Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΦΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ " Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ"

Φωτογραφία Φ. Φίλιας - Το Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο Πατρών 


Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, τ’ απομεσήμερο, έτυχε να βρεθώ στον κήπο του Ορφανοτροφείου Πατρών. Ευδιάθετος, αναπαυόμουν σ’ ένα παγκάκι και θαύμαζα το λαμπρό οικοδόμημα, ένα νεοκλασικό μέγαρο του 1926, με δυο επιμήκεις πτέρυγες, πρόπυλο και μαρμάρινα σκαλοπάτια. Από πάνω μου δέσποζε το μυτερό καμπαναριό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, του παράπλευρου ναΐσκου. Σε λίγο κάθισε δίπλα μου μια εξαιρετικής κομψότητας γυναίκα που βαστούσε ένα μπουκέτο με χρυσάνθεμα και η οποία θύμιζε πολύ πορτρέτο του Αμεντέο Μοντιλιάνι, καθώς είχε λαιμό κύκνου, πρόσωπο οβάλ και ελαφρώς γερμένο κεφάλι. Ωστόσο ήταν κάτωχρη, έτρεμε ολόκληρη και ανέπνεε με δυσκολία. Αμέσως προσφέρθηκα να τη βοηθήσω, αλλά με καθησύχασε διαβεβαιώνοντάς με ότι επρόκειτο απλώς για μια παροδική κρίση πανικού, κι έτσι αρκέστηκα να της κρατώ το χέρι. Όταν συνήλθε κάπως, η γοητευτική άγνωστη μού ομολόγησε πως μόλις είχε χωρίσει – ο σύντροφός της την εγκατέλειψε απρόσμενα, έπειτα από δέκα χρόνια, χαρίζοντάς της εκείνα τα λουλούδια ως αποχαιρετιστήριο δώρο. Κι άρχισε συντετριμμένη να μου εξιστορεί το χρονικό του έρωτά της. Ενόσω μιλούσε, σταδιακά ο κήπος γέμισε με λευκοντυμένα κοριτσάκια του ιδρύματος, τα οποία, στοιχημένα κατά τετράδες, έκαναν πρόβες για την παρέλαση της επομένης. Κάποια στιγμή οι καμπάνες της Μεταμόρφωσης σήμαναν την ώρα του Εσπερινού, και μονομιάς το καθετί άλλαξε όψη. Η απαρηγόρητη γυναίκα τινάχτηκε όρθια και αφού μ’ ευχαρίστησε βιαστικά, χάθηκε μες στ’ ορφανοτροφείο που τώρα οι λοξές αχτίδες του ήλιου το φωταγωγούσαν σαν σκηνικό θεάτρου. Εξαφανίστηκαν και τα κοριτσάκια, ο τόπος άδειασε, έμεινα πάλι μόνος, φορτωμένος όμως με μια ξένη, πικρότατη ιστορία, την οποία δεν ήξερα πού ν’ ακουμπήσω.


Μερικά λεπτά αργότερα, έκπληκτος αντίκρισα τη φινετσάτη ζωγραφιά του Μοντιλιάνι, με μια μπλε ρόμπα κι έναν κουβά, να πλένει γονατιστή το πρόπυλο του κτιρίου. Ήταν η καθαρίστρια της απογευματινής βάρδιας. Τότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως τόση ώρα κουβέντιαζα με το Φθινόπωρο αυτοπροσώπως. Μονάχα το Φθινόπωρο θα μπορούσε φαρμακωμένο να σφουγγαρίζει τα σκαλιά ενός παλαιού ορφανοτροφείου, παραμονή εθνικής επετείου, τη μέρα που άλλαζε η ώρα και πλήθαινε το σκοτάδι. Απότομα μου μάγκωσε την καρδιά στους αόρατους μεντεσέδες του, αισθανόμενος πλέον ολοκάθαρα, σχεδόν σωματικά, το μαρασμό των κήπων, τη θλίψη των καμπαναριών, το τέλος των παρελάσεων, την ερημιά των σπλάχνων μας, την απέραντη ορφάνια του κόσμου ετούτου. Υπό το βλέμμα του Σωτήρος, ήμουν κι εγώ –όπως ο καθένας– το ίδιο εγκαταλειμμένος με την καθαρίστρια, εξίσου απορφανισμένος με τα κοριτσάκια, η πικρή ιστορία που άκουσα ήταν η δική μου, το ίδρυμα που έβλεπα ο οίκος μου, το εκ γενετής, απαράγραφο ριζικό μου. Κι ήταν παράξενα ωραία, σαν ελεγεία, εκείνη η διάλυση, γιατί το μέγαρο άστραφτε χρυσαφένιο κι οι οροφές του αντιλαλούσαν τις παιδικές χορωδίες που έψαλλαν τραγούδια δοξαστικά για τα χαμένα της Ελλάδος παιδιά, τραγούδια που μπλέκονταν αξεχώριστα με τις επιμνημόσυνες δεήσεις και το θυμίαμα του πλαϊνού Εσπερινού, ενώ στα χέρια μου σπαρταρούσαν κατακίτρινα, από μια τρομακτική κρίση πανικού, τα χρυσάνθεμα που είχε ξεχάσει στο παγκάκι το Φθινόπωρο του Μοντιλιάνι. 
Φίλιππος Φίλιας











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου