Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ".με το πείσμα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να έχουν... (Απόσπασμα από ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ)"



Η Ιωάννα τότε έκανε λίγα βήματα μπροστά, συνεχίζοντας να κρατάει τα χέρια σταυρωμένα. Οι άντρες παρακολουθούσαν αμίλητοι μη έχοντας συνέλθει ακόμα. Ο Σίμωνας σήκωσε το κύπελλο για να πιει, όμως το τσάι είχε τελειώσει.
«Κύριε, τι θέλεις από το σπίτι μου; Αν είσαι εκείνος που λέει ο άντρας μου, θα ήξερες ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν».
«Γυναίκα», είπε ο Ιησούς, σε τόνο όχι πολύ αυστηρό, αλλά με ένταση που έδειχνε ότι στενοχωριόταν για τη στάση της. «Γυναίκα, γιατί θέλεις να εναντιωθείς στο σχέδιο του Θεού; Δε γνωρίζεις πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς να το θέλει Εκείνος; Ούτε ένα σπουργίτι δεν πέφτει στη γη χωρίς το θέλημα του Πατέρα μας. Ακόμα και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες, γιατί εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια».
«Λόγια, λόγια...», ψιθύρισε η Ιωάννα χωρίς να ακουστεί.
Ο Ιησούς στράφηκε αποφασιστικά προς τους μαθητές του. «Όποιος αγαπάει πατέρα ή μητέρα παραπάνω από μένα, και δεν παίρνει το σταυρό του να με ακολουθήσει, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Όποιος γλιτώσει τη ζωή του σε καιρούς μαρτυρίου, θα την χάσει στην αιώνια κόλαση, κι όποιος χάσει τη ζωή πεθαίνοντας για μένα, αυτός θα βρει την αιώνια ζωή κοντά μου στον παράδεισο».
Αν και τα λόγια αυτά φαίνονταν να απευθύνονται προς τους μαθητές, η Ιωάννα ένιωσε πως την αφορούσαν απόλυτα.
«Είμαι γυναίκα και ο Νόμος των Εβραίων δεν με θεωρεί ίση με τον άντρα μου. Ακόμα κι αυτήν τη στιγμή είμαι ένοχη γιατί του μιλάω μπροστά σας. Αλλά ο πατέρας μου μ’ έμαθε να τον αγαπάω και όχι να τον φοβάμαι. Απ’ ό,τι άκουσα προηγουμένως, εσύ θέλεις αφοσιωμένους άντρες για την αποστολή σου, και διαλέγεις τον Σίμωνα. Τι να την κάνω εγώ τη σωτηρία του Ισραήλ άμα καταστραφεί η οικογένειά μου; Θα φροντίσει ο Θεός, είπες. Πώς; Θα στείλει ξανά μάννα εξ ουρανού; Ή θα μας ελεήσουν οι οπαδοί σου; Μήπως ο παράδεισός σας μπορεί να περιμένει λίγο ακόμα, έως ότου μεγαλώσουν τα παιδιά μας;»
Ασθμαίνοντας βγήκαν οι τελευταίες λέξεις απ’ το στόμα της. Τα μάτια βούρκωσαν αλλά, με το πείσμα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να έχουν, δεν άφησε τα δάκρυα να φανούν μπροστά τους. Οπισθοχωρώντας απομακρύνθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση.
Βαριά σιωπή απλώθηκε με την αποχώρησή της. Τότε ο Ιησούς, γλυκαίνοντας το λόγο είπε:
«Ζητάτε και θα σας δοθεί, χτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοίξει. Ποιος από σας, αν του ζητήσει το παιδί του ψωμί, θα του δώσει πέτρες; Ή, αν ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι; Αφού, λοιπόν, εσείς οι αμαρτωλοί δίνετε στα παιδιά σας μόνο καλά πράγματα, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά σε όσους του ζητούν». Και γυρίζοντας προς τον Σίμωνα, ολοκλήρωσε το λόγο του: «Σίμωνα, ας στραφεί με ταπείνωση η γυναίκα σου στο Θεό και θα δει ότι είναι Πατέρας και για εκείνη».
Ο Σίμωνας χαμογέλασε επιδοκιμαστικά και σηκώθηκε. Προχώρησε προς την κουζίνα, ενώ πίσω του κάποιος ρωτούσε για το δρόμο της μέρας τους.
Η Ιωάννα καθόταν σ’ ένα σκαμνί. Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν στο πίσω μέρος της αυλής, καθώς φώναζε τις κότες να φάνε. Ο Σίμωνας στάθηκε όρθιος στο κατώφλι. Μισός στο φως και μισός στη σκιά, αναποφάσιστος. Τελικά έμεινε εκεί, ακούμπησε την πλάτη στο όρθιο ξύλο και κοίταξε ήρεμα τη γυναίκα του. Εκείνη δεν μιλούσε και άρχισε αυτός.
«Ιωάννα, ξέρεις πια ότι είναι ο Μεσσίας. Για χάρη του πρέπει να θυσιάσουμε ακόμα και τη ζωή μας. Εσένα δεν σου ζήτησε κάτι τέτοιο. Εσύ πρέπει να εμπιστευθείς το Θεό και ν’ αφήσεις στα χέρια Του την οικογένειά μας. Τι έχεις να φοβηθείς όταν γνωρίζεις πως έτσι υπηρετείς τα σχέδιά Του; Ότι γι’ αυτόν το λόγο δεν θα σας αφήσει να πάθετε κανένα κακό;»
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο να ρυτιδώνει το πρόσωπό της. «Καημένε, Σίμωνα, ούτε τη γυναίκα σου δεν τολμάς να πλησιάσεις. Θέλεις να σώσεις τον Ισραήλ, αλλά την οικογένειά σου την αφήνεις στα χέρια του Θεού. Μήπως δεν μπορεί αυτός να σώσει τον λαό του; Με μόνο το λόγο του δημιούργησε το σύμπαν και με θαύματα τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Αν είναι ο μεσσίας σου απεσταλμένος του Θεού, δε θα έχει και θεϊκή δύναμη; Από έναν φτωχό οικογενειάρχη κρέμεται ολόκληρο θεϊκό σχέδιο! Καταλαβαίνεις τι κάνεις;»
Ο Σίμωνας σκέφτηκε να της μιλήσει για Αβραάμ, Μωυσή και Ααρών, για Κριτές και Προφήτες, αλλά δεν τόλμησε. Προτίμησε κάτι πιο απλό.
«Μα δεν είδες τη μητέρα σου με τι προθυμία τον υπηρετούσε; Με τι προσοχή άκουγε τα λόγια του και πόσο περήφανη ένιωθε που τίμησε το σπίτι μας; Αν ζούσε ο πεθερός μου, κι αυτός θα συμφωνούσε».
«Η μητέρα μου...», είπε σιγά κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της. «Η δούλη του Θεού, το πρότυπο κάθε γυναίκας για τους ιερείς. Όχι, Σίμωνα», ξέσπασε ξαφνικά, «ο Αριστόβουλος δεν θα συμφωνούσε μαζί σας. Σεβόταν την πίστη της, αγαπούσε τη μητέρα μου και γι’ αυτό που ήταν, αλλά έλεγε πως ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους μυαλό να σκέφτονται. Είναι παράλογο αυτό που κάνεις και μην φορτώνεις στο Θεό τις ανοησίες σας».
Ο Σίμωνας, που τόση ώρα προσπαθούσε να συγκρατηθεί, δεν άντεξε το ξέσπασμά της.
«Δεν είπα τίποτα μπροστά στους άλλους, αλλά έχεις καταλάβει ότι ξεπέρασες κάθε όριο; Εσύ ήσουν πάντα γλυκιά και υπομονετική, τι έπαθες τώρα; Μίλησες με ασέβεια στον Ιησού, πρόσβαλλες εμένα που σε άκουγα και δεν παρενέβαινα, και μ’ έκανες να ντρέπομαι που είσαι γυναίκα μου».
«Το μόνο που σε νοιάζει τώρα είναι τι θα πουν οι φίλοι σου για μένα;»
«Όχι, τα παιδιά μας σκέφτομαι. Ευτυχώς που ήρθε η μάνα σου και δεν θ’ ανησυχώ για την ανατροφή τους».
«Σίμωνα, έγινες αγνώριστος μέσα σε λίγες μέρες. Ώστε ντρέπεσαι για μένα επειδή σου μιλάω δημόσια;»
«Σταμάτα επιτέλους!» φώναξε ο Σίμωνας, όμως όχι τόσο δυνατά όσο έδειχνε η οργή στο πρόσωπό του. «Είμαι ο άντρας σου και πρέπει να με σέβεσαι και να με υπακούς. Δεν σας αφήνω να πεθάνετε της πείνας, θα σας δίνει ο Ζεβεδαίος το νοίκι, πούλησε και το σπίτι σου στη Βηθεσδά, δεν θα χαθείτε. Εδώ δεν πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής μου, αλλά για τη σωτηρία του Ισραήλ. Γιατί αρνείσαι να το καταλάβεις;»
«Κάτι άντρες σαν εσένα έφτιαξαν τους νόμους. Φεύγεις από το σπίτι και δεν μου δίνεις διαζύγιο, για να μείνω αναγκαστικά με τα παιδιά. Γιατί ο νόμος σας δεν επιτρέπει στις γυναίκες να ζητάνε διαζύγιο; Εγώ πρέπει να μείνω σκλάβα στο σπίτι κι εσύ να χαίρεσαι όπως θέλεις τη ζωή σου...»
Ο Σίμωνας έφριξε. «Καταλαβαίνεις τι λες; Ο Νόμος δόθηκε από το Θεό κι εσύ θέλεις να τα ισοπεδώσεις όλα;»
«Κι εγώ άλλαξα, Σίμωνα. Δεν με νοιάζει κανένας νόμος την ώρα που καταστρέφεται η ζωή μου. Αν νομίζεις ότι σε προσβάλλω και είμαι ένοχη, δεν έχεις παρά να ζητήσεις το λιθοβολισμό μου».
Ο Σίμωνας τρόμαξε και προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση.
«Πάντα ήσουν καλή μάνα και σύζυγος, και προσπαθώ να καταλάβω γιατί τώρα αντιδράς έτσι. Αλλά σου ζητάω να μην το παρακάνεις και με εκθέτεις μπροστά στον κόσμο».
Η Ιωάννα δεν μίλησε· έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο κι έσκυψε τελείως κάτω.
Ο Σίμωνας είδε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να συζητήσουν περισσότερο. «Με τον καιρό θα καταλάβει», είπε μέσα του. Και φωναχτά: «Μη νομίσεις πως ήταν εύκολο για μένα ν’ αποφασίσω. Είναι ο Μεσσίας, ο Μεσσίας... Θα το καταλάβεις κι εσύ κάποια μέρα, και θα χαίρεσαι για τον άντρα σου. Να προσέχεις τα παιδιά, θα έρχομαι συχνά να σας βλέπω», είπε και βγήκε στο φως της μέρας.
Η Ιωάννα κάθισε λίγο ακόμα μόνη της και ύστερα βγήκε στην αυλή. Είχαν φύγει όλοι, και μόνο τα άδεια κύπελλα έδειχναν πως κάποιοι είχαν καθίσει εκεί πριν από λίγο. Η μητέρα της ήταν πιο πέρα και κρατούσε την κατσίκα δεμένη απ’ το λαιμό· ακίνητη κοίταζε στο βάθος του δρόμου, αναποφάσιστη αν θα την πήγαινε για βοσκή ή όχι. Η κατσίκα προσπαθούσε με το κεφάλι να διώξει τις μύγες που ήθελαν να δροσιστούν με το αίμα της. Χωρίς να το θέλει, την Ιωάννα την έπιασαν ξαφνικά τα γέλια.

[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ, σελίδες 56-60, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009]






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου