Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ –ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ «ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ»




«Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ” ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού..
Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα.
Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε:


«…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ” αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των».(Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)

Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα 
περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.

 
Η γυναίκα εκείνη ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου.

Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά.
«Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του».
Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. «Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε».
Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο.
«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε¨.
- Περικλής Γιαννόπουλος
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν;
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω.
Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε.

-         Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται.
……………………………………………………………………….

Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου.
«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα. Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία. Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους. Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη. Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος. Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς. Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω. Πάντα δική σου, Σοφία».
Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της.

- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος.
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της.
- Θα κάνεις μια τρέλα του είπε.
Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση.
- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη.
Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; Για τον ξανθο συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο.
- Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής.
Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει.
- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ” αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. 
Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Πίνακας του Παρθένη
 για τη Σοφία Λασκαρίδου 
 - Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της.
Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας.
- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; Της είπε.
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης.
Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό.
- Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα.
Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά.
- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ” την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του.
- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη.
Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό.

- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου.
H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα.
Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε.
Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του.
«Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».
Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο.
«Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του.
Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για  να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα.
Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο.

- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις;
Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν.
- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. Δεν πρέπει να παντρευτεί. Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον.
Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε:
- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη.
Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά.
Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα.
Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε:
- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι.
Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος.
- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του.
Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου.
- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα.

Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος.
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο:
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».
Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως.
«Έρχομαι».
Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά.
Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα.
«Με περιμένει»
Χειρόγραφη επιστολή του Π Γιαννόπουλου
Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.
- Που πας; Τη ρώτησε.
Η Σοφία απάντησε:
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει.
Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά.
Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο.
«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».
Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα!
Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη.
«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμίου του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως “ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία».
Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε.
«Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με».
Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη.Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. Είναι η μητέρα της.
- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου».
Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά:
«Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος».
Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:
- Άφησέ με μητέρα Γιατί γύρισες; Με περιμένει.
Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της.
-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω.

Ύστερα από μισό αιώνα
Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει;
Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού.
Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο.
Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει.
Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε.
Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια!
Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου.
- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε.
Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της. Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι.
Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ” ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε;
Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι…"
Φρέντυ Γερμανός, 1961
Διαβάστε περισσότερα ,

Εδώ και δέκα χρόνια, το σπίτι στο οποίο έζησε και πέθανε η διάσημη ζωγράφος έχει ανακαινιστεί πλήρως και στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας – «Σοφία Λασκαρίδου». «Το σπίτι αυτό χτίστηκε γύρω στα 1900», μου εξηγεί ο Γκέντση Ρούτσης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης. «Είναι το δεύτερο σπίτι που χτίστηκε στην Καλλιθέα, το σχεδίασε μάλιστα ο Ερνστ Τσίλλερ. Η Λασκαρίδου διατηρούσε και εργαστήριο τέχνης εδώ, όπου δίδασκε σε μικρά παιδιά».

ΕΚΕΙΝΟΣ  - ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1869-1910)

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω το 1869. Γιος γιατρού, φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Τις σπουδές του ανέκοψε ο θάνατος του πατέρα του. Ο Γιαννόπουλος εγκατέλειψε το Παρίσι και έφυγε για το Λονδίνο, όπου έζησε μαζί με τον αδερφό του για οκτώ μήνες. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γρήγορα όμως εγκατέλειψε και τις νομικές σπουδές για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη είχε έρθει σε επαφή με τα εκεί πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα του συμβολισμού και του αισθητισμού. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις μεταφράσεων (έργων των Ντίκενς, Μπωντλαίρ, Ουάιλντ, Πόε και άλλων) και πεζών ποιημάτων σε εφημερίδες και περιοδικά. Στο χώρο της γλώσσας προτίμησε αρχικά τη δημοτική και στη συνέχεια στράφηκε προς μια λογιότερη γλώσσα, με έντονη προσωπική σφραγίδα. Ιδεολογικά κινήθηκε στο χώρο του αισθητισμού, της φυσιολατρίας και του ελληνοκεντρισμού.
Έγραψε επίσης κριτικά άρθρα και δοκίμια πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, κυρίως μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Ειδικότερα μετά το 1899 παρατηρείται συχνή παρουσία του από τις σελίδες εφημερίδων όπως η Ακρόπολις, το Άστυ και η Εστία και περιοδικά όπως ο Νουμάς και τα Παναθήναια. Συνεργάτης του Βλάση Γαβριηλίδη, υποστήριξε με πάθος την ελληνοκεντρική ιδεαλιστική ιδεολογία, συνδυάζοντας στοιχεία από τα ιδεολογικά ρεύματα του αρχαϊσμού αλλά και του ελληνοχριστιανισμού. Σταθερή παρέμεινε στη γραφή του η κυριαρχία του αισθητιστικού στοιχείου, όχι μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά και στο χώρο του δοκιμίου.

http://www.ekebi.gr/


ΕΚΕΙΝΗ –ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ 

Η Σοφία Λασκαρίδου, σημαντική ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1876 στην Αθήνα και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1965 στην Καλλιθέα Αττικής.
Πατέρας της ήταν ο Λάσκαρης Λασκαρίδης, απόγονος του αυτοκρατορικού οίκου Λάσκαρι, μητέρα της η παιδαγωγός Αικατερίνη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, αδελφή των Αναστάσιου και Αντώνιου Χρηστομάνου και είχε δύο ακόμη αδελφές, την κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή της Μελπομένη και την κατά τέσσερα χρόνια μικρότερή της Ειρήνη, τη μετέπειτα διευθύντρια του ιδρύματος «Οίκος Τυφλών». 
Εργο της Σ Λασκαρίδου

Μεγάλωσε στο σπίτι που, από το Δεκέμβριο του 2001, στεγάζεται η «Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας Σοφία Λασκαρίδου», στη συμβολή των δρόμων Λασκαρίδου & Φιλαρέτου, το οποίο είναι χτισμένο το 1887 με σχέδια του  αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ, ως εξοχική κατοικία της οικογένειας και ήταν ένα από τα πρώτα του τότε, οικισμού Καλλιθέας. Συχνοί επισκέπτες τους ήταν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας αλλά και όλη η πνευματική, οικονομική και κοσμική κοινωνία της εποχής.
Μεταξύ των ετών 1894 -1900 φοίτησε στο Τμήμα Θηλέων του σχολείου Καλών Τεχνών και από το 1896, στα δεκατέσσερά της χρόνια, εξέθεσε έργα της στην Εταιρεία των Φιλοτέχνων, όπως έγραψε η ίδια στο ημερολόγιο της, και σε όλες τις μεγάλες εκθέσεις των Αθηνών. Το 1900 έφυγε για το Παρίσι όπου για σύντομο χρονικό διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στην «Academie Julian».
Το 1901, ύστερα από την παρότρυνση της μητέρας της, ζήτησε από το Βασιλιά Γεώργιο Α’, να επιτρέπει με νόμο η εισαγωγή γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο νόμος ψηφίστηκε και έγινε η πρώτη γυναίκα που γράφτηκε και σπούδασε στη σχολή από τις 27 Οκτωβρίου 1903 έως τις 7 Ιουλίου 1907, με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, το Νικηφόρο Λύτρα και το Γεώργιο Ιακωβίδη
"Κόκκινη πόρτα"

Το 1908 ταξίδεψε με τριετή υποτροφία στη Γερμανία και παρουσιάζει έργα της σε εκθέσεις του Μονάχου και του Βερολίνου ενώ από το 1910 ως το 1914 φοιτά στην «Academie de la Grande Chaumiere» στο Παρίσι, με δασκάλους και καθοδηγητές της τους Β.Constant και J.P Laurens, όπου έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις.
Το 1916, όταν επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, στα μάτια των συγχρόνων της είναι ήδη καταξιωμένη καλλιτέχνιδα, και αφιερώνεται στη ζωγραφική και τη διδασκαλία της. Τον ίδιο χρόνο, μετά το θάνατο της μητέρας της ανέλαβε να διδάξει στη Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας το μάθημα της Ιχνογραφίας ενώ παράλληλα αναπτύσσει σημαντική ανθρωπιστική δράση και το 1951 εξέδωσε σειρά σχολικής ιχνογραφίας και ζωγραφικής.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στα «Απομνημονεύματα» του αναφέρει ότι αποτέλεσε το πρότυπό του για την ηρωίδα του έργου του «Στέλλα  Βιολάντη».http://www.livepedia.gr

"Δείπνο ψαράδων στη Βρετάνη"







1 σχόλιο:

  1. Ήταν εκείνη η εποχή αυθεντική. Ο ρομαντισμός δεν ήταν μόνο ένας τρόπος έκφρασης της τέχνης, αλλά και τρόπος ζωής - τουλάχιστον για κάποιους αισθαντικούς ανθρώπους!..
    Σήμερα, που η ζωή και η τέχνη μας έχουν αναπότρεπτα τόσο επηρεαστεί από τα πρότυπα της υπερατλαντικής κοινωνίας, βρισκόμαστε τόσο μακριά από την αίσθηση και τον συναισθηματισμό που αφήνει η ρομαντική ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου...
    Τί γλυκόπικρη γεύση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή