Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Μενέλαος Λουντέμης "O μικρός Σουκρής"




 “Ο μικρός Σουκρής” είναι απόσπασμα παρμένο από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη “Συννεφιάζει”, που εκδόθηκε το 1948. Το έργο αναφέρεται στα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, οπότε έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Το θέμα του αποσπάσματός  μας είναι μια τραγική σκηνή αποχωρισμού ανάμεσα σ’ ένα ελληνόπουλο, το συγγραφέα-αφηγητή κι ένα τουρκόπουλο, το Σουκρή, η οποία διαδραματίζεται στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βερτεκοπίου.
.Ένα κείμενο που θέτει πάνω από όλα το ζήτημα του σεβασμού στον "άλλον", προβάλλει την παιδική αγνότητα και αθωότητα, υμνεί την ανθρωπιά,την αγάπη,την ευαισθησία και τη φιλία πέρα από τις οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες.



                                                        [ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΟΥΚΡΗΣ ]



      Από δω πάνω απ`τη δραγατσά , φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο "χαμάλης" πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ` τα πολλά σειρήτια που`χει στο καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε τα σκολιαρόπαιδα με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τριγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν ακούγεται.

Ξεκινήσαμε να κατέβουμε. Σε λίγο θα `ταν ώρα για τη φευγάλα. Δε μιλούσαμε. Κοιτάγαμε παραπονεμένοι το χώμα και κλωτσούσαμε τα πετραδάκια σαν να μας έφταιγαν αυτά.

Στα μισά του δρόμου ανταμώσαμε το Δημητρό που έτρεχε λαχανιασμένος μες τα χωράφια. Σαν μας είδε σκύλιασε.

- Βρε Σουκρή! φωνάζει μπαρουτιασμένος. Βρε Σουκρή! Η μάνα σου βρε! χτυπιέται καταή! Η βάβω σου βρε! λιγοθυμάει!... Βρήκες την ώρα, μωρέ θεοσκοτωμένο, να γκιζερίσεις!

-Γιατί μπρε Ντημητρό;

-Γιατί, λέει!... Άκου μωρέ!... Ε, πάει θα τρελαθώ! Γιατί; Βρε ο " χαμάλης" φεύγει, βρε!.. φεύγει,βρε! Έφυγε! Ακούς; Μπρος τώρα. Φουσέκι! Ακόμα κάθεσαι; Φουσέκι να προκάμεις! Άτιμο τουρκί! Για κοίτα βρε, περπάτημα... θα φύγουνε και θα σ` αφήσουνε αμανάτι. Για κοίτα ένα σχέδιο άνθρωπος. Αχ ... και να σ` είχα δικό μου!

   Χιμήξαμε τον κατήφορο σαν ζαρκάδια που οσμίστηκαν μπαρούτι. Η μηχανή του "χαμάλη" πήγε και κόλλησε στα βαγόνια. "Πάμε;" τους λέει."Φρρρ! Όλα έτοιμα !" κάνουν οι καποτρένοι και χώνουνται μες στα καβούκια τους. "Πουφ! πουφ..." ο "χαμάλης" άρχισε να σαλεύει.Ό,τι είχαμε σκαρφαλώσει κι εμείς τα κάγκελα του σταθμού...

Χύθηκε ο Σουκρής ξοπίσω στο τρένο, σαν χηνάρι που τρέχει να προφτάσει την αρμαθιά τ` αδερφάκια του. Μα ο "χαμάλης" είναι τόσο άπονος... "Πουφ!... πουφ!" κείνος τη δουλειά του. Ο Σουκρής τσιρίζει σπαραχτικά.

- Ανάαα... ντουρ! Ανατζίιικ... ντουρ.... ντουρ! ( Μάναα... Μανούλα... Σταμάτα! ).

Άρχισε το κυνηγητό.

-Α! Σουκρή! φώναζαν απ`όλα τα βαγόνια... όλος ο κόσμος κρεμασμένος. Η μάνα άπλωνε τα χέρια της σαν κλαδιά που τα δέρνει ο αέρας.

-Α, γιαβρούμ... Α, τζερίμ!... ( Α, λατρεία μου... Α, σπλάχνο μου! ).

Όλοι χτυπούσανε τα κάγκελα.

-Χ-α!... Χ-α!...

-Α, Σουκρή! Α! καπλάν!... Χ-α!

Γέροι και νιοι απλώνανε τα χέρια, απλώνανε ζουνάρια. Η βάβω του τραβούσε τους χαλκάδες του τρένου, για να το σταματήσει και το περικαλούσε και το μάλωνε:

-Ντουρ μπρε! Ντουρ μπρε! ( Στάσου βρε! Στάσου! ).

Σπαραγμός...

Μα ήθελε δεν ήθελε ο "χαμάλης" έκοψε για μια στιγμή τη φόρα του όχι από καλοσύνη του, μα να , γιατί είχε φτάσει στα ψαλίδια, χρειάζεται προσοχή εκεί. Ο Σουκρής τον έφτασε. 'Απλωσε κιόλας τα μαύρα του χεράκια να γατζώσει. Μα δεν τ` αξιώθηκε. Σφυριγματιές πολλές ακούστηκαν με μιας. Κι ένα στρίγγλισμα φοβερό, φοβερό... από χίλιες φωνές μαζί.

-Αααααα !!!




    ... Ο Δημητρός, ο μπερδεμένος , ο χαζολογάς σκουπίζει με το μανίκι τον ιδρώτα του και-κρυφά κρυφά για να μην τον πάρω χαμπάρι-το περνάει κι από τα μάτια του. Αχ, γιατί να`ναι τόσο άπονα τα τρένα.

Τώρα η βάβω δε θ` ανασαίνει πια. Τώρα η μάνα θα μοιρολογάει...Θα περπατάει το μοιρολόι της πάνω στις γραμμές. Και δε θα τη νοιάζει καθόλου αν το τρένο φεύγει, πού πάει... κι αν κάποτε θα φτάσει, και πού...Τώρα η ψυχή της απόμεινε πίσω στο Βερτεκόπι, να ξεσκίζεται... Κι ο "χαμάλης" θα σφυράει... Θα σφυράει και θα τρέχει σαν στοιχειό που το κάψανε τα ξόρκια, και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται στους κάμπους να βρει συγχώρεση. Και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται, ώσπου να σκάσει.

Κι εγώ ( αχ... εγώ που ζύμωσα τα πικρά μικράτα μου, τ` αδύναμα αλαφρά όνειρά μου μ` ένα τουρκάκι της Καράτζοβας, κάθομαι, ώρες τώρα - κρεμασμένο κουρελάκι- πάνω στα κάγκελα του σταθμού και δε βλέπω τίποτα μπροστά μου , τίποτα, γιατί όλα είναι κλάμα...

Λένε πως τα παιδιά, σαν είναι άκακα εδώ στη γης και καλόγνωμα, σαν φτάσουνε στον ουρανό γίνονται άγγελοι. Μα ο θεός τους ο Τούρκος, τώρα έφυγε και ποιος θα του ανοίξει του Σουκρή που δεν ξέρει και τη γλώσσα;

Σε περικαλώ, παππού Θεέ..., α δεις να τριγυρνάει όξω απ` το παλάτι σου ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Πάρ` το μέσα. Σε περικαλώ και να το συγχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το κακοκαρδίσεις γι`αυτό. Σε περικαλάει ένας φτωχός μικροπουλητής του σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο.Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει, θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ`ευχαριστώ... 



   ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ



δραγατσά : πρόχειρη καλύβα δραγάτη

"χαμάλης" : αχθοφόρος, εδώ : το τρένο

καποτρένος : σιδηροδρομικός υπάλληλος που ρυθμίζει την κίνηση

ντουντούκες : σφυρίχτρες

βάβω : γιαγιά

γκιζερίζω : γυρνώ εδώ κι εκεί άσκοπα, περιπλανιέμαι

αμανάτι : ενέχυρο

καπλάν : τίγρη

ψαλίδια : διασταυρώσεις

Καράτζοβα : Έδεσσα

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου