Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ - ΑΡΙΑΓΝΗ (απόσπασμα)




Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Αριάγνη «προβλέπει»τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Αίγυπτο από το καθεστώς του Νάσερ( τον οποίο αποδίδει στη ρατσιστική συμπεριφορά τους απέναντι στους ντόπιους)
……………………….
-Πως φαίνεσαι πως έρχεσαι απ΄έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες…………….
Ο Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα. Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε….Αχ παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Που θα σας βγάλουν αυτά τα μυλά; Τρέμω. Θα ΄θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα. 
 Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων. τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκκαλά τους. Και όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες, πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίπτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράγματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ΄ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ΄αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πως θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανιώνετε πικρά. Γιά αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.
Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη , πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πως για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι΄αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Ετσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια μάλιστα. Πως θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι, το προστατεύεις, γατζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς από το ισόγειο της Μπαλάξα στο μονόροφο του λαβύρινθου με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι απο δω ποιος ξέρει που, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ηταν νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ΄απόγευμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν. Ενα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θάτανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είναι ανοίξει η μύτης της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε. Θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε παιδί μου, μέσα, όχι, όχι καλύτερα πίσω το κεφάλι του. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ΄ενα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό , νύχτα, στο σπίτι; Εβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πανω απ΄τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. 
Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάνω στα εικονίσματα. Επεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ΄αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ΄αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ως ανάθεμα σ΄αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω ετσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού. Θά ΄χε τελειώσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί ΄απ΄τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Ανοιξα τα παράθυρα. Σώστε χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω κάτι μου λέγανε .Σκύβω, ήταν ο Γιούνες, μ΄εκείν ο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη τρέχει τίποτα; - Βρε Γιούνες του λέω, σώσε το παιδί μου τελειώνει. Ωσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δύο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Που την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Και από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Οταν φτάσαμε στη Μπουστάνι τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι."Ψυχραιμία, κυρία μου", έλεγε ο φαρμακοποιός. "Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φθάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πηγε να τον φωνάξει. Μα που το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πως την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξε έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Πιοιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;".

Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. 'Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ΄το γιατρό, δεν ντρέπεσαι;-Ομ Μεχάλη μου κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
Ετσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ΄αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πως να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα.'Το γουμάρι, του κάνω, ο ξυπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. 'Ποιός, τί; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; -Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κιρίτσι μας;
Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα τα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τα παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου