Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς 23 Σεπτεμβρίου 1821 .

  Γράφει ο Γιάννης Δημάκης




Παν. Ζωγράφου - Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων

Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, ονομάζεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η κατάληψη της πόλης της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Η 23η Σεπτεμβρίου αποτέλεσε μία μέρα σταθμό, όχι μόνο για την πόλη της Τρίπολης, αλλά και για την έκβαση ολόκληρου του απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Ήταν η μέρα που σημειώθηκε μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες .Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τον τεράστιο ρόλο της Φιλικής Εταιρίας στην προετοιμασία της επανάστασης για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
H επανάστασις η ειδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ' όσες γίνονται σήμερα εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος: ήταν έθνος με έθνος». 
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 


   Η ιστορία είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων κοινωνικών διαδικασιών και για να καταφέρουμε να την αποδώσουμε με εντιμότητα θα πρέπει να εξετάζουμε όχι μόνο το πλαίσιο της εποχής που αναφερόμαστε, αλλά τόσο τα  γεγονότα που προηγήθηκαν όσο και τα αίτια που τα προκάλεσαν. Σε αυτή την  προσπάθεια αποτύπωσης της ιστορικής αλήθειας πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ακόμα και με τις  λέξεις, ώστε να αποδοθούν με  ακρίβεια τα γεγονότα.  Χωρίς στρογγυλέματα, χωρίς εκπτώσεις.
Η ιστοριογραφία για να επιτελεί σωστά το έργο της πρέπει να είναι αμείλικτη, αντικειμενική και χωρίς φτιασιδώματα. Στα γεγονότα, αλλά και στις λέξεις. Η απελευθέρωση της Τρίπολης ήταν αιματηρή, βίαιη και είχε πολλές σφαγές. Η ελευθερία των Ελλήνων δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Απαιτούσε θυσίες.
Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα.
Μία από τις πιο σημαντικές μάχες που έδωσαν οι Έλληνες στην νεώτερη ιστορία για την ελευθερία τους. Μάχη μέχρις εσχάτων. Πράγμα φυσιολογικό όταν πολεμάς για ιδανικά και κεκτημένα αιώνων.
Εξάλλου ο  σπόρος της ελληνικής επανάστασης άρχισε να φυτρώνει μόλις οι Έλληνες έμαθαν για το παρελθόν τους. 
   Ακουμε συνεχώς την έκφραση “σκλαβωμένοι Έλληνες”.Για να είναι σκλαβωμένοι, θα πρέπει πρώτα υποτίθεται να ήταν ελεύθεροι. Το καθεστώς εξάρτησης των πληθυσμών όμως από την κεντρική εξουσία, δεν άλλαξε και πολύ από την Βυζαντινή εποχή. Απλά πλήρωναν μερικούς φόρους παραπάνω. Ελεύθεροι πάντως ούτε στο Βυζάντιο ήταν. Και δεν μπορούμε να τους χαρακτηρίζουμε την εποχή εκείνη σκλάβους ή ελεύθερους με τη σημασία που έχουν οι έννοιες αυτές σήμερα.  Έλληνες έμαθαν ότι είναι από το 1790 και μετά, χάρη στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση που προέβαλε για πρώτη φορά στην ιστορία την έννοια Έθνος και για πρώτη φορά ακουσαν απο τους διαφωτιστές και την φιλική εταιρία οτι δεν είναι  χριστιανοί ραγιάδες πιστοί  υπήκοοι του Σουλτάνου αλλά πολίτες και μάλιστα ΕΛΛΗΝΕΣ

   Ολοι σχεδόν αναφέρονται στο γεγονός σαν η "άλωση της Τριπολιτσάς".Οι λέξεις παίζουν πάντα έναν ιδιαίτερο ρόλο. Κομβικό και ασυνείδητο που δεν  τον αντιλαμβανόμαστε άμεσα, αλλά ωστόσο είναι καίριας σημασίας.  «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» έλεγαν οι αρχαίοι και δεν είχαν καθόλου άδικο. 

 Η λέξη « Άλωση»  προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αλίσκομαι που σημαίνει συλλαμβάνομαι , κυριεύομαι. Η Τρίπολη όμως  δεν …κυριεύτηκε την 23η Σεπτεμβρίου 1821, γιατί πολύ απλά είχε κυριευτεί χρόνια πριν από τους Οθωμανούς. Η λέξη κυριεύω σημαίνει πως αποκτώ εξουσία πάνω σε κάτι που δεν είναι δικό μου. Η Τρίπολη αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Όχι από τους Έλληνες. Την 23η Σεπτεμβρίου απλά επέστρεψε εκεί που ανήκει. Σε ελληνικά χέρια. Οι Τούρκοι ήταν αυτοί που και ετυμολογικά, αλλά (κυρίως)  ιστορικά κατέλαβαν –κυρίευσαν την Τρίπολη για να έρθουν μετά οι Έλληνες  να την απελευθερώσουν και να επαναφέρουν την ιστορική δικαιοσύνη.
Η πολιορκία  και η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσαν καθοριστικό σταθμό στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι είχαν ως αποτέλεσμα την σταθεροποίησή της και την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων.

   Η επιτυχία οφείλεται στην διορατικότητα και την επιμονή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει οπλαρχηγούς και προεστούς για την αναγκαιότητα της κατάληψης της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου, και την προετοίμασε με τις νίκες στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στην μάχη της Γράνας.

Η Τριπολιτσά πριν την απελευθέρωση

   Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου.Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου  και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετίου του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.
Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.
 Η πόλη διέθετε ισχυρή οχύρωση για την εποχή. Το τείχος της είχε ύψος 5-6 μέτρων, πάχος 2 μέτρων και ολικό μήκος 3.500 μέτρων. Συνολικά υπήρχαν 7 πύλες με διπλές πολεμίστρες και τάπιες (πύργοι) εξοπλισμένες με μεγάλα κανόνια και τηλεβόλα. Στο βόρειο άκρο των τειχών, πάνω σε ύψωμα (στη θέση της σημερινής Δεξαμενής) υπήρχε ένας μεγάλος προμαχώνας, η μεγάλη Τάπια.
Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.
   Ήδη από το 1786 η Τρίπολη αποτελούσε έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον "Πασά του Μορέως", τον λεγόμενο Μόρα Βαλέση. Κατά την κήρυξη της επανάστασης Μόρα Βαλέσης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς. Το 1820 η πόλη αριθμούσε πληθυσμό μεγαλύτερο των 20.000 κατοίκων, από τους οποίους 13.000 ήταν Έλληνες, 7.000 Τούρκοι, και 400 Εβραίοι. 
Πριν την κήρυξη της επανάστασης ο διοικητής του Μοριά Χουρσίτ πασάς είχε εκστρατεύσει με διαταγή της Πύλης στην Ήπειρο για να καταστείλει την εξέγερση του Αλή πασά. Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχμέτ Σαλίχ πασά. 

Αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης, ο Γέρος του Μοριά, σε αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ετάσσοντο υπέρ της πολιορκίας και της εκπόρθησης πρώτα των μικρών μεσσηνιακών κάστρων, είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς θα ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε σθεναρά ότι δεν έπρεπε αυτές να πολυδιασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε, με ορμητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα.


Η πολιορκία της Τριπολιτσάς

    Η στρατηγική σύλληψη του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αμέσως αποδεκτή, επειδή προϋπέθετε οργανωμένο στρατό, που δεν υπήρχε. Ο Κολοκοτρώνης με επιμονή και πειστικότητα αντέστρεψε το αρνητικό για την άποψή του κλίμα μεταξύ των οπλαρχηγών κι έτσι στα μέσα Απριλίου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς σε πρώτη φάση, ώστε να διακοπεί κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και εφοδιασμού της πόλης. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνων νους της ήταν ο Κολοκοτρώνης, το σχέδιο του οποίου τηρήθηκε κατά γράμμα.


   Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περιζώσει την Τριπολιτσά σ' ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. 

 Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούμενων να διασπάσουν τον κλοιό αποτύγχαναν αφού αποκρούοντο από τους επαναστάτες που είχαν καλά οργανωθεί και οχυρωθεί στις γύρω ορεινές περιοχές του Μαινάλου και είχαν αποκλείσει τα κρίσιμα περάσματα.Στην πεδιάδα δεν μπορούσαν να κατέβουν γιατί το Ιππικό των Τούρκων κυριαρχούσε.

   Με την κύρηξη της επανάστασης, ο Χουρσίτ πασάς έστειλε στο Μοριά δύναμη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφά πασά (Μουσταφάμπεη) για να ενισχύσει την πολιορκούμενη πόλη. Ο Μουσταφάμπεης κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο), έλυσε την πολιορκία του Άργους και της Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης πάντως επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη, γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη. Έτσι την πόλη υπεράσπιζαν συνολικά 10.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Μουσταφάμπεη.
   Μετά τις 20 Ιουλίου του 1821 οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είχαν φθάσει τις 15.000. Στον παραπάνω πληθυσμό προστέθηκαν στο μεταξύ και αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές (Ζούρτσα, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.λ.π.) για να βρουν προστασία. Έτσι μαζί με τους 4.000 άνδρες του Μουσταφάμπεη, ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους και κατ' άλλους 35.000. Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις ελληνικές οικογένειες.

Πέτερ φον Ες - ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι

Η μάχη στο Βαλτέτσι
   Δύο σημαντικές ήττες  υπέστησαν οι Τούρκοι,η πρώτη στο Βαλτέτσι στις 12 Μαΐου. Η μάχη στο Βαλτέτσι ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Αμέσως μετά τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης συγκινημένος μίλησε προς τους νικητές και όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος».  Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (πρόκριτος, οπλαρχηγός και πολιτικός από τα Λαγκάδια.)περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια:
    Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας.    
νικηφόρος μάχη τού Βαλτετσίου, θεωρείται από τους ιστορικούς ως η πρώτη σημαντική νίκη του αγώνα. Η μάχη κράτησε εικοσιτρείς ώρες και εμψύχωσε κατά πολύ τούς Έλληνες μαχητές, οι οποίοι κατετρόπωσαν το άνθος του τουρκικού στρατού πού είχε σταλεί από τον Χουρσίτ πασά για να καταστείλει την επανάσταση στο Μοριά. Αν νικούσε ο Κεχαγιάμπεης , τότε θα είχε κτυπηθεί η επανάσταση στην καρδιά της και καμμία άλλη σκλαβωμένη περιοχή δεν θα τολμούσε να συνεχίσει τον αγώνα. Μάλιστα ο Κεχαγιάς είχε εντολή, αμέσως μετά την συντριβή των γκιαούρηδων, να εποικίσει τον Μοριά με μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων από την Ασία, ώστε να χάσει την ελληνικότητά της η Πελοπόννησος μια για πάντα. 
   Η δεύτερη σημαντική ήττα ήταν   στα Δολιανά  στις 18 Μαΐου, Οι τουρκικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην περιοχή των Δολιανών με ένα απόσπασμα 200 ανδρών υπό τον Νικηταρά. Οι Έλληνες κατάφεραν, αν και λιγότεροι να τρέψουν τους Τούρκους σε φυγή. Σκότωσαν πάρα πολλούς και ο Νικηταράς κέρδισε το προσωνύμιο τουΤουρκοφάγου. όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της απελευθέρωσης  είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν.

Η σύνθεση των πολιορκητών
Στο μεταξύ στις 2 Ιουλίου 1821 έφτασε  ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της ανωτάτης Αρχής  και ανάλαβε τη διοίκηση της πολιορκίας και όλης της Πελοποννήσου, χωρίς όμως να αφαιρέσει την ουσιαστική δικαιοδοσία της επιχείρησης από τον Κολοκοτρώνη. Πάντως με την άφιξή του Δημ. Υψηλάντη η πολιορκία της Τριπολιτσάς οργανώθηκε πιο συστηματικά, ενώ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η εξουσία του δεν ασκούνταν χωρίς αντιδράσεις κυρίως μεν των προκρίτων, αλλ’ εν μέρει και των στρατιωτικών του αγώνος.
Ο Δημ. Υψηλάντης στις 6 Ιουλίου 1821 απέστειλε στους πολιορκούμενους Τούρκους πρόταση συμβιβασμού και παράδοσης, αλλά οι Τούρκοι δεν απάντησαν.

Η άφιξη τού Δημητρίου Υψηλάντη έφερε αισιοδοξία στο στράτευμα και θλίψη στους Τούρκους οι οποίοι έμαθαν ότι ήλθε ο "αφέντης τού τόπου". Ο Υψηλάντης άρχισε να οργανώνει καλύτερα τα στρατόπεδα, αλλά με θλίψη έβλεπε ότι επικρατούσε η αναρχία των ατάκτων στρατευμάτων, αφού οι χωρικοί πιεζόμενοι από τα οικογενειακά βάρη εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, για να ασχοληθούν με τα κτήματά τους. Με εγκυκλίους του καταδίκαζε τις αρπαγές και τις λεηλασίες προσπαθώντας να πείσει τούς Έλληνες ότι η διαγωγή τους μετρούσε πολύ και έπρεπε να είναι αντάξιοι τής ιστορίας και του  πολιτισμού τους: 
   Oι παρατηρήσεις και οι διαταγές τού Δημητρίου Υψηλάντη είχαν μηδαμινή επίδραση στους ατάκτους επαναστάτες. Οι αιώνες τής σκλαβιάς, των στερήσεων και της ταπείνωσης είχαν ποτίσει τις ψυχές τους με εθνικιστικό μίσος και σε συνδυασμό με τις συνήθειες τής Ανατολής, οι στρατιωτικές τους επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε έναν πόλεμο εξόντωσης μέχρις εσχάτων δίχως έλεος.
    Όπλα αρκετά δεν υπήρχαν. Ένας στους τρεις στρατιώτες είχε όπλο. Έπρεπε μόνοι τους να βρουν όπλο, σκοτώνοντας κάποιο Τούρκο, πρώτα για την άμυνά τους και κατόπιν για τον πόλεμο, όπως τους έλεγε ο αρχηγός.Μέρα με την μέρα οι άτολμοι χωρικοί μετατρέπονταν σε επιδέξιους πολεμιστές και αποκτούσαν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Έστηναν σε καθημερινή βάση ενέδρες (χωσιές) σε όσους Τούρκους τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τα τείχη τής Τριπολιτσάς κει είτε τούς σκότωναν είτε τούς άρπαζαν τα ζώα και τα εφόδια.Οι λεηλασίες και τα λάφυρα ήταν από τα βασικότερα έσοδα για τους πολεμιστές. Τούς αιχμαλώτους Τούρκους, παρά τις προσταγές των οπλαρχηγών τους, τούς έσφαζαν επί τόπου προκαλώντας την οργή και των ξένων φιλελλήνων πού είχαν αρχίσει να συρρέουν από τα διάφορα μέρη τής Ευρώπης. 

   Το κύριο μέλημα τού Υψηλάντη ήταν να οργανώσει ένα στοιχειώδες πυροβολικό για να βομβαρδίσει τα τείχη της πόλεως. Αλλά και αν ακόμα έβρισκε κάποια πυροβόλα, έλειπαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να τα χειριστούν. Το πυροβολικό των Ελλήνων ήταν μόνο ένα κανόνι αρχικώς. Το πρόσωπο που θα έδινε λύση στο πρόβλημα τού Υψηλάντη και θα αναλάμβανε την οργάνωση τού πυροβολικού, άκουγε στο όνομα Γκόρντον Θωμάς (Gordon Thomas), ο οποίος έφθασε στο στρατόπεδο τής Τριπολιτσάς φέρνοντας από την πατρίδα του τη Σκωτία τρία οβιδοβόλα, 600 τουφέκια και τα αναγκαία πυρομαχικά. Σε λίγο  ενισχύθηκε με κανόνια από τα καράβια τής Ύδρας και των Σπετσών, στα οποία αποδείχθηκαν άριστοι χειριστές κάποιοι Ναπολιτάνοι καί Κορσικανοί τυχοδιώκτες.
Αλλά στην ουσία δεν πρόσφερε καμιά ουσιαστική βοήθεια στην πολιορκία..

   Ο αριστοκράτης Υψηλάντης προσαρμόστηκε αμέσως στη δύσκολη στρατιωτική ζωή. Σύμφωνα με τον  Φιλήμονα - ιστορικό της επανάστασης : "Δέν διαφέρει τίποτε από έναν απλούν στρατιώτην. Κακοκοιμάται επάνω εις τάς πέτρας, κακονυκτά, κακοτρώγει, τρέχει εις τόν πόλεμον καί κατοικεί εις καλύβην, γύρωθεν κτισμένην μέ ξηροτοίχι, επάνωθεν μέ ελατόκλαρα καί υποκάτωθεν μέ ολίγην κριθαριά. Κανένας δέν ημπορεί νά παραπονεθή διά κακοπέρασιν, έχων αυτόν διά παράδειγμα..." 

   Τους πολιορκητές της Τρίπολης τους αποτελούσαν παλιοί κλέφτες και αρματολοί, αλλά και αγρότες.Δεν μπορούσες να τους ονομάσεις στρατό.Ομάδες ατάκτων ήταν στην πραγματικότητα. Δεν είχε ιππικό και πυροβολικό, κυρίως όμως δεν είχε ενιαία διοίκηση, δηλαδή μια ηγεσία που να παίρνει αποφάσεις για όλους. Οι οπλαρχηγοί ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και δύσκολα υπάκουαν στην κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί. Οι επαναστάτες προτιμούσαν να πολεμούν σε περιοχές με βουνά, στενά περάσματα, γεφύρια, απ’ όπου μπορούσαν να επιτεθούν ή να ξεφύγουν εύκολα, αν χρειαζόταν.
   Οι περισσότεροι ούτε καν όπλο δεν είχαν,ήταν  αγράμματοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι και δεν είχαν ταξιδέψει πέρα από την περιοχή τους. Η κάθε  επαρχία,πόλη ή χωριό συμμετείχε στον αγώνα με όσους άνδρες μπορούσε.  Έφυγαν από τις περιοχές τους υπακούοντας στον αρχηγό που είχε η κάθε πόλη ή χωριό ή περιοχή.Τους ήξεραν με τα ονόματα της κάθε περιοχής από όπου κατάγονταν(οι Μεσσήνιοι με τον Παπατσώνη, Κεφάλα, Μητροπέτροβα, οιΚαρυτινοί μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη).Πολεμούσαν γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον γιατί η κάθε επαρχία ,πόλη ή χωριό είχε αναλάβει και μια συγκεκριμένη θέση να φυλάει στην πολιορκία.Δεν είχαμε έναν ενιαίο στρατό αλλά κάτι σαν τις πόλεις -κράτη της Αρχαίας Ελλάδας.
   Μπορεί να υπήρχε ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης που έδιναν εντολές άλλα όλοι αυτοί εκτελούσαν τις εντολές που άκουγαν από τον αρχηγό τους.
Οι πολιορκητές αριθμούσαν περί τούς 10.000 ενόπλους οι οποίοι είχαν περίπου τον εξής σύνθεση:
 800 Μανιάτες με αρχηγούς τούς Μαυρομιχάληδες και τον Μούρτζινο, 
3.000 Καρυτινοί με τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη,
 2.000 Μυστριώτες με τονΠαναγιώτη Κρεβατά και Τόνι Παναγιώτη Γιατράκο,
 800 Αγιοπετρίτες με τόν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο ('Aκουρος),
 1.700 Μεσσήνιοι με τον Παπατσώνη, Κεφάλα, Μητροπέτροβα, 
500 Φαναρίτες με τον Τζανέτο,
 300 Λεονταρίτες με τον Αναγνωσταρά και τούς Φλεσαίους κ.ά.

   Η ψυχή βεβαίως τής πολιορκίας ήταν ο γερο-κλέφτης Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης.
Ο Γέρος τού Μοριά άρχισε να καθιερώνεται στην συνείδηση όλων των Ρωμιών ως ο μεγάλος αρχιστράτηγος της επαναστάσεως. Για την υποστήριξη τής πολιορκίας συγκροτήθηκαν υπηρεσίες ανεφοδιασμού, λειτούργησαν εθνικοί φούρνοι στα χωριά και οργανώθηκαν αποθήκες εφοδίων καί πυρομαχικών. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας (αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι) και τής Δίβρης παρείχαν μπαρούτι και φυσίγγια. Για την κατασκευή σφαιρών αφαιρούσαν τις σκεπές των τζαμιών και έλιωναν το μολύβι. Γιά να καλύψουν την έλλειψη τού χαρτιού, πού χρειαζόταν για την κατασκευή φυσιγγιών, χρησιμοποιούσαν τα χειρόγραφα και τα βιβλία των μοναστηριών και της ιστορικής βιβλιοθήκης τής Δημητσάνας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία όρισε τον Κανέλλο Δεληγιάννη να χειρίζεται τα οικονομικά θέματα και τον εφοδιασμό των στρατοπέδων με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Η Καρύταινα προμήθευε κυρίως τα κτηνοτροφικά προϊόντα και η Ύδρα κάλυπτε τις ελλείψεις σε μολύβι, τουφεκόπετρες, πετσιά για τα τσαρούχια και ιατρικά μέσα για την περίθαλψη των τραυματιών. 



Η μάχη της Γράνας 
   Τον Αύγουστο του 1821 οι Έλληνες είχαν αρχίσει την πολύ στενή πολιορκία της Τρίπολης. Οι δε πολιορκούμενοι στη πόλη Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύκτας επιχειρούσαν συχνές εξόδους για εξεύρεση τροφίμων, θερισμό ή συλλογή καρπών από τα πέριξ αγροκτήματα. 
Φαίνεται ότι αφορμή για τη κατασκευή της γράνας στάθηκε η φήμη ότι ο πλούσιος άρχοντας Κιαμίλμπεης με 500 συντρόφους σκόπευε να μεταβεί στην Κόρινθο περνώντας από το Μύτικα, το στενό που υπάρχει στα βόρεια της Τριπολιτσάς, στο δρόμο προς Κάψια και Λεβίδι. Η απόσταση από τον Μύτικα μέχρι την απέναντι πλευρά, την Καπνίστρα, είναι περίπου ένα μίλι. Εκρίθη λοιπόν ότι αν μπορούσε να σκαφτεί μία τάφρος από τον Μύτικα μέχρι την Καπνίστρα, θα αποτελούσε ένα χρήσιμο αμυντικό οχύρωμα προς απόκρουση της εξόδου του Κιαμίλμπεη. Πράγματι, αφού εδόθησαν οι απαραίτητες οδηγίες, οι χωρικοί των γύρω χωριών με τσάπες και κασμάδες κατάφεραν μέσα σε τρεις - τέσσερες ημέρες να σκάψουν ένα μικρού βάθους και πλάτους χαντάκι από τη μια άκρη του στενού μέχρι την άλλη. Τυχαία ή σκόπιμα, άφησαν ένα μικρό τμήμα 50-60 μέτρων άσκαφτο.


Η μάχη της Γράνας

   Σε λίγες ημέρες, λίγο πριν από τα ξημερώματα της 10ης Αυγούστου 1821, 6.000 Τούρκοι με αρχηγό τον ίδιο τον Κεχαγιάμπεη βγήκαν από τα τείχη με κατεύθυνση δήθεν τα Δολιανά. Όμως καθ΄ οδόν χωρίστηκαν σε δύο ισοδύναμα τμήματα και άλλαξαν κατεύθυνση. Το ένα τμήμα θα πήγαινε στου Λουκά για λαφυραγωγία, το άλλο θα περνούσε από το στενό Καπνίστρας-Μύτικα και θα πήγαινε κι αυτό προς την ίδια κατεύθυνση από άλλο δρόμο. Τους πεζούς και το ιππικό ακολουθούσαν γύρω στα 600 υποζύγια για να κουβαλήσουν τα λάφυρα. Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες άρχισαν να επιστρέφουν στην Τριπολιτσά οι Τούρκοι με εκατοντάδες φορτωμένα ζώα. Οι Έλληνες έπιασαν τη γράνα, αλλά επειδή ήσαν λίγοι, οι πρώτοι 300 Τούρκοι ιππείς κατάφεραν να περάσουν χωρίς πολλές απώλειες. Κατέστη αναγκαία η ενίσχυση των δικών μας, όπως και έγινε. Ο Κεχαγιάμπεης νόμισε ότι θα μπορούσε εύκολα να περάσει τη γράνα με τους 1.000 ιππείς του και έδωσε τη σχετική διαταγή. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν λοιπόν να πολεμούν «αντίνωτοι», δηλ. πλάτη με πλάτη, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν τον Κεχαγιάμπεη από τη μια μεριά, και τους 300 ιππείς που μόλις τους είχαν προσπεράσει, από την άλλη. Έτσι, άρχισαν να εφαρμόζουν το «δίζυγον πυρ», όπως αναφέρει ο Φωτάκος.Ο κίνδυνος για τους ευρισκόμενους μέσα στην τάφρο ήταν μεγάλος, ιδίως λόγω της ανισότητας στρατιωτικών δυνάμεων. Γι αυτό οι δικοί μας κατέφυγαν στο στρατήγημα ότι δήθεν άλλες ελληνικές δυνάμεις επρόκειτο να κάνουν επίθεση εναντίον της Τριπολιτσάς. Οι Τούρκοι πλέον δεν μπορούσαν να αργοπορήσουν άλλο. Οι 1.000 ιππείς επιχείρησαν να περάσουν όπως-όπως τη γράνα, και το έκαναν χωρίς αρκετή φθορά. Αλλά έμεναν πίσω τα πεζοπόρα τμήματα και τα φορτωμένα υποζύγια. Προσπάθησαν να περάσουν από το μικρό άσκαφτο τμήμα, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο για ένα τόσο μεγάλο αριθμό πεζών και ζώων. Εγκατέλειψαν λοιπόν οι Τούρκοι όλα τα φορτωμένα ζώα, πέρασαν όσοι πεζοί πέρασαν από το μικρό κενό, ενώ οι υπόλοιποι ρίχτηκαν αναγκαστικά χωρίς τάξη και πειθαρχία πάνω στους ενεδρεύοντες μέσα στη γράνα Έλληνες πολεμώντας «σώμα με σώμα». Η σύγχυση που δημιουργήθηκε στις τάξεις των Τούρκων βοήθησε τους Έλληνες, γιατί πλησίασαν στη γράνα και άλλες ελληνικές δυνάμεις από γύρω. Η δύναμη πυρός των δικών μας ενισχύθηκε τόσο πολύ, ώστε οι Τούρκοι αποδεκατίστηκαν και το έβαλαν στα πόδια! Σώθηκαν μόνο και μόνο γιατί είχαν την πρόνοια να πετάξουν τα όπλα και ό,τι άλλο πολύτιμο κουβαλούσαν επάνω τους. Παρά τις διαφορές στους αριθμούς που δίνονται, μπορούμε να δεχτούμε ότι οι Τούρκοι που άφησαν τα πτώματά τους στην πρόχειρη γράνα, την θρυλική πλέον και ιστορική Γράνα, ξεπέρασαν τους 400! Μια απλή «τάφρος» έγινε πολύνεκρος «τάφος» του εχθρού!Μετά την πανωλεθρία που έπαθαν οι Τούρκοι εκεί, κλείστηκαν πλέον για καλά στα τείχη της πόλης και δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο.Στην μάχη της Γράνας βλέπουμε τους Ελληνες να κατεβαίνουν πλέον στην πεδιάδα.Αντιμετωπίζουν τον εχθρό χωρίς να τον φοβούνται. Κατάλαβαν πλέον ότι αυτοί που τρέχουν να σωθούν είναι οι Τούρκοι και ότι δεν είναι ανίκητοι.
Ο δε Δημήτριος Υψηλάντης με ημερήσια διαταγή του (στις 31 Αυγούστου 1821) απένειμε δημόσιο έπαινο στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για το στρατήγημά του αλλά και στους Έλληνες που συμμετείχαν στη μάχη αυτή.

  Αντίποινα των Οθωμανών για την επανάσταση και για την πολιορκία της Τρίπολης

   Για το Σουλτάνο η Επανάσταση ήταν ανταρσία ενάντια στη νόμιμη εξουσία του. Ο Πατριάρχης, ο ανώτατος κλήρος και οι Φαναριώτες ήταν αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Γι’ αυτό ο Σουλτάνος πίστευε ότι έπρεπε να εμποδίσουν την ανταρσία. Έτσι στράφηκε εναντίον τους και εκτέλεσε ορισμένους ανώτατους κληρικούς και Φαναριώτες, ανάμεσά τους και τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), ΡόδοΚύπρο, Κρήτη. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές,μόνο στα Χανιά 400 Ελληνες θανατώθηκαν για αντίποινα της εξέγερσης των Κρητών .  Ο σουλτάνος δεν πήρε στα σοβαρά τους επαναστάτες, γι’ αυτό και δεν έστειλε από την αρχή ισχυρό στρατό να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Θεωρούσε ότι οι Έλληνες δε θα τα κατάφερναν χωρίς βοήθεια από τη Ρωσία.
    Στα μέσα Αυγούστου ο ναύαρχος Καρά Αλή έβγαλε τον στόλο του από τα Στενά κι έπλευσε στη Ρόδο, όπου βρισκόταν ο Αιγύπτιος Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Στη συνέχεια ενωμένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο με σκοπό να ανεφοδιάσει τα πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια και να βοηθήσει στις επιχειρήσεις ξηράς τους Τούρκους. Όλες τις πληροφορίες για τις κινήσεις των επαναστατών οι Τούρκοι τις πληροφορήθηκαν από τον αρμοστή των Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ, μέσω αγγλικών πολεμικών πού έστελνε στο Αιγαίο πέλαγος. 
Στις 13 Σεπτεμβρίου αναχωρούσε ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί με τον Πάνο Κολοκοτρώνη και χίλιους άνδρες προς τις ακτές τού Κορινθιακού, διότι υπήρχαν πληροφορίες για επικείμενη άφιξη τού τουρκικού στόλου.
   Ο Οθωμανικός στόλος που είχε έλθει για βοήθεια της πολιορκούμενης Τρίπολης, αφού έκαψε το εγκαταλελειμμένο Αίγιο για δεύτερη φορά μέσα στο 1821,έκαψε και τα γύρω χωριά, την 19 Σεπτεμβρίου κατέπλευσε έξω από το Γαλαξείδι. Αυτό τότε είχε 700 σπίτια. Οι περισσότεροι κάτοικοι έφυγαν προς την ενδοχώρα ενώ έμειναν περί τους 200 μαχητές στην ξηρά και ορισμένοι στα πλοία και κανονοστάσια γύρω από το λιμάνι. Υπήρχαν και 90 πλοία, εκ των οποίων 13 εξοπλισμένα, καθώς και άλλα μικρά.
 Προς της υπέρτερης δύναμης του εχθρού οι μαχητές εγκατέλειψαν τη θέση τους και αποβιβάστηκαν περίπου 1000 Οθωμανοί στην ξηρά. Σκότωσαν ορισμένους γέροντες που είχαν απομείνει και κατέκαψαν την πόλη, πήραν 34 πλοία και επανέπλευσαν στην Πάτρα.

       Πώς έβλεπε το οθωμανικό κράτος την Ελληνική Επανάσταση.

   "Όλοι οι ραγιάδες που εδώ και αιώνες ζουν υποταγμένοι και διοικούνται στο  σουλτανάτο μου [στην Οθωμανική Αυτοκρατορία], όσο φροντίζουν για τις υποχρεώσεις τους σαν ραγιάδες, έχουν προστασία, σύμφωνα με τον ιερό νόμο στη ζωή  και στην περιουσία τους . Όμως οι Ρωμιοί δεν εκτίμησαν τις ευεργεσίες και τις χάρες που τους κάναμε. Προτίμησαν την αχαριστία και  τόλμησαν σε μερικά μέρη να ξεσηκωθούν ενάντια στο σουλτανάτο μου και στο στοργικό ηγεμόνα τους. Όμως,  το ισχυρό και ένδοξο  κράτος μου έψαξε και βρήκε όσους μπλέχτηκαν σ’ αυτό το ανατρεπτικό κίνημα χωρίς να μετανιώσουν και τους τιμώρησε ανάλογα: με αποκεφαλισμό. "
Φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, 15 Αυγούστου 1821
Δεν είχαν όμως όλοι οι μουσουλμάνοι την ίδια άποψη για την Επανάσταση και τους λόγους που ξέσπασε. Αυτό μας δείχνει το παρακάτω απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Την άνοιξη του 1821 έγινε μια συνάντηση ανάμεσα σε Οθωμανούς αξιωματούχους, στην οποία πήρε μέρος και ο Μακρυγιάννης. Εκεί ένας Αλβανός μπέης είπε:
Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! . Αυτός ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο μήτε με τον Εγγλέζο μήτε με το Φραντσέζο [δεν υποστηρίζεται ούτε από τη Ρωσία ούτε από τη Μεγάλη Βρετανία ούτε από τη Γαλλία]. Αδικήσαμε το ραγιά και του πήραμε και τα πλούτη και την τιμή του. Έτσι μαύρισαν τα μάτια του και σήκωσε τα όπλα. Και ο σουλτάνος, ο ανίκανος, δεν ξέρει τι του γίνεται τον ξεγελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν. Και αυτή είναι η αρχή, θα χαθεί το βασίλειό μας. Δίνουμε πολλά για να βρούμε προδότη, αλλά κανένας τους δε θέλει να μας μαρτυρήσει το μυστικό, για να μάθουμε αν ο ραγιάς μας πολεμάει μόνος του ή μαζί με τις [Μεγάλες] Δυνάμεις. 
Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, πρώτο μισό του 19ου αιώνα
Αρχιερείς και Προύχοντες στη φυλακή της Τριπολιτσάς (1821)

   Οι επαναστατικοί σχεδιασμοί των Φιλικών Πελοποννησίων προυχόντων-προεστών και κληρικών, οι ασυνήθιστες κινήσεις και η συμπεριφορά του υπόδουλου λαού ενόχλησαν και προβλημάτισαν την τουρκική διοίκηση στην Τριπολιτσά, μήνες πριν από την έκρηξη της Επανάστασης.
  Από τα τέλη του 1820 είχαν σχεδιαστεί από τους Τούρκους σφαγές των Ελλήνων προυχόντων και θρησκευτικών ηγετών, για να προλάβουν ενδεχόμενες ανεπιθύμητες κινήσεις των υποδούλων. Περίπου ένα μήνα πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, το Φεβρουάριο του 1821,η τουρκική διοίκηση αποφάσισε να προσκαλέσει στην Τριπολιτσά τους προύχοντες και αρχιερείς της Πελοποννήσου, υπό το πρόσχημα διαβουλεύσεων.
   Σκοπός τους ήταν να αποφύγουν απρόβλεπτες εξελίξεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν το κλίμα ηρεμίας στη χώρα, τη στιγμή μάλιστα που ο Χουρσίτ, ο νέος πασάς της Πελοποννήσου, ήταν απασχολημένος στα Γιάννενα, προσπαθώντας να περιορίσει τις δραστηριότητες του Αλή Πασά.Το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1821  εμφανίστηκαν ενώπιον του καϊμακάμη δεκαέξι προεστοί και οχτώ αρχιερείς με τις συνοδείες τους˙ οι προεστοί Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, γιος του Πετρόμπεη, Ιωάννης Τομαράς, Αντωνάκης Καραπατάς, Ιωάννης Βιλαέτης, Πανάγος Κυριακός, Αναγνώστης Κωστόπουλος, Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Μήτρος Ροδόπουλος, Σωτηράκης Νοταράς, Ιωάννης Περούκας, Γιαννούλης Καραμάνος, Αναγνώστης Κοπανίτζας, Μελέτης Μελετόπουλος, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Θεόδωρος Δεληγιάννης και ο Παπαλέξης˙ οι αρχιερείς, Τριπολιτσάς Δανιήλ, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Ανδρούσης Ιωσήφ, Δημητσάνης Φιλόθεος, Ναυπλίου Γρηγόριος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Κορίνθου Κύριλλος και Ωλένης  Φιλάρετος.
   Τις λεπτομέρειες της φυλάκισης των ομήρων γνωρίζουμε από τρία, μικρά σε έκταση, αλλά εξαιρετικής σημασίας, απομνημονεύματα αιχμαλώτων κληρικών˙ του διακόνου Ιωσήφ Ζαφειρόπουλου, του Τριπολιτσάς Δανιήλ (στιχούργημα) και του Ανδρούσης Ιωσήφ. Ο ιστορικός Τ. Γριτσόπουλος ομαδοποιεί τα αξιόλογα αυτά κείμενα και τα ονομάζει «Απομνημονεύματα κληρικών – δεσμωτών».
Η Επανάσταση έχει γενικευθεί στον Μοριά και η Τριπολιτσά πολιορκείται από τους Έλληνες με την αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη. Οι Τούρκοι πιέζουν τους αιχμαλώτους να ενδώσουν και να μεσιτεύσουν με τη θέλησή τους, ώστε να λυθεί η πολιορκία της πόλης, να ανασταλεί κάθε επαναστατική δραστηριότητα και να επιστρέψουν οι ραγιάδες στο προηγούμενο καθεστώς.
Παρά τη δεινή θέση τους, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς έχουν χάσει την ψυχραιμία τους και συμπεριφέρονται προκλητικά όχι μόνο στους ομήρους, αλλά και στους εναπομείναντες εντός της πόλης χριστιανούς.
 Την Κυριακή 17 Απριλίου 1821, καθώς εξιστορεί ο Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος(ιερομόναχος), οι όμηροι μεταφέρθηκαν «εις το κάτω μέρος του Σεραγίου, εις δεινοτάτην και φρικτοτάτην ειρκτήν των καταδίκων… Αυτή δε η ειρκτή περιωρισμένη εις εν δωμάτιον έκειτο υπό το Σεράγιον επί του εδάφους, αριστερόθεν του εισερχομένου δια της του Σεραγίου Πύλης» και δέθηκαν όλοι στο φοβερό Κούτσουρο, «εις τας οπάς του οποίου εισήρχοντο οι πόδες των βασανιζομένων….Εισελθόντες δε εις ταύτην την φυλακήν συνέδεσαν δια μακράς αλύσεως τους Αρχιερείς και Προύχοντας την εσπέραν εκείνην».

  Τόσο στενά ήταν στοιβαγμένοι μέσα στο μικρό χώρο οι δεκαεννέα φυλακισμένοι«ώστε ουδέ τους πόδας ηδύναντο να εκτείνωσιν, αλλά νυχθημερόν καθήμενοι διαλέγοντο, και ούτως εκοιμώντο επί πέντε ολόκληρους μήνας, μη δυνάμενοι να ανακληθώσι… Αέναος ιδρώς έρρε ποταμιδόν εκ των σωμάτων αυτών, εξ ου τα ενδύματα αυτών εσάπησαν».
Την επομένη, Δευτέρα 18 Απριλίου, εκτελέστηκαν δεκαοκτώ Έλληνες υπηρέτες και σωματοφύλακες των αιχμαλώτων «αφού έρριψαν επάνω τους επτακοσίας βολάς τηλεβόλων, απέτεμαν τας κεφαλάς», εκτός ενός νέου, ο οποίος δειλίασε, εξώμοσε και αφέθηκε ελεύθερος.
   Μόλις δεκατρείς ημέρες πριν από την άλωση, στις 10 Σεπτεμβρίου, οι δέσμιοι μεταφέρθηκαν σε τρία μεγαλύτερα δωμάτια του σεραγιού και τους περιποιήθηκαν με την υστερόβουλη σκέψη ότι θα επηρεάσουν τους Έλληνες πολιορκητές, ώστε να επέλθει συμβιβασμός.
   Από τα δεινά της ειρκτής, τις κακουχίες, τον υποσιτισμό και τις αρρώστιες πέθαναν οι φυλακισμένοι πρόκριτοι Αναγνώστης Κωστόπουλος, Θεόδωρος Δεληγιάννης , οΙωάννης Περούκας και ο Παπαλέξης. Από τους αρχιερείς, ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος και από τους κληρικούς ο πρωτοσύγκελος Ανδρούσης Χρύσανθος.Οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρίας και γνώριζαν ότι θα ξεσπάσει η Επανάσταση ,παρόλα αυτά πήγαν στην Τρίπολη γνωρίζοντας ότι η ζωή τους είναι σε κίνδυνο.
   Προεστοί, αρχιερείς, φύλακες και υπηρέτες των προεστών, κληρικοί βοηθοί των αρχιερέων, έδωσαν από κοινού το δικό τους αγώνα με την αυθόρμητη μετάβασή τους στη φοβερή Τριπολιτσά, υπομένοντας τα πάνδεινα εντός της φυλακής, χωρίς διχογνωμίες και υπολογισμούς, επισπεύδοντας την έκρηξη της Επανάστασης.

Οι Τούρκοι σε απόγνωση.Οι επίσημες διαπραγματεύσεις

   Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς μέρα με την μέρα γινόταν στενότερη, με τις ελληνικές δυνάμεις να πλησιάζουν στα τείχη. Οι συνθήκες πού είχαν διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, με την επικράτηση των επαναστατών σε όλη την ύπαιθρο δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Τούρκους για ελπίδες ανεφοδιασμού. Πείνα και επιδημίες ξέσπασαν από τη βρώμα τόσου πλήθους που κλείστηκε σ' αυτή και εξανθηματικός τύφος θέριζαν τον πληθυσμό, ενώ ο στρατός άρχισε να απειθαρχεί. Στις 13 Σεπτεμβρίου ο καϊμακάμης με "πεσμένα μούτρα"γνωστοποίησε την πρόθεση των μπέηδων να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Οι υπερήφανοι αγάδες θα έρχονταν σε συζητήσεις με τούς χθεσινούς σκλάβους τους! 
  Σκέφτηκαν μάλιστα να μεταχειριστούν τούς ομήρους. Τους έβγαλαν από τα μπουντρούμια. Ήταν πια ανθρώπινα ερείπια. Εννιά από τούτους τους δύστυχους πέθαναν έπειτα από λίγο, όσο που δύο είχαν κι όλας παρατήσει τα εγκόσμια μέσα στη φυλακή. Τούς βάλανε σε μια κάμαρα στο σεράϊ και τους έβαλαν να γράψουν γράμμα στους Έλληνες που πολιορκούσαν την πόλη.. 
"Το κίνημά σας κατά της εξουσίας διέσπασε μεταξύ υμών και ημών πάντα δεσμόν και δεν έπρεπε βέβαια να σας γράψωμεν. Ενώ απελαμβάναμεν τόσας ευεργεσίας από την εξουσίαν αυτήν, την οποίαν διόρισε ο Θεός να μας διοική και η οποία μας εφύλαξε την θρησκείαν και την τιμήν. Ήταν δίκαιον να προσενεχθήτε με τόσην αχαριστίαν και να τήν αποδώσετε κακόν αντί καλού; Και φαντάζεσθε ότι ολίγοι άνθρωποι δύνασθε ν' αντιπαραταχθήτε εις βασίλειον, το οποίον εξουσιάζει τα τρία τέταρτα τού κόσμου; Δεν ενεθυμήθητε ότι οι Σέρβοι υποπέσοντες εις την αυτήν ανοησίαν, αφ' ού αντέστησαν δώδεκα όλα έτη, κατήντησαν τέλος να πωληθώσιν εις την αγοράν έκαστος ανά τρία γρόσια;" Οι Έλληνες που αγωνίζονταν για την λευτεριά τους αποκρίθηκαν με τούτο εδώ το έξοχο πραγματικά γράμμα:  "Τώ όντι πάς δεσμός μεταξύ υμών καί ημών διεσπάσθη, διότι ενώ ημείς ζητούμεν τήν ελευθερίαν μας, σείς θέλετε τήν δουλείαν τών Τούρκων καί είσθε πάντοτε ευχαριστημένοι καί υπερασπίζεσθε τήν εξουσίαν των καί πάντοτε εβαδίζετε μέ τό πνεύμα καί μέ τάς θελήσεις των. Αρα διά ταύτα καί αυτοί σάς αντήμειψαν επαξίως καί σάς βασανίζουν έξ ήδη μήνας εις τήν ειρκτήν, ώστε δέν ηξεύρομεν άν είσθε ζωντανοί ή πεθαμένοι. Δέν αγνοείτε όσα κακά επάθαμεν καί ημείς καί οι προγόνοι μας εις διάστημα εκατόν ήδη ετών. Ωρκίσθημεν διά τούτο ή νά ελευθερωθώμεν ή ν' αποθάνωμεν καί είμεθα αμετάτρεπτοι. Ζητούμεν δέ νά παύση η τυραννία των, παυομένης τής εξουσιάς των καί νά μάς παραδώσουν τήν πόλιν καί άν θέλουν νά μείνουν εις τήν πατρίδα, τούς εγγυώμεθα διά τήν ζωήν καί τήν τιμήν των."  

   Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο(ιστορικό και πολεμιστή) και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Τρικούπη(ιστορικό), η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς. Αλλά οι μεν περί τον Κεχαγιάμπεη Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Σημειωτέον ότι οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν.
   Οι εχθροπραξίες είχαν διακοπεί και στα τείχη επικρατούσε ηρεμία αλλά και μία ιδιότυπη συναλλαγή Ρωμιών και Οθωμανών στρατιωτών. Οι Ελληνες ζητούσαν όπλα και σαν αντάλλαγμα προμήθευαν τρόφιμα τους πολιορκημένους μουσουλμάνους. Μάλιστα πολλοί Ρωμιοί για να  πραγματοποιήσουν το  εμπόριο αυτό, ανέβαιναν και στα  τείχη με σχοινιά που τους  πέταγαν οι πολιορκούμενοι. Αλλοι πάλι έμπαιναν στην πόλη για να  συναντήσουν γνώριμα πρόσωπα ή για να  ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Ο ίδιος ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, βρισκόταν στην Τριπολιτσά και έμενε στο σπίτι του Ελμάζ μπέη για να  διαπραγματευθεί την έξοδο των Αλβανών από την πολιτεία. Η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε την πρώτη χανούμισσα τού Χουρσίτ και την καθησύχασε ότι θα προστάτευε τις γυναίκες του πασά. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Μουσταφάμπεης (Κεχαγιά) ειδοποιήθηκε από τον Αγγλο διοικητή της Ζακύνθου ότι ισχυρός τουρκικός στόλος έπλεε στα παράλια της Πελοποννήσου. Τότε οι Τούρκοι αποφάσισαν να κερδίσουν χρόνο, επιμηκύνοντας τις συζητήσεις. Οι Αλβανοί μισθοφόροι όμως δεν ήθελαν να περιμένουν άλλο. Τους Τούρκους αυτούς έστειλαν τον Υψηλάντη με χίλιους άνδρες να προσπαθήσει να τους αναχαιτίσει  να μην έρθουν σε βοήθεια των πολιορκημένων στην Τρίπολη Οθωμανών.Βλέποντας όλα αυτά ο Κολοκοτρώνης και ξέροντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η επανάσταση αν ερχόταν βοήθεια στους πολιορκημένους, πιεζόμενος από τον χρόνο ήρθε σε συμφωνία με τους Αλβανούς  με σκοπό την αποδυνάμωση της άμυνας της Τρίπολης.. 
Οι ιδιωτικές συμφωνίες...
   Δεδομένου ότι οι Αλβανοί εν γένει θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Έτσι και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλής θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης.
   Οι Έλληνες δέχθηκαν ευχαρίστως το σχέδιο και οι Αλβανοί επίσης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη : οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων και τους επισημότερους Τούρκους, τον Κεχαγιάμπεη δηλαδή, τον καϊμακάμη, τον καδή καθώς και με μερικούς άλλους που δεν ήταν Πελοποννήσιοι. Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο. Δόθηκαν όμηροι από πλευράς Κολοκοτρώνη και Κανέλλου Δεληγιάννη.Την επόμενη ημέρα οι Αλβανοί έστειλαν στον Κολοκοτρώνη για φύλαξη 13 μεγάλα κιβώτια που περιείχαν μισθούς αξίας τεσσάρων εκατομμύριων γροσίων καί άλλα πολύτιμα αντικείμενα.Μια συμφωνία που έθετε εκτός μάχης τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες εμπειροπόλεμους και αποδυνάμωνε αισθητά την αμυντική ισχύ της Τριπολιτσάς. Αυτός ο επιτυχής τρόπος μυστικών διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς εφαρμόσθηκε αργότερα και στις πολιορκίες του Ναυπλίου και Κορίνθου. Όταν έμαθαν οι εντόπιοι Τούρκοι την συμφωνία των Αλβανών, πανικοβλήθηκαν. Οι Αλβανοί και οι Ασιάτες θα έφευγαν και θα έμεναν μόνοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, απέναντι στους επαναστάτες. 

Οι όμηροι...

Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται. Ζήταγαν απ' τους φυλακισμένους να μη δείξουν μνησικακία γιατί ό,τι συνέβη ήταν "ταξιράτι" (πεπρωμένο) και ζήταγαν να πουν καλά λόγια γι' αυτούς. Η ζωή τους ήταν η τελευταία ελπίδα για διαφυγή από την καταδικασμένη πόλη. Από τα δεινά της ειρκτής, τις κακουχίες, τον υποσιτισμό και τις αρρώστιες πέθαναν οι φυλακισμένοι πρόκριτοι Αναγνώστης Κωστόπουλος,  ο Ιωάννης Περούκας και ο Παπαλέξης. Από τους αρχιερείς, ο Ναυπλίου Γρηγόριοςο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος και από τους κληρικούς ο πρωτοσύγκελος Ανδρούσης Χρύσανθος. Με ενέργειες μάλιστα τού Ελμάζ μπέη, αποφασίσθηκε η απελευθέρωση τού Θεόδωρου Δεληγιάννη. Τη στιγμή όμως που τον μετέφεραν πάνω σε φορείο έξω από την πόλη, πέθανε, εξαντλημένος από τις κακουχίες. Οι Δεληγιανναίοι, που περίμεναν με χαρά τον αδελφό τους, δέχθηκαν τό πτώμα του, γεγονός που τους εξαγρίωσε. 

  Η πτώση της Τρίπολης.... 


   Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση : οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
   Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα  Τρικούπη( ήταν λόγιος, πολιτικός και ιστοριογράφος της Ελληνικής επανάστασης του 1821), στις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.
   Κατά τον Φιλήμονα(ιστορικό) πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης. Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης. Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης κι άρχισε να κτυπά το σαράι.

   Τότε και άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά σκαρφάλωσαν με σχοινί στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώματα από τα κοντινά υψώματα της Βολιμής και του Αγίου Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαπαναστάση και άλλους που σύντομα άνοιξαν όλες τις καστρόπορτες από όπου εφόρμησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν λυσσαλέα  αντίσταση και έγινε φοβερή μάχη σώμα με σώμα στους δρόμους της πόλης. Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασμένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση.
   Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι την συνθήκη που είχαν κάνει.
Οι Αλβανοί, μπροστά στην απρόοπτη αυτήν επίθεση, φαντάσθηκαν ότι ο Κολοκοτρώνης τους έριξε σε παγίδα. Τον περικύκλωσαν λοιπόν με υψωμένα τα όπλα και  του ζήτησαν προστασία, έτοιμοι να τον χτυπήσουν αν εξακολουθούσε η επίθεση. Τότε εκείνος προχώρησε προς τους Γορτυνίους καί απείλησε με θάνατο όποιον πυροβολούσε ξανά εναντίον των Αλβανών. Η φωνή τού Γέρου αναχαίτισε τους άνδρες τού Δεληγιάννη και ματαίωσε την ένοπλη σύγκρουση, από την οποία διέτρεχε άμεσο κίνδυνο η ζωή του
Κολοκοτρώνη. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν στην Αγία Βαρβάρα για να αναχωρήσουν την επομένη και να μεταβούν από την επαρχία Καλαβρύτων προς την Αιγιαλεία. ΄Οταν πέρασαν με καΐκια απέναντι, στο νησάκι Τριζόνια, έστειλαν επιστολή στον Πλαπούτα, με την οποία εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους προς τον Κολοκοτρώνη που τήρησε τη συνθήκη και τους επέστρεψε άθικτα τα πολύτιμα κιβώτια πού του είχαν εμπιστευθεί. Επέστρεψαν τότε και τους ομήρους που κρατούσαν.
Σύμφωνα μέ τον Φωτάκο, ο Δεληγιάννης( πρόκριτος, οπλαρχηγός και πολιτικός από  τα Λαγκάδια Γορτυνίας.) και  ο Λόντος(πολιτικός και στρατιωτικός. από το Αίγιο. ), οι οποίοι ήταν αντίθετοι πολιτικώς στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, κτύπησαν επίτηδες τους Αλβανούς για να  εκτεθούν στα μάτια των Αλβανών οι Έλληνες οπλαρχηγοί.
   Βλέπουμε δηλαδή τα βρώμικα παιχνίδια πού έκανε Έλληνας σε Έλληνα, πριν ακόμα ελευθερωθεί η γη για την  οποία πολεμούσαν. Μάλιστα ο Πλαπούτας απείλησε τον Λόντο ότι αν κτυπήσει ο Βοστιτσιώτης πρόκριτος τούς Αλβανούς που είχε υπό την προστασία του, τότε ο Πλαπούτας θα γινόταν ένα μαζί με τούς Αρβανίτες και θα  έκαιγαν την επαρχία της Αιγιαλείας.Είναι οι ίδιοι που μετά δεν ήθελαν τον Κολοκοτρώνη στην πολιορκία του κάστρου της Πάτρας για να μην αποκτήσει δύναμη.
Ο αρχηγός τών εκ Τριπολιτσάς εξελθόντων Αλβανών ειδοποίησε τούς εν Παλαιαίς Πάτραις ότι ανεχώρησαν διά συνθηκών καί ωμολογεί ευγνωμοσύνην εις τόν Κολοκοτρώνην, ως πιστώς τάς συνθήκας εκπληρώσαντα. 
 (Ο Κολοκοτρώνης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τούς Λαλαίους τουρκαλβανούς τής Πάτρας νά αποχωρήσουν. Ήταν ζήτημα ημερών νά πάρη καί τήν Πάτρα. Δέν τόν άφησε τό αρχοντολόϊ Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης, Γερμανός, καί έμεινε η πόλις τών Πατρών γιά οκτώ ακόμα χρόνια σέ τούρκικα χέρια.)  
Εγραψαν πρός τά συνιστώντα τήν Γερουσιάν μέλη ν' απαγορευθή καί εις τόν Κολοκοτρώνην νά εκστρατεύση εις Παλαιάς Πάτρας. Ηπείλουν δέ ότι, αν ο Κολοκοτρώνης ήθελεν εκστρατεύσει εκεί έμελλε ν' ακολουθήση εμφύλιος πόλεμος..." 
Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό τού Νικολάου Σπηλιάδου, Αθήνησιν 1852  
Ο δέ Κολοκοτρώνης προνόησε και δέσμευσε τούς Αλβανούς να μην  ξαναγυρίσουν να πολεμήσουν στον Μωριά. Πράγματι αυτοί ορκίστηκαν να μη  γλυτώσει από την οργήν του Θεού και από το σπαθί τού Κολοκοτρώνη όποιος Αλβανός επέστρεφε στον Μωριά. 

Η  κατάληψη της πόλης......... 

   Όταν έπεφτε η πόλη ,όσοι είχαν πάρει μέρος στην πολιορκία, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης.  
    Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασμένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση.Πολλοί Τούρκοι οχυρώθηκαν στα σπίτια από όπου απεγνωσμένα αμύνονταν, αλλά οι επαναστάτες έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ή τους ανάγκαζαν να βγουν. Στο τέλος έπεσε και η μεγάλη Τάπια, τελευταίο σημείο αντίστασης των Τούρκων. Οι πολεμιστές δεν πειθαρχούσαν πλέον στις διαταγές των αρχηγών. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή των Τούρκων, στρατιωτών και αμάχων, από τους διψασμένους για εκδίκηση Έλληνες - παρά τις προσπάθειες αρκετών οπλαρχηγών να διασώσουν τους αιχμαλώτους- και η Τριπολιτσά παραδόθηκε στις φλόγες. Από την εκδικητική μανία των Ελλήνων πέρασαν και ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι που είχαν αντιταχθεί στην Επανάσταση, καθώς και οι Εβραίοι της πόλης, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν ξεχάσει τη συμμετοχή των Εβραίων στη πρόσφατη διαπόμπευση στην Πόλη του πτώματος του Γρηγορίου του Ε'. 

Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα "Υπομνήματα" (1821-1827) για άλωση της Τριπολιτσάς: 
"Οι Έλληνες εν διαστήματι τριών ημερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 μαχητάς και ηχμαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, μόλις 1.500 Αλβανοί κατ' έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα μέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούμελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150".
   Σύμφωνα με κάποιες πηγές, υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Τούρκοι. Κατά τον J. M. Wagstaff τα θύματα αριθμούσαν "ανάμεσα σε 10000 και 15000".Κατά την Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12000 .Σύμφωνα με τον συνεκδότη της Encyclopedia Americana Thomas Gamaliel Bradford τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000.Για τη σφαγή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Ελληνες εσκοτώθηκαν εκατό.»

"Η μοίρα θαρρείς οδηγούσε τους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς προς την καταστροφή τους· οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν πια να ξαναρχίσουν την άλλη μέρα 5 Οκτωβρίου(παλιό ημερολόγιο) το μεσημέρι, μια βαθιά σιωπή βασίλευε στην πόλη και στο στρατόπεδο οι σημαντικώτεροι καπεταναίοι εγευμάτιζαν ή­συχα, όταν ακούστηκε ξαφνικά αυτή η κραυγή: «Έφοδος! Οι Έλληνες σκαρφαλώνουν στα τείχη». Βγήκαμε βιαστικά, μερι­κοί είχανε φτάσει κιόλας στο ύψωμα.Ένας στρατιώτης του Κολοκοτρώνη, βλέποντας από το μι­κρό πυροβολείο που χτυπούσε τη βορεινή πύλη, ότι το τείχος δεν φυλαγότανε καλά σ' εκείνο το μέρος, ριψοκινδύνευσε να σκαρφαλώση απάνω, οι σύντροφοι του τον ακολούθησαν, και σε μια στιγμή όλος ο στρατός έτρεξε προς τα εκεί.Στο αναμεταξύ οι Τούρκοι, ξυπνώντας από τη χαύνωσή τους, άρχισαν ζωηρό πυροβολισμό από το φρούριο κι από τους πύργους που έβλεπαν προς τη θέση των Σπαρτιατών αλλ' αυ­τοί, θυμωμένοι γιατί έβλεπαν τους στρατιώτες του Κολο­κοτρώνη μέσα στην πόλη κιόλας και περιφρονώντας τον κίν­δυνο, ώρμησαν μαζί μας απ' αυτή την πλευρά, κι εν ρυπή ο­φθαλμού κυριεύουμε τον σημαντικότερο πύργο. Τα κανόνια στρέφονται προς το φρούριο, που το εξαναγκάζουμε να σιγήση· κι ο στρατός όλος ορμά από παντού σαν χείμαρρος.Η άμυνα που δοκίμασαν ν' αντιτάξουν σε πολλά σπίτια με­γάλωσε περισσότερο τη λύσσα των στρατιωτών: Άρχισαν τότεαυτές οι σκηνές φρίκης που δεν θα προσπαθήσω να τις περι­γράψω, αλλά που κάθε πολεμιστής μπορεί να τις φανταστή ό­ταν αναλογιστή μια πόλη που κυριεύεται με επίθεση από στρατό απειθάρχητο που τον εξεγείρουν τα πάθη εκείνα που οδηγούνε τους ανθρώπους στις μεγαλύτερες βιαιοπραγίες, τα μίση τα πολεμικά και τα θρησκευτικά.Δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τις αγριότητες που διεπράχθησαν σ' εκείνη την περίσταση. Μου έκαμε τέτοιαν εντύ­πωση αυτό το θέαμα, ώστε, μ' όλο που ξαναείδα αυτή την πό­λη, ξαναγεννημένη από τα ερείπια της, και με περισσότερες α­νέσεις ακόμα και διασκεδάσεις παρ' ό,τι προσφέρει η λοιπή Ελλάς, δεν τη θυμούμαι ποτέ χωρίς να σφιχτεί η καρδιά μου. Η πολιτεία αυτή παρουσιάζεται στη μνήμη μου πάντοτε σκε­πασμένη μ' ένα ματοβαμμένο πέπλο.Το κάστρο το κυριεύσαμε την άλλη μέρα.Η κατάληψη της Τριπολιτσάς σκόρπισε στην Πελοπόννησο δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες τουφέκια, ένα μεγάλο αριθμό σπαθιών, και μια τεράστια ποσότητα πιστολιών. Η σωτηρία της επαρχίας είχε εξασφαλιστή, και μπορούσαμε να διαθέ­σουμε άλλες δέκα χιλιάδες άντρες. Παρ' όλα αυτά τα πλεονε­κτήματα, δεν εδρέψαμε τους καρπούς που περιμέναμε από έ­να τέτοιο γεγονός. Το εθνικό ταμείο δεν επλούτησε ούτε μια πεντάρα οι περισσότεροι αρχηγοί κατέπεσαν στην κοινή γνώ­μη εξ αιτίας της απληστίας που έδειξαν ο στρατός ολόκληρος διασκορπίστηκε, γιατί καθένας πήγαινε να εξασφαλίση τη λεία του και ν' αναπαυθή, σάμπως το πάρσιμο αυτής της πολι­τείας να ήταν ο μόνος τους σκοπός.Voutier«Memoires du Colonel Voutier sur la gueire actuelle des Grecs»
( Ο  Voutier Olivier ( 1796 -  1877  ) ήταν Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού. Συμμετείχε στην πολιορκία της Τρίπολης.(Ανοιξη του 1820 .Επικεφαλής των Γάλλων που έκαναν ανασκαφές για την Αφροδίτη της Μήλου,που στη συνέχεια επισήμως παραιτήθηκε από το γαλλικό ναυτικό και πολέμησε με το πλευρό των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821) http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/04/blog-post_5799.html

   Ο δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη.
Ο αλαζόνας Κεχαγιάμπεης τήν ώρα τής πτώσης της πόλης, αντί να πολεμήσει  στον τελευταίο προμαχώνα, κλείστηκε μαζί με τα  χαρέμια στο παλάτι του και παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Την παράδοση αυτή την έφερε βαρέως και το εξομολογήθηκε στόν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μάλιστα περίμενε ότι ο Κολοκοτρώνης θα τον  εκτελούσε, όπως ο ίδιος ο Κεχαγιάμπεης είχε εκτελέσει χιλιάδες αμάχους σε όσες πόλεις καταλάμβανε, στην πορεία του από την Ήπειρο μέχρι την Τριπολιτσά.
   Ο αγνός Νικηταράς δεν προσέτρεξε ούτε και  αυτή τη φορά για λαφυραγώγηση, αλλά έσωσε από σίγουρο θάνατο 150 Βούλγαρους μισθοφόρους πού βρίσκονταν στην υπηρεσία του Χουρσίτ πασά. Τους είχαν περικυκλώσει Ελληνες στο σπίτι που αμύνονταν και ετοιμάζονταν να τους  βάλουν φωτιά. Ο Νικηταράς απομάκρυνε τους Έλληνες και παρέλαβε τους Βούλγαρους, οι οποίοι τέθηκαν στην υπηρεσία των ομοθρήσκων τους. Σύμφωνα με τον  Διονύσιο Κόκκινο(ιστορικός και λογοτέχνης), ο Τουρκοφάγος τριγύριζε στη ν πόλη με τα  φτωχά του ενδύματα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα  πανάκριβα αντικείμενα που κρύβονταν μέσα στα τούρκικα σπίτια. Τα μόνα που πήρε ήταν δύο πιστόλια που του τα  δώρισε ο Υψηλάντης
   Παρά την εκδικητική μανία των Ελλήνων, οι επίσημοι Τούρκοι έμειναν άθικτοι. Αμέσως μετά τη φυγή των Αλβανών, εισήλθαν στην πόλη οι Έλληνες αρχηγοί Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αναγνώστης Δεληγιάννης καί Παναγιώτης Κρεββατάς οι οποίοι κατευθύνθηκαν στο σεράι για να προστατεύσουν τους Τούρκους αξιωματούχους και τα χαρέμια των πασάδων και του Χουρσίτ Πασά που ήταν χρήσιμα για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. 
Διαβάζουμε σε έγγραφο από  το Αρχείο της οικογένειας  ΣΤΕΦΑΝΟΥ για την 
 διάσωση του χαρεμιού του Χουρσίτ πασά,  και μεγάλου μέρους των θησαυρών του.

ΑΡΧΕΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ-ΜΑΡΙΝΟΣ Θ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ (1791-1863)
Οι φάκελοι Α’και Β’ περιλαμβάνουν έγγραφα (επιστολές, εκθέσεις, αναφορές κ. ά. ) καθώς επίσης και μεταφράσεις των εγγράφων που αφορούν την υπόθεση της απελευθέρωσης και της ασφαλούς μεταφοράς των χαρεμιών του Χουρσίτ Πασά, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς το 1821, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Μεσολαβητικό ρόλο στην υπόθεση αυτή μεταξύ ελληνικής κυβερνήσεως και Υψηλής Πύλης, είχε διαδραματίσει ο ιατρός Παναγιώτης-Μαρίνος Θ. Στεφάνου μετά από πρόταση του αγγλου Αρμοστή Th. Maithland. Αναλυτική καταγραφή και αρίθμηση των εγγράφων έχει γίνει από μέλη της οικογένειας Στεφάνου και βρίσκεται στους οικείους φακέλους. (Ελληνικό λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο,Αθήνα1995).Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 παραδόθηκε η τελευταία εστία αντίστασης, η Μεγάλη Τάπια. Τότε σχηματίσθηκαν ισχυρές περίπολοι που άρχισαν να απομακρύνουν τους περιφερόμενους ακόμη στρατιώτες καί να διασώζουν τον εναπομείναντα πληθυσμό. 

Η είδηση στις ευρωπαϊκές εφημερίδες...

   Η είδηση της άλωσης της Τριπολιτσάς απασχόλησε τις ευρωπαϊκές εφημερίδες από το τέλος Νοεμβρίου 1821 έως και τον Ιανουάριο του 1822. Διάφορες εφημερίδες έδιναν διαφορετικές εκτιμήσεις και κρίσεις των γεγονότων ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Γενικά οι βρετανικές εφημερίδες είχαν την τάση να υπερβάλουν τον αριθμό των Τούρκων θυμάτων και να ασκούν πολεμική εναντίον της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Courier μιλάει για "οπαδούς των Ελλήνων" (στη Βρετανία) οι οποίοι είναι "ακούραστοι συνήγοροι της καταστροφής" και "αρχιερείς της αναρχίας". Αναφέρει ότι σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν τη μοναρχία και να δημιουργούν δυσαρέσκεια στο λαό εναντίον των κυβερνώντων. Η γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel αντικρούει τις φήμες που διασπείρονται από τους Άγγλους με άρθρο της που αναδημοσιεύεται στην αυστριακή Allgemeine Zeitung. Αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης πριν την Άλωση και γι' αυτό, φοβούμενοι την εκδίκηση, προέβαλαν πεισματική αντίσταση και δεν παραδόθηκαν. Προσθέτει ότι οι περισσότερες Τουρκάλες επέλεξαν να πεθάνουν στο πλευρό των ανδρών τους μέσα στα καιγόμενα σπίτια διότι σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο δεν θα μπορούσαν να ζήσουν και πάλι με μουσουλμάνο αν γίνονταν αιχμάλωτες. Αναφέρει ότι οι γυναίκες των χαρεμιών είχαν καλή μεταχείριση αφού τέθηκαν υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Αυτή η είδηση της Constitutionnel είναι σύμφωνη με μια πρώιμη ελληνική πηγή που γράφηκε πριν αρχίσει η συζήτηση για την απελευθέρωση.
   Και όπως ο J. Irving Manatt θεωρεί: "η ελληνική προσπάθεια δεν μπορεί ποτέ να γίνει κατανοητή χωρίς παραστατική εξέταση τετρακοσίων ετών τουρκικής κυριαρχίας". Ήταν "το φυσιολογικό αποτέλεσμα της εμπειρίας τετρακοσίων ετών υπό τους μουσουλμάνους, της υποταγής των Ελλήνων στο ελληνικό έδαφος σε μια χούφτα αλλοδαπών κατακτητών, εκ διαμέτρου αντίθετων στη φυλή τη θρησκεία και τον πολιτισμό, οι οποίοι στραγγίζουν το καλύτερο αίμα τους για την ικανοποίηση του πάθους τους για άναρχη δύναμη και την επιβολή της, έως ότου ωριμάζει η συσσωρευμένη καταπίεση με αναπόφευκτη συγκομιδή μια εθνική βεντέτα. Μόλις δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο, βλέπουμε ότι εκ φύσεως μια ελληνική έγερση σήμανε έναν πόλεμο εξολόθρευσης

Συνέπειες.

   Η νίκη ωστόσο, είχε μεγάλο θετικό αντίκτυπο στο ηθικό των επαναστατημένων σύμφωνα με τον   ακαδημαϊκό Περικλή Θεοχάρη που σημειώνει ότι "η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος...δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί" ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις".Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε σημαντικά το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων. Η πιο σημαντική εστία τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να στραφούν προς άλλα τουρκοκρατούμενα οχυρά και πόλεις. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που θα τα χρησιμοποιούσαν για ενίσχυση του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου.
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά.

Η εξήγηση των αιτίων της σφαγής

   Ο πλούσιος Εβραίος τραπεζίτης Χανέν, φρόντισε να τρέξει  στη  σκηνή του Κολοκοτρώνη για να  γλυτώσει τη  ζωή τη  δική του και της  οικογενείας του, όπως και τα  κατάφερε τελικά. Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τον Εβραίο οπλισμένο - πράγμα σπανιότατο - με τις πανάκριβες πιστόλες τού τίς αφαίρεσε, λέγοντάς του: "- Εβραίος καί άρματα δέν πάει". 
Ο Γάλλος Ρεμπώ(Μαξίμ Ρεμπώ  1760  -1842   Γάλλος φιλέλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας) που ήταν παρών έσπευσε να καταδικάσει  την πράξη του γερο - κλέφτη. Ξέχασε όμως το  παιδί της γαλλικής επανάστασης που εξόντωσε όλους τους Γάλλους ευγενείς του Λουδοβίκου, ότι ο τραπεζίτης ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή μία λαμπρή ζωή, συνεργαζόμενος με τον βάρβαρο κατακτητή και ρουφώντας στην κυριολεξία τον ιδρώτα και το αίμα των Ρωμιών ραγιάδων πού εργάζονταν 15 ώρες την ημέρα στα χωράφια των μπέηδων! Η περιουσία τού τοκογλύφου εκείνου όπως και όλων των αγάδων επέστρεφε στους πραγματικούς ιδιοκτήτες που ήταν οι σκαφτιάδες της γης αλλά και οι κλέφτες που πέρασαν όλη τους τη ζωή στις χιονισμένες κορυφές του Μαίναλου, του Ταΰγετου και του Χελμού. Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν κατηγορήθηκε από τους Ευρωπαίους αξιωματικούς ότι οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τα  λάφυρα για προσωπικό του όφελος. Μάλιστα, ο Ρεμπώ - φίλος του Μαυροκορδάτου - έγραψε και την γελοία κατηγορία ότι ο Κολοκοτρώνης έστειλε χρηματικά ποσά σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Απλά τον διαψεύδει η ίδια η ζωή τού Κολοκοτρώνη ο οποίος πέθανε πάμφτωχος έχοντας στην κατοχή του μόνο μία καλύβα που του  χάρισε το ελληνικό κράτος. Παρόμοιες συκοφαντίες εκτόξευσε και ο Γάλλος Περσά κατά της Μπουμπουλίνας ότι δηλαδή καταλήστεψε τις χανούμισσες του Χουρσίτ, προκειμένου να τις στείλει στα Γιάννενα. Απλά η ίδια η ζωή της Σπετσιώτισσας Καπετάνισσας διαψεύδει τον Γάλλο τυχοδιώκτη, δεδομένου ότι η Λασκαρίνα προσέφερε εξ ολοκλήρου την τεράστια περιουσία της για τον  Αγώνα και πέθανε και αυτή τελείως χρεωκοπημένη. 
   "Αλίμονο !» γράφει ο Raybaud «ένας ολόκληρος πληθυσμός έπρεπε να προσφερθεί για να εξιλεωθούν οι σκιές των θυμάτων της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και του Αϊβαλιού» και αιτιολογεί την σφαγή των Εβραίων ως εκδίκηση για την συμπεριφορά των ομοθρήσκων τους κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη
   Ο Νικόλαος Σπηλιάδης(πρωτεργάτης και αγωνιστής του αγώνα του 1821, συγγραφέας) είναι «ορθολογικότερος» : Οι Έλληνες έπρεπε όλοι να βάψουν τα χέρια τους στο αίμα των τυράννων τους για να συνηθίσουν να τους σκοτώνουν και να μη μείνει καμιά ελπίδα συνδιαλλαγής. Άλλωστε δεν μπορούσαν να τους τρέφουν, κινδύνευαν από επιδημίες εξ αιτίας τους και θα τους είχαν στα νώτα τους σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων.
   Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη για το ακραίο αυτό ιστο­ρικό γεγονός του Κωστή Παπαγιώργη,απηχεί αυτές του Σπηλιάδη( Φιλικός και αγωνιστής του 1821,) και Κυριάκου Σιμόπουλου( δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας γεννήθηκε στο Καστανοχώρι Μεγαλόπολης το 1921). ως προς τις συνέπειες όπως αυτή διατυπώνεται στο βιβλίο του «Κανέλος Δελη­γιάννης»: «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση – έστω και ανόσια. Μό­νο με την άλωση της Τριπολιτσάς, οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βα­θύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πό­λεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιμα­τοχυσία και στο λύθρο οι επανα­στάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιο­λογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρού­σαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάστα­ση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν τη φυλετική τους αυτοπεποίθηση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωικών θυσιών, γι’ αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενώ η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».


Ο Παναγιώτης Κεφάλας σηκώνει τη σημαία της ελευθερίας στα τείχη της Τριπολιτσάς.- Πίνακας τουPeter von Hess.

Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα.
 Η απελευθέρωση της Τρίπολης ήταν αιματηρή, βίαιη και είχε πολλές σφαγές. Η ελευθερία των Ελλήνων δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Απαιτούσε θυσίες.Τα γεγονότα πρέπει να λέγονται,δεδομένου ότι αυτό πού είναι αληθινό είναι και εθνικό. 

   Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ζοφερές ημέρες που υπέφερε ο Ελληνισμός, Ελλαδικός και Κυπριακός, από τους Τούρκους, ούτε και την σημερινή διαγωγή τους με τις συνεχείς αμφισβητήσεις των ελληνικών εδαφών και τις υπερφίαλες απαιτήσεις τους. Όμως τίποτα δεν θα πρέπει να μας τυφλώνει και να μας καθιστά φανατικούς. Καλλίτερα για όλους θα είναι να διεκδικούμε τα αδιαπραγμάτευτα δίκαια μας, χωρίς κορώνες και αφορισμούς που τίποτα δεν ωφελούν. 

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ ΟΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΥΜΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

Έτσι περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός τη σφαγή στην Τρίπολη:
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
Παντού κλάψες, παντού αντάρα
και παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι: πλέον το βόλι,
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνει
και κυλάει στη λαγκαδιά
και τ' αθώο χόρτο πίνει
αίμα, αντίς για τη δροσιά...

ΠΗΓΕΣ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου