Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΦΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ " ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ "

Amy Whitehouse: «Orange Umbrella»


Κάθε Νοέμβριο συνηθίζω, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών ή περιστάσεων, να κάνω τουλάχιστον δέκα θαλασσινά μπάνια. Χρόνια τώρα πηγαίνω στο ίδιο μέρος, σ’ έναν απάνεμο ορμίσκο, μόλις μισή ώρα με τον προαστιακό σιδηρόδρομο απ’ την πόλη. Και πάντοτε συναντώ τα ίδια πλάσματα: δυο δίδυμες γηραιές κυρίες, τη Ρένινα και την Άννα, οι οποίες, καθώς δεν γνωρίζουν κολύμπι, πλατσουρίζουν στην άκρη του γιαλού φορώντας μαύρα κομπινεζόν· ένα κορίτσι που κάθεται σε μιαν αναποδογυρισμένη βάρκα, στην ακτή, και απορροφημένο διαβάζει μονίμως τη «Μαντάμ Μποβαρύ», βαστώντας έναν ασημένιο χαρτοκόπτη· κάποιο κήτος που επιπλέει στα ρηχά, εκτοξεύοντας πίδακες νερού απ’ το κεφάλι του· κι έναν μονοπόδαρο συνταξιούχο καπετάνιο που το περιεργάζεται και το φωτογραφίζει μετά μανίας. Μολονότι όλοι γνωριζόμαστε πλέον καλά, σπανίως κουβεντιάζουμε, επειδή παρακολουθούμε εκστατικοί τη φθινοπωρινή λειτουργία της θάλασσας. Η θάλασσα! Αυτή ιερουργεί, κι εμείς οι ευλαβείς, εναπομείναντες πιστοί της – η σέκτα των τελευταίων εποχικών κολυμβητών. Ανάλογα με τον καιρό, πότε θα τη δεις όλο βόγκους κι αφρούς να την ξυρίζει ο άνεμος, πότε μολυβένια σαν υδράργυρο να καίγεται βουβή στον πυρετό, γιατί έχει κρυώσει. Όπως και να είναι, προτού αποχωρήσουμε μας προσφέρει το αντίδωρο του δύοντος ηλίου. 
Τις μέρες όπου ξεσπούν αιφνίδιες καταιγίδες, πετάγομαι σβέλτα απ’ το νερό κι ανοίγω μια χειμωνιάτικη ομπρέλα για να μη βραχώ, και οι δίδυμες αδελφές ξεκαρδίζονται στα γέλια. Όταν έχει λιακάδα, ξαπλώνω μπρούμυτα στην πετσέτα μου και παρατηρώ τα χιλιάδες καβούρια που κατακλύζουν την παραλία για να βοσκήσουν. Με τις πένες των ποδιών τους χαράσσουν πάνω στην όμοια με πάπυρο αμμουδιά τα ιερογλυφικά ποιήματά τους. Κάθε τόσο ένα κύμα βγαίνει απαλά και τα συλλέγει. Συνεπώς η θάλασσα του Νοεμβρίου κατέχει τη μυστική ποίηση των καβουριών, κι εγώ κολυμπώ μέσα σε αναρίθμητους υγρούς στίχους, τους οποίους ποτέ δεν θα καταφέρω να μεταφράσω. Κάποιες φορές πάλι, κλείνω τα μάτια και οικοδομώ νοερά το προσεχές καλοκαίρι, που ευελπιστώ ότι θα είναι το τυχερό μου. Ωστόσο μπερδεύω κάπως τους χρόνους, τον μέλλοντα με τον αόριστο, καθώς αναπόφευκτα χρησιμοποιώ κι ανακυκλώνω παλαιά, βιωμένα υλικά. Συχνά λοιπόν βρίσκομαι στην παράδοξη θέση να καταστρώνω μεγαλεπήβολα σχέδια για το περασμένο ή το περσινό καλοκαίρι, προβάλλοντας τον μελλούμενο ευτυχή εαυτό μου σε κάτι που έχει ήδη συντελεστεί. Και αισιόδοξος προχωρώ προς τα πίσω τη ζωή μου.

Όπως μερικοί διαμένουν στο όνειρο, έτσι κι εγώ κατοικώ, τα μεσημέρια του Νοεμβρίου, μέσα σ’ αυτή την αλλιώτικη θαλασσογραφία. Στο τελευταίο μπάνιο, αφού πρώτα στεγνώσω και ντυθώ, η Άννα και Ρένινα μ’ αγκαλιάζουν με τα βρεγμένα κομπινεζόν τους κατασυγκινημένες, μουσκεύοντάς με, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το επόμενο Φθινόπωρο και συνιστώντας μου να προσέχω την υπερταχεία του έρωτα. Στο βάθος, ο Μόμπι Ντικ μ’ αποχαιρετά χλιμιντρίζοντας και ξεφυσώντας τώρα πολύχρωμα σιντριβάνια, ενώ καβάλα στη ράχη του ο καπετάνιος Αχαάβ, αρτιμελής και φιλιωμένος, μου εύχεται «καλά Χριστούγεννα, κύριε Φιλέα Φογκ», γιατί στην επιστροφή θ’ αντικρίσω, απ’ το παράθυρο του προαστιακού, τα πρώτα έλατα να έχουν ξεφυτρώσει στις προθήκες των καταστημάτων – τα Χριστούγεννα πλησίασαν, και μια γιορτινή νύχτα θα κάνω σίγουρα ογδόντα γύρους σε κάποιο καρουζέλ, πάνω σ’ ένα περιστρεφόμενο αερόστατο. 
Η θαλασσινή σεζόν λήγει κατά παράδοση με τη Μαντάμ Μποβαρύ. Με πλησιάζει αμίλητη και με τον ασημένιο χαρτοκόπτη της μου αφαιρεί αναίμακτα το δεξί αυτί. Έπειτα ανεβαίνει στην καρίνα της βάρκας, υψώνει το πρόσωπο, φουσκώνει τα μάγουλα κι αδειάζει με δύναμη την πνοή της μες στ’ αυτί μου λες και είναι κέρας ή τροπική κοχύλα. Και τότε ολόκληρος ο Πατραϊκός κόλπος δονείται από τον ακατάβλητο αχό της Αγάπης, κι οι σεισμογράφοι κρεπάρουν. Αχός ταχύς και μυτερός, που σχίζει το κανάλι της θάλασσας, θρυμματίζει τις αντικρινές τζαμαρίες της Ναυπάκτου, ξύνει τις χιονισμένες κορυφογραμμές της Αιτωλίας κι εξακοντίζεται ακόμα παραπέρα, μακριά, πολύ μακριά, αλλάζει ημισφαίριο και φτάνει ώς τ’ ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος κι ακόμα παραμέσα, βαθιά, πολύ βαθιά, σ’ εκείνη τη ρόδινη, ερημική κι αχαρτογράφητη νήσο του Ειρηνικού, την καρδιά μας, εκεί όπου θα ‘πρεπε να βασιλεύει αμάραντο και κραταιό το καλοκαίρι – το χριστουγεννιάτικο καλοκαίρι των νοτίων θαλασσών.



Φίλιππος Φίλιας












5 σχόλια:

  1. Εξαιρετικός λογοπλάστης ο Φ.Φίλιας,πάντα με συναίσθημα και χωρίς να αποσκοπεί σε εντυπώσεις...εξαιρετική και η επιλογή του τραγουδιού!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνώ μαζί σου Αλέξανδρε ...αυτό θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα κείμενά του !! Η επιλογή του τραγουδιού είναι του ιδιου του Φίλιππου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τι να πω ετσι θα ηθελα να γραψω και εγω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αλέξανδρε, Γεωργία και Ηλία, σας ευχαριστώ θερμά για τα καλά σας λόγια και σας εύχομαι χαρούμενο Σαββατοκύριακο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ένα τόσο ωραίο ψέμα μπορεί να επαναλαμβάνει αενάως τα μπάνια του,έστω κι αν ποτέ ξανά ,κανένα κήτος ,καμιά ομπρέλα κια καμία υπέργηρος κυρία ξανάλθει.Ακόμα κι ο συγγραφεύς του,όταν πια δε θα΄ναι στη ζωή,ένα ζευγάρι μάτια κοιτώντας τον πίνακα θα βλέπει έκπληκτο μια ουρά ν¨ανακατεύει ελαφρώς το λάδι από μπλε σκούρο να κάνει πράσινα ΅νερά¨,ταρακουνώντας αμυδρά το κάδρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή