Στο αεροδρόμιο θ’ αποφασίσω. Θα δω με ποια δικαιολογία…
Ποιες περιοχές περνούσαν; Ποιες άφηναν πίσω; Ήταν τόσο μακριά η Νέα Φιλαδέλφεια. Πήγε να ρωτήσει ‘‘πόση ώρα είμαι μέσα;’’, αλλά πάλι συγκρατήθηκε. Ο οδηγός κάτι σιγομουρμούριζε. Ίσως και να τραγουδούσε· το ίδιο ακουγόταν.
Ο οδηγός θέλησε να παίξει μαζί της και έστριψε σ’ έναν συνοικισμό. Τον άφησε να προχωρήσει λίγο και μετά είπε κάτι σαν «από εδώ πάμε για Ναύπλιο;» Ο οδηγός κοίταξε φευγαλέα στον καθρέφτη και αρκέστηκε να πει: «Ήθελα να δω αν κοιμόσασταν».
«Για να μπορείς να με κλέψεις άφοβα;» είπε το ίδιο άτονα και άχρωμα. Ίχνος θυμού πουθενά. Ο οδηγός ξανακοίταξε τον καθρέφτη, κούνησε το κεφάλι, και γύρισε στον δρόμο για το αεροδρόμιο. Κάτι πήγε να πει, αλλά τον έκοψε με την αδιαφορία της.
«Μη μιλάς, μόνο πήγαινέ με στο αεροδρόμιο».
Όταν έφτασαν ρώτησε. «Τι ώρα είναι τώρα;»
«60 €», ακούστηκε η έτοιμη απάντησή του.
«Πάρε 100, δε θέλω ρέστα». Τότε ο οδηγός μπήκε μέσα στο ταξί κι έβαλε το χαρτονόμισμα στο ειδικό μηχάνημα να δει αν είναι γνήσιο.
Πήγε στο παράθυρό του κι έχωσε το κεφάλι της μέσα. Φώναξε: «Σήμερα είναι όλα γνήσια. Κι εσείς, κι εγώ και τα χρήματα». Απομακρύνθηκε ενώ κάτι ακουγόταν πίσω της σαν ανθρώπινη φωνή.
Κατά λάθος μπήκε στο χώρο των Αφίξεων. Κοίταξε για την ώρα. Το κινητό δεν ήταν πρόχειρο. Πού το είχε βάλει; Στην τσάντα, στο σπίτι; Κοίταξε στους τοίχους και βρήκε πως ήταν 19.20. Ανέβηκε στις Αναχωρήσεις. Πλήθος στριμώχνονταν σε ουρές, κι αυτή κοίταζε τις πινακίδες. Προχωρούσε στον απέραντο διάδρομο σαν υπνωτισμένη.
Πού θέλω να πάει η ηρωίδα μου; Ποιες πόλεις του εξωτερικού γνωρίζω καλά για να την στείλω; Μόνο στο Λονδίνο έχω πάει τελευταία, κι αυτό το έχω χρησιμοποιήσει αλλού. Παλιά, πολύ παλιά, είχα πάει στη Σόφια και το Βουκουρέστι. Με σοσιαλιστικό καθεστώς, τότε. Τώρα, απ’ ό,τι μαθαίνω έχουν αλλάξει πολύ. Αλλά είναι πόλεις αυτές για να ταξιδέψει μια γυναίκα σήμερα; Και μάλιστα να τις επιλέξει τυχαία, σαν παρόρμηση για επανάσταση;
Πού θέλει να πάει η γυναίκα; Πώς τη λένε; Θυμάται το όνομά της; Βγάζει το διαβατήριο. Δεν έχει ταυτότητα, για να πάει σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Έχει; Ψάχνει την τσάντα. Ανακατεύει το περιεχόμενο, μετακινεί την τάξη των πραγμάτων της· θα το αντέξει; Ήταν τόσο σχολαστική με την θέση των πραγμάτων στο σπίτι, που μόλις και δε γινόταν εκνευριστική. Τώρα δεν την ενοχλεί. Τελικά βρίσκει ένα σκληρό πλαστικό αντικείμενο με την αφή. Είναι, πράγματι, η ταυτότητα. Αποσπάει το αντικείμενο και το κοιτάζει. Ωραία η φωτογραφία. Έχει ένα συνηθισμένο όνομα, μια καλή οικογένεια, έναν γάμο υποφερτό. Υποφερτό; Μα δεν είπαμε ότι δεν πρέπει να σκεφτεί τώρα;
«Αναστασία, μην εκνευρίζεσαι. Πρώτη φορά στη ζωή σου που διαλέγεις προορισμό!» Δεν είναι τελείως αλήθεια· τον σύζυγο ποιος τον διάλεξε; Αυτός έκανε την αρχή; Αυτή τον διάλεξε, γιατί κάτι της άρεσε πάνω του. Τα υπόλοιπα τα έκανε αυτός, όπως όλοι οι άντρες. Περπατάει και ψάχνει προορισμό. Ωραία αίσθηση να μην πηγαίνεις πουθενά και να πηγαίνεις παντού. Ή και το αντίστροφο. Να μπορείς να πας παντού και να μην πηγαίνεις πουθενά.
Ένα χαμόγελο σπρώχνει τα χείλη της για ν’ ανοίξουν. «Θα μπορούσα να μείνω στην Αθήνα απόψε. Σ’ ένα μεγάλο, ακριβό ξενοδοχείο. Αποκλείεται να πέσω σε γνωστούς. Να μιλάω Αγγλικά και να παριστάνω την τουρίστρια». Κοιτάζει την εμφάνισή της. «Μπα, αποκλείεται έτσι. Πρέπει να πάω κάπου και να τα πετάξω όλα· τουλάχιστον τα εξωτερικά».
Βηματίζει. Βλέπει αεροπορικές εταιρείες και συμπεραίνει δρομολόγια. Αν και σήμερα με μια, οποιαδήποτε, εταιρεία πας οπουδήποτε. Αρκεί να υπάρχουν οι τυπικές προϋποθέσεις και δυνατότητες.
«Θα ήθελα η Αναστασία να πάει…» Ποιος μίλησε; Ιούλιος μήνας και οι τουρίστες έρχονται διακοπές στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πού πηγαίνουν;
«Πράγα».
«Πού;»
«Ή Βουδαπέστη».
«…»
«Πού θα ήθελα να είμαι τέτοια εποχή; Βέβαια, άλλο να είσαι εκεί, και άλλο να μιλάς για εκεί…»
Ειδικά αν είναι Ιούλιος κι εδώ έχει καύσωνα. Οπότε;
Βρήκε μια καρέκλα και κάθισε. Είχε φτάσει σε καφετέρια. Μηχανικά έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα. Όχι πια… Η Ελλάδα ανήκε στις πολιτισμένες χώρες που ήθελαν να σώσουν τους πολίτες από τους εαυτούς τους. Σαφής η δήλωση των Αμερικανών: «Θέλουμε να κάνουμε τους καπνιστές να κόψουν το τσιγάρο». Αν έβαζαν τα καταστήματα τον εξαερισμό που απαιτείται για να χαρακτηριστούν «Για καπνίζοντες», δεν θα είχαν πρόβλημα ούτε οι μη καπνιστές. Σε λίγο θα μας κόψουν όλες τις βλαβερές συνήθειες.
Τα σκεφτόταν αυτά η Αναστασία εκείνη την ώρα; Αυτή ήξερε ότι ήθελε να καπνίσει και έπρεπε να πάει έξω. Πήγε. Σε παγκάκι, βέβαια. Γιατί όχι; Το υπουργείο θεωρεί τους καπνιστές άρρωστους, κατά μία έννοια. Αυτή ήταν κατά δύο έννοιες, μπορεί και περισσότερες. Εκείνη την ώρα ήθελε να θολώσει κι άλλο. Το τσιγάρο την βοηθούσε να μη σκέφτεται. Ένα, το πρώτο. Ύστερα κι άλλο με τον καφέ που πήρε σε πλαστικό. Ύστερα από πολλά χρόνια καθόταν τελείως μόνη. Εξόριστη σ’ ένα παγκάκι για την υγεία των άλλων. Δεν την ενοχλούσε αυτό. Σκέφτηκε: «Ήθελα να ξέρω τι θα κάνουν τη ζωή που θα κερδίσουν. Έχουν το δικαίωμα να θέλουν καλύτερη ζωή· αλλά τι θα την κάνουν;» Είδε πως δεν ήταν σωστό να ασχολείται με τις ζωές των άλλων και σταμάτησε. Αυτός είναι ο κόσμος. Έσβησε το τσιγάρο της και σηκώθηκε.
Πήγε πάλι μέσα και χάζευε τις πινακίδες των αεροπορικών εταιρειών. Η Air France δεν είχε καθόλου κόσμο. Πλησίασε στο γκισέ. «Τι καιρό έχει τώρα στο Παρίσι;»
«Τούτες τις μέρες είναι δροσερά εκεί».
«Υπάρχει εισιτήριο γι’ απόψε;»
«Ναι, υπάρχει. Μόλις είχαμε μια ακύρωση».
Ο υπάλληλος ήταν ευγενέστατος. «Αποφασίστε, γιατί οι επιβάτες άρχισαν να επιβιβάζονται».
Έδωσε την ταυτότητα και την πιστωτική της κάρτα χωρίς άλλη λέξη.
«Βλέπω δεν έχετε αποσκευές».
«Όχι».
Πήρε ο ίδιος το εισιτήριο και την ταυτότητα και πήγε στην αρμόδια υπάλληλο να κλείσει τη θέση. Επέστρεψε γρήγορα. Η Αναστασία περίμενε όρθια, σαν να μην την αφορούσε τίποτα απ’ ό,τι γινόταν.
«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο υποχρέωσης.
«Καλό ταξίδι, κυρία. Και να προσέχετε εκεί όσους θέλουν να σας εξυπηρετήσουν».
Γύρισε και τον κοίταξε.
«Εκεί είναι Γαλλία, δεν το κάνουν επειδή το έχουν στο αίμα τους…»
Χαμογέλασε ελαφρά και κούνησε το χέρι για χαιρετισμό. Προχώρησε στον μακρύ διάδρομο, την ώρα που άκουγε ότι «παρακαλείται ο επιβάτης τάδε για Παρίσι να προσέρθει στον έλεγχο των εισιτηρίων. Το αεροπλάνο είναι έτοιμο για αναχώρηση». Ο επιβάτης «τάδε» ήταν αυτή. Το όνομά της αντηχούσε επίμονα στ’ αυτιά της· σχεδόν σοκαρίστηκε. Όχι από ντροπή ή φόβο ότι μπορεί κάποιος γνωστός να μάθαινε πού πήγαινε. Περισσότερο ότι το πού πήγαινε, ακούστηκε όσο πιο δυνατά γινόταν. Σαν να ήθελε κάποιος να πληροφορήσει το σύμπαν για τις προθέσεις, για τις κινήσεις της καλύτερα. Η αεροσυνοδός την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο αεροπλάνο. Οι μηχανές την περίμεναν αναμμένες, και μόλις έφτασαν ξεκίνησαν ενώ ακόμη δεν είχε προλάβει να καθίσει. Βέβαια δεν πέταξε αμέσως, τροχοδρομούσε μέχρι να έρθει η σειρά τους. Σε λίγα λεπτά έβλεπε την Αθήνα από ψηλά. Αν και καθόταν δίπλα σε παράθυρο, δεν είχε όρεξη να κοιτάξει περισσότερο. Δεν είχε ξαναπάει στο Παρίσι, από αεροπλάνα, όμως, ήξερε. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε να περάσει το σέρβις με τους καφέδες και τα σχετικά. Λίγο ακόμα και θα απολάμβανε την ησυχία της. Δίπλα της ένα ηλικιωμένο ζευγάρι τουριστών έδειχνε ανακουφισμένο που όλα πήγαν καλά κατά την απογείωση. Τους φαντάστηκε να χειροκροτούν τον πιλότο όταν θα προσγειώνονταν. Έκλεισε τα μάτια· τουλάχιστον δε θα την ενοχλούσε κανένας με τη φλυαρία του. Ή και την σκόπιμη αδιακρισία του. Πήρε ένα ουίσκι, αφού δεν μπορούσε να καπνίσει. Ήθελε λίγη ζαλάδα για να κοιμηθεί. Τα κατάφερε με το ποτό. Ξύπνησε από τα χειροκροτήματα για την προσγείωση. Όπως το φαντάστηκε, οι διπλανοί χειροκροτούσαν πανευτυχείς και αγκαλιάζονταν. Είχαν φτάσει σώοι και αβλαβείς, είχε φτάσει στο Παρίσι. Αργά το βράδυ, μόνη στο Παρίσι. Πέρασε την τσάντα στην πλάτη κι άρχισε τις βόλτες στα καταστήματα του αεροδρομίου.
Το πρώτο βράδυ μακριά από το σπίτι της. Πρώτη νύχτα χωρίς τον άντρα, τον μόνο που αγάπησε. Τι ώρα ήταν; Προσάρμοσε το ρολόι της με την ώρα που έβλεπε στις οθόνες. Ακόμα δέκα είναι; Ναι, είχε κερδίσει δύο ώρες· καθώς κοιμόταν, η γη γύριζε και της χάριζε δυο ώρες ζωής παραπάνω. Αν έμενε για πάντα στη Γαλλία, οι δυο ώρες θα ήταν προσθήκη στη ζωή της. Αλλά αφού θα γύριζε, θα επέστρεφε το δώρο. Θα γύριζε; Φυσικά και θα γύριζε. Ιδού το πρώτο συμπέρασμα στη Γαλλία.
Το δεύτερο ήταν ότι έπρεπε κάπου να κοιμηθεί. Ρώτησε στις πληροφορίες του αεροδρομίου και σημείωσε μερικά ονόματα. Οικονομικό πρόβλημα δεν υπήρχε, γιατί είχαν φροντίσει οι γονείς της να μη της λείψει τίποτε στην υπόλοιπη ζωή της. Είχε σπουδάσει, είχε κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία, τους είχε δώσει τη χαρά να γίνει μορφωμένος άνθρωπος, είχε διοριστεί καθηγήτρια Φυσικός. Είχε κάνει έναν επιτυχημένο γάμο· παρά τα όσα θρυλούνται, ο σύζυγός της, αν και συγγραφέας, ήταν μετρημένος  άνθρωπος. Ευτυχώς δεν ήταν όταν γνωρίστηκαν κι έτσι έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα. Ως προς την ορμή και το πάθος, και όχι με καυγάδες και χωρισμούς. Ύστερα ο έρωτας μετεξελίχθηκε σε αγάπη και απολάμβαναν το ρόλο των γονιών. Εκείνος, βέβαια, έγραφε ιστορίες με ένταση και περιπέτειες· ερωτικό συγγραφέα τον θεωρούσαν στη συντεχνία τους. Η Αναστασία δεν προβληματιζόταν για το περιεχόμενο των βιβλίων του· τις θεωρούσε αποκύημα φαντασίας και όχι καταστάλαγμα εμπειριών του. Όσα και να της έκρυψε από το παρελθόν του, που δεν είχε και κάποια σημασία γι’ αυτήν, για τα δώδεκα χρόνια τους ήταν σίγουρη.
Μέχρι σήμερα το πρωί που φάνηκε η πρώτη ρωγμή στην τακτοποιημένη ζωή της. «RegencyEtoile, παρακαλώ», είπε Αγγλικά στον ταξιτζή.
«Bardon?»
«Οτέλ Ριτζενσί Ετουάλ».
«Ο. Κ.», είπε στα Αγγλικά ο ταξιτζής.
«Τα καταλαβαίνει ο Ευρωπαίος μου», είπε ελληνικά τώρα.
Ο ταξιτζής έκανε μια χειρονομία ότι δεν καταλαβαίνει.
«Ο. Κ.», του είπε χαμογελώντας.
Πλήρωσε τα ενενήντα Ευρώ και κατέβηκε.
Λίγα βήματα από την Αψίδα του θριάμβου βρισκόταν το ξενοδοχείο της. Αν και ανήκε στη μεσαία κατηγορία, και οι τιμές ήταν λογικές σε σχέση με το επίπεδο και την τοποθεσία που βρίσκεται, δεν μπορούσε να μείνει εύκολα εκεί ένας Έλληνας τουρίστας. Αυτή, όμως, μπορούσε. Έδωσε τα στοιχεία της, πήρε το κλειδί και ανέβηκε μέχρι τον τέταρτο όροφο. Γέλασε όταν είδε το διπλό κρεβάτι. «Μήπως πρέπει να βρω και συγκάτοικο;» σκέφτηκε με εύθυμη διάθεση. Έκανε επιθεώρηση στο δωμάτιο.  Τηλεόραση, τηλέφωνο, μίνι μπαρ, ακόμα και χρηματοκιβώτιο είχε. Πήρε μια καρέκλα και βγήκε στη βεράντα. Ο θόρυβος έφτανε μέχρις εκεί πάνω, αλλά δεν ήταν ενοχλητικός. Κάθισε αναπαυτικά, παρότι το γυναικείο ένστικτο την προειδοποιούσε ότι έπρεπε πρώτα να κάνει μπάνιο, ύστερα να καθαρίσει καλά την καρέκλα, να τακτοποιήσει τα ρούχα στη ντουλάπα… Ποια ρούχα; Δύο τζιν, δύο μπλούζες και κάτι γυναικεία παρελκόμενα είχε πάρει. Σαν να μην ήθελε να κουβαλήσει επιπρόσθετο βάρος από το χτεσινό παρελθόν. Ναι, οι σκέψεις περίμεναν την ώρα τους. Αλλά τα μάτια έκλειναν. Λίγα λεπτά ακόμη στη βεράντα; «Μόνο μπάνιο θα κάνω και θα κοιμηθώ. Αύριο ξεκινάνε οι διακοπές μου».
Την άλλη μέρα το πρωί ήταν ξεκούραστη. Είχε κοιμηθεί, δεν αφέθηκε σε καμιά μεγάλη σκέψη, πήρε το πρωινό στο ξενοδοχείο· όλα καλά. Υπήρχε, βέβαια, ένα ‘‘γιατί’’, αλλά θα ερχόταν κάποια στιγμή και η ώρα του. Βγήκε στους δρόμους και ερευνούσε τον καινούργιο της κόσμο. Ένιωθε πως το Παρίσι ήταν η πόλη της· το αγαπούσε χωρίς να ξέρει το λόγο. Είχε ακούσει και είχε διαβάσει πολλά για την πόλη του Φωτός, τα μνημεία και την ιστορία του. Αλλά η οικειότητα δεν οφειλόταν στο ότι εκπληρωνόταν ένα όνειρο. Ένιωθε πως το αγαπούσε γι’ αυτή την τυχαιότητα που έκανε την επιλογή της. Κάποιοι συνειρμοί που φαίνονταν να θέλουν να γίνουν συμβολισμοί ζωής. Ας πούμε: «Ήρθα στην πόλη του φωτός για να φωτίσω τα σκοτάδια μου». Ή, «Ήρθα να βρω το φως μου», κάτι τέτοιοι κοινότοποι λόγοι τής έρχονταν πρόχειρα στο μυαλό. Προχωρούσε άσκοπα στους δρόμους, έβλεπε ότι χανόταν και δεν την ενοχλούσε. Για να διώξει κάποιες έγνοιες, πήγε να αγοράσει οδηγό του Παρισιού. Αποφάσισε να διασκεδάσει με το πείσμα των Γάλλων για τη γλώσσα τους. «Do you have a map of Paris?»
«Pardon?»
Ελληνικά τώρα: «Έχετε χάρτη του Παρισιού;»
Ο υπάλληλος κοίταζε ανέκφραστος και περίμενε. Βγάζει τότε δέκα Ευρώ και τα ανεμίζει σαν βεντάλια. Ο Γάλλος τα ακολουθούσε με το βλέμμα του. Ύστερα άρχισε η μιμική, οπότε ακούει κάτι σαν «Please, you wait», μπορεί και να μην ήταν…, αλλά ο υπάλληλος ξαφνικά θυμήθηκε τι ήταν και πού ήταν αυτό που έψαχνε η ξένη. Ήταν ο οδηγός του Παρισιού.
«Please, English…»
Πάλι πίσω στα ράφια, για να επανέλθει με οδηγό στα Αγγλικά τώρα.
«Twelve Euro, please».
Βρίσκει άλλα δύο Ευρώ και ενώ του τα δίνει, λέει στα Ελληνικά. «Ώστε το χρυσό μου ξέρει Αγγλικά!» Ο άλλος χαμογελούσε τώρα, ενώ έκοβε την απόδειξη. Έβαλε το βιβλίο μέσα στην τσάντα της και ξαναπήρε τους δρόμους. Λοιπόν, δεν υπήρχαν οι τυπικοί λόγοι για να ανησυχεί. Μήπως έπρεπε να πιει και κανέναν καφέ;
Η ώρα είχε πάει έντεκα στην Ελλάδα. Ήταν νωρίς για τηλέφωνο στο γιο της, αλλά γι’ αυτήν είχε έρθει η ώρα ενός μικρού διαλείμματος. Καφές και τσιγάρο, και μια ματιά στον οδηγό. «Δεν είναι ώρα για κουλτούρα, πάω άλλη φορά εκεί για καφέ». Εννοούσε τα ιστορικά καφενεία, εκεί όπου κάθονταν οι Ουγκώ, Χεμινγουαίη, Φιτζέραλντ, και άλλοι διάφοροι διάσημοι καλλιτέχνες. Ο Πικασό, ας πούμε. Γέλασε. «Το είπα με Γαλλική προφορά!» Κάποιες στιγμές έκανε σαν παιδί που δεν ήταν. Ή, που θα ήθελε να ήταν…
Βρήκε μια καφετέρια και κάθισε. Οι Αμερικάνοι ζηλεύουν τα Γαλλικά καφέ, γιατί δε γνωρίζουν τα Ελληνικά. Θα ήθελε να είναι στου Zonars; Όχι, τέτοια ώρα δεν θα ήθελε, και ειδικά αυτήν τη μέρα. Μελέτησε καλύτερα την περιοχή της στον Οδηγό· σχεδόν ό,τι άξιζε στο Παρίσι, βρισκόταν γύρω της. Ένιωθε πως διέπραττε αδικία στον εαυτό της· μετάνιωνε κάπως που διάλεξε το Παρίσι. «Κρίμα, έπρεπε να έρθω αλλιώς εδώ. Τώρα δεν έχω όρεξη να επισκεφτώ τίποτα».
Παράγγειλε τον εσπρέσο της και περίμενε. Έβαλε το πακέτο στο τραπέζι και εισέπραξε το επιτιμητικό βλέμμα του σερβιτόρου. Το ανταπέδωσε ευχαρίστως, κι εκείνος βιάστηκε να απομακρυνθεί. «Εσύ θα χάσεις…» Της έφερε σταχτοδοχείο, κι εκείνη βάλθηκε να το γεμίσει. Απέναντι η γέφυρα. «Το κορίτσι στη γέφυρα», τίνος είναι η ταινία; Του Τρυφώ; Όχι, είναι του Λεκόντ. Αυτή η ταινία δεν είναι όπου η πρωταγωνίστρια έχει χάσει τα μνήμη της και την περιθάλπει ένας άστεγος στη γέφυρα; Είναι η ίδια γέφυρα; Ποιον να ρωτήσει τώρα· πάντως της άρεσε πολύ το φινάλε της ταινίας. Η χαμένη που ξαναβρήκε τη ζωή της· αλλά και τον έρωτα. Στις ταινίες, όταν υπάρχει happy end, όλα είναι υπέροχα. Όταν ο σεναριογράφος θέλει, όλα μπορούν να είναι υπέροχα. Αρκεί να ξέρει ότι έτσι θα πουλήσει η ταινία. Αλλά αυτή δεν ήταν ποτέ το κορίτσι καμιάς γέφυρας, η ζωή της είχε μόνον έναν θεατή. Η ιστορία της δεν θα πουλούσε, ακόμα και με τη χτεσινή επανάσταση.
Επανάσταση; Μεγάλη λέξη. Και την πρόφερε πού; Στα ιερά χώματα της Γαλλικής επανάστασης…  Δεν είχε τέτοιες εμμονές ή επίμονες αναφορές η παιδεία της. Και αν είχε κάποτε στην πρώιμη νεότητα, η ήρεμη οικογενειακή ζωή κυλούσε σε ένα απέραντο στρώμα ευτυχίας. Τόσο πολύ, που κάποτε τρόμαζε και η ίδια με το πώς δεν υπήρχαν ή πώς εξαφανίζονταν τα εμπόδια και οι δυσκολίες στη ζωή της. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να σκεφτεί την επανάσταση ως λύση. Για την ακρίβεια, ήταν πια μια άγνωστη λέξη. Αυτό που συνέβαινε έως τώρα ήταν επιλογή της. Αυτό που έκανε χτες, ήταν επιλογή της. Αλλά, βέβαια, για τους άλλους θα μπορούσε να χαρακτηριζόταν ως επανάσταση.
Ζαλίστηκε. «Όλο στη φιλοσοφία γυρίζω… Εδώ, όμως, πρόκειται για τη ζωή». Κι αυτό τι είναι, δεν είναι φιλοσοφία; Κατάλαβε ότι προσπαθούσε να αποφύγει τη συνάντηση με την ουσία του ταξιδιού της. Προτιμότερο να πάρει τηλέφωνο το γιο της. Αυτός δεν υπήρχε ούτε σαν υποψία μέρος του προβλήματος.
Τον βρήκε στο κινητό, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Του είπε πόσο τον αγαπάει και ότι της λείπει. Του ζήτησε συγνώμη που έφυγε ξαφνικά. Τον ρώτησε αν ήθελε να του φέρει κάποιο δώρο.
«Μαμά, είσαι καλά; Ανησύχησα που έφυγες έτσι ξαφνικά. Έβλεπα από μέρες πόσο ήσουν κουρασμένη και δεν με παραξένεψε που την έκανες. Απλά, ανησυχώ που δεν άντεξες. Κάθισε όσο θέλεις, ξεκουράσου. Εγώ θα σε περιμένω πάντα».
Πώς ερμηνεύεται η δήλωση του γιου της; Μια τέτοια, μάλιστα, δήλωση. Ώστε είχαν φανεί τα συμπτώματα του προβλήματός της νωρίτερα και μόνο αυτή δεν το είχε αντιληφθεί. Καλοκαίρι ήταν, κανονικά θα έπρεπε να μην δείχνει κουρασμένη, τι στο καλό συνέβαινε;
Πλήρωσε το λογαριασμό και σηκώθηκε. Ακόμα δεν ήταν έτοιμη. Η μέρα έπρεπε, όμως, κάπως να περάσει, γι’ αυτό και συνέχισε την περιήγηση στα αξιοθέατα του Παρισιού. Όχι πως έβλεπε κάτι με ενδιαφέρον, απλά περνούσε η ώρα έχοντας απασχολημένο το μυαλό της κάπου. Κοιτούσε το χάρτη για να μην χαθεί, σημείωνε τι σημαντικό είχε η περιοχή, καμιά φορά χάζευε και στις βιτρίνες. Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν έπαυε να είναι γυναίκα με τα αρχέγονα ενδιαφέροντά της. Πρόβλημα χρημάτων δεν υφίστατο και προτίμησε να ακολουθήσει, προσωρινά, την κλασική μορφή θεραπείας. Δοκίμασε δαχτυλίδια, χάιδεψε φόδρες φορεμάτων, αγόρασε ένα κομψό καπέλο· πέρασε ατέλειωτες ώρες στις βιτρίνες. Το βράδυ έφαγε λιτά, κάθισε λίγο στην τηλεόραση και, κάποια στιγμή, σκέφτηκε να διαβάσει ένα βιβλίο. Αντιπερισπασμός εναντίον του εαυτού της. Ευτυχώς που δεν είχε μαζί της τονΣωσία τού Ντοστογιέφσκι… Είχε όμως την καρδιά του σκότους, του Κόνραντ. Φοβήθηκε να το ξαναδιαβάσει. Τότε κατάλαβε όλους εκείνους τους αναγνώστες που ήθελαν ελαφριά βιβλία για τις διακοπές τους. «Κάποτε τα κορόιδευα αυτά τα γούστα… Κάτι πρέπει να διαβάσω, όμως, για να με πάρει ο ύπνος». Αρχαίες συνήθειες που επιμένουν. Που διαποτίζουν τη ζωή και δημιουργούν χαρακτήρες. Που σε δικαιώνουν, τουλάχιστον στα μάτια σου. Είχε κουβαλήσει και τον Παίχτη, του Ντοστογιέφσκι. «Τον Παίχτη;» απόρεσε με την επιλογή της τελευταίας στιγμής που έκανε. «Τι είχα στο μυαλό μου εκείνη την ώρα; Τι δουλειά έχω εγώ με τα καζίνα;» Τι σου κάνει το υποσυνείδητο…
Φυσικά, δεν διάβασε τίποτα. Κράτησε το βιβλίο στα χέρια προσπαθώντας να εξερευνήσει τα άδυτά του προχτεσινού εαυτού της. Τελικά, άρχισε να νυστάζει· κοιμήθηκε γρήγορα. Η σωματική κούραση από το περπάτημα φάνηκε ισχυρότερη από τις κρυμμένες απαντήσεις. Μάλλον από τις ερωτήσεις που θα διατύπωνε. Και αύριο μέρα ήταν. Κοιμήθηκε.
Ίσως μοιάζει αφύσικο που ένας άνθρωπος καθυστερεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Αλλά δεν είναι· δεν ήταν επείγον ζήτημα ζωής για να προλάβει καταστάσεις. Ήταν κάτι χειρότερο. Θα έπρεπε να κάνει αποτίμηση της ζωής της, να ξεκαθαρίσει πράγματα, να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Γι’ αυτό και η τρίτη μέρα κύλησε στην αναβολή και ξοδεύτηκε σε άσκοπες βόλτες στον γυναικείο παράδεισο του Παρισιού. Όπως αναβάλει κανείς κάτι σημαντικό, επειδή ξέρει ότι θα πονέσει.
Και η Αναστασία δεν μπορούσε να κατηγορήσει κανέναν ότι την είχε πονέσει σκοπίμως. Ό,τι είχε συμβεί, δεν ξεπερνούσε τα όρια των συνηθισμένων τριβών ανάμεσα σε βιαστικούς ή κουρασμένους ανθρώπους. Οπότε, καθυστερούσε την γνωμάτευση γιατί φοβόταν την λύση του προβλήματος. Απροσδιόριστα, συγκεχυμένα, έστω με λίγο φως, γυρόφερναν κάποιες σκέψεις. Τις απωθούσε, και τα φανταστικά καταστήματα με γυναικεία ενδιαφέροντα ήταν μα πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγει.
Όταν έπεσε ο ήλιος κάθισε σε ένα καφέ μπαρ. Καφέδες είχε πιει, τώρα ένα ποτό ήθελε. Ετοιμάστηκε να διασκεδάσει με την γλωσσική ασυνεννοησία. Δεν είχε πολλούς θαμώνες εκείνην την ώρα. Ζήτησε ουίσκι, και ο μπάρμαν την κοίταζε ακίνητος, αφ’ υψηλού. «Δεν μου αρέσει το κρασί σας», του λέει στα Αγγλικά, «θέλω ένα σκωτσέζικο ουίσκι. Ή μήπως ένα μπέρμπον καλύτερα;»
«Αποφασίστε, κυρία μου», της λέει σε άχρωμα Αγγλικά.
«Wilde Turkey, please».
Ο μπάρμαν σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη αδυναμίας.
«Ο. Κ. Τότε ένα ουίσκι, ένα οποιοδήποτε μαλακό ουίσκι». Πήρε το ποτό της και βγήκε έξω. Κάθισε σ’ εκείνα τα ψηλά μεταλλικά τραπέζια, όπου οι άνθρωποι που κάθονται μοιάζουν σαν κοκόρια που ετοιμάζονται να λαλήσουν περήφανα. Το σκέφτηκε και γέλασε μόνη της· η διάθεσή της έφτιαχνε πριν αρχίσει να πίνει.
Μόλις είχε αγγίξει το ποτό της όταν πλησίασε κάποιος άγνωστος.
Δεν σκέφτηκε να αντιδράσει, δεν ήξερε αν έπρεπε να αντιδράσει, γιατί τα τραπεζάκια ήταν λίγα· ήταν προσωπικά ή γενικής χρήσεως για τους καπνιστές; Βιαστικές σκέψεις την ώρα που ο άγνωστος ακούμπησε το ποτό του στο τραπέζι και κάθισε δίπλα της. Μίλησε Αγγλικά, είπε κάτι για τους Γάλλους. Η Αναστασία γέλασε ελαφρά· ναι, τον είχε πάρει το μάτι της την ώρα που μιλούσε στον μπάρμαν. Τον είχε δει που γελούσε συνωμοτικά εις βάρος του μπάρμαν. Άρα αυτή τον προσκάλεσε στο τραπέζι της…
Δεν τον διώχνει, γιατί δεν το σκέφτηκε. Μάλλον είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, και η τηλεόραση με τα Γαλλικά δεν κάλυπτε την μοναξιά της.
Είναι ο George, αλλά εκείνη δεν το ξέρει ακόμα. Τον αφήνει να της μιλάει παρότι δεν έχουν συστηθεί. Ξέρει τι θέλει αυτός· η Αναστασία δεν έχει πρόβλημα με το τι θέλουν οι άλλοι αλλά με το τι θέλει η ίδια. Και όχι σε σχέση με τους άλλους αλλά με τον εαυτό της. Ο Τζωρτζ, όμως, αποσπά την προσοχή της, οφείλει να τον παρακολουθεί. Κάθεται έξω λόγω τσιγάρου, καπνίζει και ο Άγγλος. Μιλάνε και οι δυο καλά Αγγλικά, πώς αλλιώς θα γελούσαν με αγγλικά ανέκδοτα; Είναι εύθυμος, ευγενικός, πνευματώδης. «Βρε, τι κάνει ένας άντρας για να ρίξει μια γυναίκα…» σκέφτεται προς στιγμήν αλλά δεν το αφήνει να φανεί στην έκφρασή της. Συμμετέχει στη συζήτηση τυπικά, σαν δύο άνθρωποι πολιτισμένοι. Ύστερα από αρκετή ώρα, και αφού έχουν εξαντληθεί τα συνήθως γενικά και αδιάφορά θέματα, ο Τζωρτζ το γυρίζει στον έρωτα. Η Αναστασία ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο πηγούνι και τον άκουγε να αγορεύει ενθουσιωδώς. Ύμνησε τον κεραυνοβόλο έρωτα, αποθέωσε τον έρωτα μεταξύ αγνώστων στις διακοπές ως πηγή, μάλιστα, της σημερινής λογοτεχνίας· στο τέλος ζήτησε τη γνώμη της.
Γέλασε αινιγματικά. Εκείνο το γέλιο που κάνουν οι γυναίκες όταν αφήνουν τους άντρες να κάνουν το δικό  τους, ενώ στην πραγματικότητα το θέλουν πρώτα οι ίδιες. Ή, έστω, το αφήνουν να συμβεί χωρίς αντίσταση. Ο Τζωρτζ, όμως, δεν το ήξερε και περίμενε ν’ ακούσει τη γνώμη της. Μίλησε γενικώς και αορίστως· διπλωματικά σαν Αγγλίδα. Ο Τζωρτζ μάλλον έχανε τον αρχικό ενθουσιασμό του, και δεν ήταν αυτός ο σκοπός της. Τι είχε να χάσει; Η Αναστασία  κάποια στιγμή αποφασίζει να γίνει κυνική.
«Το μόνο που θέλεις είναι να πηδήξεις. Δεν ξέρω αν είσαι τόσο καλός στο κρεβάτι όσο στα λόγια».
«Ιδού η Ρόδος, ιδού…»
Η Αναστασία γέλασε χαδιάρικα. «Είμαι Ελληνίδα».
Ο Τζωρτζ τότε προσπάθησε να σοβαρέψει τη συζήτηση. «Φαίνεσαι καλλιεργημένη».
«Από πού το κατάλαβες;»
«Μια Ελληνίδα που κάνει διακοπές στο Παρίσι, και μάλιστα μόνη της…»
Η Αναστασία δεν θέλει να ανεβάσει και άλλο το επίπεδο της συζήτησης και δεν σχολιάζει.
«Πού μένεις;» ρωτάει ο Τζωρτζ.
«Δεν σε αφορά, επί του παρόντος τουλάχιστον. Εσύ;»
Εκείνος λέει το όνομα ενός φτηνού ξενοδοχείου «…».
Η Αναστασία σηκώθηκε. «Πάμε. Αν θέλεις να το απολαύσω κι εγώ, θα με πας πρώτα για φαγητό και θα πληρώσεις το ταξί της επιστροφής».
Ο άλλος δαγκώθηκε και δεν απάντησε αμέσως. «Τσάμπα μάγκες, λέμε στην Ελλάδα. Για τους τουρίστες είναι φτηνά στη χώρα μας. Δεν θα πουληθούμε και στα ξένα».
Ο άλλος συνέχιζε να μη μιλάει. «Πάμε;»
«Πού;»
«Στο Ρίντσεσι Ετουάλ, εκεί μένω».
Ο άλλος άνοιξε το στόμα του.
«Θα γίνει, όμως, όπως θέλω εγώ», λέει η Αναστασία.
Ο Τζωρτζ ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση για τον άντρα από το να βλέπει ικανοποιημένη τη γυναίκα».
Η Αναστασία γέλασε πειρακτικά. Περισσότερο, όμως, για να τον ανάψει παρά για να τον ειρωνευτεί. «Όλοι τα ίδια λέτε και τελειώνετε σε ένα λεπτό».
«Θα δεις», είπε ευδιάθετος ο Άγγλος.
«Να θυμάσαι ότι εγώ ικανοποιούμαι με τη δεύτερη φορά», είπε και του έπιασε το χέρι.
Ο Τζωρτζ ήταν πρόθυμος να υποσχεθεί οτιδήποτε, αρκεί να επιτύγχανε το σκοπό του. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα ξεχάσεις το Παρίσι».
Αυτή ήταν σίγουρη ότι δε θα ξεχνούσε το Παρίσι, ακόμη και αν δεν είχε συναντήσει τον άνδρα της μιας βραδιάς.
Στο ταξί ο Τζωρτζ θέλει χάδια, αλλά η Αναστασία δεν τον αφήνει. Προσπαθεί να διώξει κάποιες σκέψεις που στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Γιατί θέλει να αμαρτήσει; Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε παρόμοια επιθυμία πέραν από τον άντρα της. Και το περίεργο είναι ότι δεν το προσπάθησε, απλά το άφησε να συμβεί. Να ήταν, άραγε, η επιθυμία του απαγορευμένου; Κάποια επιρροή, ίσως, από ταινίες ή βιβλία; Πάντως δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήθελε να το κάνει. Και, το χειρότερο, δεν είχε ούτε αναστολές… Αλλά αν συνέχιζε να σκέφτεται, θα έχανε ό,τι ήθελε να κάνει απόψε το βράδυ.
Πλήρωσε το ταξί και πήρε από το χέρι τον Τζωρτζ. Μια επίφαση οικειότητας την ήθελε, έτσι κι αλλιώς· δεν είχε φτάσει τόσο μακριά, όπου θα αδιαφορούσε τελείως ακόμα και για τα αισθήματά της. Έσφιξε το χέρι του, και στο ασανσέρ τον φίλησε· ήθελε να νιώθει κι εκείνος ότι τον αποδέχονταν, παρά το προφανές του κίνητρο. Δεν ντράπηκε ούτε το παιδί του ασανσέρ, το οποίο διακριτικά κοίταζε τα κουμπιά.
Έκανε πρώτα αυτός μπάνιο και ύστερα η Αναστασία. Είναι γυμνός και κυκλοφορεί έτσι μέσα στο δωμάτιο· κάποια στιγμή χαζεύει από το παράθυρο την θέα στον φωτισμένο δρόμο. Εκείνη, βγαίνοντας από το μπάνιο, πηγαίνει και τραβάει την κουρτίνα. «Είναι καλύτερα έτσι», λέει και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Τώρα δεν έχει καθόλου αισθήματα, ούτε ενοχές ούτε τρακ. Αν είχε πείρα της ζωής, θα ήξερε ότι κάπως έτσι συμπεριφέρονται οι πόρνες για να αντέξουν τη ζωή που κάνουν. Αλλά δεν ήθελε εκείνη την ώρα να σκεφτεί τίποτα· ούτε καν αν θα της άρεσαν οι βιολογικές λεπτομέρειες. Για τους τύπους σκεπάστηκε πρόχειρα με ένα σεντόνι μέχρι το στήθος .
Ο Τζωρτζ είναι ευχαριστημένος από την εξέλιξη της γνωριμίας. Της γνωριμίας όπως την εννοούν οι περισσότεροι άντρες γιατί, τώρα που το σκέφτηκε!, δεν ξέρει ούτε το όνομά της.  Άρχισε τα χάδια, μια και θυμόταν πως είχε υποσχεθεί το Παρίσι με τ’ άστρα του, για να είναι όλα ανάλογα του επιπέδου της. Αυτή τον αφήνει να νομίζει πως της αρέσουν. Δεν αντιδράει, όμως, με πάθος και ο άντρας μόνο που δεν βρίζει. Φαντάστηκε πως βρήκε μια γυναίκα απελευθερωμένη που ήθελε να το ρίξει έξω στις διακοπές της· και τι βρήκε; Μια γυναίκα που συμπεριφερόταν σαν σύζυγος…
«Δεν είμαι ο σύζυγός σου, απόλαυσέ το!» φώναξε κάποια στιγμή.
«Σου είπα ότι είμαι δύσκολη, δεν ανάβω αμέσως».
Ο άντρας είναι σε υπερδιέγερση και χρειάζεται οπωσδήποτε το σώμα της. Εκείνη το γνωρίζει πολύ καλά και τον αφήνει να τα βγάλει πέρα μόνος του. Επειδή κάποια πράγματα πρέπει κάπως να γίνονται, συμμετέχει κι αυτή, όσο να μην πονέσει. Την ώρα που αυτός χτυπάει πάνω της σαν παίχτης του μπέιζμπολ, η Αναστασία θέλει να κάνει εμετό από την αηδία. Αντέχει μέχρι που ο άλλος σταματάει ικανοποιημένος. Σηκώνεται και πηγαίνει στην τουαλέτα να πλυθεί. Τον παρατηρεί που ακόμα είναι σε στύση. Όταν επιστρέφει, ο άλλος καμώνεται τον επιβήτορα και δοκιμάζει να την αρπάξει στην αγκαλιά του. Αυτή τον αποφεύγει και κάθεται σε μια καρέκλα.
«Ντύσου», του λέει.
«Μα εσύ έλεγες για τη δεύτερη φορά...» διαμαρτύρεται έκπληκτος.
Η Αναστασία γελάει. «Πήρες χάπι και δεν ξέρεις τι να κάνεις τώρα».
«Κακό είναι; Να σε ευχαριστήσω ήθελα! Μήπως είσαι σεμνότυφη;»
«Γιατί επιμένεις; Δεν το βλέπεις κι εσύ ότι είμαι σεμνότυφη; Πώς σε είπαμε;
«George…» απαντάει αυτός, και τώρα καταλαβαίνει ότι πρέπει να είχε σχεδιάσει την συμπεριφορά της. Δεν ξέρει, όμως, το γιατί της συγκεκριμένης στάσης. Αφού δεν το ήθελε πραγματικά, προς τι όλη αυτή η κοροϊδία; Δεν λέει καμιά από τις σκέψεις του, απλώς σκύβει το κεφάλι.
«Είναι από τα ωραιότερα ονόματα στην Ελλάδα. Έτσι λένε και τον άντρα μου…»
Προς στιγμήν θέλει κάτι να πει για την ταύτιση των ονομάτων, για την συζυγική στάση της την ώρα του σεξ, αλλά θυμάται πως μόλις είπε το όνομά του. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Εκείνη τον κοιτάζει χαμογελώντας ελαφρά. Αυτός νομίζει ότι τον ειρωνεύεται, αλλά η παιδεία του δεν του επιτρέπει καυγάδες. Ντύνεται σιωπηλός· μάλλον πρέπει να πάει κάπου αλλού να διοχετεύσει την συσσωρευμένη ενέργειά του. Την κοιτάζει κουνώντας αργά το κεφάλι του, δεν λέει τίποτε, ούτε ένα απλό ευχαριστώ. Φεύγει μέσα στην νύχτα.
Η Αναστασία παίρνει ένα ποτό από το μίνι μπαρ. Το πίνει γρήγορα και ξαπλώνει· σβήνει και το φως. Πάει, πέρασε ένα ακόμα βράδυ. Κοιμάται.
Την άλλη μέρα ξύπνησε με βαρύ το κεφάλι. Δεν είχε πυρετό, δεν είχε πονοκέφαλο· μόνο μια νύστα, σαν να είχε να κοιμηθεί μια ζωή. Μάζεψε τα πόδια της, κουλουριάστηκε σαν έμβρυο. Μάλλον έγινε ένα κουβάρι σάρκες και κόκαλα· δεν ένιωθε να κυκλοφορεί αίμα στις φλέβες της. Καλοκαίρι, ο ήλιος έξω ανέβαινε και αυτή κρύωνε. Σκεπάστηκε με το σεντόνι ολόκληρη και παρέμεινε στο κρεβάτι. Την ξαναπήρε για λίγο ο ύπνος.
Όταν ξύπνησε, η ώρα ήταν περίπου δέκα. Σηκώθηκε μηχανικά, πλύθηκε και κάθισε στην καρέκλα. Δεν πείναγε, αλλά της έλειπε ο πρωινός καφές με το τσιγάρο. Στις αποσκευές της υπήρχε στιγμιαίος καφές σε φακελάκια. Πήρε δύο δόσεις και τις έριξε στο ποτήρι. Έβαλε νερό βρύσης, δεν υπήρχε όρεξη για απαιτήσεις στον καφέ. Έβγαλε την καρέκλα στο μικρό μπαλκόνι, πήρε και τα σύνεργα του πρωινού. Καφές και τσιγάρα. Το βουητό του δρόμου συναντούσε το βουητό που είχε στο κεφάλι της. Κοιτούσε απλανώς και απαθώς. Ρουφούσε βαθιά τον καπνό, όπως δεν συνήθιζε να καπνίζει. Πώς να περιγράψεις αυτό που ούτε η ίδια δεν αισθανόταν; Νέκρωση. Κάπνισε απανωτά τσιγάρα, έως ότου άρχισε να πνίγεται από τον καπνό. Έβηξε, ήπιε καφέ, νερό· ζαλίστηκε. Γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάλι.
Τώρα δεν νύσταζε. Αφού έφυγε το μεγάλο κύμα της νικοτίνης, ανάσαινε κανονικά. Πάνω της η πολυτελής οροφή του δωματίου. Τίποτε δεν θύμιζε το σπίτι της. Ανακάθισε.
«Ποιο;» φώναξε δυνατά. Έπεσε με ορμή ανάσκελα στο μαξιλάρι. Πάλι η ίδια νέκρωση.
Άρχισε να αγγίζει το σώμα της, να νιώσει ότι είναι ζωντανή. Ότι δεν είναι όνειρο. Ύστερα σηκώθηκε λίγο κι έβαλε το μαξιλάρι πίσω από την πλάτη της.
«Επιλογή σου ήταν», είπε με αυστηρή φωνή. Άρχισε να ηρεμεί, να νιώθει καλύτερα. «Ναι, επιλογή μου ήταν…» σκέφτηκε. Τότε σαν να καθάρισε ο ουρανός, και όλα φαίνονταν πιο διαυγή γύρω της.
 Είχε έρθει η ώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Δεν την έσωζε τίποτα· ούτε οι βόλτες στους δρόμους και τις βιτρίνες, ούτε οι εκτροπές από την έως τώρα δεδομένη ηθική της. Βρισκόταν στο Παρίσι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Να μάθει τι ήθελε.
Πάντως δεν ήταν το σεξ ή μια ερωτική περιπέτεια στις διακοπές. Τότε γιατί το έκανε μ’ έναν άγνωστο άντρα τής μιας βραδιάς; Γιατί ήθελε να λερωθεί, σαν να προσπαθούσε να κάνει κάτι που θα την εμποδίζει να γυρίσει πίσω; Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω;
Έκλεισε τα μάτια, να ηρεμήσει από την ένταση των ερωτημάτων που σφυροκοπούσαν τ’ αυτιά της. Αν και δεν μιλούσε, άκουγε τα λόγια της σαν καμπάνες. Ναι, έκλεισε τα μάτια της για λίγο.
Τότε άρχισαν να περνούν εικόνες· παλιές, καινούργιες, άσχετες, κάποιες αστείες στιγμές, αρρώστιες, πόνοι, γιορτές. Περνούσε όλη η ζωή της· άφησε τις εικόνες να τρέχουν σαν ταινία του σινεμά. Κράτησε αρκετή ώρα ο σιωπηλός χορός των εικόνων. Εξωτερικά σιωπηλός, γιατί μέσα της γινόταν χαλασμός από την ανακτημένη μνήμη. Μέσα στις εικόνες έβλεπε όλη τη ζωή της. «Ούτε ναυαγός που πνίγομαι να ήμουν…» σκέφτηκε με λύπη. Κάθε λέξη που σκεφτόταν, συνοδευόταν από το ειδικό βάρος της. Ναυαγός, πνίγομαι, οι τελευταίες στιγμές όπου περνάει η ζωή σαν ταινία.
«Γιατί είμαι ναυαγός, γιατί πνίγομαι; Δεν έζησα όπως όρισα τη ζωή μου; Τι μου συμβαίνει; Γιατί ξαφνικά μαύρισε ο ουρανός μου;» Δεν ήταν ώρα για ποίηση, αλλά καμιά φορά μέσα από τις πληγές, και ειδικά μέσα στην ανείπωτη θλίψη, μόνο η ποίηση μπορεί να εκφράσει όλη τη θλίψη, την άβυσσο όπου κατασκηνώνει η ψυχή μας.
Είχε γνωρίσει τον έρωτα και κατοίκησε σ’ αυτόν. Ο έρωτας εξελίχθηκε σε αγάπη και απέκτησε τον γιο που λάτρευε. Δεν ήταν αυτό που ονειρεύτηκε; Δεν την γέμιζε ο ρόλος της μάνας και της συζύγου; Τότε είδε και έφριξε. Τότε κατάλαβε ότι η ψυχή της είχε πέσει σε νεκροφάνεια και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ανασάνει. Ζούσε όπως έζησε η μάνα της, η γιαγιά της και όσες άλλες που εκτιμούσε. Από γυναίκα με ψυχή και όνειρα είχε εξελιχθεί σε κανονική σύζυγο και μητέρα. Θα μεγάλωνε τα παιδιά της, θα περίμενε τα εγγόνια, θα τα αγαπούσε ως περήφανη ελληνίδα γιαγιά, θα πέθαινε ευτυχισμένη στην αγκαλιά αγαπημένων ανθρώπων. Ώστε ήταν μια προγραμματισμένη νεκρή. «Όλοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή», έλεγε η μάνα της στην έφηβη Αναστασία. «Το σημαντικό είναι ν’ αφήσουμε πίσω μας καλό όνομα και καλά παιδιά».
Δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε χρονών και δεν περίμενε τίποτε από τη ζωή της, σκοπός της ήταν η ευτυχία των ανθρώπων που αγαπούσε. Το μόνο απρόοπτο ή απρόσμενο που θα της συνέβαινε ήταν οι αρρώστιες… Τι ήθελε, όμως, η ψυχή της και δεν το είχε; Μια και δεν συνέβη κάτι έκτακτο, πώς ξαφνικά θόλωσαν όλα;
Σιγά-σιγά ξεθόλωνε το τοπίο. Σαν έφηβη δεν ήταν ακριβώς επαναστάτρια· πιθανόν να μην είχε κάνει ποτέ την περιβόητη εφηβική επανάσταση. Μήπως αυτό έκανε τώρα; Ήξερε από την ψυχολογία πως, όσο νωρίτερα γίνεται η εφηβική ανταρσία, τόσο πιο εύκολα την ξεπερνά ο νέος. Όσο πιο αργά, τόσο πιο επώδυνα…
Δεν της ήταν, όμως, εύκολο να παραδεχτεί ότι όλα οφείλονταν σε ανωριμότητα ή παλιμπαιδισμό. Όχι λόγω εγωισμού, όσο από τη δριμύτητα της αντίδρασης. Τι ήθελε όταν έφυγε; Δεν το ήξερε. Τι θέλει τώρα και το ψάχνει; Η φρίκη και ο τρόμος στα μάτια της. Ήθελε να κλάψει από τις σκέψεις που ξεμύτιζαν στο μυαλό της. Αλλά γιατί, για ποιον να κλάψει; Μόλις σκέφτηκε το παιδί της, ένα αχνό χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη της. Ό,τι και να έκανε, δεν θα έπαυε να είναι μάνα· αυτό τουλάχιστον το ήξερε καλά.
Ο σύζυγός της δεν της έδωσε ποτέ δικαιώματα· μπορεί να τον απορροφούσαν κάπως οι ασχολίες του, αλλά ήταν καλός και τρυφερός μαζί της. Ο σύζυγος… Ο έρωτάς της κάποτε. Ηρέμησε στην αγκαλιά της, έγιναν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Αυτή, όποτε ξέκλεβε λίγο χρόνο, προσπαθούσε να διαβάσει κανένα καλό βιβλίο. Ή να δει καμιά ταινία της προκοπής. Σπανίως, βέβαια, ολόκληρη, γιατί όλο και κάποιος κάτι θα ήθελε. Ή το ίδιο το σπίτι με τις ανάγκες του.
Απλά, ήθελε ν’ ανασάνει. Τόσο απλά, λοιπόν; Κανένας δεν την εξαπάτησε. Κανένας; Μήπως ήταν οι λάθος απόψεις της για τη ζωή; Τι σημασία είχε; Πάντως δεν μπορούσε να ενοχοποιήσει κανέναν άλλον για τα δικά της προβλήματα. Επομένως για ό,τι συνέβη, έπρεπε η ίδια να βρει τις απαντήσεις.
Δίσταζε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της· προχωρούσε αργά, γύριζε πίσω, στο μόνο που έως τώρα είχε καταλήξει ήταν η δική της ευθύνη. Τι ήθελε, λοιπόν, και έφυγε, τι θέλει τώρα, αυτή τη στιγμή, στο Παρίσι; Γιατί εκβίασε τον εαυτό της να κάνει έρωτα με έναν άγνωστο, αφού όλη η ιστορία κατέληξε σαν φάρσα;
Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω όπως έφυγε· το περιστατικό με τον Τζωρτζ έδειξε ότι επιδίωξε τις ενοχές. Να έχει έναν σοβαρό λόγο που θα αποδείκνυε ότι κάτι είχε συμβεί. Ανεπανόρθωτο; Εξαρτάται ποιος το ζυγίζει… Με την πράξη της σκόπευε ευθέως το σύζυγό της, τον μόνο έρωτα της ζωής της. Αν και δεν του φόρτωνε ευθύνες… Σταμάτησε να σκέφτεται· φοβήθηκε το τέλος της πρότασης που όλο και πλησίαζε.
Τον τελευταίο καιρό έδειχνε να κουράζεται εύκολα. Δεν κοιμόταν πολύ, δεν είχε διάθεση για εξόδους με φίλους, η ευγένεια του άντρα της κάποιες φορές την εκνεύριζε. Ώστε έφευγε από μια κατάσταση που, ανεξήγητα, την κούραζε. Γιατί την κούραζε και τι ήθελε; Σηκώθηκε να πιει λίγο νερό. Βγήκε, ύστερα, στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά και την τύφλωνε. Γύρισε πάλι μέσα και ξάπλωσε.
   «Να απαλλαγώ από τον έρωτα που με εξαφάνισε και με εκμηδένισε. Από τον έρωτα που έγινε ένα τεράστιο κενό μέσα μου». Μόλις ολοκληρώθηκε η σκέψη, η Αναστασία κατέρρευσε. Δεν ήξερε αν λιποθύμησε, γιατί δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, πάλι ήταν μέρα, και αυτή παρέμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
«Να απαλλαγώ από τι; Τι κεραυνός ήταν αυτός και από πού ήρθε;» Από πού ήρθε, αν όχι από μέσα της; Τόσο βαθιά μέσα της, που ούτε η ίδια γνώριζε την ύπαρξή του. Τόσο καλά κρυμμένος, που δεν την εμπόδιζε να χαίρεται την όμορφη οικογένεια που είχαν φτιάξει οι δυο τους. Αυτή και ο Γιώργος, ο μεγάλος έρωτας. Μόλις λέει το όνομα, θυμάται ότι το έχει βεβηλώσει· το μόνο στοιχείο της που αποκάλυψε στον άγνωστο άντρα. «Πήδηξα μια γυναίκα, της οποίας ο άντρας είχε το ίδιο όνομα μ’ εμένα. Γι’ αυτό και αξιώθηκα να κάνω συζυγικό σεξ στις διακοπές μου». Τον φαντάστηκε να τα διηγείται στην πατρίδα του και να γελάει με τους φίλους του. Ντράπηκε. Όχι για τα γέλια τους, αλλά για την βεβήλωση. Θα μπορούσε να του είχε δώσει ένα ψεύτικο όνομα, όπως κάνουν οι πόρνες που παίρνουν όποιο όνομα φαντασιώνεται ο πελάτης.
Ώστε γι’ αυτό το έκανε: Για να μην έχει μούτρα να γυρίσει σαν να μην συνέβη τίποτε. Μπορεί να μην συνέβη στην Αθήνα, συντελέσθηκε όμως στο Παρίσι. Δεν ήθελε μόνο να ανασάνει, ήθελε ν’ αλλάξουν όλα. Η ανεξήγητη κούραση, η τρελή επιθυμία να φύγει για οπουδήποτε, οι παράλογες κινήσεις, όλα φώναζαν για την δράμα της ψυχής της. «Να απαλλαγώ από τον έρωτα που με εξαφάνισε και με εκμηδένισε. Από τον έρωτα που έγινε ένα τεράστιο κενό μέσα μου». Ξανασκέφτηκε την τρομερή φράση. Πώς γίνεται να μην φταίει κανείς και τίποτα, κι εσύ να βρίσκεται στον πάτο της αβύσσου; Και αν φταις μόνο εσύ, γιατί να πληρώσουν οι αθώοι;
Δεν θυμόταν πότε άρχισε η δυσθυμία της ψυχής της. Μήπως ήταν η μέρα που άνοιξε τη ντουλάπα και είδε τα φορέματά της; Αυτά που ποτέ δεν θα φορούσε, αλλά κάποτε αγόραζε χαρούμενη; Ίσως. Ή, μήπως όταν στο σχολείο τα μόνα που συζητούσε με τις καθηγήτριες ήταν για τα παιδιά και για το σπίτι; Δεν ήθελε να θυμηθεί τι συζητούσαν στις γιορτές συγγενείς και φίλοι… Είχε πάψει να κάνει όνειρα, είχε σταματήσει να υπάρχει αύριο δικό της. Είχε εκμηδενιστεί μέσα από την ολοκλήρωση του έρωτά της. Στις αρχές της κοινής ζωής, ο Γιώργος τής έλεγε ότι είναι περίπλοκος άνθρωπος· αργότερα αυτός το ξέχασε. Τώρα το θυμήθηκε και η ίδια, ήταν η εξαφανισμένη προσωπικότητά της. Εξαφανισμένη από τον τρόπο που ζούσε, που ενεργούσε, που σκεφτόταν· είχε εκμηδενιστεί για χάρη της οικογένειάς της. «Θυσία, θα το έλεγε η μάνα μου». Μηδέν.
Ό,τι ξεκίνησε θριαμβευτικά, ό,τι θεωρήθηκε καταξίωση του έρωτα, εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο κενό μέσα της. Δεν είχε και τόση σημασία να αποδοθούν ευθύνες, έτσι κι αλλιώς δεν θα απέδιδε ευθύνες λόγω ανατροφής. Έπρεπε να σηκωθεί, να περπατήσει, δεν ήταν παρά τριάντα πέντε χρονών. Άλλες δεν είχαν βρει ούτε δουλειά, και αυτή είχε την πολυτέλεια να κοιτάζει κατάματα τη ζωή και να παλεύει με την αποτυχία της.
«Μήπως είμαι αγνώμων, όπως θα έλεγε κάθε λογικός άνθρωπος;» 
«Πόσες θα με ζήλευαν γι’ αυτό που εγώ λέω αποτυχία. Πόσοι πεθαίνουν χωρίς να μάθουν ποτέ ότι έζησαν…» Έκαστος και η μοίρα του. Αυτή  είναι η μοίρα των γυναικών; Αυτή ήταν, πάντως, κάποτε. Αν πίστευε σε Θεό, αν είχε αρχές, αν είχε την στοιχειώδη λογική του κόσμου, θα χαρακτήριζε τον εαυτό της ως αχάριστο.
Τότε θύμωσε. Θύμωσε με κάθε λέξη και έννοια που εμπεριείχε την έννοια της πίστης, της παράδοσης, της τιμής, της δικαιοσύνης. Αλλά θύμωσε με κάθε αρχή και ιδεολογία που αντιμάχονταν αυτές τις έννοιες. Δεν ήθελε να ανήκει πουθενά. Αργοπορημένος Νίτσε; Ποιος είχε όρεξη για φιλοσοφίες τέτοια ώρα. «Μου λες τι κάνουμε τώρα;»
Τι κάνουμε, τώρα που γκρεμίστηκαν όλοι οι θεοί μας; Πρέπει να απαλλαγεί από την πίστη ακόμα και στον εαυτό της; Ακόμα δεν είχε τρελαθεί, απλώς γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή της τι σημαίνει φρίκη.
«Φρίκη», αναφώνησε έντρομη. Και αυτή η λέξη δεν μπορεί να αποδώσει επαρκώς το τι συνέβαινε εκείνη την ώρα μέσα της. Μόνο όποιος έχει βιώσει κάπως τέτοιες καταστάσεις, μπορεί να καταλάβει πώς ένοιωθε η Αναστασία.
Φρίκη. Έσβησαν όλα. Αξίες, αγάπες, σπίτι, δουλειά· είχε αρχίσει να νυχτώνει στα τριάντα πέντε της. Αλλά δεν είχε φύγει για να διαπιστώσει ότι κατοικούσε μέσα στη νύχτα· αυτό είχε αρχίσει να το διαισθάνεται από την Αθήνα την ημέρα που έφευγε. Τώρα ήταν η φρίκη. Η κατάσταση όπου δεν εύρισκε κάτι να πιαστεί. Εκτός από το γιο της, αλλά αν έμενε μόνο μ’ αυτή την παρηγοριά, ακόμα χειρότερα.
 «Πρέπει να υποταχθώ κάπου, να δεχτώ ένα σύστημα που δεν θα με ενοχλεί αφόρητα, αν θέλω να επιβιώσω». Η φράση είναι αδύναμη ως έκφραση φρίκης. Γιατί υπολείπεται μια ακόμα διάσταση: «Πρέπει να απαλλαγώ και από την πίστη στον εαυτό μου. Γιατί είμαι εγώ που οδήγησα εδώ τη ζωή μου». Είτε επειδή πίστεψε σε πρόσωπα και καταστάσεις, είτε επειδή τόσα χρόνια δεν πήρε είδηση ότι αυτοκαταστρεφόταν.
Είχε απαλλαγεί από κάθε πίστη πλέον. Άρα δεν ήξερε τι ακριβώς της συνέβαινε, και γι’ αυτό δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τίποτε. Ούτε το τι θα όφειλε να κάνει.
Στην Αθήνα την περίμεναν δύο άνθρωποι, και άλλοι δύο, οι γονείς της. Για τους δύο τελευταίους δεν ήθελε να ανησυχήσει. Για τον άντρα της, ο οποίος θα ένιωθε προδομένος, δεν ήθελε ν’ ανησυχήσει πολύ. Δεν θα του εξηγούσε τίποτε· ένα απλό ‘‘κουράστηκα’’, θα του έφθανε. Συγγραφέας ήταν, είχε τη δυνατότητα να καταλάβει.
Ούτε για τον γιο της ανησυχούσε· δεν χρειαζόταν να του εξηγήσει τίποτα, αφού δεν επρόκειτο να τον εγκαταλείψει.
Για τον εαυτό της ανησυχούσε, γιατί δεν είχε ξεκάθαρες ούτε τις ερωτήσεις, ούτε τις απαντήσεις. Απλά ένιωθε να περιστρέφονται όλα, να στροβιλίζεται μέσα τους, να σβήνει το φως του ήλιου στα παράθυρα, να κλείνουν τα μάτια της.
Δεν έκλεισαν οριστικά τα μάτια της, δεν έκλεισαν λόγω κούρασης. Είχε λιποθυμήσει. Πόσες ώρες; Δεν γνωρίζουμε τι λέει επ’ αυτού η ιατρική επιστήμη· δεν γνωρίζουμε πότε συνήλθε και συνέχισε να κοιμάται κουρασμένη. Η τέταρτη μέρα της στο Παρίσι, πάντως, έτσι τελείωσε.
Και η άλλη ημέρα άρχισε με καλοκαιρινό φως. Η Αναστασία ξύπνησε, σηκώθηκε, πλύθηκε, βγήκε έξω στη βεράντα, κάπνισε, μπήκε μέσα. Πήρε την τσάντα της και ξεκίνησε. Κάπως έτσι ξεκινούσαν οι μαθητές του ’60 τα ημερολόγια των διακοπών που τους έβαζε να γράφουν υποχρεωτικά ο δάσκαλος. Εκτός, φυσικά, από το κάπνισμα, που ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα των μαθητών, τότε. Τώρα είναι για όλον τον κόσμο. Η Αναστασία δεν ενδιαφερόταν για τις απόψεις των άλλων, δεν τους επέτρεπε να μπαίνουν στη ζωή της. Πήρε την τσάντα της  και πέρασε στους δρόμους. Στο πρώτο καφέ που βρήκε μπροστά της παράγγειλε ένα ποτήρι καλό κρασί. Χθες δεν είχε φάει καθόλου, σήμερα δεν είχε πιει καθόλου καφέ, σε ποια ακριβώς ώρα της ημέρας βρισκόταν;
Παράγγειλε κρασί. Κρασί με τυρί ήρθε στο τραπέζι της. Ζήτησε και άλλο τυρί και άλλο ψωμί. Όταν τελείωσε σαν βουλιμική, της ήρθε επιθυμία για καφέ. Πήγε να ανάψει τσιγάρο και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε σταχτοδοχείο· το άναψε αδιάφορα. Τότε έτρεξε αλλόφρον το γκαρσόν και αυτή τον κοίταζε με απάθεια. Έριξε την στάχτη στο ποτήρι της κοιτώντας τον κατάματα. Αυτός χαμογέλασε και πήρε ευγενικά το τσιγάρο από το χέρι της. Το έβαλε στο στόμα του και βγήκε έξω· τον ακολούθησε και η Αναστασία και κάθισε στο τραπέζι, στο οποίο είχε ακουμπήσει το τσιγάρο της. Του χαμογέλασε και συνέχιζε να καπνίζει. Πλήρωσε με γενναίο πουρμπουάρ και συνέχισε την άσκοπη βόλτα της.
Κάθισε σε άλλη καφετέρια, γιατί τον προηγούμενο καφέ δεν κατάφερε να τον παραγγείλει. Τώρα κάθισε έξω· κάτι άρχιζε να λειτουργεί στον εγκέφαλό της. ‘‘Γυρίζει κουβαλώντας την τραγωδία της’’, έτσι θα έλεγε κάποιος αν ήξερε πώς πέρασε χθες. Η Αναστασία δεν βίωνε τίποτε παρόμοιο. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ούτε την προσωπική τραγωδία της. Ο ορισμός του κενού. Αλλά με τον καφέ και τα απανωτά τσιγάρα, κάτι άρχισε να κινείται. Βρήκε το κινητό τηλέφωνο στην τσάντα της, τον Οδηγό του Παρισιού, προσωπικά μικροαντικείμενα, έπαιρνε συνείδηση κάποιας ύπαρξης. Στην ταυτότητα διάβασε το όνομά της· τότε άρχισε να θυμάται. Ό,τι, τέλος πάντων, μπορεί να θυμηθεί κάποιος που ξυπνάει από λιποθυμία.
Σχεδόν ό,τι την βασάνισε χθες είχε ξεχαστεί. Όλοι οι προβληματισμοί είχαν πάει περίπατο. Γιατί βρισκόταν εκεί; Τότε ένιωσε να την διαπερνάει μια ψύχρα. Ή μήπως ανατριχίλα; Ανακτούσε την πρόσφατη μνήμη σιγά-σιγά. Το συνειδητό της αναγνώριζε την τρέχουσα πραγματικότητα. Ήταν η πέμπτη μέρα στο Παρίσι. «Πρέπει να φύγω».
Έπρεπε να φύγει. Θα έφευγε; Και τι θα έκανε εκεί όπου θα επέστρεφε;
«Η ζωή δεν οικοδομεί τίποτε χωρίς να σπάσει τις πέτρες κάπου αλλού». Τότε θυμήθηκε τον Μούζιλ, τον ‘‘Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες’’. Τα ‘‘βάσανα μιας παντρεμένης ψυχής’’, όπου η Διοτίμα ανακάλυψε ότι είχε χάσει την ψυχή της. Πώς ακριβώς το έγραφε; «Το πρώτο που ένιωσε ήταν το ξαφνικό, απότομο άνοιγμα ενός απεριόριστου κενού». Μετά το ταξίδι του μέλιτος, ο άντρας της απέκτησε τις συνήθειες ενός φιλόδοξου εργάτη: αυστηρό πρόγραμμα ζωής, για να μπορέσει να παραμείνει στο ύψος της θέσης του. Έτσι, ο έρωτας υποτάχθηκε στις υπόλοιπες δραστηριότητες, και η Διοτίμα, αν και αγαπούσε το σύζυγό της, άρχισε να νιώθει αποστροφή. Και επειδή δεν ήταν ικανή για το μίσος, την κυρίευσε η μελαγχολία. Ούτε ο Μιούζιλ τελείωσε ποτέ το διάσημο έργο του, ούτε η Αναστασία διάβασε ποτέ τους δύο ογκώδεις τόμους. Τα ‘‘βάσανα μιας παντρεμένης ψυχής’’, όμως, τα είχε διαβάσει πολύ προσεκτικά. Γιατί, άραγε;
Από το Παρίσι ήταν σίγουρο ότι θα έφευγε. Ότι θα γύριζε στην Ελλάδα, επίσης, βέβαιο. Παράγγειλε πάλι κρασί με τα ωραία τυριά τους. Ζήτησε ολόκληρο μπουκάλι· θα έπινε όσο άντεχε, ή όσο χρειαζόταν. Το κρασί την ηρεμούσε κι έδινε μια δύναμη στην ψυχή να χαρεί τον κόσμο γύρω της. Ξαφνικά ένιωσε δυνατή για να πάρει αποφάσεις. Ο χρόνος, πλέον, ήταν με το μέρος της. Όσο δεν έδινε σημεία ζωής, τόσο οι άλλοι θα περίμεναν τα χειρότερα. Αν και δεν είχε πρόθεση να βλάψει ή αδικήσει κανέναν, καλό θα ήταν εκείνοι να προετοιμάζονταν για τα χειρότερα. Ένιωθε, επίσης, κάπως ωραία που θα έπαιρνε σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή της. Τη δική της ζωή. «Τι κάνει το κρασί…», μονολόγησε δυνατά.
«Pardon?» ρώτησε το γκαρσόν.
Του χαμογέλασε ευγενικά. «No, no, merci».
Ακόμα και αυτή η μικρή διακοπή επέδρασε λιγάκι στον ψυχισμό της. Όχι πως είχε ξεχάσει παντελώς τον χθεσινό τυφώνα, που διέλυσε ολόκληρη την ύπαρξή της. Τόσο πολύ, που αναρωτήθηκε αν η ίδια είχε λόγο ύπαρξης… Σήμερα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Πώς είναι να βλέπεις τους επιζώντες από μια θεομηνία; Όταν τα πάντα έχουν καταστραφεί, αυτοί χαμογελούν επειδή επέζησαν· η καταμέτρηση των ζημιών θα γίνει αργότερα.
Είχε έρθει η στιγμή της καταμέτρησης; Όχι, μάλλον της αναζήτησης των θυρών εξόδου. Από ποια θα έβγαινε;
«Θα γυρίσω και θα μείνω με τον άντρα μου για χάρη του παιδιού μας». Αυτή θα ήταν η συμβουλή της μάνας μου, σκέφτηκε, όχι δική μου επιλογή.
 «Θα γυρίσω σπίτι και θα συζητήσω μαζί του. Θα δεχτώ να μείνω 4-5 χρόνια μέχρι να μπορέσει το παιδί να καταλάβει». Αυτή είναι η πολιτισμένη εκδοχή της διάστασης στα ζευγάρια. Η σύγχρονη υποκρισία ή αδυναμία, και δεν έχει πρόθεση να προσβάλλει κανέναν αδύναμο.

«Θα πάρω το παιδί και θα μείνω κάπου εκεί κοντά, ώστε να μας βλέπει και τους δύο συνέχεια». Τα γνωστά από τις αμερικάνικες ταινίες: ο μπαμπάς κι η μαμά θέλουν λίγο χρόνο, μπλα, μπλα, μπλα. Κατάφερε να μην γελάσει με αυτή τη γελοία πρόταση. Θα ήταν έξω από τον χαρακτήρα της να κάνει το παιδί να υποφέρει διαλύοντας χωρίς σοβαρό λόγο το γάμο της. 
«Αλλά και μακριά να πάω, τι θ’ αλλάξει; Να γνωρίσω άλλον άνθρωπο, μήπως; Ένας καινούργιος έρωτας είναι η λύση;» Πάλιωσε το αυτοκίνητο, παίρνουμε καινούργιο… Όχι ότι απαγορεύεται να προσπαθήσεις ξανά, αλλά ας μη το δούμε και σαν λύση του προβλήματος. Δεν ερωτεύεσαι για να ξεχάσεις αλλά για να ζήσεις. Αυτή τη στιγμή, μόνο αυτό δε σκεφτόταν.
«Θα κάνω πως δεν ‘‘τρέχει’’ τίποτα και θα κρατήσω μέσα μου ό,τι συνέβη εδώ στις διακοπές». Νομίζει πως αυτό δεν είναι γελοίο, είναι απλώς ο πνευματικός της θάνατος. Έτσι ξαναγύρισε όλο το μαύρο στην ψυχή της· όλη η απελπισία, το κενό, η άβυσσος, ο διάβολος, η παραίτηση, η ρουτίνα, η δουλειά, τα νεκρά ψάρια, το τέλος του κόσμου. Δεν είχε μεθύσει, μάλλον το αντίθετο: το λίγο ποτό την είχε ηρεμήσει τόσο, ώστε να πλησιάσει τη φωτιά με άγνοια κινδύνου. 
Αλλά δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου από την οποία θα έβγαιναν όλοι ζωντανοί. Δεν υπήρχε πρόταση με ανώδυνες φράσεις. Όταν έχει καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η ζωή σου, τότε δεν υπάρχει αυτή η περίφημη ζωή σου. Όλη εκείνη η αποφασιστικότητα, με την οποία ξεκίνησε το ταξίδι, την εγκατέλειψε. Δεν ήξερε τι να κάνει, ίσως και να μην είχε πλέον σημασία. Την κατέλαβε ένας ανομολόγητος, τρομώδης συμβιβασμός με την πραγματικότητα της ζωής της και με όσα της ‘‘αποκαλύφθηκαν’’ στο Παρίσι. Δεν υπήρχε καμιά λύση. Αδιέξοδο. Το ζήτημα είχε κλείσει οριστικά χωρίς να υπάρχει φως. Την έπνιξε η ασήμαντη ζωή της. Με τι γεμίζει το κενό που άφησε η έως τώρα ‘‘επιτυχημένη’’ ζωή της;
Το βράδυ θα έφευγε. Σκέφθηκε να πάει στην καφετέρια, που είχε δει στην ταινία ‘‘Πριν το ηλιοβασίλεμα’’. Θυμήθηκε την ατάκα από την ταινία: «Στη Ν. Υόρκη μού έλειψαν τα καφέ του Παρισιού». Γιατί, όμως, να πάει; Εκεί κερδήθηκε ένας έρωτας, αυτή τι κέρδισε; Γύρισε στο ξενοδοχείο και ξάπλωσε μήπως και κοιμηθεί. Να μην υπάρξει άλλος χρόνος διαθέσιμος, δεν άντεχε τον τρόμο που εγκαταστάθηκε μέσα της. Τουλάχιστον στην Αθήνα θα ήταν υποχρεωμένη να προσποιείται. 
Μέχρι να την πάρει ο ύπνος μια μέγγενη έσφιγγε το κεφάλι της. Γιατί είχε φύγει; Από πού είχε φύγει; Τελικά κατάφερε να φύγει από όλα: αισθήματα, σχέσεις, τακτοποιημένη ζωή. Άδειασε το εσωτερικό της και γέμισε μόνο με τρόμο. Έκλαψε και την πήρε ο ύπνος την ώρα που ο ήλιος έδυε στο Παρίσι. 
Το βράδυ έφευγε. Δεν έχει πολλά πράγματα να συμμαζέψει. Η τσάντα, που έγινε μέτρια βαλίτσα με ρόδες για να την σέρνει όπου πάει, ήταν αρκετή. «Έτσι θα είναι στο εξής η ζωή μου;» Με πικρό μειδίαμα ανέβηκε στο αεροπλάνο.

Τέλος 







1 σχόλιο: