Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ –Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ




 Ο   Αντώνης  Ζαμπετάκης του Ελευθερίου  γεννήθηκε το 1960 στον  Άγιο Ιωάννη, Αγ. Βασιλείου, Ρεθύμνης.
Κατάγεται από αγροτική οικογένεια.
Είναι απόφοιτος του Β’ Λυκείου Αρρένων Ρεθύμνου, και Ταχύρρυθμης Τουριστικής Σχολής και ασκεί το επάγγελμα του Ξενοδοχοϋπαλλήλου.

Είναι παντρεμένος με τη Σπυριδούλα Μουμούρη κι έχουν τρεις γιούς. 
Ζει και εργάζεται στο Ρέθυμνο.    




                                               ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


                                         Αέναα

Φελλοί επελαύνοντες επί θολούρας
ρεμάτων


Σχηματοποιημένες πλαστελίνες φρυδιών
ημιψήλων επιπλέουσες επί
υλικών διαβρώσεων 
Καπνοί χαμηλοί ομιχλώσεων
άνυδροι 
εξουσίας ρετάλια  Κονκλάβια
σκιών τεθνεώτων


 
Προγραφές μαχητών
επιζώντων Πλέγματα συρμάτων 
ακάνθινα  Στέφανα εσταυρωμένα
αιμάτων


Μέτωπα ήλιων
ρακένδυτα Χαρακιές
εκτελέσεων  Βλέμματα
μεστωμένα λημμάτων ουσίας
αρχέγονα  Μαρτυρίας αδρά
   επιγράμματα.



                                                                  
                                     Ζ ε υ γ ά δ ε ς                


πίνακας Δ . Γιολδάση
              
Ανακαλούμε της μνήμης πατρώα ζυγάλετρα
 να οργώσομε ξωχώραφα  σκέψης
μην τα χερσέψει η ακαμωσιά και η λήθη΄
ξεκαπακώνομε παλιά τα πιθάρια σε κελάρια υπόγεια
φορτώνομε σπορί τις παρακαταθήκες ιδρώτα και αιμάτων
γκριζαρισμένων μορφών - τόσα χρόνια
σε μπαούλα και κάδρα - προπαππούδων μας και
σπέρνομε, σπέρνομε
κραυγές κι αγωνίες και μόχθους
βωλοκοπούμε τη νύχτα 
δουλεύομε, λιχνούμε  
ένα τραγούδι, ένα λόγο
ένα άγγιγμα
χρειάζεται
μια ψιχάλα δάκρυ
να ποτίσει  φύτρα ελπίδας
στις πορείες ετούτες των ασύνταχτων
 εγκαταλείψεων.
                                               Κ α τ ά φ α σ η



πίνακας   Kurt van Wagner

Σε συνάντησα σούρουπο  Τίποτα
 δεν
 προμηνούσε το φως το ανέσπερο

 Μήτε
τα χιόνα στις κορφές των βουνών μακριά που
 χρύσιζαν στων βλεμμάτων τις φλόγες σου
 Μήτε
τα σύννεφα στις πλαγιές τ' ουρανού χαμηλά που
 μάτωναν λαβωμένα στη θλίψη σου
 Μήτε
ο δρόμος στην άκρη της νύχτας βουβά που
 λευκαινόταν στης μορφής σου το άμωμο

 Τίποτα δεν
 μαρτυρούσε των γενέσεων την έκρηξη

 Μήτε
των βροχών τα ποτάμια που έλουζαν
 στων ανθών σου τον ίμερο διάφανους
 τους σπασμούς των αιμάτων
 Μήτε
ναρκωμένοι οι στίχοι που ξύπναγαν
 σε στήθη τραγουδιών και ποιημάτων λιγώνοντας
 στα βλέφαρα τις πνοές των αισθήσεων

 Μήτε
οι συγχορδίες των άστρων
που κόμπιαζαν τις αρθρώσεις των φθόγγων τους 
στους λαιμούς των φιλιών και σαστίζοντας  
σε γκρεμών καταρράχτες  φτερούγιζαν
αγριοπερίστερα ήλιων

Τίποτα  Δεν



                       Νεκρή προσταγή


Τραγουδώ με φωνές δανεισμένες

Πώς αλλιώς
ν' ακουμπήσω τη σκιά σου χωρίς
να ταράξω το γέλιο του ήλιου των φύλλων σου

Η δικιά μου φωνή
κουβαλά  γδαρσίματα ξερόβραχων ερημιάς
σκοντάφτει στη σκόνη
των βημάτων της λαύρας της

Τα δικά σου φτερά
απλωτά ξαστερώνουν τα πέρατα
σταυρωτά ανατέλλουν τα χρώματα

Πέτα 
'Ας τη σαβούρα της βαρυθυμιάς
που αποπνέουν στεναγμοί και ψίθυροι
αγκιστρώνοντας κάτω τα βλέμματα 
Άσε τους ίσκιους
να σφαδάζουν στους γκρεμούς 
των αβύσσων τους 


Λάμψε
στης χαράς το γιορτάσι σου
Τραγούδησε
στα πάμφωτά σου τα πέρατα
Ταξίδεψε
στων ονείρων σου τα τραίνα
τ' αστρόχυτα

Ζήσε



                                

Ομοιότητα



πίνακας   Έντβαρτ Μουνκ
                              
'Ένα σύθαμπο ανάμνησης σα νοσταλγία
ένα σύδεντρο ψίθυρων σε πάχνη ονείρου
μια ηχώ αδιάλειπτη σαν καταρράχτης

Μια κραυγή σαν που χύνεται φλεγόμενο άστρο
ένα σκότος που σκίζεται σαν περηφάνια
μια λυγμών αστραπή σαν παρρησία

Ένα γέλιο που ράγισε την τρικυμία
ένα βλέμμα που σφράγισε πελάγους θλίψη
μια σιγή που μαρμάρωσε το χάδι του ήλιου


Η λευκότητα π' ανάτειλε σαν αθωότης
τα νερά που κυμάτισαν σαν αρμονία
το τραγούδι που λαγάρισε σα μεσημέρι

Τα χρώματα που έγειραν σαν ήλιου δύση
τα σκιρτήματα π' άγρυπνα θρόισε η Νύχτα
οι πνοές που βουλιάξανε σε ρόδων μέθη

'Ένα χέρι που απλώθηκε σα σφαλισμένο
ένα τραύλισμα αίματος σα θρόμβος ξίφους
κι ένα 'Αχ! που δραπέτευσε βουβό στα χάη

Η εικόνα που σάλπισμα κεντά της μνήμης
Το "χαίρε" που αντίλαλο γεννά οπτασίας
- χαρμολύπης ανταύγασμα σαν ομοιότης. 

                                            Τ α ύ τ ι σ η   

πίνακας John William Waterhouse

Ψίθυροι αιμάτων αναστάτωσαν

των ονείρων τη ρέμβη σου

Προσταγές μυστικές βίτσισαν

χλιμιντρισμούς καλπασμών

στις φτέρνες των πόθων σου

αφηνιάζοντας οίστρους.

Διέσχισες εφτά
φορές της αβύσσου τα χάσματα 
τινάζοντας τα φορτία της έξαψης
και γεννούσε ο ιδρώτας σου
λαγγέματα άφεσης σε πυρήνες
συντήξεων Αναδυόσουν
σε φλόγες  αφρών  κογχυλιών ολοπόρφυρων
συμπύκνωνες τη στιγμή και τον κόσμο
σε ρίγος σωμάτων φρουμάζοντας.

Στερέωνες κρατήρες εκρήξεων σε
χαλινάρια αλώσεων γευόσουν
ροδάμια κραυγών μαδούσες
των μίσχων τα πέταλα ρουφούσες 
το νέκταρ τους άνθιζες
τα ρόδα της έντασης καθήλωνες
το σύμπαν στους μαγνήτες
των πόλων σου ενάλλαζες 
των πυξίδων τους στόχους - ροούσε
η χαίτη σου πότε καταρράχτες νύχτας
πυκνούς σε βυθίσματα ήλιων πότε
λάβας ποτάμια χυτά
σε σπαράγματα δίψας - ανάσαινες
τις πνοές βαθιές καβαλάρηδων ξέφρενα
έπνιγες τις ανάσες βαριές
αιχμαλώτων τυλίγοντας
φιλιών αλυσίδες σε κατάρτια
πυρετού των κυμάτων τους

Βυθιζόσουν
σε δίνες χρωμάτων ψαλμών υπερούσιων
σε θίνες ερήμων λυγμών επιτάφιων  Έδυες
χρυσίζοντας των συννέφων τα βλέφαρα
μελώνοντας  τους φθόγγους
των αχτίδων του θάμπους σου.




                                          Βράζει..
  
πίνακας  - Pellizza de Volpeda, Η "τέταρτη τάξη"

Βράζουν καζάνια πηλοτσίκαλα και λέβητες.
Συμπαίνουν τις φωθιές μακάριοι, ανυποψίαστοι
πασάδες και τσιράκια για τις τρανές φαοπιοτούρες.
Ανακηρύξανε το ανόσιο δράμα : Αγία Κρίση,
κλείσανε πονηρά  με νόημα το μάτι
ο ένας στον άλλο με σαρδόνιο χαμόγελο
- "κάθε κρίση κι ευκαιρία" δώσαν το σύνθημα -
και κίνησαν.

Χρόνους το μελετούσαν το κακό.
Χρόνους ξετυλίσσεται η ιστορία.
Στους καιρούς όλους  σε κάθε εποχή.
Λίγο σα σκύψεις στα πεσμένα πελέκια
των  αρχαίων ερειπίων,
λίγο σα σταθείς στους πιό πρόσφατους
ετοιμόρροπους τοίχους των παππούδων,
λίγο σα χαϊδέψεις την ξεμασκουλωμένη πόρτα
στα έρημα καταλύματα
και σηκώσεις το στέρεο ακόμη σιντερένιο κοντεμίρι
που μπλιο δεν έχει πού να θηλυκώσει
τί να σφαλίσει
και, τ' αφήνεις να ξανακρεμαστεί
σημαίνοντας μια μοναχή, νεκρική καμπανιά
στη βαθειά ρυτίδα της σκαμμένης του πέτρας,
σιγανή μην ταράξει τις ψυχές
μα αρκετή για ν' ακούσουν
το θύμιασμα και το χαιρετισμό και την υπόσχεση.
Λίγο σα σκύψεις στα πρόσωπα του χθες
ξεδιακρίνοντάς τα πίσω απ' τα ονόματα και τις αόριστες χρονολογίες
που επιμένουν χαραγμένα στις ταφόπετρες
των κλειστών μα πάντα ξεκλείδωτων κοιμητηρίων
θα γνωρίσεις τη μυστική φωνή τους, θα ακούσεις το πικρό τους τραγούδι
και τα προστάγματα.

Λούγεται η μνήμη στους καταρράχτες των καιρών,
λιωμένοι πάγοι απ' τις κορφές
φουσκώνουν την ορμή και την κρυγιάδα
της ανάγκης των νερών,
ξυπνά για τα καλά η καρδιά κι ο νους
και τα αίματα.

Ξυπνά η συνείδηση
θωρακίζεται η απόφαση
φουντώνουν ταραχές ερώτων φουρκισμένων στις λίμνες τους
τινάσσουν τις αλυσίδες της χαύνωσης
σφίγγουν τα χέρια δυο, συντρείς, συδέκα,
αναλήφτονται
στον ουρανό της θυσίας
πυκνώνουν το νέφαλο
της οργής, πυρώνουν
τ’ αστροπελέκια, ηλεκτρίζουν
την ατμόσφαιρα, αρματώνουνται
τις αστραπές.

Σφυρηλατούνε το σάλπισμα. ...



                         Χάραμα ανέργου 




Ο αυγερινός μας ξυπνά τη σωστή την ώρα.
Χαράζει.
Ξύπνησε η πόλη και τα πουλιά.
Καλημέρα !
στις ανέγνοιες αγάπες που ακόμα
ταξιδεύουν σ' ονείρατα.

Κοχλάζει στο αίμα ο ήλιος κι η μέρα.

Βαριά η εξώπορτα σα γυρέψεις να βγεις.
Είναι ακόμη σκοτάδι στο δικό σου το δρόμο.
Γύρνα μέσα, περίμενε.. μείνε..

Σκοτεινιάζει και πάλι.
Βαραίνουν οι τοίχοι χτιστά παραθύρια.
Στενεύουν τα όρια.
Ψαχουλεύεις τη νύχτα.
Το κερί και το σπίρτο ν' ανάψεις.
Να φωτίσεις λίγο τους τοίχους.
Να φωτίσεις χαραγμένα μηνύματα
καιρών και ψυχών αδελφών σου.

Να μαζέψεις κόκκο κόκκο την πίκρα
από τόσες αδρές χαρακιές
να γεμίσεις του καφέ το κουτάλι.
Να τσιμπήσεις ψίχουλο ψίχουλο γλύκα
από  «Σ' αγαπώ..»  απελπισμένα
να συμπληρώσεις τη ζάχαρη.
Να ξεκρίνεις στην ξέρα της πέτρας τις πηγές
των δακρύων, στάλα τη στάλα
να γεμίσεις το μπρίκι.

Ν' αναδέψεις τις στάχτες από φλόγες
σβησμένες και να βρεις, να συλλέξεις
τ' αναμμένα τα κάρβουνα και τις άγρυπνες σπίθες.
Και να βάλεις να βράσει..

Καθίζεις κατάχαμα
το φλιτζάνι σιμά σου στο πάτωμα
αργές ρουφηξιές.
Και τα μάτια ψηλά
στο μικρό το φεγγίτη.

Θα χαράξει η μέρα..

πίνακας - Έντβαρτ Μουνκ

 Λίγα λόγια από εμένα:

Ο Αντώνης Ζαμπετάκης είναι ένας οραματιστής ποιητής .Περιγράφει παραστατικά την σκληρή πολλές πραγματικότητα της ζωής μας με πολύ όμως λυρισμό («Κοχλάζει στο αίμα ο ήλιος κι η μέρα.», «Να μαζέψεις κόκκο κόκκο την πίκρα», «μια σιγή που μαρμάρωσε το χάδι του ήλιου») και ταυτόχρονα οραματίζεται  ένα καλύτερο μέλλον ( «Θα χαράξει η μέρα.», «χρειάζεται μια ψιχάλα δάκρυ να ποτίσει  φύτρα ελπίδας»).
Αυτή η αισιοδοξία είναι απαραίτητη στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε.
Η ποίηση του Αντώνη Ζαμπετάκη είναι κατά κύριο λόγο υπερρεαλιστική( δυνατές υπερρεαλιστικές εικόνες ,συνειρμοί,ελλειπτικός λόγος) γεγονός που την καθιστά  πολύ γοητευτική και ευρηματική παρόλο που σε αρκετά σημεία μας «επιβάλλει» να προβληματιστούμε για το νόημα .(Εκεί εξάλλου έγκειται και η γοητεία του υπερρεαλισμού).
Θα ήθελα επίσης να επισημάνω την χρήση λέξεων από το τοπικό ιδίωμα, «πολύτιμες αποσκευές» για  την ποίησή του, που με αυτό τον τρόπο  συνδυάζει  αρμονικά από τη μια μεριά βαθειά προσήλωση στην παράδοση(παρελθόν)  και από την άλλη όραμα και αισιοδοξία  για ένα καλύτερο μέλλον .Γεωργία Κοτσόβολου



2 σχόλια:

  1. Γεωργία μου, μου έρχονται ενημερώσεις,βλέπω ότι κάνετε απίστευτη δουλειά αλλά είμαι με τη ψυχή στο στόμα! Μόλις και μετά βίας προλαβαίνω την καθημερινή μου ανάρτηση με τη φωτογραφική πρόκληση και τα σχόλια μου!
    Είμαι ψιλοχαμένη! Ένα 20μερο ακόμα...Πού θα πάει , θα περάσει!
    Καλή συνέχεια στο όμορφο έργο σας! :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. καλησπέρα Αριστέα μου και εγώ είμαι ψιλοχαμένη (μεγάλο πρόβλημα με το Ιντερνετ ...) σε ευχαριστούμε πολύ :)

      Διαγραφή