Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ








ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ (14 Δεκεμβρίου 1895 - 18 Νοεμβρίου 1952)

Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914 κατατάχθηκε στον στρατό.

Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τουςΑντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938.

Κατά τη διαρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.
Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.ΑΠΟ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
 Να ειπωθούν όλα  


Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις

Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος

Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο 
Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα 
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη

(1951)

Απόδοση Παναγιώτης Φραντζής, με βάση τη μετάφραση του Σπύρου Τζουβέλη


Tout dire


Le tout est de tout dire, et je manque de mots
Et je manque de temps, et je manque d΄audace
Je rêve et je dévide au hasard mes images
J΄ai mal vécu, et mal appris à parler clair.

Tout dire les roches, la route et les pavés
Les rues et leurs passants les champs et les bergers
Le duvet du printemps la rouille de l΄hiver
Le froid et la chaleur composant un seul fruit

Je veux montrer la foule et chaque homme en détail
Avec ce qui l΄anime et qui le désespère
Et sous ses saisons d΄homme tout ce qui l΄éclaire
Son espoir et son sang son histoire et sa peine

Je veux montrer la foule immense divisée
La foule cloisonnée comme un cimetière
Et la foule plus forte que son ombre impure
Ayant rompu ses murs ayant vaincu ses maîtres

La famille des mains, la famille des feuilles
Et l΄animal errant sans personnalité
Le fleuve et la rosée fécondants et fertiles
La justice debout le pouvoir bien planté

Pouvoir Tout Dire (1951) - Paul ÉLUARD.

ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ
Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση
Πάρε το δρόμο του πρωινού
Ανέβα τα σκαλιά της πάχνης

Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γης σφιγμένη

Να ’ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη

Θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί
Να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου
Στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης
Της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
Ο άνεμος θα μας υπομείνει
Ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
Χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρό μας διάστημα ο αγνός μας αέρας φτάνει
Για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
Όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούρια μνήμη
Και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω αδερφοί μου αντίμαχοι που κρατάτε στα μάτια
Τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
Πού να σας έχω αφήσει
Με τα βαριά σας χέρια μες στο λάδι το νωθρό
Μες στις παλιές σας πράξεις
Με τόση λίγη ελπίδα που κι ο θάνατος
Φαίνεται να ’χει δίκιο
Χαμένοι μου αδερφοί
Εγώ πηγαίνω προς τη ζωή έχω την όψη ανθρώπου
Για ν’ αποδείξω πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου

Και δεν είμαι μόνος
Χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
Χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα
Να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος
Σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
Γυμνό νερό γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα
Έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

*
Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
Οι πρώτες ανθισμένες ζέστες
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
Το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή
Στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
Στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
Του κυμάτου της ταραγμένης άμμου
Της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

https://ppirinas.blogspot.com/


Να κοιμάσαι

“Να κοιμάσαι
με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ’ στα
μαλλιά
στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.

Να φεύγεις και να χάνεσαι
μέσ’ απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου
πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες

και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.”

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης

Η καμπύλη των ματιών σου


“Η καμπύλη των ματιών σου γύρο φέρνει την καρδιά μου
Γύρος χορού και γλύκας
Του χρόνου φωτοστέφανος νυχτερινό λίκνο και σίγουρο
Κι αν όλα τα όσα έζησα δεν τα κατέχω πια
Είναι γιατί τα μάτια σου δεν με θωρούσαν πάντα.

Φύλλα ημέρας και δροσιάς αφρός
Του ανέμου καλαμιές ευωδιαστά χαμόγελα
Φτερά σκεπάζοντας τον κόσμο φως
Πλοία κατάφορτα ουρανούς και θάλασσες
Κυνηγοί θορύβων και πηγές χρωμάτων

Μύρα που ξεπετάχτηκαν από της χαραυγής
Το κλώσισμα το αδιάκοπο μες στ’ άχερα των άστρων
Όπως η μέρα κρέμεται απ’ την αθωότητα
Έτσι κι ο κόσμος κρέμεται απ’ τ’ αγνά σου μάτια
Και ρέει στα βλέμματά τους όλο το αίμα μου.”

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης

https://www.artigo.gr/

Στον Πάμπλο Πικάσο

Ένα πλήθος πορτρέτα
Το ένα είναι περιφρόνηση το άλλο κατάκτηση
Ένα άλλο νερό κάθαρο και παφλάζον
Ένα άλλο καμπάνα δροσιάς
Το πιο υπέροχο είναι ένα φάντασμα
Πάει στη γη και γοητεύει τους ομοίους του

Να τα πορτρέτα μιας φίλης
Που κρύβουν το γάλα του στήθους της
Κάτω από ένα ύφασμα εκθαμβωτικό
Απέναντι στο διάγραμμα του προσώπου της
Ένας φτωχούλης μικρός ήλιος τρέμει
Καθρέφτης τρυφερός

Καθρέφτης κάθε αλήθειας
Κάθε πρωινού παράθυρου
Για έναν αρχαίο και γαλάζιο χορό
Στην άκρη δυο αθώων ματιών
Πορτρέτα ευαίσθητα και γεμάτα εμπιστοσύνη
Ιδεατά ερωτευμένα.

(1944 – Αντάξιοι της ζωής)

Μεταφράζει ο Ανέστης Μελιδώνης
https://www.vakxikon.gr/

Από τα εφτά ποιήματα αγάπης στον πόλεμο  [Στ' όνομα]

Στ’ όνομα του τέλειου ψηλού μετώπου
Στ’ όνομα των ματιών που κοιτάζω Και του στόματος που φιλώ
Για σήμερα και για πάντα.
Στ’ όνομα της θαμμένης ελπίδας Στ’ όνομα των δακρύων μέσα στη νύχτα
Στ’ όνομα των φυτών που φέρνουν γέλιο Στ’ όνομα του γέλιου που φέρνει φόβο.
Στ’ όνομα του γέλιου κάτω στο δρόμο
Της γλύκας που δένει τα χέρια μας
Στ’ όνομα της οπώρας σαν σκεπάζει το λουλούδι
Σε μια όμορφη γη και καρπερή.
Στ’ όνομα των ανθρώπων που σαπίζουνε στη φυλακή
Στ’ όνομα των εξορισμένων γυναικών.
Στ’ όνομα όλων των συντρόφων μας Που μαρτύρησαν και σφαγιάστηκαν
Για να μη δεχτούν τον ίσκιο.
Πρέπει να στραγγίζουμε την ορμή Και να σηκώσουμε το ξίφος
Για να φυλάξουμε την ιερή εικόνα Των αθώων που κυνηγήθηκαν παντού
Και που παντού θα θριαμβεύσουν.
Πωλ Ελυάρ, μετάφραση: Γ. Καραβασίλης
ΑΘΗΝΑ

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύετεια
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέΛαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους

9 Δεκέμβρη 1944

Ο Ελυάρ στον Γράμμο

Πωλ Ελυάρ - Ο μεγάλος επαναστάτης ποιητής που επισκέφτηκε τον Γράμμο το 1949


{....}Ο Ελυάρ ανακηρύσσεται μεγάλος ποιητής της Αντίστασης (μαζί με τον Αραγκόν), καθώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, συγκεντρώνει σε ένα τόμο τα έργα ποιητών που γράφουν υπέρ της Αντίστασης.

Ο Ελυάρ και ο Δημοκρατικός Στρατός

Κι εδώ θα θέλαμε να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στη σχέση του Ελυάρ με τον δικό μας Δημοκρατικό Στρατό, κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Ο ποιητής συμμετέχει σε διάφορα συμβούλια και αποστολές για την Παγκόσμια Ειρήνη και επισκέπτεται αρκετές φορές την Ελλάδα. Στις 9 Δεκέμβρη του 1944 γράφει το ποίημα “Αθήνα”, το οποίο ξεκινάει ως εξής: Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε / Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις παρά τη λευτεριά / Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη / Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου…

Τον Ιούνιο του 1949 ανεβαίνει για κάποιες μέρες στον Γράμμο, θέλοντας να βρεθεί στο πλευρό των Ελλήνων ανταρτών. Παίρνει την ντουντούκα και αρχίζει να απαγγέλει ποιήματα στους αντάρτες. Βλέποντας τις τραγικές συνθήκες μέσα στις οποίες πολεμούσαν οι αγωνιστές τους Δημοκρατικού Στρατού και γνωρίζοντας από κοντά τον ηρωικό τους αγώνα γράφει ποιήματα για τις γυναίκες αγωνίστριες και τις μανάδες και ξαναπαίρνει την ντουντούκα για να απευθύνει έκκληση στους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού.

Στις ελληνίδες αδελφές μου (Γράμμος, Ιούνης ’49)

Αδελφές μου της ελπίδας, ω, γυναίκες γενναίες,
Έχετε κλείσει συμφωνία ενάντια στο θάνατο
Ω, αθάνατες αγαπημένες μου,
Παίζετε τη ζωή σας
Για να θριαμβεύσει η ζωή
Είναι κοντά η μέρα, ω, αδελφές μου του μεγαλείου,
Που θα κοροϊδεύουμε τις λέξεις πόλεμος και μιζέρια
Γιατί θα έχετε νικήσει

Προσεύχονται οι χήρες και οι μανάδες

….Με τα όπλα και με το αίμα
λυτρώστε μας από το φασισμό

Νανουρίζαμε ολάκερο το φως
και τα στήθη μας φούσκωναν γάλα

Αφήστε μας να πάρουμε τουφέκι
να βάλουμε σημάδι τους φασίστες…

[Συλλογή: «Ελλάδα, τριαντάφυλλο του λογισμού μου»]

Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ: http://www.toperiodiko.gr/




3 σχόλια:

  1. Το πραγματικό του όνομα ήταν Eugène Grindel, γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1895 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1952.

    "Ζωγραφιστά λόγια"
    σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη

    Για να νιώσεις το παν
    Ακόμη
    Και το δέντρο με την πρωραία ματιά
    Της σαύρας και της κληματίδας
    Το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο
    Τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

    Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα
    Σύννεφο και καρδιά νύχτα και μέρα
    Παράθυρο κι όποια να ’ναι χώρα

    Για να καταργήσεις
    Του μηδενικού τον μορφασμό
    Που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι

    Για να ξεκόψεις
    Με τις μικροπρέπειες
    Των θρεμμένων απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

    Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
    Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
    Θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

    Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
    Μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

    Για να γελάς που κάποτε
    Ιδροκόπησες ξεπάγιασες
    Και πείνασες και δίψασες

    Για να ’ναι και το να μιλάς
    Όσο και να φιλάς
    Γενναιόδωρο

    Για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι
    Κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
    Χαραυγή και καρδιάς άνοιξη
    Φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

    Για να δώσεις στη γυναίκα
    Τη μοναχική και τη συλλογισμένη
    Τη μορφή των χαδιώνε
    Που ονειρεύτηκε

    Για να ’ναι η έρημος μες στη σκιά
    Κι όχι διόλου μες στη σκιά
    Μου
    Όλα ορίστε
    Δίνω
    Τ’ αγαθά μου
    Όλα
    Τα
    Δικαιώματά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πολύ για αυτό το όμορφο σχόλιο!!!! Υπέροχο ποίημα!!!

      Διαγραφή